Ο ἁγιορείτης καλόγερος Ἰωνᾶς εἶναι στὸ κελλί του καὶ ζωγραφίζει τὴ Γέννηση τοῦ Κυρίου.
Τί ἡσυχία! Ἀκούγεται μόνο τὸ κομπολόγι δυὸ ἄλλων καλόγερων πού, καθισμένοι σὲ χαμηλὰ σκαμνιά, περνοῦν τὶς ἀτέλειωτες ὧρες των κοιτάζοντας τὸ πινέλο τοῦ ζωγράφου ν᾽ ἀνασταίνει μὲ ὑπομονὴ τὴ θεία ἱστορία.
Μά, μόλις ὁ Ἰωνᾶς ἄρχισε νὰ χρωματίζει ἔξω ἀπὸ τὴ σπηλιὰ τῆς Βηθλεὲμ τὸ μικρὸ βοσκὸ ποὺ κάθεται σὲ βράχο καὶ παίζει φλογέρα στὰ πρόβατά του, ἄξαφνα θυμήθηκε τὸν ἐχθρό του...
Τὸ αἷμα τοῦ ἀνέβηκε στὸ κεφάλι. Θυμήθηκε τὸν Καυσοκαλυβίτη ἁγιογράφο Ἀμβρόσιο, ποὺ ζωγραφίζει συχνὰ τὴ Γέννηση ἐντελῶς ἀλλιώτικα, μὲ ἀλλόκοτα πρόσωπα καὶ ζῶα πολλά, σὰν τοὺς Εὐρωπαίους. Δὲν τὸν ὑποφέρει αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο...
Τ᾽ ἦταν τώρα δά, στὴν ἡσυχία τῆς δουλειᾶς του, νὰ τὸν θυμηθῆ; Ἐρεθισμένος, ἄρχισε νὰ μιλῆ γι᾽ αὐτόν, ἐνῶ ζωγράφιζε.
- Τὰ πατροπαράδοτα, ἔλεγε στοὺς ἄλλους, σκυμμένος στὴν εἰκόνα του, ἐμεῖς οἱ εἰκονογράφοι ἔχομε καθῆκον νὰ τὰ κρατοῦμε, ἐπειδὴ ἀπὸ μᾶς οἱ πιστοὶ βλέπουν τὰ μυστήρια τῆς ὀρθοδοξίας.
Μολαταῦτα, ἐπούλησε προχτὲς ὁ Ἀμβρόσιος διὰ τὴν Τῆνο μιὰ Γέννηση μὲ δυὸ τσοπάνους ποὺ παίζουν ὄργανα μὲ ἀσκιά!
Ἀκοῦτε; Μὲ τρεῖς σκύλους εἰς τὸ ποίμνιο! Καὶ κοντὰ στ᾽ ἄλλα κ᾽ ἕνα μαῦρο κατσίκι, ποὺ πηγαίνει καὶ τρώγει κλαράκι ἀπ᾽ τὸ χέρι τοῦ Ἰωσήφ.
Ἄν γίνεται αὐτὸ ποτέ! Κ᾽ ἔπειτα, πρὸς τί τὸ λουτρὸν τοῦ βρέφους; Τί πράγματα εἶν᾽ αὐτά; Πῶς βρέθηκεν ἐκεῖ ἡ γυναίκα ποὺ τὸ βυθίζει στὸ νερό;
Ὁ Χριστὸς ἐγεννήθη εἰς τὸν ἀχυρῶνα καὶ ὡς μόνην περιποίησιν, ἔλαβε τὰ χνῶτα τῶν ζώων ποὺ ἔσκυβαν καὶ τὸν ἐζέσταιναν.
Τοῦτο πρέπει νὰ παραστήση ὁ ἄξιος ὀρθόδοξος ζωγράφος! Ὄχι τοὺς ξενισμοὺς τῶν Ἰταλῶν καὶ τῶν Ρώσων...
Τότε ἔδειξε σημεῖα ζωῆς, ἀπ᾽ τὸν ἴσκιο τῆς γωνιᾶς ὅπου ἦταν βυθισμένος καὶ καθισμένος στὸ σεντούκι, ὁ γέρος μοναχὸς Σεραφείμ. - Εἶσαι ὀργισμένος, Ἰωνᾶ! τοῦ εἶπε μὲ πατρικὸ ὕφος.
- Παραξενεύομαι, ἀπάντησε ὁ ζωγράφος, χωρὶς ν᾽ ἀλλάξει τὴ στάση του, ὅτι ἐννοοῦν αὐτοὶ οἱ ἀντίχριστοι νὰ νοθεύσωμε τὴν ἀγιορείτικη ἁγιογραφία, ποὺ εἶναι καθαυτὸ ἡ ὀρθόδοξη πίστη μας, καὶ πᾶνε καὶ σοφίζονται ἀντίθετα ἀπὸ κεῖνα ποὺ μᾶς διέσωσε τὸ ἱερὸ κείμενο τοῦ μοναχοῦ Διονυσίου τῆς Φουρνᾶς.
Ἔτσι εἶπε. Μὰ ἡ βαθύτερη ἀλήθεια εἶναι πὼς ὁ καλόγερος ἐκεῖνος τοῦ παίρνει τὶς καλὲς παραγγελίες! Καὶ τώρα δὰ νοιώθει πὼς τρέμει τὸ πινέλο του ἀπ᾽ τὸ πάθος ἐναντίον τοῦ συντεχνίτη του.
Εἶναι ἄνθρωπος! Πῶς νὰ τὸ κρύψη! Οἱ ἄνθρωποι ζοῦνε μὲ τὴν ὀργή. Κ᾽ οἱ καλόγεροι, χωρὶς αὐτή, ποὺ τοὺς κρατεῖ ἀνθρώπους, θὰ ἦταν πτώματα.
- Ἀφοῦ ὅμως ζωγραφίζεις τὰ θεῖα, εἶπεν ὁ πάτερ Σεραφείμ, περίμενε νὰ ξανάβρης τὴν ἡσυχία τῆς ψυχῆς σου. - Θὰ χρωματίσω τοῦτο δὰ τὸ ροῦχο τοῦ βοσκοῦ, γιατὶ πρέπει νὰ τὸ τελειώσω.
Ὁ πάτερ Σεραφείμ σηκώθηκε ἀπ᾽τὴ θέση του, ἦρθε στὴν εἰκόνα καὶ κοίταξε λίγη ὥρα τὸ ζωγραφισμένο βοσκόπουλο. - Μὲ τὴ μελωδία τῆς φλογέρας βοσκοῦν τὰ προβατάκια καλύτερα! εἶπε. Καὶ χαμογέλασε.
- Εἶναι τῆς παραδόσεως... ἀπάντησε ὁ Ἰωνᾶς. «Αὐλῶν ποιμενικῶν καταπαύων ἆσμα, στρατὸς ἀγγελικὸς ἐπεφώνει λέγων.» Οἱ ἀρχαιότατες εἰκόνες παριστάνουν αὐτὸ τὸ φλογέρισμα.
Ἀλλὰ τὰ ξενικὰ ποὺ ζωγραφίζει ὁ Ἀμβρόσιος, μ᾽ ἐννόησες... Τρεῖς μαντρόσκυλοι στὸ ποίμνιο! Μουσικοὶ νὰ παίζουν γκάϊδες! Ὁ Ἰωσὴφ νὰ ταγίζη τὸ τραγόπουλο!...
Αὐτὰ εἶναι ἄνω κάτω καὶ πρέπει νὰ ντρέπωνται οἱ ἀμαθεῖς ἐπίτροποι, νὰ τοῦ στέλνουν παραγγελίες...
Ἐδῶ κιτρίνισε. Οἱ χάντρες τῶν ματιῶν του, μικρὲς σὰν κοκκίδες, ἔπαιζαν ἀνήσυχα. Τὸ κατάλαβε κ᾽ ἔσκυψε πρὸς τὸ εἰκόνισμα, νὰ μὴ φανοῦν οἱ λογισμοί του.
Μὰ ὁ γέρο Σεραφεὶμ τοὺς εἶδε τοὺς λογισμούς του! Τὰ ἑβδομηνταπέντε του χρόνια ἔμαθαν πολλά. Κι ἀφοῦ τοὺς εἶδε, ἔδεσε τὰ χέρια στὰ γόνατά του, ἔτσι ποὺ ἦταν στὸ χαμηλὸ σκαμνί του καθισμένος, καὶ εἶπε:
- Ἦταν μιὰ φορά, ἐδῶ καὶ πλέον ἀπὸ τέσσαρες αἰῶνες, ἕνας ζωγράφος περίφημος στὴν Ἰταλία, ποὺ τὸν ἔλεγαν Ἀντρέα Καστάνιο, κι ἀπολάμβανε μεγάλην ὑπόληψη ἀπὸ ἄρχοντες, βασιλεῖς καὶ πάπας τῆς ἐποχῆς του.
Ἔγδερνε πτώματα ζώων καὶ ἀνθρώπων, γιὰ νὰ μάθη τὴν ἀνατομία.
Ὅπου στεκόταν καὶ βρισκόταν, παραμόνευε τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸ ζῶο, γιὰ νὰ τὰ συλλάβη στὴν ἐκτέλεση τῶν κακῶν ἤ ἀγαθῶν, κρυφῶν ἤ ὁλοφάνερων σκοπῶν των, ἀδιάφορο.
Δὲν τὸν ἐνδιέφεραν οἱ πράξεις, ἀλλὰ τὰ σχήματα. Μελετοῦσε γυμνοὺς ζητιάνους, φορτωμένους ἀχθοφόρους, μεθυσμένους τῶν καπηλιῶν, καθὼς καὶ σακάτηδες τῶν ἀσύλων.
Κι ὅταν τοῦ ζητοῦσαν νὰ ἱστορήση τὰ θεῖα, ἔβαζε κάποτε στὴν εἰκόνα τέτοιους ἀνθρώπους μεταμορφωμένους σὲ ἁγίους.
Κ᾽ ἐπειδὴ ἀρέσκονταν, φαίνεται, οἱ τότε ἄρχοντες νὰ βλέπουν τὸ κρᾶμα τοῦτο τῆς σαρκικῆς ἀθλιότητας καὶ τῆς ἀγιωσύνης, ὁ Καστάνιο ἀκούστηκε πολύ σ᾽ ὅλη τὴ Φλωρεντία.
Μά, ἐνῶ ἀπολάμβανε τὴ φήμη καὶ τὰ χρήματα, παρουσιάστηκεν ἕνας ἀντίπαλός του, ποὺ ἄρχισε νὰ παίρνη σημαντικές παραγγελίες, ὁ Ντομένικος Βενετζιάνος.
Ἐμαθεύτηκε πὼς αὐτὸς κατέχει καλὰ τὴν τέχνη τῶν χρωμάτων κ᾽ ἐξ ἄλλου πὼς ἱστορεῖ μὲ γλυκύτητα καὶ σέβας οὐράνιες σκηνές, κρατώντας πολλούς ἀγγέλους στὸν ἀέρα, ἔτσι σὰν ν᾽ ἀργοπλέουν μὲ τὰ λευκὰ φτερά των εἰς δόξαν τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ.
Τὰ οὐράνια ἐπεισόδια μποροῦν καὶ τὰ παριστάνουν μόνον ζωγράφοι ἁγνοὶ καὶ ἀνυστερόβουλοι. Αὐτοὶ τὰ βρίσκουν στὴν ψυχή των, πρὶν τὰ μεταφέρουν στὴν εἰκόνα.
Ἔχουν νὰ ποῦν πώς, ἐπειδὴ ὁ Βενετζιάνος ἦταν ἁγνὴ καὶ ἀθόλωτη ψυχή, ποὺ αἰσχύνονταν νὰ συλλάβη στὸ νοῦ του κακὸ ἐναντίον συντεχνίτη του ἤ νὰ πῆ λόγο ἄπρεπο καὶ φαρμακερό, γιὰ τοῦτο καὶ σχημάτιζεν ἡ φαντασία του τὶς ἐξαίσιες παρθενικὲς μορφὲς καὶ τὶς στάσεις ποὺ ἐμφάνιζε στὰ εἰκονίσματά του.
Ἦταν αὐτὲς οἱ μορφὲς χερουβικοὶ ψαλμοί, ἐνόμιζες, ποὺ ἔφταναν ἀπὸ νεφέλες κι αὐτὸς τὶς ἐνωτίζετο καὶ τὶς ἔβλεπε σὰν πρόσωπα ὑπερούσια καὶ τὶς ἔγραφε τὸ πινέλο του μὲ ὑπομονὴ στὴν εἰκόνα, σὰ νὰ τὶς εἶχε μπροστά του, οὕτως ὥστε οἱ βασανισμένοι θνητοί, βλέποντας τὰ ζωγραφίσματά του, νὰ θαρροῦν πὼς εἶναι ὅσα τέλεια ὁραματίστηκαν στὶς προσευχές των καὶ τὶς ὑπνοφαντασίες.
Καλότυχοι οἱ τεχνίτες, ποὺ βλέπουν ἐπάνω ἀπὸ τὰ σύννεφα! Εὐλογημένη ἡ φαντασία των, ποὺ μᾶς φέρνει μηνύματα ἀπ᾽ τὸ θεῖο! Χάρις σ᾽ ἐκείνους, τὰ νοητὰ γίνονται ὁρατά!
Εὑρέθηκαν στὴν τότε ὑλικὴ Ἰταλία ἄνθρωποι, κουρασμένοι ἀπ᾽ τὴν ἀπόλαυση κι ἀπ᾽ τὸ ἔγκλημα, πού, βλέποντας τὴ σεραφικὴ τέχνη τοῦ Βενετζιάνου, αἰσθάνθηκαν νὰ λυτρώνονται ἀπ᾽ τὰ δεσμὰ τῆς γῆς.
Παραγγελίες γιὰ τὶς ἐκκλησιές, τὰ μοναστήρια καὶ τὰ παλάτια τοῦ ἔρχονταν ἄφθονες.
Τ᾽ ὄνομά του ἐφημίζονταν μαζὶ μὲ τ᾽ ὄνομα τοῦ Καστάνιο. Ἦταν Φλωρεντῖνοι ποὺ ἀγαποῦσαν τὸν ἕνα καὶ Φλωρεντῖνοι ποὺ προτιμοῦσαν τὸν ἄλλο, σύμφωνα μὲ τὴν κατασκευή των. Ὁ καθένας παίρνει τὴν εἰκόνα ποὺ ὑπηρετεῖ τὸ χαρακτῆρα του.
Ὁ Καστάνιο, μαθαίνοντάς τα, ἔχασε τὸν ὕπνο του.
Τί; Θ᾽ ἀφήση τὴ δόξα νὰ βγῆ ἀπ᾽ τὴν πόρτα του; Μήπως εἶναι ἡ γάτα του; Φήμη καὶ ὑπόληψη ποὺ ξεπορτίζει μιὰ φορὰ δὲν ξανάρχεται.
Ἄ! Ὄχι! Ὁ Καστάνιο δὲν ἦταν ἄνθρωπος ποὺ τὰ δέχεται τέτοια. Κέρδισε τὴ δόξα του μὲ κόπο καὶ ὑπομονή, θὰ τὴν κρατήση.
Κάθε μέρα εἶχε τὸ νοῦ του νὰ ἰδῆ: Μήπως κανένας ἄλλος τεχνίτης ἔκαμεν ἕνα μικρὸ βῆμα στὴν ἐπιτυχία; Ἐννοοῦσε νὰ τὸν γυρίση πίσω. Θὰ τὸν τρικλοπόδιζε!
Θὰ τὸν ραδιουργοῦσε, Θὰ τὸν ἐδυσφήμιζε, θὰ πλήρωνε χαζολόγους καὶ φλύαρους, γυναῖκες, ἱερωμένους, γιὰ νὰ τοῦ βάλη ἐμπόδια στὸ δρόμο.
Ἔτσι ἀναποδογύριζε τοὺς ἄλλους μόλις ξεκινοῦσαν καὶ διατηροῦσε τὴ δική του φήμη.
Τέσσερα τὰ εἶχε τὰ μάτια του: μήπως ξεμύτισε πουθενὰ τάλαντο, φιλοδοξία ἤ ὡραία ψυχή; Θὰ τὴ λασπώση ἀμέσως μ᾽ ὅ,τι μπορεῖ.
Τὰ κέντρα τῆς Φλωρεντίας, ἀπ᾽ ὅπου ξεκινοῦσεν ἡ κοινὴ γνώμη, τὰ εἶχε μὲ διαβολικοὺς τρόπους πιασμένα, γι᾽ αὐτὸ τὸ σκοπό.
Στῶν ἀρχόντων ἀκόμη τὰ σπίτια καὶ στὰ μοναστήρια εἶχεν ἀνθρώπους.
Ἔλεγε πὼς τέχνη δὲν εἶναι μόνο ἡ καλαισθησία, μά εἶναι κ᾽ ἡ ραδιουργία καὶ τὸ πάθος, γιατί ἀλλιῶς ὁ τεχνίτης εἶναι ἀνίκανος νὰ φυλάξη τὸ ἔργο του.
Εἶχε τὸν καιρὸ νὰ σπουδάζη τοὺς ἀνθρώπους στὰ καπηλιά, νὰ γδέρνη ψοφίμια στὸ ἀργαστήρι του καὶ νὰ καταδιώκη τοὺς συντεχνίτες του.
Μὰ τώρα πῶς ν᾽ ἀντισταθῆ σὲ τοῦτο τὸ ἀνέλπιστο ποὺ ἄκουσε; Τοῦ εἶπαν πὼς ὁ Ντομένικος Βενετζιάνος κατέχει ἕνα μεγάλο μυστικό...
Ἕνα πρωτόβγαλτο ὑγρό, ποὺ κάνει τὰ χρώματα λαμπρὰ σὰν πολύτιμες πέτρες, τὰ διατηρεῖ σ᾽ αἰῶνα τὸν ἅπαντα κ᾽ ἐπιτρέπει στὴν εἰκόνα πολλὲς φαντασίες.
Τὰ χρώματα τοῦ Βενετζιάνου ζυμώνονται, λέγει, μὲ τὸ λάδι. Γίνονται στέρεα σὰν τὸ ἀτσάλι. Λάμπουν σὰν τὸ ζαφείρι καὶ τὸ ρουμπίνι.
Τὸ μυστικὸ τὸ πῆρεν ἀπὸ τὴ Φλάντρα ὁ ζωγράφος Ἀντωνέλλο ντὶ Μεσσίνα καί, γυρίζοντας στὴν Ἰταλία, τὸ ἐμπιστεύθηκε στὸν ἀγαπημένο του μαθητὴ Βενετζιάνο.
Μὰ τὸν ἐξόρκισε νὰ μὴν τὸ πῆ σὲ κανένα μέχρι τάφου. Κι ὁ Βενετζιάνος ἔκρινε τὴν ὑπόσχεσή του ἱερὴ καὶ τὴν κράτησε.
Λοιπὸν δὲν ἔχασε ἄδικα τὸν ὕπνο του ὁ Καστάνιο!... Δὲν κυλιέται στὸ στρῶμα του, δὲν πίνει κρασὶ καὶ δὲν ἀδυνατίζει χωρὶς λόγο. Συλλογιέται πὼς καμμιὰ ραδιουργία δὲ μπορεῖ νὰ φέρη γιατρειὰ ἐδῶ...
Ἐδῶ, χρώματα παλεύουν μὲ χρώματα, ὕλη μὲ ὕλη, ἐπιστήμη μ᾽ ἐπιστήμη. Τὸ αὐγὸ κ᾽ ἡ κόλλα ποὺ μεταχειρίζεται αὐτὸς εἶναι ξερὰ καὶ σκοτεινὰ μπροστὰ στὸ θαυμαστὸ βερνίκι τοῦ Βενετζιάνου...
Κάθε φορὰ ποὺ τιναζόταν ἀπ᾽ τὸ λιγοστόν ὕπνο του, μιὰ φωνὴ τοὔλεγε: «Τὸ μυστικό! Νὰ μάθης τὸ μυστικό!»
Καὶ πάλι, στὸ καπηλιὸ ποὺ ζωγράφιζε χαμάληδες καὶ ζητιάνους, στὸ δρόμο ποὺ παρακολουθοῦσε γριὲς καὶ σακάτηδες, στὸ νοσοκομεῖο ποὺ μελετοῦσεν ἀρρὼστους καὶ πεθαμένους, ἡ ἴδια φωνὴ τὸν κυνηγοῦσε: «Χάνεις τὸ εἶναι σου! Ἡ δόξα σοῦ φεύγει! Πρόφτασε!»
«Θὰ πάω νὰ τὸν δῶ!» εἶπε μιὰ μέρα. Καὶ ξεκίνησε. Αὐτός! Ὁ Καστάνιο! Νὰ τρέχη νὰ ἰδῆ τὸν ἀντίπαλό του!... Δέκα θάνατοι ἦταν τὰ πρῶτα δέκα του βήματα. Μὰ ἔπειτα τὸ πῆρεν ἀπόφαση.
Ἔφτασε. Στὴν Ἁγία Μαρία τῶν Χαρίτων, μικρὴ ἐκκλησία ἐνὸς ἄρχοντα, μέσα σὲ βαθὺ κῆπο, τὸ μαστορόπουλο ἦταν στὴν πόρτα καὶ μ᾽ ἕνα λεπίδι ἔξυνε ἀπὸ ἐπιφάνεια λεπτοῦ ξύλου κάτι χρώματα πηχτά.
Ὁ Καστάνιο τὰ κοίταξε κάμποση ὥρα. Ἔπειτα ζήτησε τὸ ζωγράφο. «Εἶναι μέσα ὁ δάσκαλός μου», εἶπε τὸ παιδί, «κ᾽ ἐργάζεται τὴ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ.» «Ἤθελα νὰ τὸν ἰδῶ, νὰ τοῦ παραγγείλω μιὰ εἰκόνα.»
«Ὁ δάσκαλος εἶναι στοὺς ὁρισμούς σου», ἀπάντησε τὸ παιδί· «ἐγὼ πηγαίνω νὰ φέρω ἕνα ἐργαλεῖο, καθὼς μὲ διάταξε.» Καὶ τράβηξε πρὸς τὴν πόλη τὸ μαστορόπουλο.
Ὁ Καστάνιο τὸ παρακολούθησε μὲ τὰ μάτια ὥς ποὺ χάθηκε. Ἔπειτα μπῆκε στὴν ἐκκλησιά.
Γονάτισε. Σταυροκοπήθηκε μ᾽ εὐλάβεια καὶ ἀργὰ πλησίασε στὸ μέρος, ὅπου, κοντὰ στὸ καθαρὸ φῶς, ποὺ χυνόταν ἀπ᾽ τὸ παράθυρο, σκυμμένος ὁ ζωγράφος ἐδούλευε.
«Δὲ γνωρίζω τὴν τέχνη, δάσκαλε», τοῦ εἶπε· «καὶ πρώτη φορὰ βλέπω ἀπὸ κοντὰ νὰ ζωγραφίζουν. Μὰ εἶναι θαυμάσια τέχνη!
Πὼς φέγγει τὸ παιδάκι στὸ σπήλαιο! Τί εὐγενικὰ σχήματα στὸ φτερούγισμα τῶν ἀγγέλων! Ἐκεῖνος ποὺ βλέπει τέτοια ζωγραφιά, γίνεται βοσκὸς στὴ Βηθλεέμ.»
Ὅ,τι εἶπε τὸ πίστευε. Τὸν δάγκωναν αὐτὰ ποὺ ἔλεγε, μὰ τὰ ὑπαγόρευεν ἡ συνείδησή του.
Ἔπρεπε κάτι νὰ πῆ, γιὰ νὰ δικαιολογήση τὴν περιέργειά του κ᾽ εἶπε τὴ φαρμακερὴν ἀλήθεια. Ἡ ὀμορφιὰ τῆς εἰκόνας τὸν τάραξε.
Γιατί κι αὐτός, μὲ τόσες σπουδές, δὲ μπορεῖ νὰ φτάση στὶς ἁγνὲς καὶ τὶς παρθενικὲς φαντασίες; Στὸ φανερὸ βρίζει τὴν ἀρετὴ καὶ τὴν εὐγένεια. Μὰ στὸ κρυφὸ καίγεται ποὺ δὲν τἄχει. Τί κρυφὰ δαγκώματα! Τί κόλαση!
Πῶς ζηλεύει τοὺς ἐχθρούς του! Πῶς ξέρει τί τοῦ λείπει καὶ πόσο μάχεται μὲ τὴ φύση, ποὺ τὸν ἔκαμεν ὅπως εἶναι! Πῶς ἤθελε νὰ ὑψωθῆ ἀπ᾽ τὰ καπηλιὰ τῆς Φλωρεντίας ὥς ποὺ νὰ ζωγραφίση ἕνα τέτοιο Ὠσαννά;
«Καστάνιο», τοῦ εἶπε ἡ φωνὴ μέσα του, «εἶσαι χαμένος!»
Ὁ Βενετζιάνος σήκωσε τὸ κεφάλι πρὸς τὸν ξένο, τὸν χαιρέτησε, χρωμάτισε τὸ πινέλο του καὶ σταμάτησε μιὰ στιγμή, κοιτάζοντας κι αὐτόν καὶ τὴν εἰκόνα.
«Εἶναι τολμηρό», εἶπεν ὁ Καστάνιο, «νὰ μιλοῦμε γιὰ ζωγραφιὲς ἐμεῖς οἱ ἀνίδεοι, μὰ λέγω ἐκεῖνο ποὺ αἰσθάνομαι.» Ὁ Βενετζιάνος τὸν κοίταξε μὲ γλυκὸ χαμόγελο καὶ συμπάθεια.
«Ὤ!» ἀπάντησε. «Αὐτοὶ ποὺ δὲν ξέρουν τὴν τέχνη δὲ βλέπουν τάχα καλύτερα; Πόσο θολωμένη πρέπει νἆναι ἡ κρίση ἐκεινῶν ποὺ τὴν κατέχουν!
Ἐγὼ συμβουλεύομαι συχνὰ τὰ μαστορόπουλα καὶ τοὺς νεωκόρους γιὰ νὰ φωτιστῶ.» Κ᾽ ἔσκυψε πάλι πρὸς τὴν εἰκόνα.
Τί θέση! Ὁ διάβολος τὴν ἑτοίμασε! Ἀνάθεμα τὴν ὥρα! Ὁ Καστάνιο, καθὼς ἦταν πίσω ἀπ᾽ τὸ ζωγράφο, τοῦ βύθισε στὸν ὦμο ἕνα μαχαίρι ἀπὸ κεῖνα ποὺ δὲ βγαίνουν ὕστερα.
- Θεέ φύλαττε! μουρμούρισεν ἕνας καλόγερος κάνοντας τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ.
- Στὸν τόπο. Ὁ καϊμένος ὁ Βενετζιάνος ξαπλώθηκε στὰ πόδια τοῦ καβαλέτου χωρὶς πνοή.
Οἱ ἄγγελοι, οἱ ἴδιοι ἄγγελοι ποὺ εἶχε ζωγραφίσει, πῆραν τὴν ψυχή του καί, ψάλλοντας μελωδίες θαυμάσιες, τὴν ὀδήγησαν στὸν Κύριο ν᾽ ἀνταμειφθῆ. Τὸ μαστορόπουλο δὲ γύρισεν ἀκόμα.
Ὁ Καστάνιο ἅρπαξε κάτι χρώματα, τὰ τύλιξε σ᾽ ἕνα πανὶ καί, χωρὶς νὰ τὸν νοιώσουν, ἔφυγε στὸ ἀτελιέ του, ἀνυπόμονος νὰ μάθη τὸ μυστικό.
Δὲν ἔμαθε τίποτα. Ἱκανοποίησε μόνο τὴν ἄθλια φύση του κ᾽ ἐφάρμοσε τὸ ἀξίωμά του, πὼς τὸ ἔγκλημα εἶναι ἕνα μὲ τὴν τέχνη. Ἔτσι πίστευαν κι ἄλλοι τεχνίτες τὸν καιρό ἐκεῖνο.
Μά εἶν᾽ ἀλήθεια πὼς ἡ ραδιουργία καὶ τὸ ταπεινό αἴσθημα εἶναι δικαιολογημένα στὸν τεχνίτη; Αὐτὸ τὸ βρῆκαν οἱ ταπεινὲς φύσεις, ὅσες καταφεύγουν στὴν τέχνη γιὰ νὰ ὀμορφήνουν μ᾽ αὐτὴ τὰ χυδαῖα των ἔνστικτα.
Ἡ τέχνη εἶναι ἕνα μὲ τὴν ἀρετή. Ὁ σκοπὸς καὶ τῶν δυὸ εἶναι τὸ θεῖο. Γιὰ τοῦτο κι ὁ Ἀντρέας Καστάνιο τιμωρήθηκε...
Θὰ πῆς: Πῶς τιμωρήθηκε; Μὲ παραλυσία μήπως; Ὄχι. Μὲ τὴν ἴδια ζωγραφικὴ καὶ μὲ τὸν ἴδιο τὸ χαρακτῆρα του.
Ἡ θεία πρόνοια τὸν ἀφῆκε νὰ ζήση πολὺ ἀκόμα, γερὸς καὶ χεροδύναμος, χωρὶς νὰ χάση τὴ φήμη του. Μά τὸν καταδίκασε νὰ ζωγραφίζη τὰ ἀντικείμενα ὅπως εἶναι!
Σύμφωνα πρὸς αὐτὴ τὴν κατάρα, οἱ θρησκευτικὲς εἰκόνες ποὺ ἀφῆκε δέρνονται μέσα στὴν πραγματικότητα, γεμάτες σκαμμένα καὶ βαθουλωμένα πρόσωπα, ταραγμένα, γυμνὰ σώματα, ὅπου οἱ μυῶνες κ᾽ οἱ τένοντες καὶ τὰ σχήματα τῶν ὀστῶν ξεπετοῦν ἕνα πρὸς ἕνα.
Τρικυμισμένη ἀνατομία καὶ δυστυχισμένη ἀλήθεια, ποὺ δὲ μπορεῖ νὰ φτάση λιγάκι ἀπάνω ἀπὸ τὴ γῆ! Οὔτε μιὰ ἀχτίδα γαλήνης καὶ προσευχῆς σ᾽ αὐτὸ τὸ ἔργο! Τίποτα! Μόνο σπασμοί.
Ἔτσι τιμωρήθηκεν ἡ ταπεινὴ φύση τοῦ τεχνίτη αὐτοῦ, ποὺ νόμιζε πὼς ὁ σκοπός τῆς τέχνης εἶναι αὐτὸς ὁ ἴδιος,
σὰν νἄθελε νὰ γένη ἀρχηγὸς ὁλόκληρης γενεᾶς τέτοιων μικρανθρώπων, ἀπὸ κείνους ποὺ θέλουν τὴν θείαν ἱκανότητα τῆς καλλιτεχνίας ὑπηρέτρια, καλὰ καὶ σώνει, τοῦ μικροῦ των πάθους, κι ὅταν δὲ σκοτώνουν μὲ τὸ μαχαίρι, λερώνουν μὲ τὴν κακολογία.
Ὁ Καστάνιο πέθανεν ἑβδομήντα τεσσάρων χρόνων μέσα σὲ σπασμοὺς - ὅπως τὰ ζωγραφίσματά του.
Τὴν τελευταία στιγμή, βλέποντας πὼς ὁ κόσμος τοῦτος ἔχει τέλος, εἶπε: «Μάθετε πὼς ἐγὼ ἐσκότωσα τὸν ἀγγελικὸ ἐκεῖνο Βενετζιάνο - ἀπὸ ἀδυναμία νὰ εἶμαι σὰν αὐτόν!»
Ἀκούγοντας τὴ διήγηση ὁ Ἰωνᾶς, κοίταξε μέσα στὸν ἑαυτό του... Καὶ παράτησεν ἀμέσως τὸ πινέλο.
ΤΕΛΟΣ