Τόν ἄνδρα τόν πολύτροπο, εἰπέ μου, Μοῦσα, πού κακοπάθησε πολύ, ἀφ΄ ὅτου πάτησε τήν ἱερή πόλι τῆς Τροίας· καί εἶδε ἄστεα πολλῶν ἀνθρώπων καί τίς βουλές ἐγνώρισε, κι ἔπαθε πλῆθος συμφορὲς στὰ πέλαγα γιά νά σώση τήν ψυχή του καί τόν νόστο τῶν ἑταίρων.
Μά κι ἔτσι δέν τούς ἔσωσε τούς ἑταίρους, κι ἄς τό ἤθελε· γιατί ἐκεῖνοι ἀπωλέσθηκαν ἀπ’ τίς δικές τους ἀτασθαλίες, οἱ νήπιοι, σάν ἔφαγαν τά βόδια τοῦ Ὑπερίωνος Ἡλίου· κι ἐκεῖνος τούς πῆρε τήν ἡμέρα τοῦ νόστου. Γιά ὅλα αὐτά εἰπέ καί σέ μᾶς κι ἀπό ὅπου θές ξεκίνα, θεά, τοῦ Διός θυγατέρα.
Τότε οἱ ἄλλοι ὅλοι, ὅσοι διέφυγαν τόν σκληρό ὄλεθρο, ἦσαν στά σπίτια τους, ἔχοντας ἀποφύγει πόλεμο καί θάλασσα κι αὐτόν μονάχα, πού νόστο ποθούσε καί τήν γυναῖκα του, νύμφη σεβάσμια ἡ ἔξοχη θεά, ἡ Καλυψώ, τόν κρατοῦσε, μέσα σέ σπήλαιο βαθύ, ποθῶντας τον ἄνδρας της νά εἶναι.
Τέλος, σὰν ἔφτασε ὁ καιρὸς στὸ γύρισμα τῶν χρόνων, τότε πού οἱ θεοί τοῦ ἔκλωσαν στόν οἶκο νά γυρίση στήν Ἰθάκη, οὔτε καί τότε ἀπέφυγε τούς ἀγώνες, κι ἄς ἦταν πιά μέ τούς δικούς του· ἅπαντες οἱ θεοί τόν ἐλεοῦσαν ἐκτός τοῦ Ποσειδῶνος· ἐκεῖνος μάνιαζε σφοδρά γιά τόν ἰσόθεο Ὀδυσσέα πρίν φθάση αὐτός στή γῆ του.
Ἀλλ’ αὐτός εἶχε πάει τότε στούς μακρινούς Αἰθίοπες ποὺ χωρισμένοι κατοικοῦν μακριά ἀπό ἄλλους ἀνθρώπους οἱ μισοί ὅπου δύει ὁ Ἥλιος, οἱ ἄλλοι μισοί ὅπου ἀνεβαίνει· εἶχε πάει νά πάρει μέρος σέ ἑκατόμβη ταύρων καί ἀρνιῶν. Ἐκεῖ αὐτός τέρπετο σέ τραπέζι παρακαθήμενος· καί οἱ ἄλλοι θεοί εἴχανε ὅλοι συναχθῆ στά μέγαρα τοῦ Ὀλυμπίου Διός.
Καί ὁ πατέρας ἀνθρώπων καί θεῶν ἄρχισε νά μιλᾶ σ’ αὐτούς· γιατί ἀνεμνήσθη μέσα του τόν ἀψεγάδιαστο Αἴγισθο πού ὁ ξακουστός Ὀρέστης τοῦ Ἀγαμέμνονος ὑιός ἀπέκτεινε· Αὐτόν ὡς ἀνεμνήσθη στούς ἀθανάτους εἶπε:
«Πώ πώ, εἶναι ἀλήθεια ν᾽ ἀπορεῖς τό πῶς οἱ ἄνθρωποι αἰτιῶνται τούς θεούς· γιατί λένε πώς τά κακά εἶναι ἀπό μᾶς· ὅμως ἀπό δικές τους ἀτασθαλίες πάσχουν αὐτοί κακά πού παραβαίνουν την ορισμένη μοίρα· ἔτσι καί τώρα ὁ Αἴγισθος, ἐνῶ δέν ἦταν γραφτό του, σέ γάμο πῆρε τή νόμιμη σύγκοιτη τοῦ Ἀτρείδη, κι ἔπειτα τόν σκότωσε σάν γύρισε, ἄν καί ἤξερε τόν σκληρόν ὄλεθρο πού τόν περίμενε·
γιατί τοῦ προείπαμε ἐμεῖς τόν Ἑρμῆ πέμψαντες, τόν εὔστοχο Ἀργοφονιά, οὔτε αὐτόν ν’ ἀποκτείνη οὔτε νά μνηστευθῆ τήν σύγκοιτη· γιατί ὁ Ὀρέστης ὁ Ἀτρείδης θά τόν ἐκδικηθῆ, ὅταν ἔλθη στήν ἥβη του καί τήν γῆ του ποθήση. Αὐτά εἶπε ὁ Ἑρμῆς, ἀλλά τόν Αἰγίσθο δέν ἔπεισε ἄν καί καλή πρόθεση εἶχε· καί τώρα ὅλα τά πλήρωσε».
Σ’ αὐτόν ἔπειτα ἡ θεά γλαυκῶπις Ἀθηνᾶ ἀπάντησε: «Πατέρα μας, τοῦ Κρόνου γιέ, ὕπατε τῶν κραταιῶν, ἐκεῖνος κοίτεται σέ λίαν ταιριαστό ὄλεθρο· καί ἄλλος ἔτσι θά χαθεῖ πού θά ἔπραττε τέτοιες πράξεις.
Μά γιά τόν συνετό Ὀδυσσέα σπαράζει ἡ καρδιά μου, τόν δύσμοιρο, πού πάσχει βάσανα ἀπ᾽ τούς δικούς του χωρισμένος σέ θαλασσόβρεχτο νησί, στή μέση τοῦ πελάγου, ἕνα νησί ὁλόδενδρο, ὅπου θεά τό κατοικεῖ σέ δώματα, ἡ θυγατέρα τοῦ ὀλεθρίου Ἄτλαντος, πού γνωρίζει ὅλα τῆς θάλασσας τά βάθη, κι αὐτός κρατεῖ τούς κίονες τούς ὑψηλούς, πού γῆ καί οὐρανό χωρίζουν.
Ἡ θυγατέρα ἐκείνου κρατεῖ τόν Ὀδυσσεύα δύστυχο κι ὀδυρόμενο, καί συνεχῶς τόν θέλγει, μέ μαλακά κι ἀπατηλά λόγια τήν Ἰθάκη νά λησμονήση· ὁ Ὀδυσσεύς ὅμως ἐπιθυμεῖ ἀκόμη καί ν’ ἀποθάνη φτάνει να δεῖ καπνό ἀνερχόμενο ἀπό τήν γῆ του. Κι ἐσύ Ὀλύμπιε καθόλου δέν μεταστρέφεις τήν καρδιά σου. Μήπως δέν σ’ εὐχαριστοῦσε ὁ Ὀδυσσεύς μέ θυσίες στήν εὐρεῖα Τροία κοντά στίς νῆες τῶν Ἀργείων; Γιατί τώρα, ὦ Ζεῦ, τόσο πολύ θύμωσες μαζί του;».
Σ’ αὐτήν ἀπαντῶντας ὁ νεφεληγερέτης Ζεύς τῆς εἶπε: «Τέκνο μου, τί λόγος σοῦ ἔφυγε ἀπό τό φράγμα τῶν ὀδόντων. Πῶς θά ξεχνοῦσα ἐγώ τόν θεϊκό Ὀδυσσέα πού στόν νοῦ ὑπερέχει ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους, καί πολλές θυσίες ἔδωκε στούς ἀθάνατους θεούς, αὐτούς πού ἔχουν τόν εὐρύ οὐρανό.
Μά ὁ κοσμοσείστης Ποσειδῶν εἶναι πάντα ἀδυσώπητα χολωμένος γιά τόν Κύκλωπα, τόν ἰσόθεο Πολύφημο, τόν ὀφθαλμό τοῦ ὁποίου αὐτός ἐτύφλωσε, καί τοῦ ὁποίου τό κράτος εἶναι μέγιστο μεταξύ ὅλων τῶν Κυκλώπων· ἡ νύμφη Θόωσα τόν γέννησε, τοῦ Φόρκυνος ἡ θυγατέρα, τοῦ ἄρχοντα τῆς θάλασσας, μέ τόν Ποσειδῶνα σμίγοντας σέ σπήλαιο βαθύ. Γι’ αὐτό καί ὁ κοσμοσείστης Ποσειδῶν τόν Ὀδυσσέα δέν τόν κατακτείνει, ἀλλά τόν κρατᾶ μακριά ἀπ’ τήν πατρίδα γῆ.
Ἀλλά ἐμπρός, ἐμεῖς ἐδῶ ὅλοι ἄς σκεφθοῦμε τόν νόστο, πῶς θά ἔλθη· κι ὁ Ποσειδῶν θ’ ἀφήση τήν ὀργή του· γιατί ἐρίζοντας μόνος ἐνάντια ὅλων τῶν ἀθανάτων θεῶν τίποτα δέν θά δυνηθῆ».
Ἡ θεά γλαυκῶπις Ἀθηνᾶ ἀπάντησ’ ἔπειτα σ’ αὐτόν: «Πατέρα μας, τοῦ Κρόνου γιέ, ὕπατε τῶν κραταιῶν, ἄν εἶναι τώρα τοῦτο ἀρεστό στούς μακάριους θεούς, ὁ συνετός Ὀδυσσεύς νά νοστήση στόν οἶκο του, τόν Ἑρμῆ ἄς στείλουμ’ ἔπειτα, τόν ἀγγελιαφόρο Ἀργοφονιά, στήν Ὠγυγία νῆσο, ὥστε τάχιστα νά εἰπῆ τήν ἀψευδῆ βουλή μας στήν καλλιπλόκαμη Νύμφη, γιά τόν νόστο τοῦ καρτερικού Ὀδυσσέως, πώς πρέπει νά ἐπιστρέψει.
Ἐγώ πάλι θά πάω στήν Ἰθάκη, πολύ νά παροτρύνω τόν γιό του καί τόλμη νά θέσω στήν καρδιά του, ὥστε ἀφοῦ σέ ἀγορά καλέση τούς μακρομάλληδες Ἀχαιούς, ν’ ἀπαγορεύση στούς μνηστῆρες ὅλους, πού συνεχῶς τοῦ σφάζουν ἄφθονα πρόβατα καί βόδια ἐλικοκέρατα. Καί θά τόν πέμψω στήν Σπάρτη καί στήν ἀμμώδη Πύλο νά μάθη γιά τόν νόστο τοῦ πατέρα του, ἄν κάπου ἀκούση, καί ἔνδοξη νά γίνη ἡ φήμη του ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους».
Ἔτσι ὡς εἶπε, ἔδεσε πέδιλα καλά στά πόδια ἀμβρόσια, χρυσᾶ, πού τήν ἔφεραν στήν θάλασσα καί τήν ἄπειρη γαῖα μέ τήν πνοή τοῦ ἀνέμου. Πῆρε καί δόρυ μέ αἰχμή ἀπό ὀξύ χαλκό, βαρύ, μεγάλο, στιβαρό πού τίς στρατιές δαμάζει ἡρώων, μ’ ὅποιους ἡ κόρη ὀργισθῆ τοῦ δυνατοῦ πατέρα.
Χύθηκε τότε πηδῶντας ἀπ’ τοῦ Ὀλύμπου τίς κορφές καί στῆς Ἰθάκης βρέθηκε τόν δῆμο στοῦ Ὀδυσσέως τά πρόθυρα, μπρός στό κατώφλι τῆς αὐλῆς· στό χέρι κρατοῦσε τό χάλκινο τό δόρυ κι ἔμοιαζε μέ ξένο, τόν Μέντη, ἡγήτορα τῶν Ταφίων.
Ἐκεῖ εὐρῆκε τούς αὐθάδεις μνηστῆρες. Διασκέδαζαν ἐκεῖνοι μέ πεσσούς παίζοντας πρό τῶν θυρῶν, σέ δέρματα βοδιῶν καθήμενοι, βόδια πού σκότωσαν οἱ ἴδιοι. Κήρυκες καί πρόθυμοι ὑπηρέτες ἀνάμεσά τους, ἄλλοι οἶνο ἔσμιγαν καί ὕδωρ σέ κρατῆρες, καί ἄλλοι πάλι τραπέζια ἔπλαιναν μέ σπόγγους πολυτρύπητους καί τά ἔστηναν, καί ἄλλοι μοίραζαν κρέατα πολλά.
Πρῶτος ἀπ᾽ ὅλους ὁ θεοειδής Τηλέμαχος τήν εἶδε· γιατί καθόταν μεταξύ τῶν μνηστήρων μέ τήν καρδιά θλιμμένη, στή φαντασία βλέποντας τόν ἔνδοξο πατέρα, ἀπό κάπου ἐρχόμενο τούς μνηστῆρες νά σκορπίζει ἀπό τά δώματα, καί πώς τιμή αὐτός εἶχε ξανά καί πώς βασίλευε στά ἀγαθά του.
Αὐτά φρονῶντας, μετά τῶν μνηστήρων καθήμενος, εἶδε τήν Ἀθηνᾶ. Εὐθύς στό πρόθυρο ἔτρεξε, καί μάλιστα θύμωσε πού ὁ ξένος στεκόταν γιά χρόνο πολύ στίς θύρες· ἐγγύς ἐστάθη τό χέρι τῆς ἔπιασε τό δεξί καί ἀφοῦ τῆς πῆρε τό χάλκινο τό δόρυ τῆς μίλησε μέ λόγια φτερωτά καί εἶπε:
«Χαῖρε, ξένε, ἀπό μᾶς θά φιλοξενηθῆς· ἔπειτα ἀφοῦ δοκιμάσης τό δεῖπνο θά πῆς ὅ,τι χρειάζεσαι».
Εἶπε, καί κίνησε μπροστά, καί ἡ Παλλάς Ἀθηνᾶ ἀκολουθοῦσε. Καί μέσα σάν ἐμπήκανε στόν ὑψηλό τόν δόμο τό δόρυ πῆγε κι ἔστησε σέ κίονα ψηλό καί σέ καλόξυστη δορατοδόχη, ὅπου καί ἄλλα ἦσαν δόρατα πολλά τοῦ καρτερόψυχου Ὀδυσσέως, κι αὐτή σέ θρόνο ὁδήγησε, ὡραίο, καλοστόλιστο, κι ἐκεῖ τήν κάθισε ὕφασμα ἁπλώνοντας λινό καί γιά τά πόδια ν’ ἀκουμποῦν ἔσυρε ἕνα σκαμνί.
Κι ἔφερε αὐτός ἀνάκλιντρο γιά νά καθίσει ὁ ἴδιος ἀπ’ τούς μνηστῆρες μακριά, μή λυπηθῆ ὁ ξένος ἀπ’ τόν θόρυβο καί δέν χαρεῖ τό δεῖπνο, καθώς θά ἦταν σέ ὑπερφίαλους ἀνάμεσα, καί νά μπορέση ἔτσι νὰ ρωτήση γιὰ τὸν ξενιτεμένο του πατέρα. Μιά ὑπηρέτρια ἔφερε νερό σέ ὄμορφο χρυσό λαγήνι κι ἔχυνε τά χέρια τους νά νίψουν πάνω ἀπό λέβητα ἀργυρό· κι ἔπειτα τούς ἅπλωσε τραπέζι σκαλιστό ἐκεῖ κοντά.
Κι ἡ ντροπαλή κελάρισσα ψωμί πού ἔφερε ἅπλωσε, κι ἔβαλ’ ἐπάνω στό τραπέζι φαγητά πολλά, χαρά γιά τήν παρέα· κι ὁ μοιραστής κρεάτων πιάτα παρέθεσε κάθε λογῆς, καί κύπελλα χρυσᾶ τους ἔφερε, κι ὁ κεραστής σ’ αὐτούς συχνά ἐπήγαινε καὶ οἴνο τοὺς κερνοῦσε.
Καί οἱ αὐθάδεις μνηστῆρες εἰσῆλθαν. Ἔπειτα ἐκεῖνοι κάθισαν σ’ ἀνάκλιντρα καί θρόνους. Κι ἦρθαν οἱ κήρυκες καί ὕδωρ στά χέρια τούς ἔχυναν καί οἱ δοῦλες κουβαλοῦσαν τό ψωμί σέ κάνιστρα, καί οἱ νέοι κρατῆρες γέμιζαν πιοτό ὡς τά χείλη. Κι ἐκεῖνοι τά χέρια ἔρριχναν στά φαγητά τά ἕτοιμα στρωμένα ἐμπρός τους.
Κι ὅταν πιά οἱ μνηστῆρες χόρτασαν ποτό καί φαγητό, ἄρχισαν κι ἄλλα νά περνοῦν ἀπ’ τό μυαλό τους μέσα, τό τραγούδι κι ὁ χορός· γιατί αὐτά εἶναι τό παρεπόμενο τοῦ φαγητοῦ. Καί τότε κάποιος κήρυκας κιθάρα ὄμορφη ἔθεσε στά χέρια τοῦ Φημίου, πού τραγουδοῦσε στούς μνηστῆρες ἀπ’ ἀνάγκη. Καί κιθαρίζοντας αὐτός ὡραῖο τραγούδι ἄρχισε, ἐνῶ ὁ Τηλέμαχος προσεῖπε πάλι πρός τήν γλαυκώπιδα Ἀθηνᾶ, σκύβοντας τό κεφάλι του νά μήν ἀκοῦν οἱ ἄλλοι:
«Ξένε φίλε, θά μοῦ θυμώσης μ᾽ αὐτό πού θά εἰπῶ; Γι᾽ αὐτά μονάχα νοιάζονται αὐτοί, γιά κιθάρα καί ὠδή, γιά τά εὔκολα, ἐπειδή τρώγουν ξένο βιός χωρίς ποινή, ἀνδρός, τοῦ ὁποίου τά λευκά ὀστᾶ κάπου σαπίζουν στήν βροχή στή γῆ ριγμένα, ἤ κάπου τό κύμ’ ἀνακυλᾶ. Ἄν ἔβλεπαν ἐκεῖνον στήν Ἰθάκη νά γύριζε, ὅλοι θά ἔκαμαν εὐχή πόδια νά εἴχαν ἐλαφρότερα παρά να ἦταν πλουσιότεροι σέ ροῦχα καί χρυσάφι. Τώρα ἐκεῖνος χάθηκε ἀπ’ τήν κακή του μοῖρα, κι ἐμεῖς ἐλπίδα πιά δέν ἔχουμε ἄν κάποιος πῆ πώς θά ’ρθη, γιατί ἐκείνου χάθηκε τοῦ γυρισμοῦ του ἡ μέρα.
Ἀλλά ἐμπρός, εἰπέ μου τοῦτο καί τήν ἀλήθεια μίλα· ποιός εἶσαι κι ἀπό ποῦ κατάγεσαι; Ποῦθε ἡ πόλι σου καί ποιοί εἶναι οἱ γονεῖς σου; Μέ ποιό καράβι ἀφίχθηκες; Καί πῶς οἱ ναῦτες ἔφεραν ἐσένα στήν Ἰθάκη; Καί ποιοί καυχῶνται πώς εἶναι; Γιατί δέν φαντάζομαι πώς ἐσύ πεζός ἐδῶ ἔφθασες. Καί τοῦτ’ ἀκόμη ἀγόρευσέ μου ἀληθινά, καλά νά καταλάβω, εἶναι ἡ πρώτη σου φορά ἐδῶ ἤ παλιός φίλος εἶσαι πατρικός, γιατί κι ἄλλοι πολλοί ἄνδρες ἐδῶ μᾶς ἔφθασαν, καθῶς ἐκεῖνος γνώριζε πάρα πολλούς ἀνθρώπους».
Πάλι σ’ αὐτόν ἡ θεά γλαυκώπιδα Ἀθηνᾶ προσεῖπε: «Λοιπόν ἐγώ θά πῶ αὐτά σέ σένα μέ κάθε ἀλήθεια. Παινεύομαι πώς εἶμαι γιός τοῦ συνετοῦ Ἀγχιάλου, ὁ Μέντης, καί πώς βασιλεύω στούς θαλασσινούς Ταφίους. Μόλις τώρα ἔφθασα ἐδῶ μέ νῆα καί ἑταίρους, τόν οἰνώδη πόντο πλέοντας πηγαίνοντας πρός ἀλλόγλωσσους ἀνθρώπους χαλκό νά πάρω ἀπό τήν Τέμεση, ἀντί ἀστραφτεροῦ σιδήρου. Ἡ ναῦς μου στάθηκε ἔξω ἀπ’ τήν πόλι σέ ἀγρό, στό λιμάνι Ρεῖθρο, κάτω ἀπ᾽ τό δασωμένο Νήϊο.
Καυχόμαστε πώς εἴμαστε φίλοι ἀπό παλιά, κι ἄν θέλεις πήγαινε ρώτησε τόν γέροντα Λαέρτη τόν ἥρωα, γιά τόν ὁποῖο λένε πώς δέν ἔρχεται στήν πόλι πιά, ἀλλά βάσανα πάσχει σέ ἀγρό μακριά μέ μιά γριά ὑπηρέτρια, πού φαγητό τοῦ φέρνει καί πιοτό, ὅταν ὁ κάματος τά γόνατά του καταβάλλει ἐκεῖ πού ἀνεβαίνει ἕρποντας τό ἀμπελόφυτο βουνό.
Τώρα ἦλθα· γιατί ἄκουσα νά λένε πώς ὁ πατέρας σου γύρισε· μά φαίνεται πώς οἱ θεοί τόν δρόμο τοῦ ἐμποδίζουνε ἀκόμα. Γιατί ὁ θεϊκός Ὀδυσσεύς δέν πέθανε ἐπί τῆς γῆς, μά εἶναι ἀκόμη ζωντανός κάπου στή θάλασσα ἐμποδίζεται, σέ θαλασσόβρεχτο νησί, καί ἄνδρες κακοί τόν ἔχουν, ἄγριοι, ἐκεῖνοι τόν κρατοῦν χωρίς αὐτός νά θέλη.
Τώρα ἐγώ θά σοῦ μαντεύσω, ὡς οἱ θεοί μοῦ δίνουν φώτιση μέσα στό νοῦ μου κι ὅπως θαρρῶ θά γίνει ἄν καί οὔτε μάντις εἶμαι ἐγώ οὔτε σαφῶς γνωρίζω πώς νά ἐξηγήσω οἰωνούς. Δέν θά ’ναι ἀκόμη γιά πολύ μακριά ἀπ’ τήν πατρίδα γῆ, οὔτε ἀκόμη κι ἄν τόν κρατοῦν μέ σιδηρᾶ δεσμά· πάντοτε σκέπτεται πῶς θά γυρίση, γιατί εἶναι πολυμήχανος.
Ἀλλά ’μπρός τοῦτο εἰπέ μου καί τήν ἀλήθεια μίλα, ἄν εἶσαι ἀλήθεια τοῦ Ὀδυσσέα γιός τόσο μεγάλο ἀγόρι. Γιατί πολύ τοῦ μοιάζεις στ’ ὄμορφο κεφάλι καί στά μάτια, ἐπειδή συχνά ἀνταμώναμε πρίν φύγη γιά τήν Τροία, ὅπου καί ἄλλοι πῆγαν τῶν Ἀργείων οἱ ἄριστοι πάνω στίς κοῖλες νῆες· ἔκτοτε οὔτε ἐγώ εἶδα τόν Ὀδυσσέα οὔτε κι αὐτός ἐμένα».
Κι ὁ γνωστικός Τηλέμαχος ἀπάντησε σ’ ἐκείνη: «Λοιπόν πολύ ἀληθινά ἐγώ θά σοῦ μιλήσω, ξένε. Ἡ μητέρα λέει βέβαια πώς εἶμαι ἐγώ ἀπό κεῖνον, ὅμως ἐγώ δέν ξέρω· γιατί κανείς ποτέ δέν γνώρισε τόν γόνο ἀπό μόνος του. Ἄς ἦταν ἐγώ νά ἤμουν γιός ἀνδρός εὐτυχισμένου, πού σάν γεράση βρίσκεται μέσ’ στ’ ἀποκτήματά του. Μά τώρα ἀπ’ τόν πιό δύστυχο πού γεννήθηκε ποτέ μες στούς θνητούς ἀνθρώπους, ἀπ’ αὐτόν λένε πώς γεννήθηκα, ἐπειδή σύ τοῦτο μέ ρωτᾶς».
Καί ἡ γλαυκώπιδα Ἀθηνᾶ τοῦ ἀπάντησε καί εἶπε: «Δέν ἔχουν οἱ θεοί ὁρίσει τήν γενιά σου ἀνώνυμη στό μέλλον νά εἶναι, ἀφοῦ ἡ Πηνελόπη ἐσένα ἐγέννησε τέτοιος πού εἶσαι. Ἀλλά ἐμπρός τοῦτο εἰπέ μου μέ ὅλη τήν ἀλήθεια· τί φαγοπότι εἶναι αὐτό καί τί ὅμιλος ἀνδρῶν; Γιά ποιό σκοπό τό κάνεις; Κάποια γιορτή; Ἤ μήπως γάμος; Γιατί μέ ἔρανο αὐτό δέν μοιάζει ὅπου ὁ καθένας φέρνει τό φαΐ του. Μοῦ φαίνονται ὑπερφίαλοι ὑβριστές αὐτοί πού τρῶνε μέσ’ στά δώματα. Ὅποιος μέ σύνεση ἄνθρωπος ἀνάμεσά τους ἔρχονταν θά θύμωνε τόσα πολλά αἴσχη βλέποντας».
Κι ὁ συνετός Τηλέμαχος ἀπάντησε σ’ αὐτήν: «Ξένε, ἀφοῦ μέ ρωτᾶς καί μέ ἐξετάζεις καί γι’ αὐτά, τοῦτος ὁ οἶκος ἔμελλε κάποτε πλούσιος νά εἶναι κι ἀψεγάδιαστος, ὅταν ὁ Ὀδυσσέας βρισκόταν ἀκόμη στήν πατρίδα του· μά ἀλλιῶς τὸ θέλανε οἱ θεοὶ ἀπὸ κακή των γνώμη, πού ἐκεῖνον ἄφαντο ἔκαμαν ἀπ᾽ ὅλους τούς ἀνθρώπους, γιατί, οὔτε κι ἄν πέθαινε ἔτσι θά τόν λυπόμουν, ἐάν μέ τούς συντρόφους του θάνατο ἔβρισκε στήν Τροία, ἤ καί μετά τόν πόλεμο στά χέρια τῶν δικῶν του. Τότε καί οἱ Παναχαιοί τύμβο θά τοῦ ποιοῦσαν, καί δόξα μεγάλη θ’ ἄφηνε ὀπίσω στὸ παιδί του.
Τώρα ὅμως οἱ Ἅρπυιες ἄδοξα τόν ἅρπαξαν· ἄφαντος ἔγινε, ἀνήκουστος, κι ἐμένα μ᾽ ἐγκατέλειψε σέ γόους καί ὀδύνες· καί δέν ὀδύρομαι καί δέν στενάζω γιά κεῖνον μόνο, ἀφοῦ τώρα οἱ θεοί μοῦ ἔφτιαξαν σέ μένα κι ἄλλα κακά. Γιατί ὅλοι ὅσοι ἄριστοι τριγύρω στά νησιά ἀρχηγεύουν, στό Δουλίχιο καί τήν Σάμη καί τήν δασώδη Ζάκυνθο, κι ἐδῶ ὅλα τ’ ἀρχοντόπουλα στήν βραχωμένη Ἰθάκη, ὅλοι τήν μάνα μου ζητοῦν μνηστή. Κι αὐτή οὔτε ἀρνεῖται τόν φρικτό γάμο οὔτε τέλος μπορεῖ νά δώση· κι ἐκεῖνοι φθείρουν τόν οἶκο μου τρώγοντες τ᾽ ἀγαθά μου· καί γρήγορα θ’ ἀφανίσουν κι ἐμένα τόν ἴδιο».
Κι ἡ Ἀθηνᾶ Παλλάς τοῦ ἀπάντησε ὠργισμένη: «Πώ πώ, πολύ σοῦ λείπει ὁ φευγᾶτος Ὀδυσσέας, πού ἐκεῖνος θά μποροῦσε καί χέρια ἀκόμη νά σηκώσει στούς ἀναιδεῖς μνηστῆρες! Γιατί, ἄν τώρα ἐρχόταν καί στεκότανε στήν ἔξω θύρα τοῦ παλατιοῦ, μέ κράνος καί ἀσπίδα καί δυό δόρατα, τέτοιος ὅπως τόν γνώρισα πρώτη φορά στό πατρικό μου σπίτι νά πίνει καί νά χαίρεται, ἀπό τήν Ἔφυρα ἐρχόμενος ἀπό τόν Ἶλο τόν γιό τοῦ Μέρμερου· ἐκεῖ εἴχε πάει ὁ Ὀδυσσεύς μέ γρήγορο καράβι φάρμακο ἀναζητῶντας τά χάλκινα τά βέλη του νά χρίη καί τούς ἐχθρούς του νά φονεύει· αὐτός βέβαια δέν τοῦ ἔδωσε, γιατί φοβόταν τούς θεούς τούς ἀθανάτους, μά τοῦ ’δωσε ὁ πατέρας μου· γιατί τόν ἀγαποῦσε τρομερά.
Τέτοιος ὁ Ὀδυσσεύς νά συναντιότανε μέ τούς μνηστῆρες· ὁ θάνατος σέ ὅλους τους δέν θ᾽ ἀργοῦσε νά ᾽ρθει, ὁ γάμος θά τούς ἔβγαινε πικρός. Ἀλλά αὐτά κοίτονται στῶν θεῶν τά γόνατα, ἄν θά γυρίση στά δικά του μέγαρα καί ἄν αὐτούς θά ξεπληρώση, ἤ καί ὄχι· ἐγώ ὅμως ἐσένα σέ παρακινῶ νά τό σκεφτῆς πῶς θ’ ἀποδιώξης τούς μνηστῆρες ἀπ’ τό μέγαρο.
Ἀλλά ἐμπρός ἄκουγε τώρα καί πρόσεχε τά λόγια μου· αὔριο, ἀφοῦ καλέσης τούς ἥρωες Ἀχαιούς σέ ἀγορά, νά μιλήσης σέ ὅλους, κι οἱ θεοί ἄς εἶναι μάρτυρες. Τούς μνηστῆρες πρόσταξε νά σκορπισθοῦν στά σπίτια τους, κι ἡ μητέρα σου, ἄν ἡ ἐπιθυμία της τήν παρακινῆ νά κάμη γάμο, πίσω ἄς πάη στό μέγαρο τοῦ πατέρα της πού εἶναι ἄρχοντας πολύ ἰσχυρός· ἐκεῖνοι θά τῆς φτιάξουν γάμο καί θά τῆς ἑτοιμάσουν προικιά πάρα πολλά, ὅσα ἀρμόζουν στήν προσφιλή τους θυγατέρα.
Καί θά σοῦ πῶ μιά συμβουλή σοφή ἄν θές ν’ ἀκούσης· καράβι ἀφοῦ ἑτοιμάσης, ἀπ’ ὅλα τό καλύτερο μέ κωπηλάτες εἴκοσι, πήγαινε γιά νά μάθης γιά τόν πατέρα σου πρίν χρόνια πού ἔφυγε πολλά, ἄν θά σοῦ πῆ κάποιος θνητός, ἤ φήμη ἀπ’ τόν Δία ἀκούσης, φήμη πού πρώτη φέρνει τά νέα στούς ἀνθρώπους. Πρῶτα στήν Πύλο πήγαινε καί ρῶτα τόν Νέστορα τόν θεϊκό, κι ἀπό ἐκεῖ στήν Σπάρτη στόν ξανθό Μενέλαο· γιατί ἐκεῖνος τελευταῖος ἔφθασε ἀπ᾽ τούς χαλκοχίτωνες Ἀχαιούς.
Κι ἄν μάθης ὁ πατέρας σου πώς ζῆ καί θά γυρίση, ἔ, τότε κι ἄς πιέζεσαι θ’ ἀντέξης ἕνα χρόνο· ἄν ὅμως μάθης ὅτι πέθανε καί δέν ὑπάρχει πιά, ἀμέσως τότε στήν πατρίδα σου νά ᾽ρθῆς καί τύμβο νά τοῦ χτίσης κι ἐκεῖ ἐπάνω πρόσφερε πολλές θυσίες νεκρικές, ὅσες ταιριάζει, καί δῶσε τήν μητέρα σου σέ ἄλλον ἄνδρα.
Κι ἀφοῦ ἔτσι κάμης καί τελειώσης τά ἔργα αὐτά ὅλα, σκέψου πιά τότε μόνος σου στά βάθη τῆς καρδιᾶς σου πῶς θ’ ἀποκτείνης τούς μνηστῆρες στά μέγαρά σου μέσα μέ δόλο ἤ κι ὁλοφάνερα· κι οὔτε σοῦ πρέπει πιά διόλου νά μωροφέρνης, γιατί μικρός δέν εἶσαι πιά. Ἤ μήπως καί δέν ἄκουσες ποιά δόξα ὁ θεϊκός Ὀρέστης ἔλαβε ἀπ’ τούς ἀνθρώπους ὅλους, τόν πατροκτόνο ἀφότου ἀπέκτεινε, τόν Αἴγισθο τόν δόλιο, πού σκότωσε τόν ξακουστό πατέρα του;
Καί σύ φίλε, γιατί ὡραῖο ἐγώ σέ βλέπω καί λεβέντη, ἀνδρεῖος νά εἶσαι, καί οἱ μελλούμενες γενιές θά σέ δοξάζουν. Μά τώρα θά κατέβω ἐγώ προς τούς συντρόφους μου καί στό γοργό καράβι, πού θά ἀδημονοῦν πολὺ ἐμένα περιμένοντες· καί σύ πιά σκέψου μόνος σου κι ὅ,τι εἶπα μήν ξεχάσης».
Κι ὁ συνετός Τηλέμαχος σ’ αὐτήν πάλι ἀπάντησε: «Ξένε, αὐτά τά μίλησες μέ τήν καλή σου γνώμη, καθώς πατέρας σέ παιδὶ, κι οὐδέποτε θά τά ξεχάσω. Τώρα ὅμως μεῖνε ἀκόμη, κι ἄς βιάζεσαι νά φύγης, κι ἀφοῦ λουστῆς καί τήν καρδιά στά στήθη σου ἀναγαλλιάσης, τότε ὁλόχαρος πίσω νά πᾶς γιά τό καράβι σου, δῶρο ἔχοντας πολύτιμο, πολύ καλό, νά τό ’χης γιά κειμήλιο ἀπό ’μένα, δῶρο πού οἱ οἰκοδεσπότες συνηθίζουν στούς ξένους νά χαρίζουν σέ ἔνδειξη φιλίας».
Τότε ἡ θεά γλαυκώπιδα Ἀθηνᾶ ἀπάντησε σ’ αὐτόν: «Μή μέ κρατήσης πιό πολύ, βιάζομαι νά γυρίσω. Κι αὐτὸ τό δῶρο πού ἡ καρδιά σοῦ λέει νά μοῦ χαρίσης, δῶσ’ το μου μόλις ξανάρθω στό σπίτι νά τό πάρω, καί διάλεξέ το νά ’ναι καλό· κι ἐγώ θά σοῦ χαρίσω ἄλλο ἀντάξιό του».
Ἔτσι ὡς εἶπε, ἔφυγε ἡ γλαυκώπιδα Ἀθηνᾶ, καί πέταξε σάν τό πουλί, χάθηκε στά οὐράνια· καί στήν καρδιά τοῦ ἔβαλε θάρρος καί τόλμη, καί τόν πατέρα ὑπέμνησε πιό πολύ ἀκόμη ἀπό πρίν. Ἐκεῖνος τήν ἔνιωσε αὐτή τήν ἀλλαγή καί σάστισε ὁ νοῦς του· γιατί φαντάσθηκε θεός πώς εἶναι. Κι ἀμέσως ὁ ἄνδρας ὁ ἰσόθεος πρός τούς μνηστῆρες πῆγε.
Ὁ φημισμένος ἀοιδός τούς τραγουδοῦσε, κι ἐκεῖνοι κάθονταν κι ἀκούγανε ἐν σιωπῇ· τραγούδαγε ἐκεῖνος γιά τόν πικρό τό γυρισμό τῶν Ἀχαιῶν ἀπ’ τήν Τροία ὡς ἡ Παλλάδα Ἀθηνᾶ τόν ὅρισε γιά αὐτούς.
Καί ἡ Πηνελόπη ἡ φρόνιμη, τοῦ Ἰκαρίου ἡ κόρη, ἀπ᾽ τό ὑπερῶο ἄκουσε τήν θεσπέσια ὠδή· κατέβηκε τήν κλίμακα τήν ὑψηλή τοῦ δωματίου της, ὄχι μόνη, καί δύο ὑπηρέτριες κατέβαιναν μαζί της.
Κι ὅταν ἡ θεϊκή γυναῖκα ἔφθασε στούς μνηστῆρες, κοντά στάθηκε στό καλόφτιαχτο στήριγμα τῆς στέγης, καλύπτοντας τά μάγουλα μέ τήν λαμπρή μαντίλα· κι εἶχε στό κάθε της πλευρό καί μιά πιστή της σκλάβα. Καί εἶπε στόν θεϊκό ἀοιδό μέ δάκρυα στά μάτια:
«Φήμιε, κι ἄλλα πολλά ἔργα γνωρίζεις ἀνθρώπων καί θεῶν πού τούς θνητούς μαγεύουν, καί πού οἱ ἀοιδοί τά ἔκαμαν τραγούδι· ἕνα τραγούδα ἀπ’ αὐτὰ καθήμενος, κι ἐκεῖνοι ἄς πίνουν τό κρασί τους σιωπηλοί· ὅμως πάψε τήν ὠδή αὐτή τήν λυπηρή, πού πάντοτε πληγώνει στά στήθη τήν καρδιά μου, ἀφότου πένθος βαρύ καί θλίψη ἀλησμόνητη μέσα μου κατοίκησε. Γιατί τόν ἄνδρα μου ἐγώ ποθῶ καί τόν θυμᾶμαι πάντα, τόν ἄνδρα τόν τρισένδοξο σέ ὅλη τήν Ἑλλάδα καί μέσα στό Ἄργος».
Κι ὁ συνετός Τηλέμαχος ἀπάντησε σ’ ἐκείνη: «Μητέρα μου, γιατί ἐμποδίζεις τόν πιστό ἀοιδό χαρά νά δίνει στίς καρδιές μέ ὅ,τι βάζει ὁ νοῦς του; Δέν εἶναι οἱ ἀοιδοί ὑπαίτιοι, μά εἶναι, φρονῶ, αἴτιος ὁ Ζεύς, πού δίνει στούς φιλόπονους ἀνθρώπους, ὅ,τι θελήσει ἐκεῖνος στόν καθένα. Γιά τοῦτο δέν πρέπει ὁ θυμός γιά αὐτόν πού τραγουδᾶ τῶν Δαναῶν τήν μοῖρα τήν κακή· γιατί οἱ ἄνθρωποι τιμοῦν καί προτιμοῦν ἐκεῖνο τό τραγούδι πού ἀκούοντες τούς φαίνεται πώς εἶναι τό πιό νέο.
Σύ τήν καρδιά σου κράτησε καί τήν ψυχή ν’ ἀκούη· γιατί ὁ Ὀδυσσεύς δέν εἶναι ὁ μόνος πού ἔχασε τοῦ γυρισμοῦ τήν μέρα στήν Τροία, κι ἄλλοι χαθῆκαν ἄνδρες πολλοί. Μά ἐσύ μητέρα πήγαινε στόν οἶκο σου καί φρόντιζε τά ἔργα σου, τόν ἀργαλειό, τήν ἠλακάτη, καί εἰπέ στίς ὑπηρέτριες κι αὐτές δουλειά νά πιάσουν· κι ὁ λόγος ἐμᾶς ἄς μέλη τούς ἄνδρες ὅλους, καί πιό πολύ ἐμένα, πού μές στό σπίτι μου ἐγώ εἶμαι ὁ κυβερνήτης».
Ἐθαύμασε αὐτή καί πίσω κίνησε στόν οἶκο της νά πάη· γιατί ὁ λόγος τοῦ παιδιοῦ της τῆς φάνη φρόνιμος στό νοῦ. Κι ὅταν στό ὑπερῶο ἀνέβηκε μέ τίς ὑπηρέτριές της, τόν Ὀδυσσέα ἔκλαιγε ἐκεῖ, τόν προσφιλῆ της ἄνδρα, ὥσπου ἡ γλαυκώπιδα Ἀθηνᾶ ὕπνο γλυκό τῆς ἔβαλε στά βλέφαρά της.
Σήκωσαν οἱ μνηστῆρες θόρυβο στό ἰσκιερό παλάτι· ὅλους τούς ἔτρωγε ὁ καημός νά κοιμηθοῦν μαζί της. Κι ὁ συνετός Τηλέμαχος πρώτος τόν λόγο πῆρε κι νά τούς λέη ἄρχισε:
«Μνηστῆρες σεῖς τῆς μάνας μου, ἀδιαντροπιά γεμάτοι, τώρα ἄς χαροῦμε τό φαΐ καί τίς φωνές σας πάψτε, γιατί εἶναι αὐτό καλύτερο τόν ἀοιδό ν’ ἀκοῦμε, τέτοιος πού ἐτοῦτος εἶναι καί θεϊκή ἡ φωνή του. Καί τήν αὐγή ὅλοι ἄς πᾶμε νά καθίσουμε στήν ἀγορά, καί φανερά νά σᾶς εἰπῶ ἀπ᾽ τό παλάτι μου νά φύγετε· ἀλλοῦ τραπέζια νά φροντίζετε, συναλλαχτά στά σπίτια σας νά τρῶτε βιός δικό σας.
Καί ἄν αὐτό σᾶς φαίνεται ὠφελιμώτερο πώς εἶναι καί καλλίτερο γιά ἐσᾶς, χωρίς ποινή νά καταστρέφετε ἑνός ἀνδρός τό βιός, καταστρέψτε· κι ἐγώ βοήθεια ζητῶ ἀπ’ τούς θεούς τούς ἀθανάτους, καί ἴσως κάποτε ὁ Ζεύς τά ἔργα σας θά ξεπληρώση, κι ὅλους ἐδῶ στό μέγαρο θά σᾶς θερίση ὁ χάρος».
Ἔτσι εἶπε, κι ἐκεῖνοι ὅλοι δαγκώνοντας τά χείλη μέ τά δόντια θαύμαζαν τόν Τηλέμαχο, πού θαρρετά ἀγόρευε. Καί τότε ὁ Ἀντίνοος, τοῦ Εὐπείθη ὁ γιός, εἶπε σ’ αὐτόν: «Ἔ, Τηλέμαχε, πολύ σέ διδάσκουν οἱ θεοί νά ἀγορεύης θαρρετά καί νά ’σαι καυχησιάρης. Εἴθε τοῦ Κρόνου ὁ γιὸς ποτέ νά μή σέ κάμη βασιλιὰ στήν θαλασσόκλειστη Ἰθάκη, πού ἀπό πατρική γενεά κληρονομιά σου εἶναι».
Κι ὁ συνετός Τηλέμαχος τοῦ ἀπάντησε καί εἶπε: «Ἀντίνοε, θά μοῦ θυμώσης ἄραγε μέ αὐτό πού θά σοῦ πῶ; Καί τοῦτο θά τό ἤθελα, τό ἀξίωμα τό βασιλικό, ὁ Δίας ἄν μού τό ἔδινε. Ἤ λές πώς εἶναι εὐκαταφρόνητη ἡ τιμή του στούς ἀνθρώπους; Γιατί κακό δέν εἶναι νά βασιλεύση κανείς· εὐθύς τό σπίτι σου πλούσιο γίνεται κι ἐσύ τιμᾶσαι πιό πολύ. Ὅμως ὑπάρχουν ἄλλοι πολλοί βασιλεῖς τῶν Ἀχαιῶν μέσ’ στήν διθάλασση Ἰθάκη, παλαιοί καί νέοι, καί κάποιος ἀπ’ αὐτούς τοῦτο τό ἀξίωμα θά ἔχη, ἀφοῦ ὁ θεϊκός Ὀδυσσεύς τώρα πιά ἀπέθανε· ἐγώ πάλι θά εἶμαι βασιλιάς στόν οἶκο τόν δικό μου καί στούς δούλους, ὅσους ὁ θεϊκός Ὀδυσσεύς γιά μένα αἰχμαλώτισε».
Καί τότε πάλι ὁ Εὐρύμαχος, τοῦ Πολύβου ὁ γιός, σ’ αὐτόν ἀπάντησε καί εἶπε: «Τηλέμαχε, ὅλ’ αὐτά κοίτονται στῶν θεῶν τά γόνατα, ποιός ἀπό τούς Ἀχαιούς θά βασιλεύση στήν διθάλασση Ἰθάκη· τά κτήματά σου βέβαια ὅλα δικά σου εἶναι καί στό σπίτι σου βασιλιάς εἶσαι ἐσύ. Κι ἄνδρας ἄς μήν ἔλθη, τά κτήματά σου νά ἁρπάξη, μέ τήν βία κι ἄθελά σου, ὅσο ἡ Ἰθάκη ἀπό ἀνθρώπους κατοικεῖται.
Μά θέλω, φίλε μου, νά σέ ρωτήσω γιά τόν ξένο, ποιός εἶναι αὐτός ὁ ἄνδρας, καί ἀπό ποιά χῶρα παινεύεται πώς εἶναι; Ποιά εἶναι ἡ γενιά του καί ποιά ἡ πατρίδα γῆ του; Μή κι ἀγγελία ἔφερε πώς ὁ πατέρας σου ἔρχεται, ἤ μήπως ἔφθασε ἐδῶ ἀπό δική του ἀνάγκη; Πῶς ἔφυγε ἔτσι ξαφνικά κι οὔτε περίμενε νά τόν γνωρίσουμε; Γιατί δέν ἔμοιαζε κακός στήν ὄψι».
Κι ὁ συνετός Τηλέμαχος τοῦ ἀπάντησε καί εἶπε: «Εὐρύμαχε, ὁ νόστος τοῦ πατέρα μου χάθηκε πιά· ἔτσι λοιπόν δέν πιστεύω τώρα πιά σέ ἀγγελίες ἀπ ὅπου καί ἄν ἔρθουν οὔτε τίς προφητεῖες προσέχω, ἄν ἡ μητέρα μου στό μέγαρο μάντι καλέση καί ρωτήση. Φίλος μου εἶναι πατρικός αὐτός ὁ ξένος, ὁ Μέντης ἀπ᾽ τήν Τάφον, καί γιός καυχᾶται πώς εἶναι τοῦ φρόνιμου Ἀγχιάλου, καί τούς Ταφίους κυβερνᾶ τούς θαλασσοθρεμμένους».
Ἔτσι εἶπε ὁ Τηλέμαχος, ἄν κι εἶχε ἀναγνωρίσει τήν ἀθάνατη θεά. Κι αὐτοί στραφῆκαν στόν χορό καί στό γλυκό τραγούδι, στό γλέντι παραδόθηκαν κι ἔμειναν μέχρι πού ἔφτασε τό σκοτεινό τό βράδυ· Τότε καθένας ἔφυγε στόν οἶκο του νά πάει γιά ὕπνο.
Πῆγε καί ὁ Τηλέμαχος στό ὑπνοδωμάτιό του, μιά κάμαρα ψηλόχτιστη σέ χῶρο περισκέπαστο μέσα σέ ὄμορφη αὐλή, μά ὁ νοῦς του στό κρεββάτι γύριζε ἀπ᾽ τίς πολλές τίς σκέψεις.
Καί ἡ πιστή Εὐρύκλεια δάδες ἔφερε ἀναμμένες· ἡ θυγατέρα ἦταν αὐτή τοῦ Ὤπου Πεισηνορίδου, πού ὁ Λαέρτης, χρόνια πρίν, στά νειάτα της ἀγόρασε μέ ἀποκτήματα δικά του, βοδιῶν ἀξία εἴκοσι ἔδωκε, κι αὐτή στό μέγαρο τιμοῦσε ὅπως τιμοῦσε τήν πιστή γυναῖκα του οὐδέποτε ὅμως ἔσμιξε μαζί της στό κρεββάτι, γιατί δέν ἤθελε νά προκαλέσει τῆς γυναικός του τήν ὀργή· Αὐτή τίς δάδες ἔφερε λοιπόν, καί περισσότερο ἀπ᾽ ὅλες τίς ἄλλες δοῦλες ἐκεῖνη τόν ἀγαποῦσε κι τόν ἔτρεφε ἀπό μικρό.
Τίς θύρες ἄνοιξε τοῦ γεροφτιαγμένου θαλάμου, καί στό κρεββάτι κάθισε· τόν μαλακό χιτῶνα γδύθηκε καί στά χέρια τόν ἔβαλε στῆς συνετῆς γριᾶς. Ἰσιώνοντας ἐκείνη καί διπλώνοντας τόν χιτῶνα, σέ πάσσαλο τόν κρέμασε κοντά στό σκαλιστό κρεββάτι, κι ἀπό τόν θάλαμο ἔφυγε, τήν θύρα σύροντας μέ τήν λαβή τήν ἀργυρῆ, καί κλείδωσε, τόν σύρτη σέρνοντας ἀπ᾽ τον ἱμάντα. Κι ὁ Τηλέμαχος ἐκεῖ ὅλη τή νύκτα, σκεπασμένος μέ φλοκάτη προβατίσια, σκεπτόταν τό ταξίδι πού ἡ Ἀθηνᾶ τοῦ πρότεινε.
Τέλος πρώτης ραψωδίας