Ἑκατὸν πενῆντα ἡμέρες μένει σκεπασμένη ἡ γῆ μὲ τὰ νερὰ τοῦ κατακλυσμοῦ. Καὶ ἡ κιβωτὸς ἔπλεεν ἐδῶ καὶ ἐκεῖ, σὰν πλοῖον ἀκυβέρνητον ἀπὸ ἀνθρώπους, χωρὶς πηδάλιον, ὅπου τὰ ρεύματα τῶν ἀνέμων καὶ τῆς ἀπεράντου ἐκείνης θαλάσσης τὴν ἔφεραν.
Ὁ Θεὸς φαίνεται σὰν νὰ ἔχῃ λησμονήσει τὸν Νῶε μὲ τὴν οἰκογένειάν του. Σὰν νὰ τὸν ἔχῃ ἀφήσει εἰς τὴν τύχην του.
Δοκιμάζεται καὶ τώρα ἀκόμη τοῦ δικαίου αὐτοῦ ἀνθρώπου ἡ πίστις, καὶ ἐξακολουθεῖ τὸ ἔργον Αὐτοῦ ἐπὶ τῆς ἁγίας του ψυχῆς ὁ ἐπιβλέπων τὸν καταρτισμὸν ὅλων μας καὶ ζητῶν τὴν σωτηρίαν ὅλων μας Κύριος.
Δὲν εἶναι παράδοξον νὰ ἠκούσθη κάποιο παράπονον μέσα εἰς τὴν κιβωτόν, ὄχι ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ δικαίου καὶ πιστοῦ Νῶε, ἀλλ’ ἀπὸ τὰ χείλη τῶν παιδιῶν του ἢ τῶν γυναικῶν ποὺ ἦσαν ἐκεῖ, παράπονον ὅτι ὁ Θεὸς τοὺς ἐλησμόνησε καὶ τοὺς ἐξέχασε καὶ τοὺς ἀφῆκεν ἐρήμους εἰς τὴν τύχην των.
Εἰμπορεῖ καὶ ἀπὸ τὸ μυαλὸ τοῦ Νῶε νὰ πέρασεν ἕνας τέτοιος λογισμός, τὸν ὁποῖον ὅμως ὁ δίκαιος ἐκεῖνος ἀπέκρουσε καὶ δὲν ἐδέχθη.
Ἀλλ’ ὄχι, ὁ Θεὸς δὲν ἔχει ποτὲ ξεχάσει τὸν ἰδικόν Του ἐκεῖνον καὶ ἀγαπητόν Του ἄνθρωπον. Φαίνεται, πὼς ἀδιαφορεῖ ὁ Θεός, μὰ ποτὲ καὶ εἰς οὐδεμίαν περίστασιν δὲν ξεχάνει. Ἁπλῶς μόνον τότε δοκιμάζει τὴν πίστιν τῶν ἐκλεκτῶν Του καὶ τὴν γυμνάζει διὰ νὰ γίνῃ ἰσχυροτέρα καὶ δυνατωτέρα.
Καὶ αὐτὸ τώρα θέλει νὰ παραστήσῃ κάπως ζωηρότερα ἡ Γραφὴ ποὺ λέγει, ὅτι ὁ Θεὸς «ἀνεμνήσθη» τοῦ Νῶε καὶ πάντων τῶν πτηνῶν καὶ πάντων ὅσα ἦσαν μετ’ αὐτοῦ ἐν τῇ κιβωτῷ.
Δὲν θέλει ποτὲ νὰ μᾶς διδάξῃ ἡ Γραφή, ὅτι ὁ Θεὸς λησμονεῖ. Γιατί ἂν λησμονοῦσεν ὁ Θεός, ἐκτὸς τοῦ ὅτι δὲν θὰ ἦταν πλέον Θεός, ἐπειδὴ θὰ εἶχεν ἀτελείας καὶ ἀδυναμίας, ποὺ μόνον ἡμεῖς οἱ ἀδύνατοι ἄνθρωποι τὰς ἔχομεν·
ἀλλ’ ἀκόμη, ἂν λησμονοῦσεν ὁ Θεός, ἀλλοίμονον τότε εἰς τὴν δημιουργίαν. Δὲν θὰ ἦταν δυνατὸν νὰ κυβερνηθῇ αὕτη μὲ τόσην σοφίαν καὶ σύνεσιν.
Ἡ Γραφὴ ἀνταποκρίνεται τώρα πρὸς τὸ αἴσθημα ἐκείνων, ποὺ παραπονοῦνται μέσα εἰς τὴν κιβωτὸν καὶ ὁμιλεῖ μὲ τὴν γλῶσσαν, τὴν ὁποίαν αὐτοὶ οἱ ἴδιοι ἐμεταχειρίσθησαν, ὅταν ὕστερα ἀπὸ μισὸν χρόνον, ποὺ ἐνόμιζαν ὅτι ὁ Θεὸς τοὺς εἶχε λησμονήσει, εἶδαν σὲ μιὰ στιγμή, ὅτι ὁ Θεὸς ἐφρόντιζε γι’ αὐτοὺς καὶ ἀνεφώνησαν μετὰ χαρᾶς: ὁ Θεὸς μᾶς ἐνεθυμήθη.
Ὄχι, ὁ Θεὸς δὲν λησμονεῖ ποτέ, ἀδελφέ μου.
Καὶ εἰμπορεῖ ἐπάνω εἰς τὰς πολλὰς θλίψεις, ποὺ μᾶς ἔρχονται ἐπάνω εἰς τὰς συνεχεῖς δοκιμασίας, εἰς μερικὰ κτυπήματα ποὺ παρίστανται ἄσπλαγχνα καὶ σκληρὰ καὶ ἀδυσώπητα, νὰ μᾶς φαίνεται ὅτι ὁ Θεὸς μᾶς ἐξέχασε καὶ μᾶς ἐγκατέλιπεν εἰς τὴν τύχην μας καὶ ἀπέστρεψε τὸ πρόσωπον Αὐτοῦ ἀφ’ ἡμῶν, ἀλλ’ αὐτὸ μᾶς φαίνεται μόνον.
Εἰς τὰ πράγματα ὅμως συμβαίνει τὸ ἐναντίον. Ἀλλοίμονόν σου, Χριστιανὲ, ἐὰν σὲ ξεχάσῃ καὶ σὲ ἐγκαταλίπῃ ὁ Θεός. Δὲν θὰ μπορέσῃς οὐδ’ ἐπὶ μίαν στιγμὴν νὰ σταθῇς εἰς τὴν δημιουργίαν Αὐτοῦ.
Εἰς τὰς τοιαύτας σκοτεινὰς καὶ μαύρας καὶ στυγνὰς τοῦ βίου περιστάσεις σου τίποτε ἄλλο δὲν πρέπει νὰ κάμῃς, ἀδελφέ μου, παρὰ νὰ ὑπομείνῃς τὸν Κύριον.
Ὑπόμεινον τὸν Κύριον. Ἐν ὑπομονῇ πολλῇ ἔλπισον εἰς Αὐτόν. Καὶ δὲν θὰ βραδύνῃς νὰ αἰσθανθῇς τὴν ἀγάπην Του καὶ νὰ δοκιμάσῃς τὴν στοργήν Του.
Ἀλλὰ μαζῆ μὲ τὸν Νῶε ἀνεμνήσθη ὁ Θεὸς «καὶ πάντων τῶν θηρίων καὶ πάντων τῶν κτηνῶν καὶ πάντων τῶν πετεινῶν καὶ πάντων τῶν ἑρπετῶν τῶν ἑρπόντων, ὅσα ἦν μετ’ αὐτοῦ ἐν τῇ κιβωτῷ».
Δημιουργήματα ἰδικά Του ἦσαν καὶ αὐτά. Καὶ ἐὰν ἀληθῶς μὲ τὸν ἄνθρωπον ἰδιαιτέρως εὐχαριστῆται νὰ ἀσχολῆται καὶ νὰ ἐνδιαφέρεται ὁ Θεός, ὅμως δὲν ἀποξενώνει ἀπὸ τὸ ἐνδιαφέρον Του καὶ τἆλλα δημιουργήματά Του, τὰ ὁποῖα ὅλα ἐν σοφίᾳ ἐποίησεν.
Ὁ Κύριος εὐφραίνεται καὶ εὐχαριστεῖται ἐπὶ πᾶσι τοῖς ἔργοις Αὐτοῦ· «εὐφρανθήσεται Κύριος ἐπὶ τοῖς ἔργοις Αὐτοῦ».
Καὶ ἐπὶ πλέον, τὰ δημιουργήματα αὐτὰ τοῦ Θεοῦ ἔγιναν διὰ τὸν ἄνθρωπον. Καὶ ἔτσι ὁ Θεὸς παρουσιάζεται νὰ φροντίζῃ καὶ νὰ προνοῇ ὄχι μόνον διὰ τὸν ἄνθρωπον, ἀλλὰ καὶ δι’ ἐκεῖνα ποὺ ἀνήκουν εἰς τὸν ἄνθρωπον καὶ χρησιμεύουν εἰς αὐτὸν διὰ τὴν συντήρησίν του.
Λαμβάνω ὅμως ἀπὸ τὸ χωρίον αὐτὸ τῆς Γραφῆς, ἀδελφέ μου, ἕνα ζωηρὸν μάθημα καὶ δίδαγμα περὶ τῆς ἀγαθωτάτης προνοίας τοῦ Θεοῦ.
Καὶ διδάσκομαι, ὅτι ὄχι μόνον ἐμὲ τὸν ἄνθρωπον δὲν ἔχει ἀποξενώσει ἀπὸ τὸ ἐνδιαφέρον Του ὁ Θεός, ἀλλ’ οὐδὲ αὐτὰ ἀκόμη τὰ κτήνη καὶ τὰ θηρία τὰ ἄγρια καὶ τὰ ἑρπετά. Φροντίζει καὶ δι’ αὐτά.
Καὶ ἐὰν φροντίζῃ καὶ δι’ αὐτά, πόσον μεγάλη πρέπει νὰ εἶναι ἡ φροντὶς καὶ ἡ πρόνοια ποὺ λαμβάνει δι’ ἐμὲ τὸν ἄνθρωπον;
Καὶ ἐὰν τὰ ζῶα καὶ τὰ κτήνη δὲν λησμονῇ ὁ Θεὸς, πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ λησμονήσῃ καὶ νὰ ἐγκαταλείψῃ ἐμέ, ποὺ ἐπλάσθην κατ’ εἰκόνα καὶ ὁμοίωσίν Του;
Καρδία μου, τί ἀνησυχεῖς; ψυχή μου, τί φοβεῖσαι; Δὲν εἶσαι μόνη εἰς τὴν σκοτεινὴν αὐτὴν κοιλάδα, τὴν ὁποίαν μὲ δάκρυα πολλὰ ἐκλήθης νὰ διαβῇς.
Ἔχεις κοντά σου τὸν Κύριον τοῦ οὐρανοῦ. Ἔλπισον εἰς Αὐτὸν καὶ εἰρήνευσον. Στηρίξου εἰς τὸν βραχίονά Του τὸν ὑψηλὸν καὶ δυναμώθητι. Ὁ Θεὸς μεθ’ ἡμῶν. Ποῖος λοιπὸν θὰ μποροῦσε νὰ σταθῇ ἐναντίον μας;
Ἐνεθυμήθη ὁ Θεὸς τὸν Νῶε. Καὶ πῶς ἐφάνη καὶ ἐδείχθη ἡ ἐνθύμησις αὕτη; Τί ἔκαμεν ὁ Θεός, ἀφοῦ ἐνεθυμήθη τὸν Νῶε; «Ἐπήγαγε πνεῦμα ἐπὶ τὴν γῆν καὶ ἐκόπασε τὸ ὕδωρ».
Ἔφερεν ἄνεμον εἰς τὴν γῆν τέτοιον, ὥστε ἐκόπασε τὸ νερό. Ἄνεμον κατὰ πᾶσαν πιθανότητα βόρειον, διότι ὁ βοριᾶς ἀπὸ τοὺς ἀνέμους ὅλους εἶναι ὁ ξηρότερος καὶ ὁ στερεώτερος. Βοριᾶς καθαρὸς ἢ βορειοδυτικὸς θὰ ἦταν ὁ ἄνεμος ἐκεῖνος.
«Ἐπήγαγε πνεῦμα» ὁ Θεός. Ἰδὲς λοιπὸν τὴν κυριαρχίαν καὶ τὸ ἄπειρον μεγαλεῖον τοῦ Θεοῦ. Τὰ ὁρίζει καὶ τὰ ἐξουσιάζει ὅλα. Ἔχει εἰς τὰς χεῖρας Του καὶ τοὺς ἀέρας ὅλους.
Τοὺς κρατεῖ καὶ τοὺς διευθύνει, ὅπου καὶ ὅπως καὶ ὅταν Αὐτὸς θέλῃ. Μέχρι τοιούτου σημείου φθάνει ἡ πρόνοια καὶ ἡ κυβέρνησις τοῦ Θεοῦ.
Εἶδες ὀλίγον παραπάνω, ὅτι ὁ Θεὸς φροντίζει διὰ τὸν ἄνθρωπον, φροντίζει καὶ διὰ τὰ ζῶα, διὰ τὰ πετεινά, διὰ τὰ ἑρπετά. Βλέπεις τώρα ἐδῶ, ὅτι καὶ τοὺς ἀέρας Αὐτὸς τοὺς κρατεῖ, τοὺς καιροὺς Αὐτὸς τοὺς ὁρίζει, τὴν βροχὴν καὶ τὴν ξηρασίαν Αὐτὸς τὰς κανονίζει.
«Καὶ ἐπεκαλύφθησαν αἱ πηγαὶ τῆς ἀβύσσου καὶ οἱ καταρράκται τοῦ οὐρανοῦ· καὶ συνεσχέθη ὁ ὑετὸς ἀπὸ τοῦ οὐρανοῦ».
Ἐφύσησεν ἀέρας ξηρός, που ὑπεβοήθει τὴν ἐξάτμισιν τοῦ νεροῦ καὶ τὸ ξαστέρωμα τοῦ οὐρανοῦ ἀπὸ τὰ σύννεφα.
Συγχρόνως ὅμως ἐκλείσθησαν καὶ αἱ πηγαὶ τῆς ἀβύσσου, ὥστε νὰ μὴ βγαίνῃ πλέον νερὸ ἀπὸ τὴν γῆν καὶ αὐξάνῃ ἡ πλήμμυρα τῶν ὑδάτων·
ἐκλείσθησαν καὶ οἱ καταρράκται τοῦ οὐρανοῦ, ὥστε νὰ μὴ βρέχῃ πλέον, καὶ ἐσταμάτησε λοιπὸν ἡ βροχὴ ἐντελῶς. Ἐσταμάτησε διὰ μῆνας πολλούς, διὰ καιρὸν πολύν. Ἰδοὺ λοιπὸν πὼς τὴν βροχὴν καὶ τὴν ξηρασίαν τὰς κανονίζει Ἐκεῖνος.
Κρατεῖ εἰς τὰς χεῖρας Του κλειδί. Μὲ τὸ κλειδὶ αὐτὸ ἤνοιξε πρῶτα τὰς πηγὰς τῆς ἀβύσσου καὶ τοὺς καταρράκτας τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἔφερε τὸν κατακλυσμόν. Μὲ τὸ κλειδὶ αὐτὸ τώρα κλείει τὰς πηγὰς καὶ τοὺς καταρράκτας αὐτοὺς καὶ συμμαζεύει τὰ νερὰ ὡσὰν νὰ εἶχε κανένα ἀσκὶ καὶ νὰ τὰ ἔκλειε μέσα!
Καὶ ἀμέσως λοιπὸν τώρα ἀρχίζουν τὰ νερὰ νὰ ὀλιγοστεύουν. Σιγά-σιγὰ καὶ κατ’ ὀλίγον, ὅπως σιγά-σιγὰ καὶ εἰς διάστημα τεσσαράκοντα ἡμερονυκτίων ἐπληθύνθησαν.
Ὁ ἥλιος ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος, ἀλλὰ καὶ αἱ νέαι θάλασσαι καὶ λίμναι ποὺ ἐγίνοντο, ἤρχισαν νὰ συμμαζεύουν καὶ νὰ ροφοῦν τὸ νερό.
Ἀκόμη στὴ γῆ μέσα ἔγιναν νέαι στέρναι ὑδάτων. Καὶ ὅπως προτήτερα τὸ νερὸ ἔβγαινεν ἀπὸ τὴν γῆν διὰ νὰ πνίξῃ τοὺς ἀνθρώπους, ἔτσι τώρα ἀποθηκεύεται εἰς αὐτήν.
Καὶ ἔτσι τὸ νερὸ σιγά-σιγὰ ὠλιγόστευε καθ’ ὅλον τὸ διάστημα τῶν ἑκατὸν πενῆντα ἐκείνων ἡμερῶν ποὺ ἐσκέπαζε τὴν γῆν.
Ἡ κιβωτὸς κατὰ τὰς ἡμέρας αὐτὰς ἔπλεε καὶ δὲν ἐστέκετο πουθενά. Τώρα ὅμως εὑρίσκει κάπου νὰ σταθῇ. Κατὰ τὸν ἕβδομον μῆνα, εἰς τὰς 27 τοῦ μηνός, ἡ κιβωτὸς ἐστάθη εἰς κάποιαν κορυφὴν τοῦ ὄρους Ἀραράτ.
Ἐστάθη μόνη της ἐκεῖ ποὺ τὴν ὡδήγησεν ὁ Θεός. Δὲν τὴν ἔφερεν ἐκεῖ ὁ Νῶε. Ὁ Νῶε δὲν μποροῦσε νὰ κάμῃ τίποτε ἐκεῖ ποὺ εὑρίσκετο. Τὴν ἔφερεν ἡ σοφὴ καὶ ἀγαθὴ τοῦ Θεοῦ Πρόνοια εἰς τὰ ὄρη Ἀραράτ.
Δηλαδὴ ἔδωκεν ἡ ἀγαθὴ τοῦ Θεοῦ Πρόνοια στήριγμα εἰς τὴν κιβωτὸν μιὰ ὥρα προτήτερα. Εὐθὺς ἀμέσως ὡς τὰ ὑψηλὰ ὄρη ἤρχισαν νὰ ξεπροβάλλουν ἀπὸ μέσα ἀπὸ τὰ ἀπέραντα ἐκεῖνα νερά.
Δὲν ἐπερίμενε νὰ φανοῦν τὰ ὁμαλώτερα τῆς γῆς μέρη, διότι θὰ ἐπερνοῦσε καιρὸς περισσότερος. Τὸ ταχύτερον, τὸ γρηγορώτερον, ὁδηγεῖ τὴν κιβωτὸν νὰ ἀράξῃ ἀσφαλῶς.
Ἰδὲς λοιπόν, ἀδελφέ μου, ὅτι ὁ Θεὸς ἔχει καιροὺς καὶ τόπους ἀναπαύσεως διὰ τὸν λαὸν Αὐτοῦ, ὕστερα ἀπὸ τὰς δοκιμασίας καὶ τὰ βάσανα, ποὺ τοὺς στέλλει.
Καὶ ὁδηγεῖ εἰς τοὺς τόπους αὐτοὺς τὸν λαόν Του μόνος Του, χωρὶς πολλὲς φορὲς οἱ ὁδηγούμενοι εἰς τὴν ἀνάπαυσιν ταύτην νὰ κάμουν τίποτε διὰ νὰ συντελεσθῇ ἡ σωτηριώδης αὕτη τοῦ Θεοῦ καθοδήγησις.
Καὶ ὁδηγεῖ εἰς ὥραν καὶ καιρούς, ποὺ ὁ λαός Του καὶ οἱ ἄνθρωποί Του νομίζουν, ὅτι ὁ Θεὸς τοὺς ἐλησμόνησε καὶ τοὺς ἐξέχασε.
Φαντάσου, ἀδελφέ μου, μόλις ἐστάθη καὶ ἄραξε εἰς τὴν ξηρὰν ἡ κιβωτός, ποία θὰ ἦταν ἡ χαρὰ τοῦ Νῶε. Διότι ὁ Νῶε ἀσφαλῶς τὸ κατάλαβεν, ὅτι ἡ κιβωτὸς ἐστάθη κάπου.
Προτήτερα, ᾕσθάνοντο ὅλοι ὅτι ἐταξείδευαν μέρα νύκτα μέσα εἰς θάλασσαν. Τώρα τὴν κιβωτὸν δὲν τὴν σείει τίποτε, οὔτε κυλίεται οὔτε μπατέρνει εἰς τὴν μίαν πλευρὰν ἢ εἰς τὴν ἄλλην. Μένει ἀκίνητη καὶ στερεωμένη.
Τὸ καταλαβαίνουν αὐτὸ ὅλοι. Ἀλλὰ συγχρόνως αἰσθάνονται, ὅτι αὐτὸ εἶναι ἔργον τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἐνόμιζαν μέχρι πρὸ ὀλίγου, ὅτι τοὺς ἐξέχασε. Καὶ ὅλοι λοιπὸν τώρα μὲ χαρὰν καὶ μὲ εὐγνωμοσύνην πρὸς τὸν Θεὸν θὰ ἐφώναξαν καὶ θὰ εἶπαν: «ὁ Θεὸς μᾶς ἐνεθυμήθη».
Εὑρισκόμεθα τώρα περίπου εἰς τὸν Ἀπρίλιον μῆνα. Ὑπάρχουν ὅμως ἀκόμη πολλά, πάρα πολλὰ νερά. Μόλις αἱ κορυφαὶ τῶν πλέον ὑψηλῶν ὀρέων ἔχουν φανῆ ἐδῶ καὶ ἐκεῖ εἰς πολὺ μακρυνὰς ἡ μία ἀπὸ τὴν ἄλλην ἀποστάσεις.
Ἐὰν κανεὶς παρετήρει ἀπὸ τὴν κιβωτόν, τότε θὰ ἐξηκολούθει νὰ βλέπῃ μίαν ἀπέραντον θάλασσαν καὶ τίποτε ἄλλο. Ζήτημα εἶναι ἂν θὰ μποροῦσε νὰ διακρίνῃ κάπου ὡσὰν κάποιο σκοτεινὸν σημεῖον καμμίαν κορυφήν.
Πρέπει λοιπὸν νὰ ὀλιγοστεύσουν ἀκόμη τὰ νερά. Καὶ τὰ νερὰ ὀλιγοστεύουν. Ἐξακολουθεῖ ἡ ἀπορρόφησίς των μέχρι τοῦ δεκάτου μηνός.
Κατὰ τὸν δέκατον μῆνα, τῇ πρώτῃ τοῦ μηνός, λέγει ἡ Γραφή, ὤφθησαν αἱ κεφαλαὶ τῶν ὀρέων. Ἡ ἀπορρόφησις δηλαδὴ καὶ ἡ ἀποξήρανσις τῶν ὑδάτων ἐξηκολούθησε καὶ τώρα.
Ἀπὸ τὸ Ἀραρὰτ εἰμπορεῖ κανεὶς νὰ ἴδῃ καὶ τῶν γειτονικῶν βουνῶν, ποὺ ἦσαν ἐκεῖ κοντά, τάς κορυφάς. Δὲν εἶναι πλέον μακρυνὰ καὶ σκοτεινὰ καὶ δυσδιάκριτα σημεῖα οἱ κορυφὲς ποὺ φαίνονται. Εἶναι ἐκεῖ κοντά, τριγύρω, καὶ τὶς βλέπει κανεὶς πολὺ καθαρά.
Καὶ ὁ Νῶε τὶς διακρίνει καὶ τὶς βλέπει. Βέβαια ἀπὸ καιροῦ εἰς καιρὸν θ’ ἀνέβαινεν ἐπάνω εἰς τὸ παράθυρον καὶ θὰ παρατηροῦσε νὰ ἴδῃ τί γίνεται ἔξω.
Σὰν τοὺς ναῦτες ποὺ πλέουν μέσα εἰς πλοῖα μὲ πανιὰ καὶ τοὺς παρέσυρεν ἡ τρικυμία εἰς ἄγνωστα μέρη καὶ πλέουν ἡμέρες καὶ νύκτες μέσα εἰς ὠκεανούς.
Ἀνεβαίνουν καὶ αὐτοὶ ἐπάνω εἰς τὰ κατάρτια των κάθε στιγμὴ καὶ τριγυρίζουν ἐδῶ καὶ ἐκεῖ τὰ μάτια τους, μήπως πουθενὰ διακρίνουν τὴν ξηράν.
Ἔτσι καὶ ὁ Νῶε θ’ ἄνοιγεν ἀπὸ καιροῦ εἰς καιρὸν τὸ παράθυρον τῆς κιβωτοῦ καὶ θὰ παρετήρει τριγύρω νὰ ἴδῃ, τί γίνεται. Καὶ βλέπει λοιπὸν τώρα τὰς κορυφὰς τῶν γειτονικῶν βουνῶν.
Τὴν τεσσαρακοστὴν ἡμέραν, δηλαδὴ εἰς τὰς 10 τοῦ ἑνδεκάτου μηνός, κατὰ τὸν ἰδικόν μας μῆνα Σεπτέμβριον μὲ Ὀκτώβριον, ὁ Νῶε ἀρχίζει ὄχι μόνον μὲ τὰ μάτια του, ἀλλὰ καὶ μὲ διαφόρους ἀπεσταλμένους καὶ ἀνιχνευτάς του νὰ ἐξετάζῃ τὴν κατάστασιν τῆς γῆς.
Ἀνοίγει λοιπὸν τότε τὸ παράθυρον καὶ ἐξαπολύει ἀπ’ ἐκεῖ πρὸς τὰ ἔξω ἕνα κόρακα. «Καὶ ἐξελθὼν οὐκ ἀνέστρεψεν». Ὁ κόρακας ἐβγῆκεν ἔξω καὶ δὲν ἐγύρισε πάλιν εἰς τὴν κιβωτόν.
Ἦταν αὐτὸ ἕνα σημάδι διὰ τὸν Νῶε, ὅτι ἡ κατάστασις ἔξω ἦταν τέτοια, ποὺ μποροῦσαν νὰ ζήσουν τὰ πετεινὰ τὰ ἄγρια καὶ σαρκοφάγα. Γιατί, ἂν δὲν μποροῦσε μὲ τὴν κατάστασιν ἐκείνην νὰ ζήσῃ ὁ κόρακας, ἀσφαλῶς θὰ ἐγύριζεν ὀπίσω.
Διὰ νὰ πληροφορηθῇ ὅμως καλύτερα περὶ τῆς καταστάσεως αὐτῆς ὁ Νῶε, παίρνει τὴν ἰδίαν ἡμέραν καὶ ἓν ἀπὸ τὰ ἥμερα πτηνά, τὴν περιστεράν, καὶ ἀπέστειλεν αὐτὴν ὀπίσω τοῦ κόρακος «ἰδεῖν εἰ κεκόπακε τὸ ὕδωρ ἀπὸ τῆς γῆς».
Ἐὰν καὶ ἡ περιστερὰ ποὺ δὲν εἶναι τόσῳ σκληρὸ πουλί, ὅσον ὁ κόρακας, οὐδὲ τρέφεται ἀπὸ πτώματα καὶ ψωφίμια ὅπως ὁ κόρακας, ἔμενεν ἔξω καὶ δὲν ἐγύριζεν, αὐτὸ θὰ ἦταν σημάδι, ὅτι ὄχι μόνον μεγάλαι ἐκτάσεις ξηρᾶς θὰ ὑπῆρχον, ἀλλὰ θὰ εἶχε φανῆ καὶ κἄποια βλάστησις, ἱκανὴ νὰ θρέψῃ καὶ τὰ ἥμερα πουλιά.
Ὁ κόρακας μποροῦσε νὰ τραφῇ ἀπὸ τὰ πτώματα, ποὺ θὰ τὰ εὕρισκεν ἄφθονα τότε. Ἡ περιστερὰ ὅμως θὰ ἐχρειάζετο φύλλα καὶ σπόρους καὶ καρπούς.
Ἀλλ’ ἡ περιστερὰ δὲν μένει ἔξω, ὅπως ὁ κόρακας. «Οὐχ εὑροῦσα ἀνάπαυσιν τοῖς ποσὶν αὑτῆς ἀνέστρεψε πρὸς αὐτὸν εἰς τὴν κιβωτόν».
Δὲν ηὗρε, ποῦ νὰ σταθῇ. Καὶ ἂν ἦταν πουθενὰ ξηρά, ἦταν γεμάτη ἀπὸ λάσπη καὶ λιμνάζοντα νερά. Εἰς τὶς κορυφὲς τῶν βουνῶν νὰ πετάξῃ, ἔπρεπε νὰ ἔχῃ φτερὰ δυνατὰ ὡσὰν τοῦ κόρακα.
Ἐγύρισε λοιπὸν πάλιν εἰς τὴν κιβωτὸν καὶ ὁ Νῶε «ἐκτείνας τὴν χεῖρα αὑτοῦ ἔλαβεν αὐτὴν καὶ εἰσήγαγεν αὐτὴν πρὸς ἑαυτὸν εἰς τὴν κιβωτόν».
Ἔβγαλε τὸ χέρι του ἔξω ἀπὸ τὸ παράθυρον ὁ Νῶε, ἔπιασε τὴν περιστερὰν ποὺ κουρασμένη θὰ ἐκάθησεν εἰς τὴν κιβωτὸν καὶ τὴν ἔμβασε μέσα.
Ὕστερα ἀπὸ ἑπτὰ ἡμέρας ἀπέλυσε πάλιν ὁ Νῶε διὰ δευτέραν φορὰν τὴν περιστεράν. Καὶ αὕτη φεύγει τώρα, ἀλλὰ δὲν γυρίζει τόσον γρήγορα, ὅπως πρὸ ἑπτὰ ἡμερῶν. Μένει ἔξω ὥρας ὁλοκλήρους. Ὅσῳ εἶναι φῶς, ἡ περιστερὰ κάθηται ἔξω.
Ὅταν ὅμως ἀρχίζῃ νὰ πέφτῃ ὁ ἥλιος καὶ νὰ πέρνῃ τὸ σκοτάδι, ἡ περιστερὰ θυμᾶται τὴν φωλεάν της καὶ γυρίζει πίσω πρὸς ἑσπέραν, κατὰ τὸ βράδυ, εἰς τὴν κιβωτόν, «καὶ εἶχε φύλλον ἐλαίας, κάρφος ἐν τῷ στόματι αὑτῆς».
Σὰν καρφὶ καρφωμένον εἰς τὸ στόμα της ἐβαστοῦσε μὲ τὴν μύτην της ἡ περιστερὰ ἓν φύλλον ἐλαίας. Καὶ ἦταν αὐτὸ σημάδι φανερόν, ὅτι τὰ νερὰ εἶχαν περιορισθῆ καὶ τὰ δένδρα εἶχαν ἀρχίσει νὰ ξαναζοῦν καὶ νὰ ξαναανθίζουν.
«Καὶ ἔγνω Νῶε, ὅτι κεκόπακε τὸ ὕδωρ ἀπὸ τῆς γῆς».
Καὶ πάλιν ὁ Νῶε ἐπερίμενεν ἡμέρας ἑπτά. Καὶ ἀφοῦ ἐπέρασαν αἱ ἡμέραι αὐταί, ἐξαπέλυσε διὰ τρίτην φορὰν τὴν περιστεράν. Τὰ πράγματα ὅμως τώρα εἶναι πολὺ καλύτερα ἀπὸ ὅ,τι ἦσαν πρὸ μιᾶς ἑβδομάδος.
Ἡ περιστερὰ δὲν εὑρίσκει μόνον τόπον διὰ νὰ βοσκήσῃ κατὰ τὴν ἡμέραν, ἀλλ’ εὑρίσκει ἀκόμη καὶ μέρος, εἰς τὸ ὁποῖον νὰ κουρνιάσῃ τὴν νύκτα. Καὶ ἔτσι δὲν τῆς χρειάζεται πλέον ἡ κιβωτὸς καὶ δὲν ὑπάρχει ἀνάγκη νὰ ἐπανέλθῃ εἰς αὐτήν.
Δι’ αὐτὸ λοιπὸν «οὐ προσέθετο τοῦ ἐπιστρέψαι πρὸς τὸν Νῶε». Καὶ ἔτσι λοιπὸν ὁ γηραιὸς αὐτὸς πατριάρχης ἐπληροφορήθη, ὅτι ἡ ἀποξήρανσις τῶν ὑδάτων εἶχε προχωρήσει ἀρκετά.
Ὁ Νῶε λοιπὸν ἀπὸ τὸ βάθος τῆς κιβωτοῦ ποὺ εὑρίσκεται ἀνιχνεύει καὶ ἐξετάζει τὴν γῆν καὶ τὰ ἐπάνω αὐτῆς ὕδατα, διὰ νὰ πεισθῇ ἐὰν ἀνεφάνη ἡ ξηρὰ καὶ μέχρι ποίου σημείου ἐκτείνεται αὕτη.
Δὲν ξεύρει λοιπὸν ὁ Νῶε, πότε ἀκριβῶς θ’ ἀπεσύροντο τὰ νερὰ καὶ πότε θὰ μποροῦσε νὰ βγῇ αὐτὸς καὶ τὰ παιδιά του ἀπὸ τὴν κιβωτόν. Μ’ ὅλα ταῦτα ἤξευρε καλὰ καὶ ἐπακριβῶς τὴν ἡμέραν ποὺ θὰ ἤρχιζεν ὁ κατακλυσμὸς.
Περίεργον πρᾶγμα, θὰ μοῦ εἰπῆτε· νὰ ξεύρῃ ἀκριβῶς, πότε θὰ ἤρχιζεν ὁ κατακλυσμὸς καὶ νὰ μὴ ξεύρῃ πότε θὰ λάβῃ τέλος καὶ πότε τὸ πρόσωπον τῆς γῆς θὰ ἔβγαινεν πάλιν εἰς τὸ φῶς τοῦ ἡλίου!
Καὶ ὅμως δὲν εἶναι καθόλου περίεργον τοῦτο, ἀναγνῶστα μου. Πρόσεξε ὀλίγον καὶ ἀμέσως θὰ ἐννοήσῃς τὸν λόγον τοῦ πράγματος.
Ἤξευρεν ὁ Νῶε τὴν ἡμέραν ἀκριβῶς ποὺ θὰ ἤρχιζεν ὁ κατακλυσμός, διότι ἔπρεπε νὰ τὴν ξεύρῃ.
Ἐπειδή, ἐὰν δὲν τὴν ἤξευρε, πῶς θὰ ἔκαμνε τὰς ἑτοιμασίας ἐκείνας, ποὺ ἔπρεπε νὰ γίνουν, διὰ νὰ ἔμβῃ μέσα εἰς τὴν κιβωτὸν καὶ αὐτὸς καὶ τὰ παιδιά του καὶ ὅλα τὰ ζῶα καὶ κτήνη καὶ ἑρπετά, ποὺ ἔπρεπε νὰ ἔμβουν;
Ἔπρεπε λοιπὸν νὰ ξεύρῃ τὴν ἡμέραν τοῦ κατακλυσμοῦ, καὶ δι’ αὐτὸ ὁ Θεὸς τοῦ τὴν ἀποκαλύπτει καὶ τοῦ τὴν φανερώνει.
Τὴν ἡμέραν ὅμως ποὺ θὰ ἐξηραίνετο ἡ γῆ καὶ θ’ ἀπερροφῶντο τὰ νερᾲ δὲν ἦτο ἀνάγκη νὰ τὴν γνωρίζῃ. Τί θὰ ἐκέρδιζεν, ἐὰν τὴν ἐμάνθανε; Μίαν περιέργειαν μόνον θὰ ἱκανοποιοῦσε καὶ τίποτε παραπάνω.
Ἴσως-ἴσως μάλιστα νὰ ἔμβαινε καὶ εἰς μεγαλύτερον πειρασμόν, ἐὰν ἐξ ἀρχῆς, τοῦ ἐφανερώνετο ἡ ἡμέρα αὐτή.
Διότι, καθὼς βλέπεις, ἔμεινε μέσα εἰς τὴν κιβωτὸν ὁ Νῶε μὲ ὅλον τὸ ἄλλο τῆς κιβωτοῦ πλήρωμα ἕναν ὁλόκληρον χρόνον. Καὶ θὰ κύλησεν ὁ χρόνος αὐτὸς σιγά-σιγά, χωρὶς καὶ αὐτοὶ νὰ τὸ καταλάβουν, πῶς ἐκύλησεν.
Ἂν ὅμως ἐξ ἀρχῆς ἤξευραν, ὅτι ἕνα χρόνον θὰ ἔμειναν ἐκεῖ μέσα, δὲν λέγω βέβαια διὰ τὸν δίκαιον καὶ ἐνάρετον Νῶε, ἀσφαλῶς ὅμως οἱ γυναῖκες ποὺ ἦσαν ἐκεῖ καὶ τὰ παιδιὰ τοῦ Νῶε θὰ ἐδείκνυον μεγαλυτὲραν ἀνυπομονησίαν καὶ θὰ ᾐσθάνοντο πολὺ τὸ κλείσιμον ἐκεῖνο τῆς κιβωτοῦ.
Ἐπὶ πλέον, ἡ ἀπόκρυψις αὐτὴ τῆς ἡμέρας, ποὺ θὰ ἐξηραίνετο ἡ γῆ καὶ θ’ ἀπερροφῶντο τὰ νερὰ, εἶχε καὶ κάποιο ἄλλο πλεονέκτημα, περὶ τοῦ ὁποίου ἐκάμαμεν ἤδη λόγον.
Τὸ πλεονέκτημα εἶναι, ὅτι θὰ ἐχρησίμευε καὶ ὡς ἕνα μέσον, μὲ τὸ ὁποῖον θὰ ἐδοκιμάζετο ἀκόμη περισσότερον ἡ πίστις τοῦ Νῶε καὶ θὰ ἐγυμνάζετο ἡ δικαία του ψυχὴ καὶ θὰ ἠσκεῖτο ἀκόμη περισσότερον εἰς τὴν καρτερίαν καὶ εἰς τὴν ὑπομονήν.
Ἔπειτα, τὴν ἡμέραν ποὺ θὰ ἤρχιζεν ὁ κατακλυσμὸς δὲν ἠμποροῦσε μὲ κανὲν ἄλλο μέσον νὰ γνωρίσῃ ὁ Νῶε παρὰ μόνον ἐὰν τοῦ τὴν ἐφανέρωνεν ὁ Θεὸς δι’ ἀποκαλύψεως. Καὶ τοῦ τὴν φανερώνει.
Τὸ πότε ὅμως περίπου θά ξηρανθῇ ἡ γῆ καὶ ἐὰν εἶναι καιρὸς ν’ ἀνοίξῃ ὁ Νῶε τὴν κιβωτὸν καὶ νὰ ἔβγῃ ἔξω, αὐτὸ μποροῦσε καὶ μόνος του νὰ τὸ ἐξετάσῃ καὶ νὰ τὸ εὕρῃ.
Ἔπειτα δὲ εἰς τὸ τέλος, καθὼς θὰ ἴδωμεν, ὅταν θὰ εἶναι καιρὸς νὰ βγῇ ὁ Νῶε ἀπὸ τὴν κιβωτόν, πάλιν ὁ Θεὸς θὰ τοῦ τὸ εἴπῃ καὶ θὰ τὸν καλέσῃ νὰ βγῇ ἔξω.
Αὐτὰ σχετικῶς μὲ τὴν ἐξέτασιν, ποὺ κάμνει ὁ Νῶε, διὰ νὰ ἴδῃ ἐὰν ἐξεσκεπάσθη ἡ ξηρὰ καὶ ἂν ἀπερροφήθη ἀρκούντως τὸ νερό.
Μοῦ κάμνει ὅμως ἐντύπωσιν καὶ κἄτι ἄλλο, ἀναγνῶστα μου, τὸ ὁποῖον ἔρχομαι τώρα νὰ σοῦ ἐκθέσω.
Διώχνει τὸν κόρακα καὶ ἀμέσως ὕστερον τὴν περιστεράν. Πολὺ καλά. Ἡ δευτέρα φορά, ποὺ ξανάδιωξε τὴν περιστεράν, πότε ἦτο; Στὶς ἑπτὰ ἡμέρες ἐπάνω. Καὶ ἡ τρίτη πάλιν φορά; Στὶς ἄλλες ἑπτά. Ἀπὸ ἑπτὰ σὲ ἑπτά.
Αὐτὸ φέρνει μερικοὺς ἑρμηνευτὰς νὰ σκέπτωνται, ὅτι ἐν ἡμέρᾳ Σαββάτου ἔγιναν τὰ σταλσίματα αὐτὰ τοῦ κόρακος καὶ τῆς περιστερᾶς.
Ἐξηγοῦν δηλαδὴ οἱ ἑρμηνευταί, ὅτι, ὅταν ὁ Νῶε ἐμβῆκεν εἰς τὴν κιβωτόν, ἐκράτησε λογαριασμὸν τῶν ἡμερῶν τῆς ἑβδομάδος καὶ ἤξευρε κάθε πότε ἔπιπτεν ἡ ἁγία ἡμέρα τοῦ Σαββάτου.
Ἄλλως τε οἱ ἀριθμοὶ ποὺ μᾶς δίδονται εἰς τὴν Γραφὴν διὰ τὰς διαφόρους περιόδους τοῦ κατακλυσμοῦ, οἱ 150 ἡμέρες ποὺ ἔμειναν τὰ νερά, ἡ χρονολογία κατὰ τὴν ὁποίαν ἐστάθμευσεν ἡ κιβωτὸς εἰς τὸ Ἀραράτ, κλπ,
ὅλα αὐτά, τὰ ὁποῖα διεσώθησαν εἰς τὴν Γραφὴν κατὰ παράδοσιν ἀπὸ στόματος εἰς στόμα, ὅπως τὰ παρέδωκεν ὁ Νῶε, ἀποδεικνύουν καθαρά, ὅτι ὁ Νῶε ἐκράτει λογαριασμὸν τῶν ἡμερῶν.
Καὶ κάθε ἑβδόμη ἡμέρα λοιπὸν ἡγιάζετο ἀπὸ τὸν Νῶε μέσα εἰς τὴν κιβωτὸν καὶ ἐξηκολούθει ὁ γέρων αὐτὸς πατριάρχης νὰ κάμνῃ εἰς τὴν κιβωτὸν κάθε Σάββατον ὅ,τι ἔκαμνε καὶ πρὸ τοῦ νὰ ἔμβῃ εἰς τὴν κιβωτόν.
Ἀφοῦ λοιπὸν εἰς ἡμέραν τοῦ Σαββάτου προσηυχήθη καὶ ἐτέλεσε τὴν συνήθη του λατρείαν πρὸς τὸν Θεὸν ὁ δίκαιος καὶ εὐσεβὴς ἐκεῖνος ἄνθρωπος, θὰ ἐζήτησε συγχρόνως ἀπὸ τὸν Θεὸν νὰ τοῦ δείξῃ, τί ἐγίνετο ἔξω καὶ νὰ ὁδηγήσῃ τὰ πουλιὰ ἐκεῖνα, ποὺ θὰ ἐξαπέλυε, νὰ τοῦ φέρουν κάποιαν εἴδησιν περὶ τούτου.
Γι’ αὐτὸ ἀπὸ ἑπτὰ σὲ ἑπτὰ ἡμέρες γίνονται αἱ ἔξοδοι τῆς περιστερᾶς ἀπὸ τὴν κιβωτόν.
Ἡ ἑρμηνεία αὐτή, ἀναγνῶστα μου, δὲν εἶναι καὶ ἀνεπιτυχής. Οὔτε ὑπάρχει τι, τὸ ὁποῖον νὰ μᾶς ἐμποδίζῃ νὰ τὴν δεχθῶμεν. Τοὐναντίον καὶ πολὺ πιθανὴ φαίνεται, καὶ τὴν εὐσέβειαν τοῦ Νῶε κατ’ ἐξοχὴν ἐξυψώνει.
Ὁ κόρακας δὲν ξαναγυρίζει. Εὑρίσκει πτώματα καὶ κάθεται νὰ φάγῃ. Τὸ περιστέρι ὅμως, τὸ ἁγνὸν καὶ ἀθῶον καὶ ἄκακον περιστέρι, γυρίζει ἀμέσως πίσω, διότι δὲν ἔχει ποῦ νὰ πατήσῃ. Παντοῦ λάσπες, παντοῦ νερά, παντοῦ θάλασσα.
Ἀλλὰ τὸ περιστέρι, ἀναγνῶστα μου, κάτι συμβολίζει. Εἰξεύρεις τί; Τὴν ψυχὴν τὴν καθαράν, τὴν ἁγνήν, τὴν χαριτωμένην, ποὺ φέρει μέσα της τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, τὸ ὁποῖον ἐν εἴδει περιστερᾶς εἰς τὸν Ἰορδάνην ποταμὸν ἐφάνη νὰ κατέρχεται εἰς τὸν Ἰησοῦν. Αὐτὴν συμβολίζει τὸ περιστέρι.
Ὅπως καὶ ὁ κόρακας συμβολίζει τὴν ψυχὴν τὴν σαρκικήν, ποὺ εἶναι κολλημένη εἰς τὴν ὕλην, ποὺ τῆς ἀρέσει τὸ φαγοπότι καὶ ποὺ δὲν σκέπτεται κάτι εὐγενέστερον καὶ ὑψηλότερον.
Ὁλονὲν πρὸς τὰ κάτω βλέπει ἡ ψυχὴ αὐτὴ καὶ φεύγει μακράν, πολὺ μακρὰν ἀπὸ τὴν κιβωτὸν τῆς σωτηρίας, ἀπὸ τὸν Ἰησοῦν Χριστόν.
Τοὐναντίον ἡ ψυχὴ ἡ ἁγνὴ δὲν εὑρίσκει ἀνάπαυσιν καὶ ἡσυχίαν εἰς τὸν ἐλεεινὸν αὐτὸν τῆς ἁμαρτίας κόσμον, ὅπου τὸ κακὸν πλημμυρεῖ καὶ πλεονάζει καὶ δημιουργεῖ σωστὸν κατακλυσμόν.
Καὶ γυρίζει λοιπὸν πρὸς τὴν Κιβωτόν, πρὸς τὸν Ἰησοῦν, ὅπως ἡ περιστερὰ τότε πρὸς τὸν Νῶε.
Ὦ ψυχή μου, ψυχή μου, ἐπίστρεψον εἰς τὴν κατάπαυσίν σου. Ὁ Χριστός, τὸ γλυκὺ αὐτὸ ὄνομα, εἶναι ἡ ἀνάπαυσίς σου, ἡ χαρά σου, τὸ στήριγμά σου, ἡ ἀσφαλὴς σκέπη σου, τὸ ἀπόρθητον φρούριον καὶ κάστρον, μέσα εἰς τὸ ὁποῖον θὰ εὕρῃς τὴν σωτηρίαν σου καὶ τὴν εἰρήνην σου.
Ὢ! ναί· «τίς δώσει μοι πτέρυγας ὡσεὶ περιστερᾶς καὶ πετασθήσομαι καὶ καταπαύσω;» Ποῖος θὰ δώσῃ εἰς τὴν ψυχήν μου τὰ πτερὰ ἐκεῖνα, ποὺ σὰν περιστέρι θὰ μπορέσῃ μὲ αὐτὰ νὰ πετάξῃ κοντὰ εἰς τὸν Χριστόν, διὰ νὰ εὕρῃ εἰς αὐτὸν τὴν ἀνάπαυσίν της; Ποῖος;
Ἀποφάσισέ το σύ, ὦ ψυχή μου, νὰ ἔλθῃς κοντὰ εἰς τὸν Σωτῆρα σου. Ζήτησέ το μὲ τὴν καρδιά σου ἀπὸ τὸν ἴδιον Ἐκεῖνον, πρὸς τὸν Ὁποῖον θέλεις νὰ πλησιάσῃς.
Καὶ γιὰ ἰδές, πῶς ὁ Νῶε ξαπλώνει τὸ χέρι του καὶ πέρνει τὸ περιστέρι διὰ νὰ ἐμβάσῃ μέσα εἰς τὴν κιβωτόν, εἰς τὴν ὁποίαν ἐκεῖνο θέλει νὰ ἐμβῇ.
Ἔτσι καὶ ὁ Χριστὸς θὰ ἐξαπλώσῃ τὸ μεγάλο Του χέρι διὰ νὰ βοηθήσῃ καὶ σέ, διὰ νὰ σὲ τραβήξῃ καὶ σὲ ἑλκύσῃ πρὸς τὸ μέρος Του, διὰ νὰ σὲ ζυγώσῃ κοντά Του, ἀρκεῖ σὺ νὰ τὸ θέλῃς καὶ νὰ τὸ ποθῇς καὶ νὰ τὸ ζητῇς.
Ἰδὲς ἀκόμη, ἀναγνῶστα μου, ποῖο πουλὶ κρατεῖ στὸ στόμα του τὸ φύλλον τῆς ἐληᾶς.
Ὄχι ὁ κόρακας ὁ λαίμαργος, ποὺ προτιμᾷ τὰ πτώματα ἀπὸ τὴν κιβωτόν, ἀλλὰ τὸ ἁγνὸν καὶ ἄκακον περιστέρι. Αὐτὸ φέρνει στὴ μύτη του τὸ φύλλον ἐκεῖνο τῆς ἐληᾶς, ἡ ὁποία πάντοτε συμβολίζει τὴν εἰρήνην καὶ τὴν ἱλαρότητα.
Ναί, ἀδελφέ μου· μὲ ὅσα καὶ ἂν κάμῃ ὁ σαρκικὸς ἄνθρωπος, ποὺ σὰν κόρακας ζητεῖ νὰ χορτάσῃ μὲ τὰς ἀπολαύσεις τῆς ὕλης καὶ τῆς σαρκός, εἶναι ἀδύνατον νὰ πιάσῃ ποτὲ τὴν εἰρήνην, νὰ τὴν δοκιμάσῃ, νὰ τὴν γευθῇ.
Ἡ εἰρήνη εἶναι μόνον διὰ τὶς χαριτωμένες ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ ψυχές. Μόνον οἱ καρδιὲς ἐκεῖνες, ποὺ ὁμοιάζουν πρὸς τὴν περιστεράν, ἡ ὁποία κρατεῖ στὸ στόμα της τὸ φύλλον τῆς ἐληᾶς, μόνον αὐτὲς ἔχουν κτῆμα τους καὶ στολισμόν τους καὶ ἀπόλαυσίν τους τὴν εἰρήνην.
Καὶ πῶς ὄχι; Ἡ εἰρήνη τῆς καρδίας δὲν εἶναι πρᾶγμα, ποὺ νὰ μπορῇ νὰ τὸ δώσῃ ὁ ἀνήσυχος καὶ ἀκατάστατος κόσμος μὲ τὰ περισσότερον ἀκατάστατα καὶ ἀβέβαια καὶ ἀσταθῆ ἀγαθὰ ποὺ ἔχει.
Ὁ κόσμος μόνον ἀνησυχία καὶ ταραχὴν καὶ ἀηδίαν καὶ ἀπογοήτευσιν μπορεῖ νὰ δώσῃ, ὄχι εἰρήνην καὶ ἀληθινὴν χαράν.
Ψιμύθιον εἰρήνης, κάτι ποὺ φαίνεται ἀπ’ ἔξω σὰν εἰρήνη, μὰ εἰς τὸ βάθος εἶναι ὅλον ταραχή, ἕνα τέτοιον πρᾶγμα μπορεῖ νὰ τὸ δὼσῃ καὶ τὸ δίδει ὁ κόσμος.
Εἰρήνην ὅμως ἀληθινὴν καὶ πραγματικὴν ποτὲ καὶ κατ’ οὐδένα λόγον δὲν μπορεῖ νὰ μεταδώσῃ. Ἡ εἰρήνη ἡ ἀληθινή, ἡ βαθεῖα, ἡ ἀδιατάρακτος, «ἡ πάντα νοῦν ὑπερέχουσα», μόνον ἐν τῇ Θεότητι ὑπάρχει, καὶ μόνον τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ μπορεῖ νὰ τὴν μεταδώσῃ καὶ νὰ τὴν δωρήσῃ.
Καὶ αἱ ψυχαὶ λοιπὸν ἐκεῖναι, ποὺ ἔχουν τὴν χαρὰν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, οἱ χαριτωμένες ψυχές, αἱ περιστεραὶ τῆς θείας χάριτος, αὐταὶ καὶ μόνον αὐταὶ ἔχουν καὶ κρατοῦν τὸν θησαυρὸν αὐτὸν τῆς οὐρανίας καὶ γλυκείας εἰρήνης.
Τρεῖς φορὰς ἐξαπέστειλε τὴν περιστερὰν ὁ Νῶε ἀπὸ τὴν κιβωτόν. Καὶ τὰς μὲν δύο φορὰς ἐπέστρεψε πάλιν ἡ περιστερά, τὴν τρίτην ὅμως δὲν ἐξαναγύρισε πλέον. Καὶ ἦτο αὐτὸ σημάδι, ὅτι ἡ γῆ ἤρχισε νὰ ξηραίνεται καὶ ὅτι εἰς πολλὰ μέρη εἶχεν ἀναφανῆ ἡ ξηρά.
Εὑρισκόμεθα τώρα εἰς τὸ ἑξακοσιοστὸν πρῶτον ἔτος τῆς ἡλικίας τοῦ Νῶε. Ὅταν ὁ Νῶε ἦταν ἑξακοσίων χρόνων ἤρχισεν ὁ κατακλυσμός. Τώρα εἶναι ἑξακοσίων ἑνὸς χρόνων ὁ Νῶε. Δηλαδὴ ἐπέρασεν ἐκεῖ μέσα εἰς τὴν κιβωτὸν κλεισμένος σχεδὸν ἕνα χρόνον ὁλόκληρον.
«Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ἑνὶ καὶ ἑξακοσιοστῷ ἔτει ἐν τῇ ζωῇ τοῦ Νῶε, τοῦ πρώτου μηνός, μιᾷ τοῦ μηνὸς ἐξέλιπε τὸ ὕδωρ ἀπὸ τῆς γῆς».
Εἰς τὰς 27 τοῦ δευτέρου μηνὸς ἤρχισεν ὁ κατακλυσμός. Ἐπέρασαν δέκα μῆνες καὶ ἦλθεν ὁ πρῶτος μῆνας τοῦ ἄλλου ἔτους, καὶ τότε τὸ πολὺ ἐκεῖνο νερό, μὲ τὸ ὁποῖον ἐσκεπάζετο ἡ γῆ, ἔλειψε πλέον, ἀλλὰ δὲν εἶχε ξηρανθῆ ἀκόμη ἡ γῆ.
Ἀπὸ μακρυὰ ἂν ἐκύτταζες, θὰ ἔβλεπες ξηρὰν ἐκτεταμένην, ἐὰν ἤρχεσο ὅμως διὰ νὰ περιπατήσῃς εἰς τὴν ξηρὰν αὐτήν, δὲν θὰ ἦτο δύσκολον νὰ βουτηχθῇς ὁλόκληρος στὸν βοῦλκον καὶ στὴν λάσπην.
Καὶ ὁ Νῶε τώρα, μιὰ φορὰ ποὺ ὁ Θεὸς δὲν τοῦ λέγει νὰ βγῇ ἀπὸ τὴν κιβωτόν, δὲν τολμᾷ νὰ ἐξέλθῃ. Ὅπως γιὰ νὰ ἔμβῃ εἰς τὴν κιβωτὸν ἐπερίμενε τὴν προσταγὴν τοῦ Θεοῦ, ἔτσι καὶ γιὰ νὰ ἐβγῇ ἀπὸ τὴν κιβωτόν, ἔπρεπε νὰ περιμένῃ τὴν ἰδίαν προσταγήν.
Τί κάμνει λοιπὸν ὁ Νῶε διὰ νὰ ἐλαφρώσῃ λίγο τὴν στενοχώρια τῆς φυλακῆς ἐκείνης, ποὺ τοῦ ἐδημιούργει τὸ κλείσιμον μέσα εἰς τὴν κιβωτόν; «Ἀπεκάλυψε τὴν στέγην τῆς κιβωτοῦ».
Ἐξεσκέπασεν ἕνα μέρος τῆς κιβωτοῦ. Καὶ ἔτσι δὲν ἦταν πλέον ἀπὸ ὅλες τὶς μεριὲς κουπωμένος. Μποροῦσε νὰ ἀναπνεύσῃ κάπως καλύτερα τώρα. Μποροῦσε νὰ γυρίσῃ τὸ μάτι του τριγύρω νὰ ἴδῃ τί γίνεται ὁ κόσμος. Μποροῦσε ἐπὶ τέλους κάτι νὰ ἴδῃ καὶ νὰ εὐχαριστηθῇ.
«Καὶ εἶδεν, ὅτι ἐξέλιπε τὸ ὕδωρ ἀπὸ πρόσωπον τῆς γῆς».
Ἡ Γραφή, βλέπεις, ἀναγνῶστα μου, ἀναφέρει ἰδιαιτέρως ὅτι ὁ Νῶε εἶδεν, ὅτι τὸ νερὸ ἔλειψεν ἀπὸ τὸ πρόσωπον καὶ τὴν ἐπιφάνειαν τῆς γῆς. Θεωρεῖ ὅτι ἀξίζει νὰ γραφῇ καὶ ἀξίζει νὰ γίνῃ λόγος περὶ αὐτοῦ, τὸ ὁποῖον εἶδεν ὁ Νῶε.
Ἔχει ὑπ’ ὄψιν της τὴν ἐντύπωσιν, ποὺ θὰ ἔκαμεν εἰς τὸν Νῶε τὸ θέαμα ἐκεῖνο· τὴν χαρὰν ποὺ θὰ ἐδοκίμασεν ἐκεῖνος· τὸν ἐνθουσιασμὸν ποὺ θὰ κατέλαβε τὴν καρδίαν του·
τὴν εὐγνωμοσύνην πρὸς τὸν Θεόν, ἡ ὁποία θὰ ἤναψε μέσα του· τοὺς λόγους τῆς εὐχαριστίας καὶ τῆς δοξολογίας, ποὺ θὰ ἐβγῆκαν ἀπὸ τὰ χείλη του. Πῶς θὰ τοῦ ἐφάνη τὴν στιγμὴν ἐκείνην τοῦ Νῶε!
Καὶ μ’ ὅλα ταῦτα, ἡ ξηρὰ ἦταν κάτι ποὺ τὤβλεπε κάθε ἡμέραν ἄλλοτε ὁ Νῶε· ἦταν τὸ πιὸ συνειθισμένον καὶ τὸ πιὸ κοινὸν πρᾶγμα, ποὺ τὸ εἶχεν ἐμπρὸς εἰς τὰ πόδια του καὶ τὸ πατοῦσε διαρκῶς.
Καὶ δὲν λέγω ποτέ, ὅτι ὁ δίκαιος καὶ ἐνάρετος καὶ εὐλαβὴς Νῶε δὲν ἐξετίμα τότε οὐδὲ ἐλογάριαζε διόλου τὸ μεγάλο αὐτὸ εὐεργέτημα καὶ δώρημα, ποὺ μᾶς ἔχει δώσει ὁ Θεός. Λέγω ὅμως, ὅτι τώρα τὸ ἐκτιμᾷ περισσότερον.
Τὸ ἐξετίμα καὶ τότε καὶ ηὐχαρίστει τὸν Θεὸν δι’ ὅλας τὰς εὐεργεσίας, ποὺ τοῦ ἔδιδε. Τώρα ὅμως εἶναι εἰς θέσιν νὰ ἐκτιμήσῃ πιὸ καλύτερα τὴν ἀξίαν τοῦ ἀγαθοῦ αὐτοῦ καὶ νὰ εὐχαριστήσῃ θερμότερον καὶ ζωηρότερον τὸν Θεόν.
Καὶ μὲ ἡμᾶς συμβαίνει κάτι ὅμοιον κάπως, ἀλλὰ καὶ διαφορετικὸν ἀκόμη, ἀναγνῶστα μου.
Ὅταν ἔχωμεν τὰ δωρήματα τοῦ Θεοῦ, τὴν ὑγείαν δηλαδή, τὸ νερό, τὸν καθαρὸν ἀέρα, τὸ ψωμί, αὐτὴν τὴν ξηρὰν ὁποῦ πατοῦμεν καὶ τόσα ἄλλα, δὲν τὰ λογαριάζομεν διόλου· δὲν τὰ θεωροῦμεν κἂν ὡς δωρεὰς καὶ ὡς εὐεργεσίας τοῦ Θεοῦ.
Εἶναι ὁ πλοῦτος, ποὺ μᾶς τὸν ἔχει δώσει ἄφθονον ὁ Πατέρας μας, καὶ ἐπειδὴ μᾶς περισσεύει, ἡμεῖς τὸν ποδοπατοῦμεν καὶ τὸν περιφρονοῦμεν καὶ οὔτε κἂν τὸν θεωροῦμεν ὡς πλοῦτον ἀληθινόν.
Σὰν μᾶς λείψῃ ὅμως! Σὰν ἔλθῃ ἕνας ἀποκλεισμὸς καὶ τὸ ψωμὶ καταντήσῃ νὰ πωλῆται μὲ τὸ δράμι, αἴ! τότε τὰ μυαλά μας ἀλλάζουν καὶ τὰ μάτια μας βλέπουν κάπως διαφορετικά.
«Τί εἴχαμε προτήτερα καὶ δὲν τὸ λογαριάζαμε!», φωνάζομεν ὅλοι. Τότε ἀνοίγουν τὰ μάτια μας, γιὰ νὰ ξανακλείσουν ὅμως ὕστερα ἀπὸ λίγο, ὅταν περάσουν οἱ χρόνοι τῆς στερήσεως καὶ ἔλθουν πάλιν τὰ χρόνια τῆς ἀφθονίας.
Ἄχ! Θεέ μου· γιατί νὰ εἶμαι τόσον τυφλὸς καὶ γιατί νὰ μὴ βλέπω τὰς εὐεργεσίας Σου καὶ νὰ μὴ Σὲ εὐχαριστῶ δι’ αὐτὰς ἡμέραν καὶ νύκτα;
Τέλος 5ου κεφαλαίου