1. «Εἶναι καλό νὰ κρύβει κανεὶς τὰ μυστικὰ τοῦ βασιλιᾶ, τιμητικὸ δὲ τὸ νὰ διακηρύττει τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ». Ἔτσι εἶπε ὁ ἄγγελος στὸν Τωβὶτ μετὰ τὴν παράδοξη ἀνάβλεψη τῶν τυφλωμένων ὀφθαλμῶν του καὶ μετὰ ἀπὸ ἐκείνους τοὺς κινδύνους ποὺ πέρασε καὶ ἀπὸ τοὺς ὁποίους σώθηκε, χάρη στὴν εὐσέβεια ποὺ εἶχε.
Γιατὶ τὸ νὰ μὴν φυλάττει κανεὶς τὸ μυστικὸ τοῦ βασιλιᾶ εἶναι ἐπικίνδυνο καὶ καταστρεπτικό· ἀλλὰ μὲ τὸ νὰ ἀποσιωπᾶ τὰ θαυμαστὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ, βάζει καὶ τὴν ψυχή του σὲ κίνδυνο.
Γι’ αὐτὸ κι ἐγώ, ἐπειδὴ φοβοῦμαι τὶς συνέπειες ποὺ ἔχει ἡ ἀποσιώπηση τῶν ἔργων τοῦ Θεοῦ, καὶ ἐπειδὴ ἀναλογίζομαι τὴν τιμωρία ποὺ περιμένει τὸν δοῦλο, ὁ ὁποῖος ἀφοῦ ἔλαβε ἀπὸ τὸ Δεσπότη τὸ τάλαντο τὸ ἔκρυψε στὴ γῆ, χωρὶς νὰ τὸ ἐμπορευθεῖ, μὲ κανένα τρόπο δὲν θὰ ἀποσιωπήσω μιὰ ἱερὴ διήγηση ποὺ ἔφθασε μέχρις ἐμένα.
Κι ἂς μὴν ἀμφιβάλει κανεὶς γιὰ μένα, γιὰ τὸ ἂν γράφω ἀκριβῶς αὐτὰ ποὺ ἄκουσα, εἴτε ἐπειδὴ νομίζει ὅτι λέω τελείως ὑπερβολικὰ πράγματα, εἴτε ἐπειδὴ ἐντυπωσιάζεται ἀπὸ τὸ παράδοξο περιεχόμενο τῆς ὑποθέσεως. Γιατί, ἂς μὴ μοῦ συμβεῖ νὰ πῶ ψέμματα γιὰ πράγματα ἱερὰ καὶ νὰ νοθεύσω διήγηση μέσα στὴν ὁποία ἀναφέρεται ὁ Θεός.
Καὶ τὸ νὰ σκέπτεται κανεὶς μικρόπρεπα καὶ ἀνάξια τῆς μεγαλειότητος τοῦ σαρκωθέντος Θεοῦ Λόγου, καὶ νὰ μὴν πιστεύει στὰ ὅσα λέγονται σχετικά μὲ τὴ μεγαλειότητα τοῦ Θεοῦ, αὐτὸ δὲν μοῦ φαίνεται καθόλου λογικό.
Ἐὰν ὅμως ὑπάρχουν μερικοὶ ποὺ θὰ διαβάσουν αὐτὸ τὸ βίο καὶ τὸ παράδοξο περιεχόμενο τῆς ὑποθέσεως δῆθεν θὰ τοὺς ἐκπλήξει καὶ δὲν θὰ θέλουν εὔκολα νὰ τὸ πιστεύσουν, καὶ ἐκείνους ἂς τοὺς ἐλεήσει ὁ Κύριος. Ἐπειδὴ βέβαια, εἶναι κι αὐτοί δεμένοι μὲ τὴν ἀσθένεια τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, καὶ θεωροῦν δυσκολοπαράδεκτα αὐτὰ ποὺ λέγονται γιὰ τοὺς ἀνθρώπους τοῦ Θεοῦ.
Ἔρχομαι λοιπὸν στὴν ἐξιστόρηση ἑνὸς γεγονότος ποὺ συνέβη στὴν ἐποχή μας· ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ μοὺ τὸ διηγήθηκε, ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία εἶχε μάθει νὰ ὁμιλεῖ καὶ νὰ ἐνεργεῖ σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Καὶ ἐλπίζω οἱ ἀναγνῶστες νὰ μὴν ὁδηγηθοῦν σὲ ἀπιστία, ἐπειδὴ ἴσως νομίζουν ὅτι εἶναι ἀδύνατο στὴν ἐποχή μας νὰ συμβεῖ παρόμοιο θαῦμα. Γιατὶ ἡ Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰσέρχεται στὶς ὅσιες ψυχὲς σὲ κάθε ἐποχὴ, καὶ κατασκευάζει προφῆτες καὶ φίλους τοῦ Θεοῦ, ὅπως μᾶς δίδαξε ὁ Σολομών.
Εἶναι λοιπὸν καιρὸς νὰ ἀρχίσω αὐτὴ τὴν ἱερὴ διήγηση.
2. Στὰ μοναστήρια τῆς Παλαιστίνης ἔζησε κάποτε ἕνας ἱερομόναχος, ποὺ ἦταν κεκοσμημένος μὲ λόγο καὶ βίο ἐνάρετο καὶ ὁ ὁποῖος ἀπὸ μικρὸς ἀνατράφηκε σύμφωνα μὲ τὶς συνήθειες καὶ τὴ ζωὴ τῶν μοναχῶν. Τὸ ὄνομα αὐτοῦ τοῦ γέροντα ἦταν Ζωσιμᾶς.
Κι ἂς μὴ νομίσει κανεὶς ἐξ αἰτίας τῆς συνωνυμίας τοῦ ὀνόματος Ζωσιμᾶ, ὅτι μιλῶ γιὰ ἐκεῖνο τὸν Ζωσιμᾶ ποὺ κατηγορήθηκε κάποτε ὡς ἑτερόδοξος στὰ δόγματα· γιατὶ ἐκεῖνος εἶναι ἄλλος καὶ εἶναι μεγάλη ἡ διαφορὰ μεταξὺ τῶν δύο, ἂν καὶ εἶχαν καὶ οἱ δύο τὴν ἴδια ὀνομασία.
Αὐτὸς λοιπὸν ὁ Ζωσιμᾶς, ὁ Ὀρθόδοξος, ἦταν ἱερομόναχος σ’ ἕνα ἀπὸ τὰ μοναστήρια τῆς Παλαιστίνης, χρησιμοποιώντας κάθε εἶδος ἀσκήσεως καὶ ὄντας ἱκανὸς γιὰ κάθε εἶδος ἐγκράτειας. Γιατὶ ἐφάρμοζε κάθε κανόνα ποὺ τοῦ εἶχε δοθεῖ ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ τὸν ἐγύμνασαν στοὺς πνευματικοὺς ἀγῶνες, καὶ μόνος του ἀκόμη σκέφθηκε πολλοὺς ἄλλους τρόπους ἀσκήσεως, στὴν προσπάθειά του νὰ ὑποτάξει τὴ σάρκα στὸ πνεῦμα.
Καὶ δὲν ἀστόχησε ἀπ’ τὸν σκοπό του. Γιατὶ ἦταν ὁ γέροντας τόσο γνωστὸς γιὰ τοὺς ἀσκητικούς του ἀγῶνες, ὥστε πολλοὶ μοναχοὶ ἀπὸ τὰ κοντινὰ μοναστήρια, καὶ πολλὲς φορὲς κι ἀπὸ τὰ μακρινά, ἔρχονταν νὰ μαθητεύσουν κοντά του καὶ μὲ τὴ διδασκαλία του νὰ κατευθύνονται καὶ νὰ ὁδηγοῦνται πρὸς τὴν ἐγκράτεια.
Ἂν καὶ ὁ γέροντας ἦταν τόσο σπουδαῖος στὴν πρακτικὴ ἄσκηση, ὅμως ποτὲ δὲν παραμέλησε τὴ μελέτη τῶν θείων λόγων, ἀλλὰ κι ὅταν κοιμόταν κι ὅταν ξυπνοῦσε κι ὅταν κρατοῦσε τὸ ἐργόχειρο στὰ χέρια του κι ὅταν ἔπαιρνε τροφή, ἐὰν εἶναι δυνατὸν βέβαια νὰ ὀνομάσουμε τροφὴ τὰ ψίχουλα ποὺ ἐκεῖνος ἔτρωγε, ἕνα ἔργο εἶχε ἀσταμάτητο, ποὺ δὲν τελείωνε ποτέ, τὸ νὰ ψάλλει συνεχῶς γιὰ τὸ Θεό καὶ νὰ μελετᾶ πάντοτε τὰ ἱερὰ λόγια.
Μάλιστα λένε, ὅτι πολλὲς φορὲς ἀξιωνόταν ὁ γέροντας νὰ βλέπει καὶ θεία ὅραση, καὶ πὼς ὁ θεῖος φωτισμός ἐρχόταν σ’ αὐτὸν. Καὶ αὐτὸ βέβαια δὲν εἶναι ἐκπληκτικὸ οὔτε ἀπίστευτο, γιατὶ ὅπως ὁ Κύριος εἶπε, εἶναι μακάριοι οἱ καθαροὶ τῇ καρδίᾳ γιατὶ αὐτοὶ θὰ δοῦν τὸ Θεό.
Δηλαδὴ, αὐτοὶ ποὺ καθάρισαν τὴ σάρκα τους καὶ πάντοτε προσέχουν μὲ ἄγρυπνο τὸ μάτι τῆς ψυχῆς τους, αὐτοὶ βλέπουν ὁράσεις θείου φωτισμοῦ, λαμβάνοντας ἤδη ἀπ’ αὐτὴ τὴ ζωὴ τοὺς ἀρραβῶνες τοῦ καλοῦ ποὺ μελλοντικὰ θὰ ἀπολαύσουν.
3. Ἔλεγε λοιπὸν ὁ Ζωσιμᾶς, ὅτι εἶχε ἀφιερωθεῖ σ’ αὐτὸ τὸ μοναστήρι, ἀπὸ τὴν ἀγκαλιὰ ἤδη τῆς μητέρας του, καὶ πῶς μὲ ὅλες του τὶς δυνάμεις πέρασε τὸν ἀσκητικὸ βίο μέσα σ’ αὐτὸ μέχρι τὸν πεντηκοστὸ τρίτο χρόνο τῆς ζωῆς του.
Κατόπιν, καθὼς ἔλεγε, ἐνοχλήθηκε ἀπὸ κάποιους λογισμούς, ὅτι τάχα εἶχε γίνει τέλειος σὲ ὅλα καὶ δὲν χρειαζόταν καθόλου πλέον τὴ διδασκαλία ἄλλου ἀνθρώπου. Καὶ ὅπως ἔλεγε, αὐτὰ συλλογιζόταν μόνος του:
Ἆραγε ὑπάρχει στὴ γῆ μοναχὸς ποὺ ἔχει κάτι νὰ μοῦ παραδώσει ποὺ νὰ μοῦ εἶναι ἄγνωστο ἢ ποὺ να μπορεῖ νὰ μὲ ὠφελήσει μὲ κάποιο εἶδος ἀσκήσεως, ποὺ δὲν γνωρίζω ἤδη ἢ δὲν ἔχω κατορθώσει; Ἆραγε μπορεῖ νὰ βρεθεῖ κάποιος ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ ἀσκοῦνται στὴν ἔρημο, ὁ ὁποῖος νὰ μὲ ξεπερνᾶ στὴ θεωρία ἢ στὴν πράξη;
Κι ἐνῶ ὁ γέροντας αὐτά σκεπτόταν, ἄγγελος Κυρίου παρουσιάστηκε καὶ τοῦ εἶπε: Ὦ Ζωσιμᾶ, καλῶς μὲν ἀγωνίσθηκες, ὅσο στὸν ἄνθρωπο εἶναι δυνατὸν, καὶ μὲ ἐπιτυχία ἐβάδισες τὸν δρόμο τὸν ἀσκητικὸ· πλὴν ὅμως, κανεὶς δὲν εἶναι τέλειος ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους, γιατὶ ἀκόμη κι ἂν ἐσεῖς δὲν τὸ γνωρίζετε, ὁ ἀγώνας ὁ προκείμενος εἶναι μεγαλύτερος ἀπ’ αὐτὸν ποὺ ἔχετε ἤδη περάσει.
Γιὰ νὰ μάθεις λοιπὸν καὶ σὺ ὁ ἴδιος, πόσοι ἄλλοι δρόμοι ὑπάρχουν ποὺ ὁδηγοῦν στὴ σωτηρία, «ἔξελθε ἐκ τῆς γῆς σου καὶ ἐκ τῆς συγγενείας σου καὶ ἐκ τοῦ οἴκου τοῦ πατρός σου», ὅπως ἀκριβῶς ἔκανε ὁ Ἀβραὰμ, ὁ πιὸ σεβάσμιος ἐκεῖνος ἀνάμεσα στοὺς Πατριάρχες, καὶ ἔλα σ’ ἐκεῖνο τὸ μοναστήρι ποὺ βρίσκεται κοντὰ στὸν Ἰορδάνη ποταμό.
4. Ἀμέσως λοιπὸν ὁ γέροντας, ἀκολούθησε τὸν ἄγγελο ποὺ ἔδινε τὴν ἐντολή, καὶ βγῆκε ἀπ’ τὸ μοναστήρι, στὸ ὁποῖο ἔζησε ὡς μοναχὸς ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία, καὶ ἀφοῦ ἔφθασε στὸν Ἰορδάνη, τὸν πιὸ ἁγιασμένο ἀνάμεσα στοὺς ποταμούς, ὁδηγήθηκε στὸ μοναστήρι, ποὺ ὁ Θεὸς τὸν πρόσταξε νὰ πάει.
Ἀφοῦ λοιπὸν κτύπησε μὲ τὸ χέρι τὴν πόρτα τοῦ μοναστηριοῦ, συνάντησε πρῶτα τὸν μοναχὸ ποὺ φύλαγε τὴν ἐξώθυρα κι αὐτὸς τὸν παρουσίασε στὸν ἡγούμενο τῆς Μονῆς. Ἀφοῦ αὐτὸς τὸν ὑποδέχθηκε καὶ τὸν εἶδε στὴν ἐμφάνιση καὶ στοὺς τρόπους νὰ εἶναι γεμάτος ἀπὸ εὐλάβεια, κι ἀφοῦ ὁ Ζωσιμᾶς ἔβαλε μετάνοια καὶ ἔλαβε εὐχή, ὅπως συνηθίζεται στοὺς μοναχοὺς, τὸν ρώτησε: Ἀπὸ ποῦ μᾶς ἔρχεσαι ἀδελφὲ καὶ γιὰ ποιὸ λόγο ἔχεις ἔρθει σὲ μᾶς τοὺς ταπεινοὺς γέροντες;
Ὁ Ζωσιμᾶς τότε ἀποκρίθηκε: Δὲν νομίζω, πάτερ, ὅτι εἶναι ἀναγκαῖο νὰ πῶ ἀπὸ ποῦ ἔρχομαι, ἔχω ἔρθει ὅμως μὲ σκοπὸ τὴν πνευματική μου ὠφέλεια. Γιατὶ ἔχω ἀκούσει γιὰ σᾶς σπουδαῖα καὶ ἀξιέπαινα πράγματα τὰ ὁποῖα μποροῦν νὰ φέρουν τὴν ψυχὴ πολὺ κοντὰ στὸν Χριστό, τὸν Θεό μας.
Καὶ ὁ ἡγούμενος εἶπε πρὸς αὐτὸν: Ὁ Θεὸς μας ἀδελφέ, ποὺ μπορεῖ νὰ θεραπεύσει τὴν ἀνθρώπινη ἀσθένεια, Αὐτὸς μόνο μπορεῖ νὰ διδάξει τὰ θεῖα θελήματα καὶ σὲ σένα καὶ σὲ μᾶς καὶ ὅλους νὰ μᾶς ὁδηγήσει νὰ κάνουμε αὐτὰ ποὺ πρέπει· γιατὶ μόνος ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ ὠφελήσει ἄλλον ἄνθρωπο, ἐὰν ἕκαστος δὲν προσέχει τὸν ἑαυτό του καὶ δὲν ἐργάζεται τὰ δέοντα μὲ ἄγρυπνο τὸ νοῦ του διαρκῶς, καὶ ἔχοντας τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ σ’ αὐτὰ ποὺ πράττει.
Πλὴν ὅμως, ἐπειδή, ὅπως εἶπες, ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ σὲ παρακίνησε νὰ ἔρθεις νὰ δεῖς ἐμᾶς τοὺς ταπεινοὺς γέροντες, μεῖνε μαζί μας, ἂν βέβαια γι’ αὐτὸ τὸ λόγο ἔχεις ἔρθει, καὶ ὁ ποιμὴν ὁ καλός μὲ τὴ Χάρη τοῦ Παναγίου Πνεύματος θὰ μᾶς θρέψει ὅλους μας, Αὐτὸς ποὺ ἔδωσε τὴ ζωή Του γιὰ νὰ μᾶς σώσει καὶ τὰ γνωρίζει τὰ δικά Του πρόβατα καὶ τὰ καλεῖ μὲ τὸ ὄνομά τους.
Αὐτὰ εἶπε ὁ ἡγούμενος στὸ Ζωσιμᾶ, ὁ ὁποῖος ἔβαλε καὶ πάλι μετάνοια καὶ ζήτησε εὐχὴ καὶ ἀφοῦ πρόσθεσε τό «Ἀμήν», ἔμεινε σ’ ἐκεῖνο τὸ μοναστήρι.
5. Ἐκεῖ γνώρισε γέροντες ποὺ ἔλαμπαν στὴν πράξη καὶ στὴ θεωρία, γεμάτους προθυμία στὴν πνευματικὴ ζωὴ καὶ ἐργαζόμενους τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου· γιατὶ ὑπῆρχε ἐκεῖ ἀσταμάτητη ψαλμωδία μὲ ὁλονύκτια ἀγρυπνία καὶ εἶχαν πάντοτε στὰ χέρια τους τὸ ἐργόχειρο καὶ τοὺς ψαλμοὺς στὸ στόμα τους.
Ἀργολογία δὲν ὑπῆρχε ἀνάμεσά τους, καὶ φροντίδες ὑλικῶν πραγμάτων δὲν τοὺς ἀπασχολοῦσαν. Τὰ ἐτήσια εἰσοδήματα καὶ οἱ μέριμνες ποὺ ταιριάζουν σὲ ἀνθρώπους ποὺ μοχθοῦν γι’ αὐτὴ τὴ ζωή, δὲν τοὺς ἦταν γνωστά οὔτε μὲ τὸ ὄνομα τους. Ὅλοι συγκέντρωναν τὶς προσπάθειές τους σὲ ἕνα καὶ μοναδικὸ σκοπό, τὸ πῶς θὰ νεκρώσουν τὶς ἐπιθυμίες τοῦ σῶματος, ἐφ ὅσον τὸ σώμα τους εἶχε πλέον πεθάνει γιὰ τὸν κόσμο καὶ δὲν ὑπῆρχε γιὰ τὰ πράγματα τοῦ κόσμου.
Ὡς τροφὴ τους ἀτελείωτη εἶχαν τὰ θεόπνευστα λόγια καὶ τὸ σῶμα τους τὸ ἔτρεφαν μὲ τὰ ἀναγκαῖα μόνο, δηλαδὴ μὲ ψωμὶ καὶ μὲ νερό, ἀνάλογα μὲ τὴν παρακίνηση ποὺ ἡ φλόγα τῆς θείας ἀγάπης ἔδινε στὸν καθένα.
Βλέποντας αὐτὰ ὁ Ζωσιμᾶς, ἔβρισκε μεγάλη ὠφέλεια, καθὼς ἔλεγε, διαρκῶς προοδεύοντας στὴν ἀρετὴ καὶ αὐξάνοντας τὸν ἀσκητικό ἀγώνα καὶ βρίσκοντας συνεργάτες ποὺ οἰκοδομοῦσαν τὸν θεῖο παράδεισο μέσα τους.
6. Ἀφοῦ πέρασαν ἀρκετὲς ἡμέρες, πλησίασε ὁ καιρός, κατὰ τὸν ὁποῖο ὑπάρχει παράδοση στοὺς Χριστιανοὺς νὰ τελοῦν τὶς ἱερὲς νηστεῖες ποὺ τοὺς προετοιμάζουν γιὰ νὰ προσκυνήσουν τὸ θεῖο πάθος καὶ τὴν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ μὲ καθαρή συνείδηση.
Ἡ πύλη τοῦ μοναστηριοῦ ἦταν πάντοτε κλειστή καὶ δὲν ἄνοιγε ποτέ, ὥστε νὰ μένουν οἱ μοναχοὶ ἀνενόχλητοι στὴν ἄσκησή τους. Ἄνοιγε μόνο, ἂν κάποιος μοναχὸς ἐπισκεπτόταν τὸ μοναστήρι γιὰ κάποια σημαντική ἀνάγκη. Γιατὶ ὁ τόπος δὲν ἦταν μόνο ἐρημικὸς καὶ δυσκολοδιάβατος ἀλλὰ ἦταν καὶ ἄγνωστος στοὺς περισσότερους ἀπὸ τοὺς μοναχοὺς.
Ἀπὸ παλιὰ στὸ μοναστήρι κρατοῦσαν τὸν ἀκόλουθο κανόνα, καὶ ἦταν γιὰ αὐτὸν τὸν κανόνα, καθὼς νομίζω, ποὺ ὁδήγησε ὁ Θεὸς τὸν Ζωσιμᾶ σὲ ἐκεῖνο τὸ μοναστήρι. Ποιὸς λοιπὸν ἦταν ὁ κανόνας καὶ πῶς τὸν ἐφάρμοζαν, θὰ πῶ στὴ συνέχεια:
Τὴν Κυριακὴ τῆς πρῶτης ἑβδομάδος τῶν νηστειῶν τῆς Μεγάλης Σαρακοστής, τελοῦσαν, ὅπως συνήθως, τὴ Θεία Λειτουργία καὶ ἕκαστος κοινωνοῦσε τῶν ἀχράντων καὶ ζωοποιῶν μυστηρίων καὶ μετὰ, σύμφωνα μὲ τὴ συνήθεια, γεύονταν καὶ λίγη τροφή.
Στὴ συνέχεια ὅλοι οἱ γέροντες συγκεντρώνονταν στὴν Ἐκκλησία καὶ ἀφοῦ προσεύχονταν γονατιστοὶ γιὰ ἀρκετὴ ὥρα, ἀσπάζονταν ὁ ἕνας τὸν ἄλλο καὶ στὸν ἡγούμενο ἔβαζαν μετάνοια ζητῶντας νὰ πάρουν τὴν εὐχή του, γιὰ νὰ τὴν ἔχουν συναγωνιστὴ καὶ συνοδοιπόρο στὸν πνευματικὸ ἀγώνα ποὺ ἄρχιζαν.
7. Ὅταν αὐτὰ τέλειωναν, ἡ πύλη τοῦ μοναστηριοῦ ἄνοιγε καὶ ὅλοι μαζὶ ψάλλοντες τὸ «Κύριος φωτισμός μου καὶ σωτήρ μου· τίνα φοβηθήσομαι; Κύριος ὑπερασπιστὴς τῆς ζωῆς μου· ἀπὸ τίνος δειλιάσω;» καὶ τὸ ὑπόλοιπο τοῦ ψαλμοῦ, ἔβγαιναν ὅλοι ἔξω ἀπὸ τὸ μοναστήρι.
Ἄφηναν μόνο ἕναν ἢ δύο ἀδελφοὺς ποὺ παρέμεναν στὸ μοναστήρι, ὄχι γιὰ νὰ φυλάξουν τὰ πράγματα ποὺ βρίσκονταν μέσα -γιατὶ δὲν εἶχαν τίποτε ποὺ νὰ ἐνδιαφέρει τοὺς κλέφτες- ἀλλὰ γιὰ τὴν Ἐκκλησία, γιὰ νὰ μὴ μείνει ἀλειτούργητη.
Καθένας τους φρόντιζε γιὰ τὴ δική του τροφή, ὅπως μποροῦσε κι ὅπως ἤθελε· ἄλλος ἔπαιρνε ψωμὶ ἀνάλογο πρὸς τὴν ἀνάγκη τοῦ σώματός του, ἄλλος ἔπαιρνε ξερὰ σύκα, ἄλλος χουρμάδες, ἄλλος ὄσπρια βρεγμένα στὸ νερὸ καὶ ἄλλος δὲν ἔπαιρνε τίποτα, παρὰ μόνο τὸ σῶμα του καὶ τὸ φτωχικὸ ροῦχο ποὺ φοροῦσε, καὶ ὅταν ἡ ἀνάγκη τῆς φύσεως τὸν πίεζε, θὰ ἔτρωγε ἀπὸ τὰ βότανα ποὺ φυτρώνουν στὴν ἔρημο.
Καὶ ὅλοι τους εἶχαν ἕναν κανόνα καὶ νόμο ποὺ τηροῦσαν ἀπαράβατο, τὸ νὰ μὴ γνωρίζει ἕκαστος τὸ πῶς ὁ ἄλλος ἐγκρατεύεται ἢ τὸ πῶς ζεῖ. Γιατὶ ἀφοῦ περνοῦσαν τὸν Ἰορδάνη, ἀμέσως ἀποχωρίζονταν μακριὰ ὁ ἕνας ἀπ’ τὸν ἄλλο, καὶ εἶχε ὁ καθένας τους τὴν ἔρημο γιὰ κατοικία καὶ κανείς τους δὲν πήγαινε στὸν ἄλλο γιὰ νὰ τὸν συναντήσει.
Ἀλλὰ κι ἂν καμιὰ φορὰ τύχαινε νὰ δεῖ κανεὶς ἀπὸ μακριὰ ἄλλον νὰ ἔρχεται πρὸς αὐτόν, θὰ ἄλλαζε ἀμέσως κατεύθυνση καὶ θὰ προχωροῦσε σὲ διαφορετικὸ μέρος. Ζοῦσαν λοιπὸν μόνοι τους ψάλλοντας διαρκῶς γιὰ τὸ Θεό καὶ λαμβάνοντας ἐλάχιστη τροφή.
8. Ἔτσι λοιπὸν περνοῦσαν ὅλες τὶς ἡμέρες τῆς νηστείας, καὶ ἐπέστρεφαν στὸ μοναστήρι τὴν Κυριακὴ τῶν Βαΐων, μία ἐβδομάδα πρὶν τὴν Ἀνάσταση τοῦ Σωτῆρος.
Γύριζε λοιπὸν ὁ καθένας τους φέροντας τὸν καρπὸ τοῦ κόπου του καὶ μόνο ἡ συνείδησή του γνώριζε μὲ ποιὸν τρόπο ἐργάσθηκε. Καὶ κανεὶς ποτὲ δὲν ρωτοῦσε τὸν ἄλλο, πῶς ἢ μὲ ποιὸν τρόπο ἀγωνίσθηκε σ’ αὐτὸ τὸ διάστημα. Αὐτὸς ἦταν ὁ κανόνας τοῦ μοναστηριοῦ καὶ ἔτσι πιστὰ τὸν ἐφάρμοζαν.
Γιατὶ καθένας τους ποὺ πήγαινε στὴν ἔρημο, ἀγωνιζόταν μόνος του, κάτω ἀπὸ τὸ βλέμμα τοῦ ἀγωνοθέτη Θεοῦ, καὶ μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο ἐλευθερωνόταν ἀπὸ τὴν ἀνάγκη τοῦ νὰ ἀρέσει στοὺς ἀνθρώπους καὶ νὰ ἐγκρατεύεται γιὰ ἐπίδειξη. Γιατὶ αὐτὰ ποὺ γίνονται γιὰ τὰ μάτια μόνο τῶν ἀνθρώπων καὶ γιὰ νὰ ἀρέσει κανεὶς στοὺς ἄλλους, ὄχι μόνο δὲν ὠφελοῦν σὲ τίποτα αὐτὸν ποὺ τὰ κάνει, ἀλλὰ καὶ τοῦ γίνονται αἰτία μεγάλης ζημίας.
9. Τότε λοιπὸν κι ὁ Ζωσιμᾶς, ἀκολουθώντας τὴ συνήθεια τοῦ μοναστηριοῦ, πέρασε τὸν Ἰορδάνη, παίρνοντας μαζί του λίγα ἐφόδια γιὰ τὴν ἀνάγκη τοῦ σώματος καὶ τὸ παλιὸ ροῦχο ποὺ φοροῦσε.
Ἐκτελοῦσε τὸν κανόνα διασχίζοντας τὴν ἔρημο κατὰ τὴ διάρκεια τῆς μέρας ἐνῶ κοιμότανε τὴ νύκτα στὴ γῆ ξαπλώνοντας ὅπου τὸν ἔβρισκε τὸ βράδυ. Τὰ χαράματα ἄρχιζε πάλι νὰ βαδίζει διατηρώντας ἔντονο πάντοτε τὸ ρυθμὸ τοῦ βαδίσματος.
Ὅπως ἔλεγε, ἐπεθύμησε νὰ πάει στὴν ἔρημο ἐλπίζοντας κάποτε νὰ βρεῖ κάποιον πατέρα νὰ κατοικεῖ σ’ αὐτὴν, ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ τὸν βοηθήσει στὴν ἐκπλήρωση τοῦ πόθου του. Γι’ αὐτὸ τὸ λόγο προχωροῦσε γρήγορα καὶ μὲ προθυμία, σὰν νὰ ἔτρεχε πρὸς κάποια σπουδαία καὶ γνωστὴ κατοικία.
Περπάτησε εἴκοσι ἡμέρες, καὶ τὴν εἰκοστὴ ἡμέρα κατὰ τὴν ἕκτη ὥρα, σταμάτησε γιὰ λίγο τὴν ὁδοιπορία καὶ ἀφοῦ στράφηκε πρὸς τὴν ἀνατολή, ἔκανε τὴ συνηθισμένη του προσευχή. Γιατὶ συνήθιζε νὰ σταματᾶ τὴν βιαστική του ὁδοιπορία σὲ καθορισμένες ὧρες τῆς ἡμέρας καὶ νὰ ξεκουράζεται γιὰ λίγο, εἴτε ψάλλοντας ὄρθιος εἴτε προσευχόμενος γονατιστός.
10. Καθὼς ἔψαλλε καὶ κοίταζε συνέχεια τὸν οὐρανὸ, εἶδε πρὸς τὰ δεξιὰ τοῦ μέρους ποὺ βρισκόταν κάποια σκιά νὰ ἐμφανίζεται, ποὺ ἔμοιαζε νὰ ἦταν ἀπὸ ἀνθρώπινο σῶμα.
Στὴν ἀρχὴ ταράχθηκε καὶ φοβήθηκε πολύ, νομίζοντας πὼς βλέπει φάντασμα δαιμονικὸ. Ἀφοῦ ὅμως σφραγίσθηκε μὲ τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ καὶ ἔδιωξε τὸ φόβο, καὶ καθῶς ἡ προσευχή του ἤδη βρισκόταν πρὸς τὸ τέλος της, ἔστρεψε τὰ μάτια του καὶ εἶδε κάποιον πράγματι νὰ βαδίζει πρὸς τὸ νότο.
Τὸ σῶμα αὐτὸ ποὺ ἔβλεπε ἦταν γυμνὸ καὶ μαυρισμένο σὰν ἀπ’ τὸ κάψιμο τοῦ ἥλιου, καὶ στὸ κεφάλι εἴχε λίγα λευκὰ μαλλιὰ, σὰν τοῦ προβάτου τὸ μαλλὶ, ποὺ μόνο ἔφταναν ὡς τὸ λαιμό.
Μόλις λοιπὸν τὸ εἶδε αὐτὸ ὁ Ζωσιμᾶς, ἐνθουσιάστηκε καὶ γέμισε χαρὰ ἀπ’ τὸ παράδοξο θέαμα, καὶ ἄρχισε νὰ τρέχει πρὸς τὴν ἴδια κατεύθυνση πρὸς τὴν ὁποῖα κι αὐτὸ τὸ σῶμα ποὺ ἔβλεπε προχωροῦσε βιαστικὰ.
Ἡ χαρά του ἦταν ἀνείπωτη, γιατὶ σ’ ὅλο τὸ διάστημα ἐκείνων τῶν ἡμερῶν δὲν εἶχε συναντήσει ἀνθρώπο ἢ ζώο ἢ πτηνό, οὔτε κὰν τὴ σκιά τους. Ἤθελε λοιπὸν νὰ μάθει ποιὸς ἦταν κι ἀπὸ ποῦ ἐρχόταν τὸ πρόσωπο ποὺ ἔβλεπε, ἐλπίζοντας πὼς θὰ γινόταν θεατὴς κάποιων μεγάλων μυστηρίων.
11. Μόλις ὅμως ἐκεῖνο τὸ πρόσωπο ἀντιλήφθηκε τὸν Ζωσιμᾶ νὰ ἔρχεται ἀπὸ μακριά, ἄρχισε νὰ τρέχει πρὸς τὸ ἐσωτερικὸ τῆς ἐρήμου. Τότε κι ὁ Ζωσιμᾶς ἔβαλε ὅλες του τὶς δυνάμεις, σὰν νὰ ξέχασε τὰ γηρατειά του, καὶ χωρὶς καθόλου νὰ λογαριάσει τὴν κούρασή του ἀπ’ τὴν ὁδοιπορία, γιατὶ βιαζόταν νὰ φθάσει αὐτὸν ποὺ τὸν ἀπέφευγε.
Κι ἐνῶ αὐτὸς ἔτρεχε γιὰ νὰ τὸν φθάσει, ἐκεῖνος ἔφευγε ὡς καταδιωκόμενος. Ὁ Ζωσιμᾶς ὅμως ἦταν ταχύτερος καὶ σιγὰ-σιγὰ πλησίαζε ἐκεῖνον ποὺ ἔφευγε. Καὶ ὅταν πλησίασε πιὰ ἀρκετά, ὥστε νὰ μπορεῖ νὰ ἀκουστεῖ, ἄρχισε μὲ δάκρυα νὰ φωνάζει καὶ νὰ λέει:
Γιατί μὲ ἀποφεύγεις ἐμένα τὸν γέρο καὶ ἁμαρτωλό, ὥ δοῦλε τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ; Περίμενέ με, ὅποιος κι ἂν εἶσαι, κάντο γιὰ τὸ Θεό, γιὰ τὸν ὁποῖο κατοίκησες αὐτὴ τὴν ἔρημο· περίμενέ με ἐμένα τὸν ἀδύνατο καὶ ἀνάξιο, γιὰ τὴν ἐλπίδα ποὺ ἔχεις ὅτι θὰ λάβεις ἀνταπόδοση αὐτοῦ τοῦ τόσο μεγάλου κόπου σου· στάσου καὶ δῶσε εὐχὴ καὶ εὐλογία σ’ ἐμένα τὸ γέροντα, κάντο γιὰ τὸ Θεό, ποὺ δὲν ἀποστρέφεται ποτὲ κανέναν.
Κι ἐνῶ αὐτὰ ἔλεγε ὁ Ζωσιμᾶς μὲ δάκρυα στὰ μάτια, ἐκεῖ ποὺ οἱ δυό τους ἔτρεχαν βρέθηκαν σὲ μιὰ τοποθεσία, ποὺ ἀπ’ τὸ σχῆμα της φαινότανε σὰν νὰ ἦταν χείμαρρος ξερὸς. Δὲν νομίζω ὅτι πράγματι ἦταν χείμαρρος κάποτε, -γιατὶ πῶς εἶναι δυνατὸ νὰ ἐμφανισθεῖ χείμαρρος σ’ ἐκείνη τὴν περιοχὴ- ἀλλὰ ὅτι συνέπεσε ἡ τοποθεσία νὰ ἔχει τέτοια μορφή.
12. Ὅταν λοιπὸν ἔφτασαν στὸν τόπο ποὺ ἀναφέραμε ποὺ ἔμοιαζε μὲ κοίτη χειμάρου, τὸ πρόσωπο ποὺ ἔφευγε κατέβηκε στην κοίτη τοῦ χειμάρρου καὶ πάλι ἀνέβηκε στὴν ἀπέναντι πλευρά, ἐνῶ ὁ Ζωσιμᾶς ὄντας κουρασμένος καὶ μὴν μπορώντας νὰ τρέχει ἄλλο σταμάτησε στὴν ἀντίπερα ὄχθη χύνοντας δάκρυα πολλὰ ἐνῶ οἱ θρῆνοι του ἀπὸ πολύ κοντά ἀκούγονταν πλέον καθαρὰ.
Τὸ πρόσωπο τότε ποὺ ἔφευγε μίλησε καὶ εἶπε: Ἀββὰ Ζωσιμᾶ, συγχώρεσέ με γιὰ τὸν Κύριο, δὲν μπορῶ νὰ στραφῶ πίσω καὶ νὰ σὲ δῶ κατὰ πρόσωπο, γιατὶ εἶμαι γυναίκα καὶ καθὼς βλέπεις εἶμαι γυμνή, καὶ δὲν ἔχω ρούχα νὰ φορέσω γιὰ νὰ καλύψω τὴν ντροπὴ τοῦ σώματός μου.
Ἀλλὰ ἐὰν πάντως θέλεις νὰ χαρίσεις μιὰ εὐχή σὲ ἁμαρτωλὴ γυναίκα, ρίξε μου τὸ ροῦχο ποὺ φορᾶς γιὰ νὰ καλύψω μ’ αὐτὸ τὴν γυναικεία μου ἀσθένεια καὶ τότε θὰ στραφῶ σὲ σένα καὶ θὰ πάρω τὶς εὐχές σου.
Ἔκσταση τότε καὶ φρίκη κατέλαβε τὸν Ζωσιμᾶ ὅταν ἄκουσε τὸ πρόσωπο αὐτὸ νὰ τὸν φωνάζει μὲ τ’ ὄνομά του. Γιατί, καθὼς ὁ γέροντας ἦταν ἐξασκημένος στὴν πνευματικὴ ἀντίληψη καὶ γεμάτος σοφία ὅσον ἀφορᾶ τὰ θεῖα πράγματα, κατάλαβε ὅτι δὲν θὰ ἦταν δυνατὸ νὰ τὸν φωνάξει μὲ τὸ ὄνομά του, ἐὰν δὲν ἦταν ὁλοφάνερα κεκοσμημένη μὲ τὸ προορατικὸ χάρισμα, ἀπ τὴ στιγμὴ ποὺ ποτὲ πρίν δὲν τὸν εἶδε καὶ ποτὲ δὲν ἄκουσε γι’ αὐτόν.
13. Ἐκτέλεσε λοιπὸν γρήγορα τὴν παράκλησή της καὶ βγάζοντας τὸ παλιὸ καὶ ζαρωμένο ράσο ποὺ φοροῦσε, τῆς τὸ ἔδωσε ρίχνοντάς το πρὸς τὰ πίσω. Ἐκείνη τὸ πῆρε καὶ ἔντυσε τὸν ἑαυτό της ὅσο ἦταν δυνατὸ κι ἀφοῦ ἔτσι κάλυψε μερικὰ μέρη τοῦ σώματός της, ποὺ ἦταν ἀνάγκη νὰ καλυφθοῦν περισσότερο ἀπὸ τὰ ἄλλα, τότε γύρισε πρὸς τὸν Ζωσιμᾶ καὶ τοῦ εἶπε:
Γιατί σοῦ φάνηκε καλό, ἀββὰ Ζωσιμᾶ, νὰ ἔρθεις νὰ δεῖς μιὰ ἁμαρτωλὴ γυναίκα; Τί περίμενες νὰ δεῖς ἢ νὰ μάθεις ἀπὸ μένα καὶ δὲν βαρέθηκες νὰ κάνεις τόσο μεγάλο κόπο;
Τότε ὁ γέροντας γονάτισε καὶ ζητοῦσε νὰ λάβει εὐλογία, κατὰ τὴ συνήθεια, ἀλλὰ ἐπειδὴ ἔβαλε κι αὐτὴ μετάνοια, παρέμεναν καὶ οἱ δυό τους στὴ γῆ γονατιστοὶ ζητώντας ὁ ἕνας νὰ λάβει εὐλογία ἀπὸ τὸν ἄλλο. Καὶ τίποτε ἄλλο δὲν ἔλεγαν καὶ οἱ δυό τους, παρὰ τὸ «Εὐλόγησον».
Ἀφοῦ πέρασε πολὺ ὥρα, εἶπε ἡ γυναίκα στὸ Ζωσιμᾶ: Ἀββὰ Ζωσιμᾶ, μάλλον σὲ σένα ἁρμόζει νὰ εὐλογήσεις καὶ νὰ εὐχηθεῖς, γιατὶ ἐσὺ ἔχεις τιμηθεῖ μὲ τὸ ἀξίωμα τοῦ πρεσβυτέρου καὶ ἀπὸ χρόνια πολλὰ ὑπηρετεῖς τὸ ἅγιο θυσιαστήριο καὶ πολλὲς φορὲς ἔχεις προσφέρει τὰ Θεῖα Δῶρα.
Τὰ λόγια αὐτὰ προκάλεσαν πολὺ φόβο καὶ ἀγωνία στὸ Ζωσιμᾶ καὶ ἔντρομος καθὼς ἦταν ὁ γέροντας ἵδρωνε ὁλόκληρος καὶ στέναζε καὶ διακοπτόταν ἡ φωνή του. Καὶ εἶπε λοιπὸν, λαχανιασμένος καὶ μὲ κομμένη τὴ φωνὴ:
Ὦ πνευματικὴ Μητέρα, φανερό γίνεται ἀπὸ τὸν τρόπο τῆς ζωῆς σου πὼς βρίσκεσαι κοντὰ στὸ Θεὸ καὶ πὼς σὲ μεγάλο βαθμό ἔχεις πεθάνει γιὰ τὸν κόσμο. Τὸ χάρισμα ποὺ σοῦ δόθηκε τὸ ἐπιβεβαιώνει αὐτὸ, γιατὶ μὲ τ’ ὄνομά μου μὲ ἀποκαλεῖς καὶ μοῦ λές πρεσβύτερος πῶς εἶμαι, ἀκόμα κι ἂν ποτὲ σου δὲν μ’ ἔχεις ξαναδεῖ.
Καὶ ἐπειδὴ ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ δὲν γνωρίζεται ἀπὸ τὰ ἀξιώματα ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ψυχικὴ κατάσταση, ἐσὺ εἶσαι ποὺ πρέπει νὰ μ᾿ εὐλογήσεις γιὰ τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου, καὶ νὰ προσευχηθεῖς γιὰ μένα, γιατὶ εἶμαι ἐγὼ ποὺ ἔχω ἀνάγκη τῆς δικής σου τελειότητας.
14. Καὶ εἶπε αὐτὴ λοιπὸν ὑποχωρώντας στοῦ γέροντα τὴν ἐπιμονὴ: Ἂς εἶναι εὐλογητὸς ὁ Θεὸς ποὺ φροντίζει γιὰ τὴ σωτηρία τῶν ψυχῶν τῶν ἀνθρώπων.
Ὅταν ὁ Ζωσιμᾶς εἶπε τό «Ἀμήν», σηκώθηκαν ἀμφότεροι καὶ εἶπε ἡ γυναίκα πρὸς τὸν γέροντα: Γιὰ ποιὸ λόγο ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ ἦρθες σὲ μένα τὴν ἁμαρτωλή; Γιὰ ποιὸ λόγο θέλησες νὰ δεῖς γυναίκα γυμνὴ ἀπὸ κάθε ἀρετή; Ἀλλὰ ἐπειδὴ ἀναμφίβολα ἡ Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος σὲ καθοδήγησε, γιὰ νὰ προσφέρεις σὲ μένα κάποια ἐξυπηρέτηση στὸν κατάλληλο χρόνο, πές μου, πῶς ζοῦν σήμερα οἱ Χριστιανοί; Πῶς ζοῦν οἱ βασιλιάδες; Πῶς ποιμαίνεται ἡ Ἐκκλησία;
Ὁ Ζωσιμᾶς τότε τῆς ἀπάντησε: Μὲ τὶς δικές σου προσευχές, μητέρα μου, σὲ ὅλους ὁ Χριστὸς ἐχάρισε σταθερὴ εἰρήνη· ἀλλὰ, γιὰ τὸν Κύριο, δέξου τὴν παράκληση ἀνάξιου γέροντα, νὰ προσευχηθεῖς γιὰ ὅλο τὸν κόσμο καὶ γιὰ μένα τὸν ἁμαρτωλό, ὥστε ὁ χρόνος ποὺ πέρασα σ’ αὐτὴ τὴν ἔρημο νὰ μὴν μοὺ ἀποβεῖ ἄκαρπος.
Κι ἐκείνη τοῦ ἀποκρίθηκε: Ἀββὰ Ζωσιμᾶ, καθὼς εἶπα, τὸ σωστὸ εἶναι ἐσύ γιὰ μένα νὰ προσεύχεσαι καὶ γιὰ ὅλους ἐμᾶς, γιατὶ ἐσύ ἔχεις ἐπιλεγεῖ γι’ αὐτὸ τὸ ἔργο ἐφόσον ἔχεις τὸ ἀξίωμα τῆς ἱερωσύνης. Πλὴν ὅμως, ἐπειδὴ ἔχουμε ἐντολὴ νὰ κάνουμε ὑπακοή, θὰ ἐκτελέσω μὲ προθυμία τὴν προσταγή σου.
15. Λέγοντας τὰ λόγια αὐτὰ στράφηκε πρὸς τὴν ἀνατολὴ κι ἀφοῦ σήκωσε τὰ μάτια της καὶ ἅπλωσε τὰ χέρια της πρὸς τὸν οὐρανό, ἄρχισε νὰ προσεύχεται ψιθυριστά. Ἡ φωνή της ὅμως δὲν ἀκουγόταν καθαρά, γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Ζωσιμᾶς δὲν καταλάβαινε τίποτα ἀπ’ ὅσα ἔλεγε στὴν προσευχή. Μόνο στεκόταν ἐκεῖ, γεμάτος φόβο σκυμμένος στὴ γῆ καὶ χωρὶς νὰ λέει ἀπολύτως τίποτα.
Καὶ διαβεβαίωνε, ἐπικαλούμενος τὸν Θεὸ ὡς μάρτυρα, ὅτι ὅπως τὴν εἶδε νὰ καθυστερεῖ στὴν προσευχή, σήκωσε λίγο τὰ μάτια του καὶ τὴν εἶδε νὰ ἔχει ὑψωθεῖ περίπου ἕνα μέτρο ἀπὸ τὴ γῆ καὶ νὰ προσεύχεται κρεμασμένη στὸν ἀέρα.
Καθὼς εἶδε αὐτὸ κυριεύθηκε ἀπὸ μεγαλύτερο φόβο καὶ ἔπεσε στὸ ἔδαφος, καταϊδρωμένος καὶ μὲ μεγάλη ἀγωνία, καὶ χωρὶς νὰ τολμᾶ νὰ πεῖ τίποτα, παρὰ μόνο μέσα του ἔλεγε γιὰ ἀρκετὴ ὥρα τό «Κύριε ἐλέησον».
Καὶ καθὼς ὁ γέροντας ἦταν σκυφτὸς πάνω στὴ γῆ σκανδαλιζόταν μὲ τὸ λογισμό, μήπως ἄραγε ἦταν κάποιο πνεῦμα καὶ ὑποκρίνονταν πὼς προσευχόταν.
Τότε αὐτὴ στράφηκε καὶ ἀνασήκωσε τὸν γέροντα καὶ τοῦ εἶπε: Γιατί Ἀββὰ ἀφήνεις τοὺς λογισμούς νὰ σὲ ταράζουν καὶ σκανδαλίστηκες μὲ μένα, ὅτι τάχα εἶμαι πνεῦμα καὶ ὑποκρίνομαι ὅτι προσεύχομαι; Μάθε ὅτι εἶμαι μιὰ ἁμαρτωλὴ γυναίκα, περιτειχισμένη ὅμως μὲ τὸ ἅγιο Βάπτισμα, καὶ πὼς δὲν εἶμαι πνεῦμα, ἀλλὰ χῶμα καὶ στάκτη καὶ ἐξ ὁλοκλήρου σάρκα, χωρὶς ποτὲ μου νὰ σκεφτῶ τίποτα τὸ πνευματικό.
Καὶ καθὼς ἔλεγε αὐτά, σφράγισε μὲ τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ, τὸ μέτωπο, τὰ μάτια, τὰ χείλη καὶ τὸ στῆθος, λέγοντας: Ὁ Θεός ἂς μᾶς ἐλευθερώσει, ἀββὰ Ζωσιμᾶ, ἀπὸ τὸν πονηρὸ καὶ τὶς παγίδες του, γιατὶ πολλὴ ἡ δύναμή του ἐναντίον μας.
16. Ὅταν ὁ γέροντας ἄκουσε καὶ εἶδε ὅλ᾿ αὐτὰ, ἔπεσε στὸ ἔδαφος καὶ ἀγγίζοντας τὰ πόδια της, εἶπε μὲ δάκρυα στὰ μάτια: Σὲ ὁρκίζω νὰ μὴν ἀποκρύψεις τίποτα ἀπὸ τὸ δοῦλο σου, στὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ καὶ Θεοῦ μας, ποὺ γεννήθηκε ἀπὸ τὴν Παρθένο, ποὺ γιὰ χάρη Του ντύθηκες αὐτὴ τὴν γύμνωση καὶ γιὰ τὸν Ὁποῖο τὶς ἴδιες σου τὶς σάρκες ἔτσι ἔλιωσες.
Πὲς μου, ποιὰ εἶσαι, κι ἀπὸ ποῦ, καὶ πότε, καὶ μὲ ποιὸ τρόπο ἦρθες καὶ ἔμεινες σ’ αὐτὴ τὴν ἔρημο· καὶ μὴ μοῦ κρύψεις τίποτα ἀπ᾿ ὅσα ἔχουν σχέση μὲ σένα, ἀλλὰ νὰ μοῦ τὰ διηγηθεῖς ὅλα, γιὰ νὰ φανερώσεις ἔτσι τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ· γιατὶ ὅπως ἔχει γραφεῖ, «σοφία κρυμμένη καὶ θησαυρὸς ἀφανέρωτος, ποιὰ ἡ ὠφέλεια κι ἀπὸ τὰ δύο;».
Νὰ μοῦ τὰ διηγηθεῖς ὅλα, γιὰ χάρη τοῦ Κυρίου μας· δὲν θὰ μοῦ τὰ πεῖς ἀπλά γιὰ νὰ καυχηθεῖς ἢ νὰ ἐπιδειχτεῖς, ἀλλὰ γιὰ νὰ πληροφορήσεις ἐμένα τὸν ἁμαρτωλὸ καὶ ἀνάξιο· γιατὶ πιστεύω πὼς ὁ Θεός, γιὰ τὸν Ὁποῖο ζεῖς καὶ γιὰ τὸν Ὁποῖο ἀσκητεύεις, γι’ αὐτὸ τὸ λόγο μὲ ὁδήγησε σ’ αὐτὴ τὴν ἔρημο, ὥστε νὰ μοῦ φανερώσει τὴ ζωή σου.
Ἐμεῖς λοιπὸν οἱ ἄνθρωποι δὲν μποροῦμε νὰ ἀντιστεκόμαστε στὰ σχέδια τοῦ Θεοῦ, γιατὶ ἐὰν δὲν ἦταν ἀρεστὸ στὸν Χριστὸ τὸ Θεό μας νὰ γίνεις γνωστή, τόσο ἐσὺ ὅσο καὶ ὁ ἀσκητικός σου ἀγώνας, τότε ὄχι μόνο δὲν θὰ ἐπέτρεπε νὰ σὲ δεῖ κανένας, μὰ οὔτε κι ἐμένα θὰ μὲ δυνάμωνε νὰ κάνω τόσο δρόμο· γιατί ποτέ μου δὲν σκέφθηκα ἀλλὰ οὔτε καὶ μποροῦσα νὰ βγῶ ἔξω ἀπὸ τὸ κελλί μου.
17. Ἀφοῦ ὁ ἀββὰς Ζωσιμᾶς εἶπε αὐτὰ καὶ ἄλλα πολλὰ, τὸν ἀνασήκωσε ἡ ὁσία καὶ τοῦ εἶπε: Ντρέπομαι, ἀββά μου, συγχώρεσέ με, νὰ σοῦ διηγηθῶ τὴν ἀθλιότητα τῶν ἔργων μου· ἐπειδὴ ὅμως ἔχεις δεῖ τὸ σῶμα μου γυμνὸ, θὰ σοῦ ἀπογυμνώσω λοιπὸν καὶ τὶς πράξεις μου, γιὰ νὰ γνωρίσεις ἀπὸ πόση αἰσχύνη καὶ ντροπὴ εἶναι γεμάτη ἡ ψυχή μου.
Δὲν ἤθελα νὰ σοῦ διηγηθῶ τὴ ζωή μου, ὄχι γιατὶ, ὅπως ὑπέθεσες, θὰ μποροῦσα νὰ καυχηθῶ γι’ αὐτήν ἄλλωστε τί ἔχω νὰ καυχηθῶ, ἀφοῦ ἔγινα σκεῦος ἐκλογῆς στὰ χέρια τοῦ διαβόλου;
Καὶ γνωρίζω πὼς, ἐὰν ἀρχίσω νὰ διηγοῦμαι τὴ ζωή μου, θὰ φύγεις μακριὰ ἀπὸ μένα, ὅπως κανεὶς φεύγει μακριὰ ἀπ’ τὸ φίδι, ἐπειδὴ δὲν θὰ ἀντέξεις νὰ ἀκούσεις μὲ τὰ αὐτιά σου, τὰ ὅσα ἄπρεπα ἔχω πράξει.
Θὰ σοῦ τὰ διηγηθῶ ὅμως χωρὶς νὰ ἀποκρύψω τίποτα, ἀφοῦ πρῶτα μὲ διαβεβαιώσεις, ὅτι δὲν θὰ σταματήσεις νὰ προσεύχεσαι γιὰ μένα, ὥστε νὰ βρῶ ἔλεος κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς κρίσεως.
Ἐνῶ λοιπὸν τὰ μάτια τοῦ γέροντα ἔτρεχαν ἀσταμάτητα δάκρυα, ἡ Ὁσία ἄρχισε τὴ διήγηση τῆς ζωῆς της, λέγοντας τὰ ἀκόλουθα.
18. Πατρίδα μου ἦταν ἡ Αἴγυπτος. Ἐνῶ ζοῦσαν ἀκόμα οἱ γονεῖς μου καὶ ἤμουν δώδεκα χρονῶν, ἀθέτησα τὴν ἀγάπη μου πρὸς αὐτοὺς καὶ πῆγα στὴν Ἀλεξάνδρεια· καὶ ντρέπομαι ἀκόμα καὶ νὰ τὸ σκέπτομαι πῶς κατ’ ἀρχὴν διέφθειρα τὴν παρθενία μου καὶ πῶς παρασύρθηκα, ἀκράτητα καὶ ἀχόρταγα, στὸ πάθος τῆς πορνείας·
ἀλλὰ σεμνότερο θὰ ἦταν νὰ τὰ ἐξιστορίσω τώρα ὅλα αὐτὰ μὲ κάποια συντομία, γιὰ νὰ γνωρίσεις τὸ μέγεθος τοῦ πάθους τῆς φιληδονίας μου.
Γιὰ περισσότερα ἀπὸ δέκα ἑπτὰ χρόνια, συγχώρεσέ με Κύριε, ὑπῆρξα δημόσιος πειρασμός τῆς ἀσωτίας στὸν κόσμο, ὄχι τόσο, μά τὴν ἀλήθεια, γιὰ νὰ κερδίζω χρήματα, γιατὶ κι ὅταν πολλὲς φορὲς ἤθελαν κάποιοι νὰ μοῦ δώσουν ἐγὼ δὲν τὰ ἔπαιρνα. Σκέφτηκα ὅμως, νὰ προσφέρω δωρεὰν αὐτὸ ποὺ ἐγὼ ἐπιθυμοῦσα, ὥστε νὰ κάνω περισσότερους νὰ πλαγιάζουν μαζί μου.
Οὔτε νὰ νομίσεις ὅτι δὲν τὰ δεχόμουνα τὰ χρήματα ἐπειδὴ εἶχα ἀρκετὰ, γιατὶ ζητιανεύοντας ζοῦσα ἢ καὶ πολλὲς φορὲς γνέθοντας μαλλὶ καναβιοῦ· μὰ εἶχα ἀκόρεστη ἐπιθυμία καὶ πάθος ἀκατάπαυστο τὸ νὰ κυλιέμαι μέσα στὸ βόρβορο· καὶ αὐτὸ μόνο ἐμένα μοῦ φαινότανε πὼς ἦταν ἡ ἀληθινή ζωή, τὸ νὰ διαπράττω διαρκῶς «τὴν ὕβριν τῆς φύσεως».
19. Ἐνῶ λοιπὸν ζοῦσα μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο, εἶδα μιὰ μέρα τοῦ καλοκαιριοῦ ὄχλο ἄνδρῶν πολλῶν ἀπ’ τὴ Λιβύη καὶ τὴν Αἴγυπτο νὰ τρέχουν πρὸς τὴ θάλασσα. Ρώτησα τότε κάποιον ποὺ ἔτυχε νὰ βρίσκεται μπροστά μου· Γιὰ ποῦ πηγαίνουν ἄραγε οἱ ἄνδρες αὐτοὶ ποὺ τρέχουν; Ἐκεῖνος μοῦ ἀπάντησε· στὰ Ἱεροσόλυμα πηγαίνουν ὅλοι τους, γιὰ τῆς Ὑψώσεως τὴν γιορτή τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, ποὺ συνηθίζεται νὰ γίνεται μετὰ ἀπὸ λίγες μέρες.
Τότε ἐγὼ τοῦ εἶπα: Ἄραγε μὲ παίρνουν καὶ μένα μαζί τους, ἐὰν βέβαια θελήσω νὰ τοὺς ἀκολουθήσω; Ἐκεῖνος μοῦ ἀποκρίθηκε: Ἂν ἔχεις χρήματα γιὰ νὰ πληρώσεις τὸ εἰσιτήριό σου καὶ τὰ ἄλλα σου τὰ ἔξοδα, δὲν ὑπάρχει κανεὶς ποὺ θὰ σὲ ἐμποδίσει.
Πράγματι ἀδελφέ, τοῦ εἶπα, δὲν ἔχω χρήματα γιὰ νὰ πληρώσω τὸ εἰσιτήριο καὶ τὰ ἄλλα μου ἔξοδα· θὰ πάω ὅμως κι ἐγὼ καὶ θὰ ἀνέβω σ’ ἕνα ἀπὸ τὰ μικρὰ πλοῖα ποὺ ἔχουν ναυλώσει κι ἐκεῖνοι νὰ μὲ θρέψουν πρόκειται ἀκόμη κι ἂν δὲν θέλουν, γιατὶ ἔχω σῶμα καὶ παίρνουν αὐτὸ ἀντὶ γιὰ ναῦλο.
Γιατὶ γιὰ τοῦτο ἤθελα νὰ ταξιδέψω, συγχώρεσέ με Κύριε, γιὰ νὰ ἀποκτήσω πολλοὺς ἐραστὲς γιὰ τὴν ἱκανοποίηση τοῦ πάθους μου. Σοῦ εἶπα, ἀββὰ Ζωσιμᾶ, νὰ μὴ μὲ ἀναγκάσεις νὰ σοῦ διηγηθῶ τὴν ἀσχημοσύνη τῶν ἔργων μου, γιατὶ μὲ πιάνει φρίκη, ὁ Κύριος τὸ γνωρίζει, καθὼς μὲ τὰ λόγια μου μολύνω καὶ σένα καὶ τὸν ἀέρα.
20. Ὁ Ζωσιμᾶς τῆς ἀποκρίθηκε βρέχοντας τὸ ἔδαφος μὲ δάκρυα· Λέγε μητέρα μου, γιὰ τὸν Κύριο, λέγε καὶ μὴ διακόψεις τὴ συνέχεια αὐτῆς τῆς ὠφέλιμης διηγήσεως. Ἐκείνη τότε πῆρε τὸ λόγο ξανὰ καὶ πρόσθεσε τὰ ἑξῆς·
Ἐκεῖνος λοιπὸν ὁ νέος, ἀφοῦ ἄκουσε τὰ αἰσχρά μου λόγια, ἔφυγε γελώντας. Ἐγὼ τότε πέταξα τὴ ρόκα -γιατὶ συνέπεσε νὰ τὴν ἔχω στα χέρια μου ἐκείνη τὴν ὥρα- καὶ ἔτρεξα πρὸς τὴ θάλασσα, ὅπου ἔβλεπα τοὺς ἄλλους νὰ κατευθύνονται. Εἶδα τότε ἐκεῖ μερικοὺς νέους νὰ στέκονται στὴν παραλία, περίπου δέκα, ἢ καὶ περισσότερους, μὲ τὰ κορμιά τους σφριγηλὰ καὶ ζωηράδα στὶς κινήσεις καὶ μοῦ φάνηκαν κατάλληλοι γι’ αὐτὸ ποὺ ζητοῦσα.
Καθὼς φαίνεται περίμεναν κι ἄλλους συνταξιδιῶτες, γιατὶ κάποιοι εἶχαν ἤδη ἀνεβεῖ πάνω στὰ πλοῖα. Τότε ἐγὼ εἰσχώρησα ἀνάμεσά τους, μὲ ἀναίδεια ὅπως συνήθιζα, καὶ εἶπα: Πάρτε με καὶ μένα μαζί σας ὅπου πηγαίνετε, γιατὶ δὲν πρόκειται νὰ σᾶς φανῶ ἄχρειαστη. Ἔπειτα εἶπα κι ἄλλα λόγια αἰσχρότερα καὶ τοὺς ἔκανα ὅλους νὰ γελάσουν.
Ἀφοῦ αὐτοὶ διαπίστωσαν τὴν ἱκανότητά μου νὰ τοὺς παρασύρω σὲ κάθε ἀναίδεια, μὲ πῆραν καὶ μὲ ἀνέβασαν στὸ πλοῖο ποὺ ἦταν ἕτοιμο γιὰ ἀναχώρηση καὶ ἐν τῷ μεταξὺ ἔφτασαν κι ἐκεῖνοι τοὺς ὁποίους περίμεναν.
21. Πῶς νὰ σοῦ διηγηθῶ τὰ ὑπόλοιπα ἄνθρωπε; Ποιὰ γλώσσα μπορεῖ νὰ διηγηθεῖ καὶ ποιὰ ἀκοὴ μπορεῖ νὰ παραδεχθεῖ τὰ ὅσα ἔγιναν στὸ πλοῖο καὶ στὴν ὁδοιπορία μετά; Αὐτὰ πού, ἐγὼ ἡ ἄθλια, ἀνάγκαζα τοὺς ταλαίπωρους νὰ κάνουν καὶ χωρὶς νὰ θέλουν; Δὲν ὑπάρχει κανένα εἶδος ἀσέλγειας, ὀνομαζόμενο καὶ μή, τοῦ ὁποίου νὰ μὴν ἔγινα δασκάλα στοὺς ταλαίπωρους αὐτοὺς.
Καὶ τώρα ἐγὼ ἐκπλήττομαι πῶς μπόρεσε ἡ θάλασσα νὰ ὑποφέρει τὶς ἀσωτίες μου· πῶς δὲν ἄνοιξε ἡ γῆ τὸ στόμα της γιὰ νὰ μὲ καταπιεῖ ὁ ἅδης ζωντανή, ἐμένα ποὺ παγίδευσα τόσες ψυχές. Ἀλλά, καθὼς φαίνεται, ὁ Θεὸς ζητοῦσε τὴ μετάνοιά μου, γιατὶ δὲν θέλει τὸν θάνατο τοῦ ἁμαρτωλοῦ, ἀλλὰ περιμένει μακρόθυμα νὰ δεχτεῖ τὴν ἐπιστροφή του.
Μὲ τέτοιες λοιπὸν ἐνασχολήσεις φθάσαμε στὰ Ἱεροσόλυμα. Καὶ ὅσες ἡμέρες ἔμεινα στὴν πόλη πρὶν τὴν ἑορτή, ζοῦσα μὲ τὸν ἴδιο τρόπο, ἢ μᾶλλον καὶ χειρότερα, γιατὶ δὲν ἀρκέστηκα μόνο στοὺς νέους ποὺ εἶχα καὶ μὲ ὑπηρετοῦσαν στὸ πάθος μου κατὰ τὸ ταξίδι, ἀλλὰ καὶ πολλοὺς ἄλλους ἐμόλυνα, ντόπιους πολίτες ἀλλὰ καὶ ξένους, ποὺ τοὺς συνέλεγα γι’ αὐτὸ τὸ σκοπό.
22. Κι ὅταν ἔφθασε λοιπὸν ἡ ἁγία ἑορτὴ τῆς Ὑψώσεως τοῦ Σταυροῦ, ἐγὼ ὅπως καὶ πρωτύτερα γύριζα κυνηγώντας ψυχές νέων ἀνδρῶν. Ἔβλεπα ὅμως ἀπὸ πολὺ πρωὶ νὰ τρέχουν ὅλοι στὴν Ἐκκλησία ὁπότε ἔτρεξα κι ἐγὼ μαζὶ τους.
Ἔφθασα λοιπὸν μαζί τους στὴν αὐλὴ τοῦ ναοῦ καὶ ὅταν ἦρθε ἡ ὥρα τῆς θείας Ὑψώσεως, ἔσπρωχνα καὶ σπρωχνόμουνα γύρω ἀπὸ τὴν εἴσοδο, προσπαθώντας νὰ μπῶ μέσα μαζὶ μὲ τὸ πλῆθος. Καὶ μέχρι μὲν τὴν ἐξώπορτα, ἀπ’ ὅπου ὅλοι ἔμπαιναν μέσα στὸν καθαυτό ναό, ὅπου μποροῦσε κανεὶς νὰ δεῖ τὸ ζωοποιὸ Ξύλο, μὲ πολὺ κόπο καὶ προσπάθεια πλησίαζα ἡ ταλαίπωρη.
Μόλις ὅμως πατοῦσα τὸ κατώφλι τῆς πόρτας, ἐνῶ οἱ ἄλλοι ὅλοι μέσα ἔμπαιναν χωρὶς ἐμπόδιο κανένα, ἐγὼ ἀντίθετα ἐμποδιζόμουνα ἀπὸ κάποια θεία δύναμη ποὺ δὲν μοῦ ἐπέτρεπε τὴν εἴσοδο. Γιατὶ καὶ πάλι σπρωχνόμουνα καὶ διωχνόμουνα πίσω καὶ πάλι μόνη μου ἐγὼ βρισκόμουνα στὴν αὐλὴ νὰ στέκομαι τοῦ ναοῦ.
Κι ἐπειδὴ νόμισα, ὅτι τοῦτο ὀφειλόταν στὴ γυναικεία μου ἀδυναμία, ὅσο μποροῦσα προσπαθοῦσα ξανά νὰ προωθήσω τὸν ἑαυτό μου μέσα, καὶ πάλι μὲ ἄλλους ἀναμίχθηκα σπρώχνοντας καὶ σπρωχνόμενη, ἀλλὰ μάταια κοπίαζα.
Γιατὶ καὶ πάλι, μόλις τὸ ἄθλιο πόδι μου πατοῦσε πάνω στὸ κατώφλι, ἐνῶ ὁ ναὸς δεχόταν ὅλους τοὺς ἄλλους χωρὶς κανένας νὰ τοὺς ἐμποδίζει, ἐμένα μόνο δὲν μὲ δεχόταν, καὶ κάποια δύναμη μὲ σταματοῦσε συνεχῶς σὰν νὰ ὑπῆρχε πλῆθος στρατιωτῶν παρατεταγμένο μὲ τὴν διαταγὴ νὰ μοῦ ἀπαγορεύσει τὴν εἴσοδό μου στὸ ναό.
23. Τρεῖς ἢ τέσσερις φορὲς τὴν ἔκανα αὐτὴ τὴν προσπάθεια κι ὅταν πλέον ἀπόκαμα καὶ δὲν ἄντεχα νὰ σπρώχνω καὶ νὰ σπρώχνομαι, γιατὶ εἶχε κουραστεῖ τὸ σῶμα μου ἀπὸ τὴν ἔντονη προσπάθεια, ὑποχώρησα γιὰ λίγο κι ἔφυγα καὶ στάθηκα σὲ κάποια γωνιὰ τῆς αὐλῆς τοῦ ναοῦ.
Καὶ μόλις τότε συναισθάνθηκα τὴν αἰτία ποὺ μὲ ἐμπόδιζε νὰ δῶ τὸ τίμιο καὶ ζωοποιὸ Ξύλο. Λόγος σωτήριος ἄγγιξε τὰ μάτια τῆς καρδιᾶς μου καὶ μοῦ φανέρωνε ὅτι ἡ ἀκαθαρσία τῶν ἔργων μου ἦταν ἡ αἰτία ποὺ μοῦ ἔκλεινε τὴν εἴσοδο.
Ἄρχισα λοιπὸν νὰ κλαίω καὶ νὰ ὀδύρομαι καὶ νὰ κτυπῶ τὸ στῆθος μου καὶ νὰ βγάζω στεναγμοὺς ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς μου. Καθὼς ἔκλαιγα, εἶδα τὴν εἰκόνα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου πάνω ἀπὸ τὴ θέση ποὺ στεκόμουν καὶ κοιτάζοντάς την διαρκῶς εἶπα πρὸς αὐτήν·
Παρθένε Δέσποινα, ἐσὺ ποὺ κατὰ σάρκα γέννησες τὸν Θεὸ Λόγο, γνωρίζω καλὰ πὼς κάποια σὰν ἐμένα τὴν τόσο ἀκάθαρτη, κάποια σὰν ἐμένα ποὺ εἶμαι γεμάτη ἀσωτίες, δὲν εἶναι σωστὸ καὶ λογικό νὰ κοιτάζω τὴν δική σου τὴν εἰκόνα, τὴν εἰκόνα τῆς ἀειπαρθένου, τῆς ἁγνῆς, τῆς καθαρῆς καὶ ἀμόλυντης στὸ σῶμα καὶ στὴν ψυχή. Γιατὶ εἶναι δίκαιο νὰ μὲ μισεῖς ἐμένα τὴν ἄσωτη, καὶ νὰ μὲ ἀποστρέφεσαι ἐντελῶς.
Ἐπειδή ὅμως, καθὼς ἄκουσα, γι’ αὐτὸ τὸ λόγο ἔγινε ἄνθρωπος ὁ Θεὸς ποὺ ἀπὸ σένα γεννήθηκε, γιὰ νὰ καλέσει τοὺς ἁμαρτωλοὺς σὲ μετάνοια, βοήθησε κι ἐμένα ποὺ εἶμαι μόνη καὶ δὲν ἔχω κανένα γιὰ νὰ μὲ βοηθήσει· μόνο δῶσε ἐντολὴ νὰ ἐπιτραπεῖ καὶ σὲ ἐμένα νὰ περάσω τὴν εἴσοδο τῆς Ἐκκλησίας καὶ μὴ μοῦ στερήσεις τὴν δυνατότητα νὰ δῶ τὸ ἅγιο Ξύλο, πάνω στὸ ὁποῖο ὁ Θεὸς ποὺ γέννησες σταυρώθηκε κατὰ σάρκα καὶ ἔδωσε τὸ ἴδιο Του τὸ αἷμα γιὰ τὴν δική μου σωτηρία·
μόνο δῶσε ἐντολή, ὦ Δέσποινα, ν’ ἀνοίξει καὶ σὲ μένα ἡ πόρτα καὶ βάζω ἐσένα ἀξιόπιστο ἐγγυητὴ στὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ ποὺ γέννησες, ὅτι δὲν πρόκειται ποτὲ ξανὰ νὰ ἐξυβρίσω τὴ σάρκα μου τούτη μὲ ὁποιαδήποτε αἰσχρὴ σχέση.
Ἀλλὰ ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ θὰ δῶ τὸ ἅγιο ξύλο τοῦ Σταυροῦ τοῦ Υἱοῦ σου, θὰ ἐγκαταλείψω ἀμέσως τὸν κόσμο καὶ ὅλα ὅσα ἔχουν σχέση μ’ αὐτὸν καὶ τὴν ἴδια στιγμὴ θὰ κατευθυνθῶ ἐκεῖ ὅπου ἐσὺ θὰ μοῦ ὑποδείξεις καὶ ὅπου ἐσὺ θὰ μὲ ὁδηγήσεις ὡς ἐγγυήτρια τῆς σωτηρίας μου.
24. Αὐτὰ εἶπα κι ἀφοῦ ἔλαβα τὴν φλόγα τῆς πίστεως σὰν κάποια πληροφορία στὸ νοῦ μου, κι ἀφοῦ πῆρα θάρρος στηριζόμενη στὴν εὐσπλαχνία τῆς Θεοτόκου, ἔφυγα ἀπὸ τὸν τόπο ἐκεῖνο ὅπου προσευχόμουνα· καὶ ἦρθα πάλι καὶ ἀνεμίχθηκα μ᾿ ἐκείνους ποὺ ἔμπαιναν στὴν ἐκκλησία καὶ κανένας πλέον δὲν μὲ ἔσπρωχνε, κανεὶς δὲν μὲ ἐμπόδιζε νὰ πλησιάσω στὴν πόρτα τῆς εἰσόδου στὸ ναό. Τότε μὲ κυρίευσε φρίκη καὶ ἔκπληξη, ὥστε κλονιζόμουν ὁλόκληρη καὶ ἔτρεμα.
Ἔπειτα, φθάνοντας στὴν πόρτα ποὺ μέχρι τότε ἦταν κλειστή γιὰ μένα, ὅλη ἐκείνη ἡ δύναμη ποὺ πρωτύτερα μὲ ἐμπόδιζε, τώρα μοῦ ἄνοιγε τὸ δρόμο γιὰ νὰ μπῶ. Ἔτσι εἰσῆλθα χωρὶς κανένα κόπο καὶ βρέθηκα μέσα στὸ Ἅγιο τῶν Ἁγίων καὶ ἀξιώθηκα νὰ προσκυνήσω τὸν ζωοποιὸ Τίμιο Σταυρὸ καὶ εἶδα τὰ μυστήρια τοῦ Θεοῦ καὶ αἰσθάνθηκα πόσο εἶναι πρόθυμος ὁ Κύριος στὸ νὰ δέχεται τὴ μετάνοια.
Ἀφοῦ λοιπὸν ἔπεσα, ἡ ἄθλια ἐγὼ, πάνω στὴ γῆ καὶ προσκύνησα τὸ ἅγιο ἐκεῖνο ἔδαφος, βγῆκα ξανά ἔξω καὶ ἔτρεξα σὲ Ἐκείνη ποὺ ἐγγυήθηκε γιὰ μένα. Καὶ ὅταν ἔφτασα στὸν τόπο ἐκεῖνο ὅπου τὸ χειρόγραφο της ἐγγύησης ὑπογράφτηκε, γονάτισα μπροστὰ στὴν Ἀειπάρθενο καὶ Θεοτόκο, καὶ προσευχήθηκα μὲ τὰ λόγια αὐτὰ.
25. Ἐσύ μοῦ ἔδειξες, ὦ φιλάγαθε Δέσποινα, τὴν φιλανθρωπία σου· ἐσὺ δὲν ἀποστράφηκες τὴν προσευχὴ τῆς ἀνάξιας· εἶδα δόξα ποὺ ἐμεῖς οἱ ἄσωτοι δικαίως δὲν βλέπουμε· δόξα τῷ Θεῷ ποὺ μὲ τὶς πρεσβεῖες Σου δέχεται τὴν μετάνοια τῶν ἁμαρτωλῶν.
Ἀλλὰ τί περισσότερο μπορῶ νὰ σκεφθῶ ἢ νὰ πῶ ἐγὼ ποὺ εἶμαι τόσο ἁμαρτωλή; Εἶναι καιρὸς πιά, Δέσποινα Θεοτόκε, νὰ ἐκπληρώσω τὴ συμφωνία ποὺ ἐσὺ ἐγγυήθηκες. Ὁδήγησέ με τώρα ὅπου θέλεις· γίνε μου τώρα δάσκαλος τῆς σωτηρίας, καθοδηγώντας με στὸ δρόμο ποὺ ὁδηγεῖ στὴ μετάνοια.
Καὶ καθὼς ἔλεγα αὐτά, ἄκουσα κάποιον νὰ φωνάζει ἀπὸ μακριὰ· Ἐὰν περάσεις τὸν Ἰορδάνη, θὰ βρεῖς καλὴ ἀνάπαυση. Μόλις ἄκουσα αὐτὴ τὴ φωνή, πίστευσα ὅτι γιὰ μένα ἀκούστηκε καὶ κλαίγοντας φώναξα καὶ εἶπα στὴ Θεοτόκο: Δέσποινα, Δέσποινα, μὴ μὲ ἐγκαταλείψεις τὴν ἄσωτη. Καὶ ἀφοῦ εἶπα αὐτά, βγῆκα ἀπὸ τὴν αὐλὴ τοῦ ναοῦ, καὶ ἄρχισα νὰ περπατῶ.
26. Καθὼς ἔβγαινα ἔξω, κάποιος ποὺ μὲ εἶδε μοῦ ἔδωσε τρία νομίσματα. Ἐγὼ τὰ δέχθηκα, καὶ ἀγόρασα μ’ αὐτὰ τρία ψωμιὰ ποὺ τὰ πῆρα μαζί μου ὡς εὐλογία. Τότε ρώτησα αὐτὸν ποὺ πουλοῦσε τὰ ψωμιὰ: Ποιὸς εἶναι ὁ δρόμος ἄνθρωπε, ποὺ ὁδηγεῖ στὸν Ἰορδάνη; Καὶ ἀφοῦ ἔμαθα τὴν πύλη τῆς πόλεως ποὺ ἔβγαζε πρὸς ἐκεῖνο τὸ μέρος, βγῆκα ἔξω τρέχοντας καὶ μὲ δάκρυα στὰ μάτια ἄρχισα τὴν ὁδοιπορία.
Ρωτώντας καὶ ξαναρωτώντας κι ἀφοῦ περπάτησα ὅλη τὴν ὑπόλοιπη ἡμέρα, γιατὶ καθὼς ὑποθέτω ἦταν τρίτη ὥρα τῆς ἡμέρας ὅταν εἶδα τὸν Τίμιο Σταυρό, ἔφθασα, ἐνῶ κόντευε νὰ δύσει ὁ ἥλιος, στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ, ποὺ βρίσκεται κοντὰ στὸν Ἰορδάνη.
Κι ἀφοῦ προσκύνησα στὸ ναό, κατέβηκα ἀμέσως στὸν Ἰορδάνη καὶ μὲ τὰ ἁγιασμένα του νερά ἔβρεξα τὰ χέρια καὶ τὸ πρόσωπό μου. Ἀκόμα μετάλαβα τὸ Σῶμα καὶ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ στὸ ναὸ τοῦ Προδρόμου Ἰωάννη, καὶ ἔφαγα τὸ μισὸ τοῦ ἑνὸς ἀπὸ τὰ τρία ψωμιὰ κι ἀφοῦ ἤπια νερὸ ἀπὸ τὸν Ἰορδάνη, κοιμήθηκα τὴ νύκτα πάνω στὴ γῆ.
Τὴν ἑπόμενη μέρα βρῆκα ἕνα πλοιάριο καὶ πέρασα στὴν ἄλλη ὄχθη, καὶ πάλι ζήτησα ἀπὸ τὴν ὁδηγό μου νὰ μὲ ὁδηγήσει ὅπου τῆς ἦταν ἀρεστό. Ἦρθα λοιπὸν σ’ αὐτὴ τὴν ἔρημο καὶ ἀπὸ τότε μέχρι σήμερα ζῶ ἐδῶ μακριὰ ἀπὸ τὸν κόσμο, προσδεχόμενη τὸν Θεό μου ποὺ σώζει ἀπὸ τὴν ὀλιγοψυχία καὶ τὴν καταιγίδα ὅσους ἐπιστρέφουν πρὸς Αὐτόν.
27. Τότε τῆς εἶπε ὁ Ζωσιμᾶς: Πόσα χρόνια ἔχουν περάσει, κυρία μου, ἀφ’ ὅτου κατοικεῖς σ’ αὐτὴ τὴν ἔρημο; Ἐκείνη ἀποκρίθηκε· Σαρανταεπτὰ χρόνια ἔχουν περάσει, καθὼς ὑποθέτω, ἀπὸ τότε ποὺ βγῆκα ἀπὸ τὴν ἁγία πόλη.
Κι ἀπὸ ποῦ βρίσκεις ἢ τὶ εἶχες γιὰ τροφή, κυρία μου, ρώτησε ὁ Ζωσιμᾶς. Εἶπε ἡ γυναίκα· Ὅταν πέρασα τὸν Ἰορδάνη εἶχα μαζί μου δυόμισι ψωμιὰ, ποὺ σιγὰ-σιγὰ ξεράθηκαν κι ἔγιναν σκληρὰ σὰν πέτρα· τρώγοντάς τα λοιπὸν ἀπὸ λίγο πέρασα μὲ αὐτὰ ἀρκετὰ χρόνια.
Ρώτησε πάλι ὁ Ζωσιμᾶς· Καὶ ἔτσι χωρὶς κόπο, πέρασες τόσα χρόνια, καὶ ἡ ξαφνικὴ μεταβολὴ τῆς ζωῆς σου δὲν σὲ τάραξε καθόλου;
Ἀποκρίθηκε ἡ γυναίκα· Μὲ ρώτησες τώρα, ἀββὰ Ζωσιμᾶ, γιὰ ἔνα πράγμα γιὰ τὸ ὁποῖο φρίττω καὶ μόνο ποὺ τὸ ἀναφέρω· γιατὶ ἂν τώρα θυμηθῶ τοὺς τόσους κινδύνους ποὺ ὑπέμεινα καὶ τοὺς τόσους λογισμοὺς ποὺ σκληρὰ μὲ ἐνόχλησαν, φοβᾶμαι μήπως καὶ πάλι προσβληθῶ ἀπὸ ἐκείνους.
Καὶ τῆς εἶπε ὁ Ζωσιμᾶς· Μὴν παραλείψεις τίποτα, κυρία μου, ποὺ νὰ μὴ μοῦ τὸ ἀναφέρεις· γιατὶ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ πολὺ σὲ παρακάλεσα γι’ αὐτό, ὥστε νὰ μοῦ τὰ διηγηθεῖς ὅλα χωρὶς καμιὰ παράλειψη.
28. Κι ἐκείνη τοῦ ἀπάντησε· Πίστεψέ με, ἀββά, δεκαεπτὰ χρόνια γύριζα σ’ αὐτὴν τὴν ἔρημο παλεύοντας ἐνάντια στὶς παράλογες ἐπιθυμίες μου σὰν νὰ πάλευα μὲ ἀνήμερα θηρία.
Ὅσες φορὲς ἔτρωγα ἢ προσπαθοῦσα νὰ λάβω κάποια τροφή, ἐπιθυμοῦσα τὰ κρέατα καὶ τὰ ψάρια ποὺ ἔχει ἡ Αἴγυπτος· ἐπιθυμοῦσα τὸ κρασί, ποὺ πολὺ τὸ ἀγαποῦσα, γιατὶ ἔπινα πολὺ κρασὶ ὅταν ζοῦσα στὸν κόσμο, ἐνῶ ἐδῶ οὔτε νερὸ δὲν εἴχα καὶ δὲν μποροῦσα νὰ ὑποφέρω τὴ στέρηση.
Μοῦ ἐρχόταν ἐπίσης ἡ ἐπιθυμία γιὰ τὰ πορνικὰ τραγούδια ποὺ πάντοτε μ᾿ ἀναστάτωναν καὶ μὲ παρακινοῦσε νὰ τραγουδήσω πάλι τὰ τραγούδια τῶν δαιμόνων ποὺ εἶχα μάθει. Ἀμέσως ὅμως, μὲ δάκρυα στὰ μάτια καὶ μὲ κτυπήματα στὸ στῆθος, θύμιζα στὸν ἑαυτό μου τὴ συμφωνία ποὺ ἔκανα καθὼς ἔφευγα γιὰ τὴν ἔρημο.
Καὶ ἔφερνα τὸν ἑαυτό μου νοερὰ μπροστὰ στὴν εἰκόνα τῆς ἀναδόχου μου, τῆς Παναγίας Θεοτόκου, καὶ μὲ δάκρυα τὴν παρακαλοῦσα νὰ διώξει αὐτοὺς τοὺς λογισμούς ποὺ βασάνιζαν τὴν ἄθλια ψυχή μου.
Κι ὅταν εἶχα πιὰ κλάψει ἀρκετὰ καὶ εἶχα δείρει τὸ στῆθος μου, ὅσο μοῦ ἦταν δυνατόν, τότε ἔβλεπα φῶς νὰ λάμπει γύρω μου ἀπὸ ὅλες τὶς μεριὲς καὶ ἀπὸ τότε κι ὕστερα, μετὰ τὴν τρικυμία, κάποια σταθερὴ γαλήνη ἐπικρατοῦσε μέσα μου.
29. Πῶς ὅμως νὰ σοῦ διηγηθῶ τοὺς λογισμοὺς, ἀββά, ποὺ πάλι μὲ ἔσπρωχναν πρὸς τὴν πορνεία;
Φωτιὰ μοῦ φαινόταν πῶς ἄναβε μέσα στὴ δύστυχη καρδιά μου καὶ μὲ ἐφλόγιζε ὁλόκληρη, καὶ μὲ ἐρέθιζε στῆς ἁμαρτίας τὴν ἐπιθυμία. Ἀμέσως δὲ, μόλις μὲ πρόσβαλλε τέτοιος λογισμός, στὴ γῆ ἔπεφτα, τὸ ἔδαφος μὲ δάκρυα βρέχοντας, σκεπτόμενη πὼς αὐτὴ ποὺ ἐγγυήθηκε γιὰ μένα ἐκεῖ μπροστά μου παραστέκονταν καὶ πὼς μοῦ ἐπέβαλλε ποινὲς γιὰ τὴν παράβασή μου.
Δὲν σηκωνόμουνα λοιπὸν ἀπὸ τὴ γῆ ἀκόμη κι ἂν κάποτε περνοῦσα ἕνα ὁλόκληρο εἰκοσιτετράωρο σ’ αὐτὴ τὴ στάση, μέχρις ὅτου τὸ γλυκὺ ἐκεῖνο φῶς μὲ ἔλουζε μὲ τὴν λάμψη του κι ἔδιωχνε τοὺς λογισμοὺς ποὺ μὲ ἐνοχλοῦσαν.
Καὶ εἶχα πάντοτε λοιπὸν τὰ μάτια τῆς ψυχῆς μου στραμμένα ἀκατάπαυστα σ’ Ἐκεῖνη ποὺ γιὰ μένα ἐγγυήθηκε, ζητώντας της νὰ μὲ βοηθήσει, στὸ πέλαγος μέσα τῆς ἐρήμου ποὺ κινδύνευα· καὶ πράγματι, βοηθὸ τὴν εἶχα καὶ συνεργάτιδα τῆς μετανοίας μου.
Καὶ ἔτσι πέρασα τὸ διάστημα τῶν δεκαεπτὰ χρόνων, μὲ μύριους κινδύνους παλεύοντας· ἀπὸ τότε καὶ μέχρι σήμερα μοῦ παραστέκεται βοηθὸς σὲ ὅλα καὶ μέσα ἀπ’ ὅλες τὶς δυσκολίες μὲ καθοδηγεῖ.
30. Τότε ὁ Ζωσιμᾶς τὴ ρώτησε· Δὲν σοῦ παρουσιάστηκε μετέπειτα, κυρία μου, ἡ ἀνάγκη γιὰ τρόφιμα ἢ ἐνδύματα; Κι ἐκείνη τοῦ ἀποκρίθηκε· Ἀφοῦ ξόδεψα ἐκεῖνα τὰ ψωμιά, καθὼς πρωτύτερα σοῦ εἶπα, στὴ διάρκεια τῶν δεκαεπτὰ ἐτῶν τρεφόμουνα μὲ βότανα καὶ διάφορα ἄλλα ποὺ βρίσκονται στὴν ἔρημο· τὸ δὲ ἱμάτιο ποὺ φοροῦσα ὅταν πέρασα τὸν Ἰορδάνη ἔλιωσε καὶ καταστράφηκε.
Μὲ πόνο πολὺ ὑπέμεινα τὸ κρύο τοῦ χειμώνα καὶ τὴν φλόγα τοῦ καλοκαιριοῦ, καθὼς καιγόμουν ἀπ’ τὸν καύσωνα τὴ μέρα καὶ πάγωνα κι ἔτρεμα ἀπ’ τὸ κρύο τὴ νύχτα, καὶ πολλὲς φορὲς μοῦ συνέβηκε νὰ πέσω στὸ χῶμα καὶ νὰ μείνω ἀκίνητη μὲ σχεδὸν κομμένη τὴν ἀναπνοή.
Καὶ εἶχα νὰ παλέψω ἐναντίον πολλῶν καὶ ποικίλων συμφορῶν καὶ ἀνήκουστων πειρασμῶν, κι ἀπὸ τότε καὶ μέχρι σήμερα ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ μὲ διάφορους τρόπους διατήρησε τὴν ἁμαρτωλή μου ψυχὴ καὶ τὸ ταπεινό μου σῶμα.
Γιατὶ μόνο καὶ ποὺ σκεπτόμουνα ἀπὸ ποιὰ κακὰ μὲ γλύτωσε ὁ Κύριος, εἶχα τὴν ἐλπίδα τῆς σωτηρίας μου ὡς ἄφθαρτη τροφὴ. Τρεφόμουνα λοιπὸν καὶ σκεπαζόμουνα μὲ τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ ποὺ συγκρατεῖ τὰ σύμπαντα· γιατὶ καθὼς εἶπε ὁ Κύριος, «οὐκ ἐπ᾿ ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος» καὶ πὼς σὲ ὅσους ξεντύθηκαν τὸ ἔνδυμα τῆς ἁμαρτίας «ἐπειδὴ δὲν ἔχουν στέγη, ἡ παντοδύναμη Χάρη τοῦ Θεοῦ γίνεται κατοικία καὶ σκέπη».
31. Ὅταν τὴν ἄκουσε ὁ Ζωσιμᾶς νὰ ἀναφέρει ἀκόμη καὶ χωρία ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ ἀπὸ τὸν Μωυσῆ καὶ ἀπὸ τὸν Ἰὼβ καὶ ἀπὸ τὸ βιβλίο τῶν Ψαλμῶν, τὴ ρώτησε: Μήπως διάβασες τοὺς Ψαλμοὺς ἢ ἄλλα βιβλία;
Ὅταν ἄκουσε ἡ ὁσία τοῦτο, χαμογέλασε καὶ εἶπε στὸν γέροντα· Πίστεψέ με ἄνθρωπε, ὅτι δὲν εἶδα ἄλλον ἄνθρωπο ἀπὸ τότε ποὺ πέρασα τὸν Ἰορδάνη, παρὰ μόνο σήμερα ποὺ εἶδα τὸ πρόσωπό σου, ἀλλὰ οὔτε κάποιο θηρίο συνάντησα ἢ ἄλλο ζῶο ἀπὸ τότε ποὺ ἦρθα σ’ αὐτὴ τὴν ἔρημο· γράμματα λοιπὸν ποτὲ δὲν ἔμαθα, ἀλλὰ οὔτε καὶ ἄκουσα κανένα νὰ ψάλλει ἢ νὰ διαβάζει. Ὁ λόγος ὅμως τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι ζωντανὸς καὶ δραστικός, αὐτὸς διδάσκει τὴ γνώση στοὺς ἀνθρώπους.
Ἐδῶ τελειώνει ἡ διήγηση τῆς ζωῆς μου, ἀλλὰ ἐπαναλαμβάνω αὐτὸ ποὺ ἔκανα ὅταν ἄρχισα τὴ διήγηση, καὶ σὲ παρακαλώ καὶ πάλι νὰ προσεύχεσαι στὸν Κύριο γιὰ μένα τὴν ἄσωτη.
Ἀφοῦ εἶπε αὐτὰ ἡ ὁσία καὶ τέλειωσε ἐδῶ τὴ διήγηση, πάλι ὁ γέροντας πῆγε νὰ βάλει μετάνοια καὶ φώναξε μὲ δάκρυα στὰ μάτια· Εὐλογητὸς ἂς εἶναι ὁ Θεός, ὁ Ὁποῖος δημιούργησε μεγάλα καὶ θαυμαστά, ἔνδοξα καὶ ἐξαίσια, καὶ τὰ ὁποῖα δὲν μποροῦν νὰ μετρηθοῦν· εὐλογητὸς ἂς εἶναι ὁ Θεός, ποὺ μοῦ φανέρωσε ὅσα χαρίζει σὲ ἐκεῖνους ποὺ Τὸν σέβονται· γιατὶ ἀλήθεια δὲν ἐγκαταλείπεις, Κύριε, ἐκείνους ποὺ Σὲ ἀναζητοῦν.
32. Ἐκείνη τότε κράτησε τὸ γέροντα καὶ δὲν τὸν ἄφησε νὰ ὁλοκληρώσει τὴ μετάνοια, ἀλλὰ τοῦ εἶπε: Γιὰ ὅλα αὐτὰ ποὺ ἄκουσες ἄνθρωπε, σὲ ἐξορκίζω στ᾿ ὄνομα τοῦ Σωτῆρα Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ Θεοῦ μας, νὰ μὴν τὰ διηγηθεῖς σὲ κανένα μέχρι τὴ στιγμὴ ποὺ ὁ Θεὸς θὰ μὲ πάρει ἀπὸ αὐτὴ τὴ γῆ.
Πρὸς τὸ παρόν, πήγαινε ἐν εἰρήνῃ στὸ δρόμο σου, καὶ τὸ ἔτος τὸ ἐρχόμενο θὰ μὲ δεῖς ξανά, γιατὶ μὲ τὴν προστασία τῆς Χάρης τοῦ Θεοῦ καὶ πάλι θὰ συναντηθοῦμε. Καὶ κάνε ἀκόμη αὐτὸ, γιὰ τὸν Κύριο, ποὺ τώρα ἐγὼ σοῦ παραγγέλνω. Κατὰ τὴν περίοδο τῆς ἱερῆς νηστείας τοῦ ἑπόμενου ἔτους, νὰ μὴν περάσεις τὸν Ἰορδάνη, ὅπως συνήθεια ἔχετε νὰ κάνετε στὸ μοναστήρι.
Μὲ ἔκπληξη ὁ Ζωσιμᾶς ἄκουγε, ὅτι ἡ ἁγία γυναίκα ἐγνώριζε μέχρι καὶ τὸν κανόνα τοῦ μοναστηριοῦ καὶ δὲν ἔλεγε τίποτα ἄλλο, παρὰ μόνο δόξα τῷ Θεῷ ποὺ δίνει χαρίσματα μεγάλα σ’ ἐκεῖνους ποὺ Τὸν ἀγαποῦν.
Ἐκείνη τότε εἶπε· Μεῖνε λοιπόν, Ἀββᾶ Ζωσιμᾶ, καθὼς εἶπα στὸ Μοναστήρι, γιατὶ καὶ ἂν θελήσεις νὰ βγεῖς ἔξω δὲν θὰ σοῦ ἔρθουν οἱ περιστάσεις εὐνοϊκὲς.
Κατὰ τὴν ἅγια ὅμως νύκτα τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου πάρε γιὰ χάρη μου τὴ Θεία κοινωνία, τὸ ζωοποιὸ Σῶμα καὶ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ, μέσα σὲ σκεῦος ἀντάξιο γιὰ τὰ ἱερὰ Μυστήρια καὶ νὰ τὰ φέρεις ὁπωσδήποτε καὶ νὰ μὲ περιμένεις, σ’ ἐκεῖνο τὸ μέρος τοῦ Ἰορδάνου ποὺ πλησιάζει στὰ κατοικημένα μέρη, γιὰ νὰ ἔρθω νὰ μεταλάβω τὴν Θεία Κοινωνία.
Γιατὶ ἀπὸ τότε ποὺ μετάλαβα στὸ ναὸ τοῦ Προδρόμου Ἰωάννου, προτοῦ περάσω τὸν Ἰορδάνη, δὲν ἀξιώθηκα καμιὰ φορὰ μέχρι σήμερα νὰ λάβω τὸ ἅγιο τοῦτο Μυστήριο. Καὶ τώρα ποθῶ τὸ Ἱερὸ Μυστήριο μὲ δυνατὴ καὶ ἀσυγκράτητη ἐπιθυμία, γι’ αὐτὸ ζητῶ καὶ παρακαλῶ νὰ μὴν παρακούσεις στὸ αἴτημά μου, ἀλλὰ ὁπωσδήποτε νὰ μοῦ φέρεις τὰ ζωοποιὰ καὶ θεῖα τοῦτα Μυστήρια, κατὰ τὴν ἴδια ὥρα ποὺ καὶ ὁ Κύριος ἀξίωσε τοὺς μαθητές Του νὰ λάβουν μέρος στὸ θεῖο Δεῖπνο.
Τέλος καὶ στὸν ἀββὰ Ἰωάννη, τὸν ἡγούμενο τῆς Μονῆς στὴν ὁποία κατοικεῖς, νὰ πεῖς αὐτά· Πρόσεχε ἀδελφὲ τὸν ἑαυτό σου καὶ τὸ ποίμνιό σου, γιατὶ συμβαίνουν μερικὰ πράγματα ἐκεῖ, τὰ ὁποῖα χρειάζεται νὰ διορθωθοῦν. Ἀλλὰ δὲν θέλω νὰ τὰ πεῖς αὐτὰ τώρα σ’ αὐτόν, ἀλλὰ ὅταν στὸ ἐπιτρέψει ὁ Κύριος.
Ἀφοῦ τέλειωσε αὐτὰ τὰ λόγια καὶ εἶπε στὸ γέροντα «νὰ εὔχεσαι γιὰ μένα», ἀναχώρησε πάλι πρὸς τὸ ἐσωτερικὸ τῆς ἐρήμου.
Ὁ Ζωσιμᾶς τότε γονάτισε καὶ προσκύνησε τὸ ἔδαφος πάνω στὸ ὁποῖο εἶχαν μείνει τὰ ἀποτυπώματα ἀπὸ τὰ πόδια τῆς ὁσίας καὶ ἀφοῦ δόξασε καὶ εὐχαρίστησε τὸ Θεό, γύρισε πίσω γεμάτος χαρὰ καὶ στὴν ψυχὴ καὶ στὸ σῶμα του, δοξάζοντας καὶ εὐλογώντας τὸν Χριστὸ καὶ Θεό μας.
Καὶ ἀφοῦ πέρασε πάλι ἐκείνη τὴν ἔρημο, ἔφθασε στὸ μοναστήρι κατὰ τὴν ἡμέρα ποὺ ὅλοι οἱ μοναχοὶ συνήθιζαν νὰ ἐπιστρέφουν.
33. Καὶ καθ᾿ ὅλο ἐκεῖνο τὸ χρόνο ζοῦσε ἥσυχα στὸ μοναστήρι, χωρὶς νὰ τολμήσει νὰ διηγηθεῖ σὲ κανένα, κάτι ἀπὸ ὅσα εἶδε. Μονάχα ἀπὸ μέσα του παρακαλοῦσε τὸ Θεὸ νὰ τοῦ δείξει καὶ πάλι τὸ πρόσωπο ποὺ ἐπιθυμοῦσε. Στενοχωριόταν λοιπὸν καὶ λυπόταν πάρα πολύ ὅταν σκεφτόταν τὴ χρονικὴ περίοδο τοῦ ἑνὸς χρόνου, θέλοντας ἂν ἦταν δυνατὸν ὁ χρόνος νὰ γινότανε μιὰ μέρα.
Καὶ ὅταν ἔφθασε ἡ Κυριακὴ μετὰ ἀπὸ τὴν ὁποία ἀρχίζει ἡ ἱερὴ νηστεία τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ἀμέσως μετὰ τὴ συνηθισμένη προσευχή, ὅλοι μὲν οἱ ἄλλοι μοναχοὶ ἔβγαιναν ἔξω ψέλνοντας, αὐτὸς ὅμως ἀρρώστησε μὲ πυρετὸ καὶ ἀναγκάστηκε νὰ παραμείνει μέσα.
Θυμήθηκε τότε ὁ Ζωσιμᾶς τὸ λόγο τῆς ὁσίας ποὺ εἶπε ὅτι ἀκόμα κι ἂν θελήσεις νὰ βγεῖς ἔξω ἀπὸ τὸ μοναστήρι δὲν θὰ σοῦ ἔρθουν εὐνοϊκὲς οἱ περιστάσεις. Ἀφοῦ πέρασαν λίγες ἡμέρες καὶ θεραπεύθηκε ἀπὸ τὴν ἀρρώστιά του, συνέχιζε νὰ ζεῖ μέσα στὸ μοναστήρι.
34. Καὶ ὅταν οἱ ἄλλοι μοναχοὶ εἶχαν πάλι ἐπιστρέψει καὶ ἔφτασε ἡ νύχτα τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου, ἔκαμε ὅσα ἡ ὁσία τὸν διέταξε· ἔβαλε μέσα σ᾿ ἕνα μικρὸ ποτήρι τὸ Ἄχραντο Σῶμα καὶ τὸ Τίμιο Αἷμα τοῦ Χριστοῦ καὶ Θεοῦ μας καὶ ἔβαλε ἐπίσης σὲ μικρὸ καλάθι ξερὰ σύκα καὶ χουρμάδες καὶ λίγη φακὴ βρεγμένη στὸ νερό, καὶ ἔφυγε ἀργὰ τὸ βράδυ καὶ πῆγε καὶ κάθησε στὴν ὄχθη τοῦ Ἰορδάνη περιμένοντας τὴν ἄφιξη τῆς ὁσίας.
Καὶ καθὼς ἡ ὁσία γυναίκα ἀργοῦσε νὰ ἔρθει, ὁ Ζωσιμᾶς δὲν νύσταξε, ἀλλὰ συνεχῶς παρατηροῦσε τὴν ἔρημο περιμένοντας νὰ δεῖ τὸ πρόσωπο ποὺ ἐπεθύμησε. Ἐνῶ δὲ καθόταν ὁ γέροντας ἔλεγε ἀπὸ μέσα του: Ἆραγε μήπως ἡ ἀναξιότητά μου τὴν ἐμπόδισε νὰ ἔρθει; Ἆραγε μήπως ἦρθε ἤδη καὶ ἐπειδὴ δὲν μὲ βρῆκε ἔφυγε πάλι πίσω;
Σκεπτόμενος αὐτὰ δάκρυσε καὶ ἀναστέναξε καὶ σηκώνοντας τὰ μάτια του στὸν οὐρανὸ παρακαλοῦσε τὸν Θεὸ λέγοντας: Μὴ μοῦ στερήσεις Δέσποτα ἀπὸ τὸ νὰ δῶ καὶ πάλι αὐτὸ ποὺ μοὺ ἐπέτρεψες νὰ δῶ· μὴν μὲ ἀφήσεις νὰ ξαναφύγω ἄδειος χωρὶς κανένα ἀποτέλεσμα, καὶ ἔχοντας μαζί μου μόνο τὶς ἁμαρτίες μου γιὰ νὰ μὲ ἐλέγχουν.
Ἐνῷ ὅμως προσευχόταν κι αὐτὰ ἔλεγε μὲ δάκρυα στὰ μάτια, μιὰ ἄλλη σκέψη πέρασε ἀπὸ τὸ νοῦ του: Καὶ τί θὰ γίνει ἂν τελικά ἔρθει; Γιατὶ πλοιάριο δὲν ὑπάρχει. Πῶς λοιπὸν θὰ περάσει τὸν Ἰορδάνη καὶ πὼς θὰ ἔρθει σὲ μένα τὸν ἀνάξιο; Ἀλλοίμονο στὴν ἀναξιότητά μου! Ἀλλοίμονο, ποιὸς δίκαια μοῦ στέρησε ἕνα τέτοιο καλό;
35. Ἐνῶ ὅμως ὁ Γέροντας αὐτά συλλογιζόταν, ἰδοὺ καὶ ἡ Ὁσία γυναίκα ἔφτασε καὶ στάθηκε στὴν ἀπέναντι ὄχθη τοῦ ποταμοῦ, ἀπ’ ὅπου καὶ ἐρχόταν. Σηκώθηκε τότε ὁ Ζωσιμᾶς γεμάτος χαρὰ καὶ ἀγαλλίαση καὶ δοξάζοντας τὸ Θεό.
Συνέχιζε ὅμως νὰ παλεύει μέσα του μὲ τὸ λογισμό, ὅτι δὲν θὰ μποροῦσε ἡ ὁσία νὰ περάσει τὸν Ἰορδάνη· τὴν εἶδε τότε νὰ σφραγίζει τὸν ποταμό μὲ τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ, γιατὶ, καθὼς ἔλεγε, ἦταν πανσέληνος ἐκείνη τὴ νύκτα καὶ ἔφεγγε, καὶ μετὰ τὸ σφράγισμα, τὴν εἶδε νὰ περπατᾶ πάνω στὰ νερὰ καὶ νὰ ἔρχεται πρὸς αὐτὸν.
Κι ἐνῶ ἀκόμη βάδιζε πάνω στὰ νερὰ τοῦ ποταμοῦ, ὅταν ἐκεῖνος θέλησε νὰ βάλει μετάνοια αὐτὴ τὸν ἐμπόδισε, φωνάζοντας: Τί πᾶς νὰ κάνεις ἀββά; Θέλεις νὰ βάλεις μετάνοια, ἐσὺ ποὺ εἶσαι ἱερέας τοῦ Ὑψίστου καὶ μάλιστα ἐνῶ κρατᾶς τὰ θεῖα Μυστήρια; Καὶ ἐνῶ αὐτὸς ὑπάκουσε στὸν λόγο τῆς ὁσίας, ὅταν ἐκεῖνη πάτησε τὸ ἔδαφος, εἶπε πρὸς τὸν γέροντα: Εὐλόγησον, πάτερ, εὐλόγησον.
Τρέμοντας τότε ἐκεῖνος τῆς ἀπάντησε, θαυμάζοντας μὲ ἔκσταση τὸ παράδοξο θέαμα. Πράγματι, ἀλήθεια εἶπε ὁ Θεὸς ὅταν μᾶς ὑποσχέθηκε πὼς ἂν καθαρίσουμε τοὺς ἑαυτούς μας ἀπὸ κάθε ἁμαρτία, ὅσο εἶναι βέβαια αὐτό δυνατὸ γιὰ τοὺς ἀνθρώπους, τότε μποροῦμε νὰ ὁμοιωθοῦμε μαζί Του.
Δόξα σοι, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, ποὺ δὲν παρεῖδες τὴν προσευχή μου καὶ δὲν ἀπομάκρυνες τὸ Ἔλεός Σου ἀπὸ τὸν δοῦλο Σου· Δόξα σοι, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, ποὺ μοῦ φανέρωσες μέσῳ αὐτῆς τῆς δούλης Σου, πόσο πολύ ἀπέχω ἀπὸ τὴν τελειότητα.
Καὶ καθὼς ἔλεγε αὐτά, ζήτησε ἡ ὁσία νὰ πεῖ τὸ ἅγιο Σύμβολο τῆς Πίστεως καὶ στὴ συνέχεια ἄρχισε τὸ «Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς...». Καὶ ἀφοῦ πραγματοποιήθηκε αὐτὸ καὶ τέλειωσε ἡ προσευχή, τότε, σύμφωνα μὲ τὴ συνήθεια, ἔδωσε στὸ γέροντα τὸν ἀσπασμὸ τῆς ἀγάπης καὶ ἀφοῦ μετάλαβε τῶν ζωοποιῶν μυστηρίων σήκωσε τὰ χέρια της στὸν οὐρανό, καὶ φώναξε μὲ δάκρυα στὰ μάτια:
Νῦν ἀπολύεις τὴν δούλην σου Δέσποτα κατὰ τὸ ῥῆμα σου ἐν εἰρήνη, ὅτι εἶδον οἱ ὀφθαλμοί μου τὸ σωτήριόν σου.
36. Ὕστερα εἶπε στὸν γέροντα: Συγχώρεσέ με ἀββά μου, γιατὶ σὲ παρακαλῶ νὰ ἐκπληρώσεις καὶ ἄλλη μιὰ ἐπιθυμία μου· γιὰ τώρα πήγαινε στὸ μοναστήρι, προστατευόμενος ἀπ’ τὴν εἰρήνη τοῦ Θεοῦ, κατὰ τὸ ἐρχόμενο ὅμως ἔτος νὰ ἔρθεις καὶ πάλι σ’ ἐκεῖνο τὸν χείμαρρο, ὅπου καὶ πρωτύτερα σὲ συνάντησα καὶ θὰ μὲ ξαναδεῖς ὅπως τὸ θέλει ὁ Κύριος.
Κι αὐτὸς τῆς ἀποκρίθηκε: Μακάρι νὰ μοὺ ἦταν δυνατὸν νὰ σὲ ἀκολουθήσω ἀπὸ τώρα καὶ νὰ μπορῶ νὰ βλέπω διαπαντὸς τὸ τίμιό σου πρόσωπο· μὰ τώρα ἱκανοποίησε κι ἐσὺ μιὰ παράκληση τοῦ γέροντα καὶ πάρε νὰ φᾶς λίγη τροφὴ ἀπ’ αὐτὴν ποὺ ἔχω φέρει ἐδῶ· καὶ λέγοντας αὐτὰ τῆς ἔδειξε τὸ καλάθι ποὺ εἶχε μαζί του.
Αὐτὴ τότε ἄγγιξε τὴ φακὴ μὲ τὰ ἄκρα τῶν δακτύλων της καὶ ἀφοῦ ἔπιασε τρεῖς κόκκους τοὺς ἔφερε στὸ στόμα της, λέγοντας ὅτι ἡ Χάρη τοῦ Πνεύματος εἶναι ἀρκετὴ γιὰ νὰ διατηρήσει τὴν οὐσία τῆς ψυχῆς χωρὶς νὰ ὑστερήσει σὲ τίποτα. Κι ἀφοῦ εἶπε αὐτὰ λέει πάλι στὸ γέροντα: Προσευχήσου, γιὰ τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου, προσευχήσου γιὰ μένα, καὶ νὰ θυμᾶσαι πάντοτε τὴν ἀθλιότητά μου στὴν προσευχή σου.
Τότε αὐτὸς στέναζε καὶ θρηνοῦσε καὶ ἀγγίζοντας τὰ πόδια τῆς ὁσίας, τὴν ἄφησε νὰ φύγει, ζητῶντας της μὲ δάκρυα στὰ μάτια νὰ προσεύχεται γιὰ τὴν Ἐκκλησία καὶ γιὰ τὴν βασιλεία τῶν οὐρανῶν καὶ γι’ αὐτὸν τὸν ἴδιο· γιατὶ δὲν τολμοῦσε νὰ συνεχίζει νὰ τὴν κρατᾶ γιὰ πολύ, αὐτὴν, ποὺ ἦταν ἀδύνατον νὰ κρατηθεῖ.
Ἀφοῦ λοιπόν αὐτὴ σφράγισε ξανὰ τὸν Ἰορδάνη μὲ τὸ σημεῖο τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, τὸν πέρασε ὅπως καὶ πρωτύτερα περπατώντας πάνω στὸ νερὸ. Ὁ γέροντας γύρισε στὸ μοναστήρι ἔχοντας μέσα του χαρὰ καὶ φόβο πολὺ καὶ κατηγορώντας τὸν ἑαυτό του, ὅτι δὲν φρόντισε νὰ μάθει τὸ ὄνομα τῆς ὁσίας· ἤλπιζε ὅμως ὅτι θὰ μποροῦσε νὰ τὸ μάθει κατὰ τὸν ἐρχόμενο χρόνο.
37. Ἀφοῦ πέρασε ἐκεῖνος ὁ χρόνος, ἦλθε καὶ πάλι στὴν ἔρημο, ἀφοῦ δηλαδὴ ἔπραξε τὰ πάντα σύμφωνα μὲ τὴ συνήθεια τοῦ μοναστηριοῦ, πῆγε τρέχοντας νὰ συναντήσει ἐκεῖνο τὸ παράδοξο θέαμα.
Ἀφοῦ περπάτησε μέσα στὴν ἔρημο καὶ ἔφθασε σὲ μερικὰ σημεῖα ποὺ φανέρωναν ὅτι εἶχε βρεῖ τὸν τόπο ποὺ ζητοῦσε, κοίταξε δεξιὰ καὶ ἀριστερά, γυρίζοντας παντοῦ τὸ βλέμμα του σὰν ἔμπειρος κυνηγός, προσπαθώντας νὰ συλλάβει τὸ γλυκύτατο θήραμα.
Καθὼς λοιπὸν δὲν ἔβλεπε τίποτα ὁλόγυρα νὰ κινεῖται, ἄρχισε πάλι δάκρυα νὰ χύνει καὶ σηκώνοντας τὰ μάτια του πρὸς τὸν οὐρανό, προσευχήθηκε λέγοντας: Δεῖξε μου Δέσποινα τὸ θησαυρό σου, τὸν ὁποῖο δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ κλέψει, καὶ ποὺ ἔχεις καλὰ κρυμμένο μέσα σ’ αὐτὴν ἐδῶ τὴν ἔρημο, δεῖξε μου σὲ ἱκετεύω τὸν ἄγγελο ποὺ ἔχει σῶμα, καὶ τοῦ ὁποίου αὐτὸς ὁ κόσμος δὲν εἶναι ἀντάξιος.
Κι ἐνῶ αὐτὰ προσευχόταν ἔφτασε τελικά στὴν τοποθεσία ποὺ εἶχε τὸ σχῆμα τοῦ χειμάρρου· καὶ καθὼς στάθηκε στὴν ἄκρη αὐτοῦ τοῦ τόπου, εἶδε τὴν ὁσία νὰ κείτεται νεκρὴ, μὲ τὰ χέρια της σταυρωμένα καὶ τὸ σῶμα της σὲ τέτοια στάση ὥστε νὰ εἶναι στραμμένο πρὸς τὴν ἀνατολή. Πλησίασε τότε αὐτὸς τρέχοντας καὶ ἔπλυνε μὲ δάκρυα τὰ πόδια τῆς μακαρίας, γιατὶ δὲν τολμοῦσε νὰ ἀγγίξει κανένα ἄλλο μέρος τοῦ σώματός της.
38. Ἀφοῦ ἔκλαψε γιὰ ἀρκετὴ ὥρα καὶ ἔψαλε ὕμνους κατάλληλους γιὰ τὴν περίσταση, εἶπε τὴ νεκρώσιμη προσευχὴ καὶ σκεφτόταν: Ἆραγε πρέπει νὰ θάψω τὸ λείψανο τῆς ὁσίας; Μήπως τὸ νὰ γίνει κάτι τέτοιο δὲν εἶναι ἀρεστὸ στὴν ὁσία; Καὶ καθὼς αὐτὰ σκεφτόταν εἶδε γράμματα σκαλισμένα στὴ γῆ κοντὰ στὴν κεφαλὴ τῆς ὁσίας, ποὺ ἔλεγαν τὰ ἑξῆς:
Θάψε σ’ αὐτὸν τὸν τόπο, ἀββὰ Ζωσιμᾶ, τὸ λείψανο τῆς ταπεινῆς Μαρίας· δῶσε πίσω στὸ χῶμα τὸ χῶμα καὶ νὰ προσεύχεσαι πάντοτε γιὰ μένα στὸν Κύριο· τελειώθηκα τὴν πρώτη τοῦ μηνὸς Φαρμουθῆ σύμφωνα μὲ τὴν ὀνομασία τῶν Αἰγυπτίων καὶ τὸν ὁποῖο οἱ Ρωμαῖοι ὀνομάζουν Ἀπρίλιο, μέσα στὴν ἴδια νύκτα τοῦ σωτηρίου πάθους τοῦ Κυρίου, μετὰ τὴ μετάληψη τοῦ Θείου καὶ Μυστικοῦ Δείπνου.
Ὅταν λοιπὸν ὁ γέροντας διάβασε αὐτὰ τὰ γράμματα, χάρηκε ἐπειδὴ ἔμαθε τὸ ὄνομα τῆς ὁσίας. Κατάλαβε τότε, ὅτι μόλις μετάλαβε τὰ θεῖα Μυστήρια στὸν Ἰορδάνη, ἀμέσως ἦρθε σ’ ἐκεῖνο τὸν τόπο ὅπου καὶ τελειώθηκε. Καὶ πὼς τὴν ἀπόσταση ποὺ ἐκεῖνος μὲ κόπο περπάτησε μέσα σὲ εἴκοσι μέρες, ἡ ἁγία τὴν πέρασε μέσα σὲ μιὰ ὥρα κι ἀμέσως ἔφυγε καὶ πῆγε πρὸς τὸν Θεό.
39. Δοξάζοντας λοιπὸν τὸν Θεὸ καὶ βρέχοντας τὸ σῶμα μὲ δάκρυα εἶπε: Καιρὸς εἶναι πλέον ταπεινὲ Ζωσιμᾶ νὰ ἐκτελέσεις αὐτὸ ποὺ διατάχθηκες, ἀλλὰ πῶς θὰ ἀνοίξεις λάκκο ταλαίπωρε χωρὶς νὰ βαστᾶς κανένα ἐργαλεῖο στὰ χέρια σου;
Καὶ καθὼς ἔλεγε τοῦτο, εἶδε λίγο πιὸ πέρα ἕνα μικρὸ ξύλο ριγμένο στὴν ἔρημο, τὸ ὁποῖο πῆρε στὰ χέρια του καὶ προσπάθησε νὰ σκάψει μὲ αὐτὸ. Ἐπειδὴ ὅμως ἡ γῆ ἦταν ξερὴ δὲν ὑπάκουε καθόλου στὸν γέροντα ποὺ κοπίαζε, μὰ μόνο κουραζότανε κι ἔτρεχε ὁ ἱδρώτας του χωρὶς νὰ μπορεῖ νὰ καταφέρει τίποτα.
Ἀναστέναξε τότε δυνατὰ ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς του καὶ καθὼς ἀνασήκωσε τὸ κεφάλι του εἶδε ἕνα μεγάλο λιοντάρι νὰ βρίσκεται δίπλα στὸ λείψανο τῆς ὁσίας καὶ νὰ γλείφει τὰ ἄκρα τῶν ποδιῶν της. Βλέποντας τὸ θηρίο κυριεύθηκε ἀπὸ φόβο καὶ τρόμο, καθὼς θυμήθηκε μάλιστα τὰ λόγια τῆς ὁσίας ποὺ τοῦ εἶχε πεῖ ὅτι δὲν εἶχε δεῖ ποτὲ κανένα θηρίο.
Ἀφοῦ σφραγίσθηκε μὲ τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ καὶ ἔδιωξε ἀπὸ πάνω του τὸ φόβο, πίστεψε ὅτι ἡ δύναμη τῆς ὁσίας θὰ τὸν φυλάξει καὶ πὼς δὲν θὰ πάθει τίποτα κακό. Τότε τὸ λιοντάρι ἄρχισε νὰ καλοπιάνει τὸ γέροντα κουνώντας τὴν οὐρά του, σχεδὸν χαιρετώντας τον μὲ τὶς κινήσεις του ἀλλὰ καὶ μὲ τὴ διάθεσή του.
Τότε ὁ Ζωσιμᾶς εἶπε στὸ λιοντάρι: Ἄκου θηρίο, ἡ Ἁγία ἐπέτρεψε βέβαια νὰ ταφεῖ τὸ λείψανό της, ἐγὼ ὅμως εἶμαι γέρος καὶ δὲν ἔχω τὴ δύναμη νὰ ἀνοίξω τὸ λάκκο, οὔτε ἔχω ἐργαλεῖο κατάλληλο γι’ αὐτὴ τὴ δουλειά· καὶ ἐπειδὴ δὲν μοῦ εἶναι δυνατὸ νὰ γυρίσω πίσω τόσο μεγάλη ἀπόσταση γιὰ νὰ φέρω τὸ κατάλληλο ἐργαλεῖο, κάνε ἐσὺ μὲ τὰ νύχια σου αὐτὴ τὴν ἀναγκαία δουλειὰ, γιὰ νὰ παραδώσουμε τὸ σῶμα τῆς ὁσίας στὴ γῆ.
Δὲν πρόλαβε νὰ πεῖ αὐτὰ κι ἀμέσως τὸ λιοντάρι ἄνοιξε λάκκο μὲ τὰ μπροστινά του πόδια, ὅσο μεγάλο χρειαζόταν γιὰ νὰ χωρέσει τὸ σῶμα τῆς ὁσίας.
40. Ἀφοῦ λοιπὸν πάλι ὁ γέροντας ἔπλυνε μὲ τὰ δάκρυά του τὰ πόδια τῆς ὁσίας καὶ ἀφοῦ ἐπίμονα τὴν παρακάλεσε, περισσότερο τώρα νὰ προσεύχεται γιὰ ὅλους, σκέπασε τὸ σῶμα μὲ τὸ χῶμα, ἐνῶ παρευρισκόταν καὶ τὸ λιοντάρι. Κι ἦταν τὸ σῶμα γυμνό, ὅπως καὶ πρωτύτερα, χωρὶς νὰ ἔχει τίποτα παρὰ μόνο ἐκεῖνο τὸ παλιὸ καὶ τριμμένο ροῦχο ποὺ εἶχε ρίξει ὁ Ζωσιμᾶς πρὸς τὰ πίσω γιὰ νὰ καλύψει ἡ μακαρία γυναίκα μερικὰ μέρη ἀπὸ τὸ σῶμα της.
Τότε λοιπόν, καθὼς ἀναχωροῦσε ὁ γέροντας, ἔφυγε καὶ τὸ λιοντάρι πρὸς τὸ ἐσωτερικὸ τῆς ἐρήμου, ἥρεμο σὰν πρόβατο. Καὶ ὁ Ζωσιμᾶς γύρισε πίσω εὐλογώντας καὶ ἀνυμνώντας τὸν Χριστὸ καὶ Θεό μας.
Μόλις ἦρθε πάλι στὸ κοινόβιο τὰ ἀφηγήθηκε ὅλα στοὺς μοναχοὺς, χωρὶς νὰ ἀποκρύψει τίποτα ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ἄκουσε καὶ ἀπὸ αὐτὰ ποὺ εἶδε. Καὶ τὰ διηγήθηκε ὅλα ἀπὸ τὴν ἀρχὴ σύμφωνα μὲ τὴ σειρὰ ποὺ συνέβησαν, ὥστε ὅσοι ἄκουσαν τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ νὰ μείνουν κατάπληκτοι καὶ ὅλοι μαζὶ μὲ εὐλάβεια καὶ πόθο νὰ τελοῦν τὴν μνήμη τῆς ὁσίας.
Ἐπίσης καὶ ὁ ἡγούμενος Ἰωάννης βρῆκε μερικὰ πράγματα στὸ μοναστήρι ποὺ ἔπρεπε νὰ διορθωθοῦν, ὥστε οὔτε καὶ σ’ αὐτὴν τὴν περίπτωση δὲν ἔμεινε μάταιος ἢ ἀνώφελος ὁ λόγος τῆς ὁσίας. Τέλος, καθὼς λένε, ἐκοιμήθη καὶ ὁ Ζωσιμᾶς σὲ ἐκεῖνο τὸ μοναστήρι ἀφοῦ ἔζησε σχεδόν ἑκατὸ χρόνια.
41. Συνέχισαν λοιπὸν οἱ μοναχοὶ νὰ τὰ διηγοῦνται αὐτὰ προφορικὰ ὁ ἕνας στὸν ἄλλο καὶ νὰ τὰ προβάλλουν ὡς παράδειγμα, γιὰ ὠφέλεια καθενὸς ποὺ θέλει νὰ ἀκούει. Δὲν ἄκουσα ὅμως μέχρι σήμερα ποτέ νὰ μᾶς τὴν ἔχει παραδώσει κάποιος γραμμένη αὐτὴ τὴ διήγηση.
Αὐτὰ λοιπὸν ποὺ ἐγὼ ἄκουσα καὶ ἔμαθα ἀπὸ προφορικὴ διήγηση τὰ παρουσίασα σὲ γραπτὸ λόγο· ἴσως καὶ ἄλλοι νὰ ἔχουν γράψει τὸν βίο τῆς ὁσίας καὶ ὁπωσδήποτε μὲ τρόπο ἀνώτερο καὶ πιὸ μεγαλοπρεπὴ, ἂν καὶ κάτι τέτοιο δὲν ἔπεσε ποτὲ στὴν ἀντίληψή μου. Πλὴν ὅμως ἔχω κι ἐγὼ γράψει αὐτὴ τὴ διήγηση, σύμφωνα μὲ τὴ δύναμή μου, χωρὶς νὰ ἐκθέσω τίποτα ἄλλο ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἀλήθεια.
Ὁ Θεὸς λοιπὸν ποὺ πραγματοποίησε μεγάλα θαυμαστὰ γεγονότα, ποὺ ἀνταμείβει μὲ πολὺ μεγάλες δωρεὲς ὅσους ἐλπίζουν σὲ Αὐτόν, ἂς δώσει τὸ μισθὸ γιὰ τὴν ὠφέλεια ὅσων διαβάζουν αὐτὴ τὴ διήγηση, στὸν ἄνθρωπο ποὺ ἔδωσε τὴν ἐντολὴ νὰ διατυπωθεῖ αὐτὸς ὁ βίος σὲ γραπτὸ λόγο, καὶ ἂς τὸν ἀξιώσει νὰ βρεθεῖ καὶ νὰ ταχθεῖ μὲ τὸ μέρος τῆς Μαρίας, αὐτῆς τῆς μακαρίας, στὴν ὁποία ἀναφέρεται ἡ διήγηση, καὶ μαζὶ μὲ ὅλους ὅσους εὐαρέστησαν σὲ Αὐτὸν τὸν Θεό μὲ τὴ θεωρία καὶ τὴν πράξη τους μέσα στοὺς αἰῶνες.
Ἂς δοξάσουμε λοιπὸν κι ἐμεῖς τὸ Θεό, τὸν παμβασιλέα τῶν αἰώνων, γιὰ νὰ μᾶς ἀξιώσει κι ἐμᾶς νὰ βροῦμε ἔλεος κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς κρίσεως διὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Κυρίου μας, στὸν ὁποῖο ἀνήκει κάθε δόξα, τιμὴ καὶ προσκύνηση, μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς ἀπέραντους αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.