Εὐθὺς ὡς ὁ Νῶε μὲ τοὺς ἰδικούς του ἠσφαλίσθησαν, ἤρχισεν ὁ κατακλυσμός. Ἐφ’ ὅσον αὐτοὶ δὲν ἦσαν ἠσφαλισμένοι, ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ δὲν ἐξεδηλοῦτο.
Καὶ διδάσκεσαι λοιπὸν ἐξ αὐτοῦ, ἄνθρωπε, ὅτι αἱ καταστροφαὶ καὶ αἱ ἐρημώσεις τῆς ὀργῆς τοῦ Θεοῦ δὲν ἐπέρχονται, ἐφ’ ὅσον ὁ Θεὸς ἐργάζεται διὰ νὰ προστατεύσῃ καὶ ἀσφαλίσῃ πρῶτον τοὺς ἰδικούς του ἀνθρώπους.
Ὅταν ὅμως οἱ δίκαιοι ἀσφαλισθοῦν ἀπομακρυνόμενοι ἢ ἐν εἰρήνῃ ἀποθνήσκοντες, τότε περίμενε τὴν ὀργὴν τοῦ Θεοῦ νὰ ἐκσπάσῃ. Εἶναι πλησίον αὕτη. Δὲν εἶναι μακράν. Καὶ μετ’ ὀλίγον θὰ ἐκδηλωθῇ ραγδαίως.
Ἤρχισεν ὁ κατακλυσμός. Τοῦ μεγάλου αὐτοῦ καὶ τρομεροῦ γεγονότος ἡ Ἁγία Γραφὴ μᾶς διέσωσε καὶ τὴν χρονολογίαν.
Ὁ κατακλυσμὸς ἔγινεν, ὅταν ὁ Νῶε ἦτο ἑξακοσίων ἐτῶν δηλαδὴ ἐὰν ὑπολογίσωμεν τὰ χρόνια σύμφωνα μὲ τὴν γενεαλογίαν ποὺ μᾶς δίδει ἡ Γραφὴ ἀπὸ τοῦ Ἀδὰμ μέχρι τοῦ Νῶε, θὰ εὕρωμεν ἐπάνω κάτω 1656 χρόνια ἀπὸ τὴν ἐποχὴν τῆς δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου.
Καὶ δὲν ὁρίζει μόνον τὸ ἔτος ἡ Γραφή, ἀλλὰ καὶ τὸν μῆνα καὶ τὴν ἡμέραν ἀκόμη, καθ’ ἣν ὁ ἤρχισεν ὁ κατακλυσμός. «Τοῦ δευτέρου μηνός, ἑβδόμῃ καὶ εἰκάδι τοῦ μηνός, τῇ ἡμέρᾳ ταύτῃ ἐρράγησαν πᾶσαι αἱ πηγαὶ τῆς ἀβύσσου καὶ οἱ καταρράκται τοῦ οὐρανοῦ ἀνεῴχθησαν».
Εἰς τὰς 27 τοῦ δευτέρου μηνὸς κατὰ τὴν ἡμέραν αὐτὴν ἤνοιξαν αἱ πηγαὶ τῆς ἀβύσσου καὶ οἱ καταρράκται τοῦ οὐρανοῦ. Δηλαδὴ περὶ τὰς ἀρχὰς τοῦ ἰδικοῦ μας μηνὸς Νοεμβρίου.
Ὅταν ὁ Νῶε ἦτο ἑξακοσίων ἐτῶν. Ἀρκετὰ προχωρημένος δηλαδὴ εἰς τὰ χρόνια. Καὶ ἔζησε διὰ νὰ ἴδῃ μὲ τὰ μάτια του τὴν μεγάλην καὶ θλιβερὰν αὐτὴν καταστροφὴν τοῦ κόσμου, ποὺ ἀναμφιβόλως αὐτὸς δὲν θὰ ἤθελε νὰ τὴν ἴδῃ ποτέ.
Ὅσῳ καὶ ἂν ἦταν αὐτὸς ἀσφαλισμένος μέσα εἰς τὴν κιβωτόν, δὲν εἰμποροῦσε ποτὲ ἡ καρδιά του νὰ μὴ ραγίσῃ ἀπὸ τοὺς στεναγμούς, ποὺ θὰ ἤκουε τὰς πρώτας ἡμέρας ἀπ’ ἔξω ἀπὸ τὴν κιβωτὸν καὶ ἀπὸ τὴν ἰδέαν, ὅτι ὅλος ὁ κόσμος κατὰ τὰς ἡμέρας ἐκείνας κατεστρὲφετο.
Αὐτὸ ἔχει ἡ μακροζωΐα. Ὅσῳ περισσότερον ζῇς, τόσον περισσότερα πράγματα θὰ ἴδῃς. Καὶ καλὰ καὶ κακά. Καὶ δυσάρεστα καὶ εὐχάριστα. Τὰ καλὰ ὅμως καὶ εὐχάριστα θὰ εἶναι τὰ ὀλιγώτερα, τὰ πολὺ καὶ ἀσυγκρίτως ὀλιγώτερα.
Εἰς τρόπον ὥστε εἶναι πολλὲς φορὲς ρουσφέτι καὶ χάρις, τὴν ὁποίαν ὁ Θεὸς δίδει εἰς τοὺς ἰδικούς Του, τὸ νὰ τοὺς παίρνῃ γρήγορα ἀπὸ τὸν κόσμον αὐτόν, διὰ νὰ μὴ ἴδουν μὲ τὰ μάτια τους τὰ δεινά, ποὺ πρόκειται νὰ ἐπακολουθήσουν εἰς τὸ ἔθνος τους ἢ εἰς τὴν πόλιν τους ἢ εἰς τὸ σπίτι τους.
Ἔτσι ὑπεσχέθη ὁ Θεὸς εἰς τὸν εὐσεβῆ καὶ εὐαρεστήσαντα ἐνώπιον Αὐτοῦ βασιλέα τῶν Ἰουδαίων Ἰωσίαν, ὅτι θὰ τὸν ἔπαιρνε καὶ θὰ τὸν προσέθετε πρὸς τοὺς πατέρας αὐτοῦ· «καὶ συναχθήσῃ εἰς τὸν τάφον σου ἐν εἰρήνῃ καὶ οὐκ ὀφθήσεται ἐν τοῖς ὀφθαλμοῖς σου ἐν πᾶσι τοῖς κακοῖς οἷς ἐγώ εἰμι ἐπάγων ἐπὶ τὸν τόπον τοῦτον».
Καὶ ἔτσι παίρνει πολλάκις παράκαιρα τὸν νεαρὸν ἀδελφὸν ὁ Θεός, ἐπειδὴ δὲν θέλει νὰ τὸν πικράνῃ περισσότερον μὲ τὰ πικρὰ ποτήρια τῶν θανάτων καὶ τῶν ἀσθενειῶν, ποὺ εὐθὺς ἀμέσως ὕστερα θὰ δοθοῦν τὸ ἕνα κοντὰ εἰς τὸ ἄλλο διὰ νὰ πίουν οἱ ἐπιζῶντες μὲ στεναγμοὺς καὶ μὲ πικρὰ δάκρυα.
Παίρνει παράκαιρα τὴν μάνναν, διὰ νὰ μὴ ἴδῃ καὶ τοῦ ἄλλου της παιδιοῦ τὸν θάνατον καὶ διὰ νὰ μὴ πληγωθῇ καὶ μὲ δευτέραν ρομφαίαν ἡ καταπληγωμένη της καρδιά.
Βλέπεις ὅμως ὅτι τὸν Νῶε τὸν ἀφίνει. Ἀναθέτει εἰς αὐτὸν ἀποστολὴν θλιβερὰν μὲν ἀληθῶς καὶ τραχεῖαν, ἀλλὰ καὶ ἐκτάκτως μεγάλην καὶ ἐξόχως τιμητικήν.
Τὸν εὗρεν ἱκανὸν εἰς τοῦτο. Τὸν εὗρεν ἄξιον καὶ τὸν χρησιμοποιεῖ λοιπὸν ὡς ὄργανον τῆς βουλῆς Του. Τὰ μεγάλα ἔργα καὶ αἱ μεγάλαι ἀποστολαὶ ἔτσι πάντοτε εἶναι, ἀνακατευμέναι μὲ θλίψεις καὶ μὲ βάσανα καὶ μὲ πικρίας.
Μένε λοιπὸν ἀναπαυμένος εἰς τὴν θέσιν σου, Χριστιανέ. Ὅ,τι σοῦ δίδει ὁ Θεός, εἶναι καλὰ δοσμένο. Θέλει ἐκεῖνος νὰ σὲ δοκιμάζῃ μὲ θλίψεις καὶ μὲ βάσανα. Θέλει ὅλος σου ὁ βίος νὰ εἶναι ζυμωμένος μὲ δάκρυα καὶ μὲ στεναγμούς.
Καλὰ τὸ θέλει καὶ πρὸς τὸ συμφέρον σου τὸ θέλει καὶ διὰ κἄποιον μεγάλον καὶ πολὺ γλυκὺν καρπὸν τὸ θέλει. Ὑπόμεινε σὺ τὴν παιδείαν τοῦ Κυρίου. Μὴ θέλῃς νὰ πετάξῃς ἀπὸ ἐπάνω σου τὸ φορτίον ἐκεῖνο, ποὺ σοῦ ἐπιβάλλει ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.
Θέλεις νὰ εἶσαι στρατιώτης Του; «Κακοπάθησον λοιπὸν ὡς καλὸς στρατιώτης Ἰησοῦ Χριστοῦ». Καὶ ἔχε τὴν πεποίθησιν, ὅτι ἀπὸ τὰ βάσανα αὐτά, ποὺ μὲ ὑπομονὴν ὀφείλεις καὶ ὑποχρεοῦσαι νὰ βαστᾷς, θὰ ἔβγῃ μίαν ἡμέραν καρπὸς γλυκὺς σωτηρίας καὶ ἀναπαύσεως καὶ εἰρήνης.
Μπορεῖ νὰ μὴ τὸν ἴδῃς εἰς τὸν φθαρτὸν τοῦτον κόσμον τὸν καρπὸν αὐτόν. Θὰ τὸν ἴδῃς ὅμως καὶ θὰ τὸν εὕρῃς ὡρισμένως εἰς τὸν μέλλοντα κόσμον, ὅπου ὡσὰν ἀγωνιστὴς ποὺ ἐγέρασες ἐπάνω εἰς τὰ βάσανα τοῦ ἀγῶνος θὰ ἀναπαύεσαι αἰωνίως εἰς τὰς ἀμαράντους δάφνας τῆς νίκης καὶ τοῦ θριάμβου σου.
Ὅταν ἤρχισεν ὁ κατακλυσμὸς, «ἐρράγησαν πᾶσαι αἱ πηγαὶ τῆς ἀβύσσου καὶ οἱ καταρράκται τοῦ οὐρανοῦ ἀνεῴχθησαν».
Δὲν ἐχρειάσθη νὰ δημιουργηθοῦν νέαι ποσότητες ὑδάτων. Τὰ νερὰ ποὺ εὑρίσκοντο ἕως τώρα καὶ εὑρίσκονται καὶ σήμερα εἰς τὴν ἀτμόσφαιράν μας καὶ τριγύρω ἀπὸ τὴν σφαῖραν μας, ἦσαν ἀρκετὰ νὰ πνίξουν τὸν κόσμον.
Αὐτὰ τὰ ἴδια τὰ νερά, ποὺ ὁ Θεὸς τώρα τὰ ἔχει τάξει εἰς ὅρια καὶ εἰς περιορισμούς, καὶ μέσα εἰς τὰ ὅριά των αὐτὰ μᾶς εἶναι τόσον χρήσιμα, καὶ ὠφέλιμα καὶ εὐεργετικά, αὐτά, ὅταν ἡ ἄπειρος δύναμις τοῦ Θεοῦ ἠθέλησε νὰ μετακινήσῃ τὰ ὅρια ταῦτα, ἔφεραν τὴν μεγάλην καταστροφήν.
Καὶ ἔτσι ὄχι μόνον τοῦ οὐρανοῦ τὰ νερά, ἀλλὰ καὶ τῆς γῆς αἱ θάλασσαι καὶ αἱ λίμναι καὶ τὰ ποτάμια καὶ αἱ ὑπόγειοι ἀποθῆκαι τῶν νερῶν ἐγύρισαν πίσω διὰ νὰ κατακαλύψουν τὸ πρόσωπον τῆς γῆς καὶ ἔφυγαν ἀπὸ τὴν θέσιν τους διὰ νὰ καταπλημμυρίσουν τὰ πάντα.
Τί σοῦ φαίνεται, ἄνθρωπε; Ὅταν ὁ Θεὸς τὸ ἀποφασίσῃ, δὲν εἰμπορεῖς νὰ εὕρῃς πουθενὰ τόπον διὰ νὰ σταθῇς. Ὁλόκληρος ἡ δημιουργία εἶναι ἕτοιμος νὰ ἐπιπέσῃ κατὰ τοῦ ἁμαρτωλοῦ ἀνθρώπου, εὐθὺς ὡς ὁ Θεὸς δώσῃ τὸ σύνθημα τῆς καταστροφῆς καὶ τῆς ἐκδικήσεως.
Τί ἄγριον καὶ τρομερὸν θέαμα, ποὺ θὰ ἦτο τὸ θέαμα τοῦ κατακλυσμοῦ! Κάτω αἱ θάλασσαι καὶ αἱ λίμναι καὶ τὰ ποτάμια νὰ βράζουν καὶ νὰ βουΐζουν ἀπὸ τὴν ταραχὴν τῶν κυμάτων καὶ ἀπὸ τὴν βοὴν τῶν εἰσορμώντων ὑδάτων.
Ἐπάνω ὁ οὐρανὸς νὰ βροντᾷ καὶ νὰ ἀστράπτῃ καὶ ὄχι νὰ βρέχῃ, ἀλλὰ νὰ ρίπτῃ νερὸ πυκνόν, ἀκατάπαυστον, νερὸ ὡσὰν ρεῦμα καταρράκτου τινὸς ἀπὸ τὸ ὕψος τοῦ οὐρανοῦ πίπτοντος· νερὸ ποὺ νὰ μὴ σταματᾷ ἐπὶ τεσσαράκοντα ὁλοκλήρους ἡμέρας καὶ νύκτας.
Οἱ καταρράκται τοῦ οὐρανοῦ ἤνοιξαν. Δηλαδὴ ποτάμι μεγάλο ἀπὸ κάτω τῆς γῆς τὰ νερά, μὰ ποτάμι μεγάλο καὶ ἀπὸ πάνω τοῦ οὐρανοῦ τὰ νερά.
Τέτοια νεροποντὴ δὲν τὴν εἶδε ποτὲ ὁ κόσμος. Ξεύρομεν, ὅτι πίπτει βροχὴ εἰς λεπτὲς ἢ παχειὲς στάλες, μὰ νερὸ ἐν εἴδει καταρράκτου νὰ πέφτῃ ἀπὸ τὸν οὐρανὸν οὔτε εἰς τὸν ὕπνον μας δὲν τὸ εἴδαμεν. Οὔτε καὶ νὰ τὸ ἰδοῦμε.
Νὰ λοιπόν· ὅταν ὁ Θεὸς τὰ βάλῃ μαζῆ σου, αὐτὰ τὰ χρησιμώτερα πράγματα μεταβάλλονται εἰς παγίδας ὀλέθρου καὶ καταστροφῆς.
Ὑπάρχει ἄλλο τι χρησιμώτερον ἀπὸ τὸ νερό; Καὶ ὅμως γίνεται τώρα τάφος, μέσα εἰς τὸν ὁποῖον πνίγεται ὁ κόσμος ὁλόκληρος.
Νὰ λοιπόν· ὅταν ὁ Θεὸς τὰ βάλῃ μαζῆ σου, καὶ γῆ καὶ οὐρανὸς στρέφονται συγχρόνως κατὰ σοῦ.
Πῶς θὰ εἰμπορέσῃς νὰ ἀποφύγῃς τὴν κρίσιν Του καὶ τὴν δίκην Του; Καὶ πῶς θὰ εἰμπορέσῃς νὰ ὑπομείνῃς τὸ βάρος τῆς ὀργῆς Του; Ἢ ποῖος εἶναι ἱκανὸς νὰ σταθῇ ἐμπρὸς εἰς τὸν Θεόν, ὅταν εἶναι ὠργισμένος;
Ἀλλ’ ἡ καταστροφὴ αὐτὴ τοῦ κόσμου, ἡ ὁποία συνετελέσθη διὰ τοῦ κατακλυσμοῦ τῶν ὑδάτων, ἀποτελεῖ ἓν δεῖγμα καὶ μίαν εἰκόνα, εἰς τὰ ὁποῖα ὁ Θεὸς μᾶς παρουσίασε καὶ τὴν ἄλλην μεγάλην καταστροφήν, ποὺ θέλει γίνει εἰς τὸ τέλος τοῦ κόσμου καὶ ποὺ θὰ κατακαῇ ἡ γῆ καὶ τὰ ἐν αὐτῇ ἔργα διὰ πυρὸς κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην τοῦ Κυρίου τὴν μεγάλην καὶ φοβερὰν καὶ ἐπιφανῆ.
Ὁ θεῖος ἀπόστολος Πέτρος συνδέει τὰς δύο αὐτὰς καταστροφὰς καὶ στηριζόμενος εἰς τὴν πρώτην, ἡ ὁποία ἔγινε, συμπεραίνει βεβαίως ὅτι θὰ συντελεσθῇ καὶ ἡ δευτέρα.
Ἡ γῆ, λέγει, μέσα στὰ νερὰ ἐστηρίχθη καὶ μὲ νερὰ ἐφτιάσθη καὶ συνεστήθη. Καὶ τὰ νερὰ ἐκεῖνα, ποὺ ἦσαν τὸ στήριγμά της καὶ τὸ στήριγμα κάθε ζωῆς, ποὺ ἐκινεῖτο εἰς αὐτήν, ἐγύρισαν μιὰ μέρα καὶ ἔπνιξαν κάθε τι ποὺ ἦτο εἰς τὴν γῆν καὶ ἐσκόρπισαν εἰς αὐτὴν τὸν θάνατον. Καὶ ἔτσι ὁ τότε παλαιὸς κόσμος «ὕδατι κατακλυσθεὶς ἀπώλετο».
Ἀλλὰ καὶ ὁ σημερινὸς κόσμος, λέγει ὁ θεῖος Πέτρος, ὁ σημερινὸς οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ φυλάσσονται διὰ τὸ πῦρ, μὲ τὸ ὁποῖον θὰ καταστραφοῦν, ὅταν θὰ ἐπιστῇ ἡ φοβερὰ τῆς κρίσεως ἡμέρα. Διότι ἡ γῆ δὲν ἔχει μέσα της μόνον νερά. Ἔχει ἀκόμη καὶ φωτιά.
Ἡ Αἴτνα, ὁ Βεζούβιος καὶ τόσα ἄλλα ἡφαίστεια ποὺ ἀνοίγουν πολλὲς φορὲς διὰ νὰ ξεράσουν ποτάμια πύρινα καὶ φλογερά, μᾶς πληροφοροῦν ἐπισημότατα, ὅτι τὰ σπλάγχνα καὶ ἡ καρδιὰ τῆς γῆς εἶναι πύρινα.
Ὡσαύτως δὲ καὶ ἀπὸ τὸν οὐρανὸν δὲν πέφτει μόνον βροχή, ἀλλὰ πολλὲς φορὲς πέφτει καὶ φωτιὰ τοῦ κεραυνοῦ, ποὺ δημιουργεῖ μεγάλας καταστροφάς.
Καὶ ὅταν λοιπὸν θὰ ἐπιστῇ ἡ φοβερὰ ἐκείνη ἡμέρα, ἡ γῆ θὰ ἐμβῇ ἐν μέσῳ δύο πυρῶν, ὅπως ἄλλοτε εὑρέθη ἐν μέσῳ δύο θαλασσῶν καὶ δύο χειμάρρων, θὰ ἐμβῇ ἀνὰ μέσον τῆς φωτιᾶς, ποὺ θὰ βγαίνῃ ἀπὸ τὰ σπλάγχνα της καὶ τῆς φωτιᾶς, ποὺ θὰ πέφτῃ ἀπὸ τοὺς οὐρανούς.
Καὶ τότε ὁ καθαρισμὸς της θὰ εἶναι ἀληθινὸς καὶ ὁριστικός. Καὶ τότε τὸ ξεπάστρεμμα τῶν ἁμαρτωλῶν θὰ εἶναι τελειωτικόν. Ἡ γῆ θὰ καθαρισθῇ ὡς ἐν καμίνῳ, θὰ λαμπικαρισθῇ διὰ πυρός, διὰ νὰ χρησιμεύσῃ εἰς τὸ ἑξῆς ὡς αἰωνία κατοικία τῶν δικαίων.
Ἡ διάσωσις τοῦ Νῶε ἀπὸ μέσα ἀπὸ τὰ νερά, εἰς τὰ ὁποῖα ἔπλευσε διὰ τῆς κιβωτοῦ, ἀλλὰ δὲν ἐπνίγη, ὑπῆρξε τύπος, ποὺ προεσήμαινε τὴν σωτηρίαν καὶ ἡμῶν τῶν Χριστιανῶν διὰ τοῦ ὕδατος τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος.
Τὴν ἑρμηνείαν αὐτὴν μᾶς τὴν δίδει ὁ ἀπόστολος Πέτρος εἰς τὴν Α’ Καθολικὴν ἐπιστολήν του, ὅπου κάμνων λόγον περὶ τῆς μακροθυμίας, τὴν ὁποίαν ἔδειξεν ὁ Θεὸς κατὰ τὴν ἐποχὴν ἐκείνην, ποὺ κατεσκευάζετο ἡ κιβωτός, προσθέτει ὅτι εἰς τὴν κιβωτὸν αὐτὴν ὀλίγαι, τουτέστιν ὀκτώ διεσώθησαν ψυχαὶ διὰ μέσου τοῦ ὕδατος.
Καὶ προσθέτει ἔπειτα ὁ θεῖος Πέτρος, ὅτι διὰ τοῦ ὕδατος καὶ τώρα σώζει ἡμᾶς τὸ ἀντίτυπον βάπτισμα· τὸ βάπτισμα τοῦ ὁποίου τύπος ἦτο ἡ διὰ τῶν ὑδάτων διάσωσις τοῦ Νῶε.
Καὶ ἀληθῶς ἀναγνῶστα μου. Μέσα εἰς τὸν κόσμον τῆς διαφθορᾶς καὶ τῆς ἁμαρτίας ἔκτισε καὶ ὁ Χριστός, τὸν ὁποῖον προετύπωσε καὶ προεσήμανεν ὁ Νῶε, τὴν ἰδικήν Του κιβωτόν. Καὶ ἡ κιβωτὸς αὐτὴ εἶναι ἡ Ἐκκλησία Του.
Στηρίζεται καὶ αὐτὴ ἐπάνω εἰς τὰ νερά, μὲ τὰ ὁποῖα ὁ Χριστὸς ἦλθε νὰ ξεπλύνῃ τὴν ἀκαθαρσίαν τῆς ἁμαρτίας καὶ νὰ θάψῃ εἰς αὐτὰ τὸν παλαιὸν ἄνθρωπον τὸν διαφθαρέντα καὶ διαστραφέντα ἀπὸ τὸ κακόν.
Καὶ τὰ νερὰ αὐτὰ εἶναι τὸ ἡγιασμένον λουτρὸν τοῦ βαπτίσματος, ποὺ χρησιμεύει ὡς μία πόρτα, διὰ τῆς ὁποίας οἱ σωζόμενοι ἐμβαίνουν εἰς τὴν κιβωτὸν αὐτὴν τῆς σωτηρίας.
Ἔξω ἀπὸ τὴν κιβωτὸν αὐτὴν εἶναι κατακλυσμὸς καὶ σκοτάδι. Κατακλυσμὸς τῆς ἁμαρτίας· σκοτάδι πλάνης καὶ ἀγνοίας. Ἔξω ἀπὸ τὴν κιβωτὸν αὐτὴν εἶναι θάνατος καὶ ὄλεθρος καὶ πνιγμὸς καὶ ναυάγιον.
Μόνον ἐν τῇ κιβωτῷ ὑπάρχει ἡ σωτηρία. Μόνον δι’ αὐτῆς θὰ ἠμπορέσῃς γλυτώνων ἀπὸ τὸν κατακλυσμὸν τοῦ κακοῦ νὰ φθάσῃς εἰς τὸν ἥσυχον καὶ ἀσφαλῆ τοῦ οὐρανοῦ λιμένα.
Ἔμβα λοιπὸν καὶ σύ, Χριστιανέ μου, ὅπως ἐμβῆκεν ἄλλοτε καὶ ὁ Νῶε εἰς τὴν κιβωτὸν τὴν ἰδικήν του. Γιὰ ἰδές τον, πῶς χωρίζεται ἀποφασιστικῶς ἀπὸ κάθε τι, ποὺ μποροῦσε νὰ τὸν ἀπομακρύνῃ ἀπὸ τὴν κιβωτόν.
Ἀφίνει τὰ κτήματά του καὶ τὰ σπίτια του καὶ τὰ ὑπάρχοντά του. Ἀφίνει τοὺς γνωστούς του καὶ τοὺς φίλους του καὶ τοὺς συγγενεῖς του. Ἀφίνει τὰ πάντα καὶ ἐμβαίνει εἰς τὴν κιβωτόν.
Ἔτσι ἄφησε καὶ σύ, ἀδελφέ μου, κάθε δεσμὸν πρὸς τὸν κόσμον τῆς ἁμαρτίας καὶ χωρίσου διαπαντὸς ἀπὸ αὐτόν.
Ἄφησε τὰς κακὰς συνηθείας σου καὶ τὰ ἐλαττώματά σου. Ἄφησε τὰς πονηράς σου σχέσεις καὶ συμπαθείας. Χωρίσου ἀπὸ γνωριμίας καὶ ἀπὸ πρόσωπα ποὺ εἰμποροῦν νὰ σὲ χωρίσουν ἀπὸ τὸν Χριστόν. Καὶ ἔμβα εἰς τὴν κιβωτόν.
Βέβαια θὰ ἐστενοχωρήθη ὀλίγον μέσα εἰς τὴν φυλακὴν ἐκείνην ὁ δίκαιος ἐκεῖνος ἄνθρωπος. Θὰ ἐπεριωρίσθη καὶ θὰ ἔζησε τὸν βίον τοῦ ἐγκλείστου.
Ἔτσι καὶ σύ, Χριστιανέ, ἀφήνοντας τὸν παλαιὸν κόσμον τῆς ἁμαρτίας πρέπει νὰ περιορισθῇς, νὰ συμμαζεύσῃς τὸν ἑαυτὸν σου, νὰ πάρῃς ἐπάνω σου τὸν σταυρὸν τῆς αὐταπαρνήσεως καὶ τῆς ὑπακοῆς εἰς τὸν Χριστὸν καὶ ἐπειδὴ θὰ εἶσαι κακομαθημένος εἰς τὴν ἀρχήν, δὲν θὰ εἰμπορέσῃς ἀμέσως νὰ καταλάβῃς πόσον γλυκὺς καὶ χρήσιμος καὶ ὠφέλιμος εἶναι ὁ ζυγὸς τοῦ Κυρίου, ἀλλὰ θὰ στενοχωρηθῇς εἰς τὰ πρῶτα σου βήματα καὶ θὰ πιεσθῇς.
Ἔμβα εἰς τὴν κιβωτὸν στηριζόμενος εἰς τὴν πίστιν πρὸς τὸν Χριστὸν καὶ τελειοποιούμενος ἐν τῇ ὑπακοῇ εἰς τὸ θέλημά Του.
Κόλλα ἐπάνω εἰς τὸν Χριστὸν καὶ θὰ εἶναι Αὐτὸς ἡ σώτειρα κιβωτὸς καὶ διὰ σέ. Κόλλα διὰ τῆς πρὸς Αὐτὸν ἀγάπης, ποὺ ἀποδεικνύεται ζωντανὴ καὶ ἰσχυρὰ διὰ τῆς τηρήσεως τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ, διὰ τῶν ἔργων τῆς ὑπακοῆς πρὸς Αὐτόν.
Ἔμβα εἰς τὴν κιβωτόν. Καὶ ὅπως ἄλλοτε ὁ Θεὸς περιέκλεισε στερεὰ ἐκεῖ μέσα τὸν Νῶε καὶ τὸν ἠσφάλισεν, ἔτσι θὰ ἀσφαλισθῇς καὶ σὺ τώρα. Θὰ σὲ περιφρουρήσῃ ἡ χάρις τοῦ Πνεύματός Του, θὰ σὲ ἀσφαλίσῃ εἰς σωτηρίαν καὶ αἰωνίαν μακαριότητα.
Ἔμβα εἰς τὴν κιβωτὸν τώρα, ποὺ εἶναι καιρὸς νὰ ἔμβῃς. Ἔχει τὶς πόρτες της ἀνοικτὲς καὶ διὰ σέ. Τὶς ἔχει ἀνοικτὲς τώρα. Δὲν θὰ τὶς ἔχῃ ὅμως ἀνοικτὲς γιὰ πάντα ἐμπρός σου. Θὰ κλείσουν μίαν ἡμέραν.
Καὶ ἴσως τότε ζητήσῃς νὰ ἀνοίξουν, ἀλλ’ ἀντὶ ἄλλης ἀπαντήσεως θὰ ἀκούσῃς ἀπὸ μέσα τὴν φοβερὰν ἐκείνην φωνήν, «οὐκ οἶδα ὑμᾶς»· δὲν σὲ γνωρίζω.
Ἔμβα, διότι, ἐὰν σήμερον εἶναι ἀνοικτές, θὰ εἶναι ἆρα γε καὶ αὔριον ἀνοικτὲς; Ἢ μήπως εἶναι κλειστές; Καὶ τότε; ἀλλοίμονον!
Ἂς ἐπανέλθωμεν τώρα εἰς τὴν ἱστορίαν τοῦ κατακλυσμοῦ.
Ἤρχισαν ἀπ’ ἐπάνω τὰ νέφη νὰ διαλύωνται εἰς βροχὴν ἀποτόμως καὶ νὰ δημιουργοῦν καταρράκτας καὶ ποτάμια ἀπὸ νερὸ πίπτοντα ἀπὸ τὸν οὐρανὸν ραγδαίως.
Καὶ εἰς τὴν ἀρχὴν οἱ ἄνθρωποι τῆς ἐποχῆς ἐκείνης θὰ ἤλπισαν, ὅτι μπόρα ἦτο καὶ θὰ περνοῦσε. Μὰ ἡ βροχή, ἡ πρωτοφανὴς καὶ δυνατὴ βροχή, σωστὸ πελάγωμα, ἐξηκολούθησεν ὄχι μόνον γιὰ ὧρες, ἀλλὰ διὰ συνεχῆ ἡμερονύκτια. Διὰ τεσσαράκοντα ὁλόκληρα ἡμερονύκτια.
Νερὸ λοιπὸν πολὺ ἀπ’ ἐπάνω, νερὸ ὅμως καὶ ἀπὸ κάτω.
Ἐκρήξεις καὶ ἀναστατώσεις εἰς τὴν ἐπιφάνειαν τῆς γῆς, ποὺ ἔκαμαν νὰ σηκωθῇ εἰς διάφορα μέρη τῆς θαλάσσης ὁ βυθὸς καὶ ἐκεῖ ποὺ ἦταν πολὺ βαθὺς νὰ γίνῃ ἀναχλότερος, ἔκαμαν ὥστε τοῦ Ὠκεανοῦ καὶ τῶν θαλασσῶν τὰ νερὰ νὰ ὑπερπηδήσουν τὰ σύνορά των καὶ νὰ καταπλημμυρίσουν τὴν γῆν.
Καὶ ἔτσι τὸ νερὸ ἐπληθύνθη, ἐπλεόνασεν, ἐσκέπασε τὴν γῆν, ἐκάλυψεν ὄχι μόνον τὰ χαμηλά της μέρη, ἀλλὰ καὶ αὐτὰ τὰ ὑψηλὰ βουνά της, ἀπ’ ἐπάνω τῶν ὁποίων ὑψώθη δεκαπέντε ὁλόκληρες πῆχες!
Καὶ ἔτσι καὶ αὐταὶ αἱ ὑψηλότεραι κορυφαὶ εὑρέθησαν σκεπασμέναι καὶ ἀπεδείχθησαν χαμηλαὶ καὶ ταπειναὶ ἐμπρὸς εἰς τὴν ὀργὴν τοῦ Θεοῦ.
Ναί, τίποτε δὲν εἶναι ὑψηλὸν ἐμπρὸς εἰς τὴν δύναμιν τοῦ Θεοῦ. Καὶ τίποτε δὲν εἶναι, ποὺ νὰ μὴ δύναται ὁ Θεὸς νὰ τὸ ταπεινώσῃ καὶ νὰ τὸ καταρρίψῃ.
«Καὶ ἐπεφέρετο ἡ κιβωτὸς ἐπάνω τοῦ ὕδατος». Ὅλα τὰ ἐσκέπασε τὸ νερό. Καὶ δένδρα καὶ δάση καὶ βουνὰ καὶ ὑψηλὰς ὀρέων κορυφάς. Μόνον τὴν κιβωτὸν δὲν εἰμπόρεσε νὰ σκεπάσῃ, ἀλλ’ ἐφέρετο αὕτη ἐπάνω τοῦ ὓδατος ἀσφαλής.
Ὅλα ἐτάφησαν καὶ κατεστράφησαν ἀπὸ τὸ ὕδωρ, καὶ μόνη ἡ κιβωτὸς μένει. Τὸ ἴδιον νερό, ποὺ καταστρέφει ὅλα τἆλλα, αὐτὸ ὑποβαστάζει τὴν κιβωτὸν καὶ σώζει ἐκείνους ποὺ εὑρίσκονται κλεισμένοι εἰς αὐτήν.
Καὶ ἔτσι τὸ αὐτὸ νερὸ γίνεται διὰ τούτους θάνατος καὶ καταστροφὴ καὶ δι’ ἐκείνους σωτηρία καὶ προστασία.
Καὶ μοῦ ἐνθυμίζει αὐτό, ἀναγνῶστα μου, τὸν λόγον τῆς ἀληθείας, τὸ κήρυγμα τῆς πίστεως, τὸ ὁποῖον ἐνῶ διὰ τοὺς πιστοὺς εἶναι ὀσμὴ εὐωδίας εἰς αἰώνιον ζωήν, διὰ τοὺς ἀπίστους τὸ αὐτὸ καὶ ὄχι ἄλλο κήρυγμα εἶναι ὀσμὴ θανάτου εἰς θάνατον.
Ὁ ἴδιος λόγος τῆς ἀληθείας ἐνῶ φωτίζει τούτους, σκοτίζει τοὺς ἄλλους, καὶ ἐνῶ σώζει τοὺς πιστούς, κατακρίνει περισσότερον τοὺς ἀπίστους.
«Καὶ ἐπεφέρετο ἡ κιβωτὸς ἐπάνω τοῦ ὕδατος». Καὶ ὅσῳ λοιπὸν ὑψηλότερα ἀνέβαινε τὸ νερό, τόσῳ περισσότερον ἐπλησίαζε πρὸς τὸν οὐρανὸν καὶ ἡ κιβωτός.
Καὶ ὅσω ἡ πλήμμυρα τῶν ὑδάτων ηὔξανε, τόσῳ καὶ ἡ κιβωτὸς ὑψώνετο καὶ ἀνεβιβάζετο.
Αὐτὸ πάλιν μοῦ ἐνθυμίζει μίαν μεγάλην καὶ παρηγορητικὴν ἀλήθειαν· τὴν ἀλήθειαν, ὅτι ἡ θλῖψις μᾶς ἀναβιβάζει πρὸς τὸν οὐρανόν.
Σύννεφα θλίψεως, κατακλυσμὸς περιπετειῶν σκιάζουν πολλὲς φορὲς τὸν βίον μας. Καὶ μᾶς φαίνεται τότε μαῦρος καὶ κατάκλειστος ὁ οὐρανός. Καὶ νομίζομεν, πὼς εἴμεθα μεμονωμένοι καὶ ἐγκαταλελειμμένοι καὶ ὁλομόναχοι.
Πλάνη, Χριστιανέ μου! Ὁ Θεὸς εἶναι κοντά σου. Καὶ ὅσῳ τὰ ὕδατα τῆς θλίψεως πληθύνονται, τόσῳ καὶ σὺ πλησιάζεις περισσότερον εἰς τὸν Οὐρανόν. Καὶ ὅσῳ τὰ δεινά σου αὐξάνουν καὶ σὺ ἐν καρτερίᾳ τὰ ὑπομένεις, τόσῳ καὶ πλησιάζεις πρὸς τὸν Θεόν.
Ὑπόμενε ἐν τῷ κατακλυσμῷ τῶν πολλῶν ὑδάτων. Ὑπόμενε ἐν τῇ πίστει. Καὶ ἔσο τότε βέβαιος, πὼς ἡ κιβωτός σου θὰ ἐπιφέρεται πάντοτε πρὸς μίαν διευθυνομένην κατεύθυνσιν, τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν αἰωνίαν ἀνάπαυσιν καὶ εὐδαιμονίαν.
«Καὶ ἀπέθανε πᾶσα σὰρξ κινουμένη ἐπὶ τῆς γῆς». Καὶ ἰδοὺ λοιπὸν τὸ ἀποτέλεσμα τῆς νεροποντῆς ἐκείνης καὶ τοῦ πελαγώματος. Ἀπέθανε γενικῶς κάθε ζωὴ κινουμένη ἐπὶ τῆς γῆς διὰ τῆς πλημμύρας καὶ τοῦ κατακλυσμοῦ ἐκείνου τῶν ὑδάτων.
Οὐδέποτε ἄλλοτε εἶχε θριαμβεύσει τόσον πολὺ ὁ θάνατος ἀπὸ τῆς ἐποχῆς ποὺ ἐμβῆκεν εἰς τὴν γῆν, ὅσον ἐκυριάρχησε κατὰ τὰς τρομερὰς ἐκείνας ἡμέρας.
Καὶ οὐδέποτε ἄλλοτε παρουσιάσθη ζωντανοτέρα ἡ εἰκὼν τοῦ θανάτου, ποὺ τὸν περιγράφει ὁ θεῖος Ἰωάννης εἰς τὴν Ἀποκάλυψίν του, νὰ κάθηται ἐπάνω εἰς ᾠχρὸν ἄλογον καὶ νὰ παρακολουθῆται ἀπὸ τὸν Ἅδην.
Ἐπνίγησαν τὰ πετεινά, ἐπνίγησαν καὶ τὰ κτήνη μετὰ τῶν θηρίων, ἐπνίγησαν καὶ τὰ ἑρπετά, ἐπνίγησαν καὶ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι. Καὶ ἐν γένει πάντα ὅσα εἶχον πνοὴν ζωῆς, ὅλα ὅσα ἀνέπνεον καὶ εἶχον ἀνάγκην τοῦ ἀέρος διὰ νὰ ζήσουν, καὶ πᾶν ζῶον εὑρισκόμενον ἐπὶ τῆς ξηρᾶς, ἀπέθανον ὅλα.
«Καὶ ἐξήλειψεν ὁ Θεὸς πᾶν τὸ ἀνάστημα ἀπὸ τῆς γῆς ἀπὸ ἀνθρώπου ἕως κτήνους καὶ ἑρπετῶν καὶ τῶν πετεινῶν τοῦ οὐρανοῦ καὶ κατελείφθη μόνος Νῶε καὶ οἱ μετ’ αὐτοῦ ἐν τῇ κιβωτῷ».
Ἀπέθανον οἱ ἄνθρωποι, ἀλλ’ ἀπέθανε καὶ κάθε ζωντανόν, ποὺ ἦτο καὶ ἐκινεῖτο εἰς τὴν γῆν.
Ἐν τούτοις μόνον ὁ ἄνθρωπος εἶχεν ἁμαρτήσει καὶ μόνον αὐτὸς ἦτο ἔνοχος καὶ παραβάτης. Διατί λοιπὸν νὰ μὴ τιμωρηθῇ μόνος αὐτός, ἀλλὰ μαζῆ του νὰ τιμωρηθῇ καὶ ὁλόκληρον τὸ βασίλειον τῶν ζώων;
Ἄνθρωπε, σὺ ὁ ὁποῖος κόπτεσαι διὰ τὴν δικαιοσύνην καὶ ὁ ὁποῖος, ὅταν πρόκειται διὰ τὸ ἄτομόν σου, δὲν δυσκολεύεσαι καὶ διὰ τὸ κακῶς ἐννοούμενον συμφέρον σου νὰ πράξῃς ὄχι μίαν, ἀλλὰ χιλίας καὶ μυρίας ἀδικίας, τί νομίζεις; Φρονεῖς, ὅτι εἶναι ἄδικος ὁ Θεὸς ὁ ἐπιφέρων τὴν ὀργήν;
Ἐὰν μαζῆ μὲ τὸν ἄνθρωπον συνεπῆρεν ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ καὶ τὰ ζῶα, μὴ λησμονῇς, ὅτι ὁ Θεὸς δὲν τὰ ἠδίκησεν εἰς τίποτε. Αὐτὸς εἶναι ὁ Κύριος πάσης ζωῆς, διότι Αὐτὸς συγχρόνως εἶναι καὶ ἡ μόνη πηγὴ καὶ αἰτία τῆς ζωῆς.
Αὐτὸς τὰ ἐδημιούργησεν. Αὐτὸς τὰ ἔφερεν εἰς τὴν ζωὴν καὶ τοὺς ἔδωκε τὴν ὕπαρξιν. Αὐτὸς καὶ τοὺς τὴν παίρνει τώρα.
Ποῖος θὰ ἐδικαιοῦτο νὰ τὸν ἐρωτήσῃ: Τί κάμνεις; Καὶ εἰς ποῖον θὰ ὑπεχρεοῦτο νὰ δώσῃ λόγον διὰ τὴν καταστροφὴν αὐτὴν Αὐτός, ὁ Ὁποῖος κανένα δὲν ἠρώτησεν οὔτε συνεβουλεύθη, ὅταν τὰ ἐδημιούργει;
Πρόσεξε ἐν τούτοις, ἄνθρωπε, καὶ δὲν θὰ δυσκολευθῇς καὶ ἐπὶ τοῦ προκειμένου νὰ διακρίνῃς πόσον δίκαιος εἶναι ὁ Κύριος καὶ πόσον εὐθεῖαι εἶναι αἱ κρίσεις Αὐτοῦ.
Καὶ ἀληθῶς· ὅταν βλέπω τὴν γενικὴν αὐτὴν καταστροφήν, τὸν τρομερὸν αὐτὸν ὄλεθρον, ἀποκαλύπτομαι εὐλαβῶς ἐνώπιον τῆς ἀπείρου ἁγιότητος τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία τόσον ἰσχυρῶς ἐκδηλώνει τὸ μῖσος αὐτῆς κατὰ τῆς ἁμαρτίας.
Μισεῖ τὴν ἁμαρτίαν ὁ Θεός. Καὶ διότι μισεῖ τὴν ἁμαρτίαν, πατάσσει ἀδυσωπήτως τὸν ἁμαρτωλὸν ἄνθρωπον, πατάσσει δὲ μαζῆ μὲ αὐτὸν καὶ τὰ ὑπηρετοῦντα καὶ θεραπεύοντα αὐτόν, τὰ κατώτερα ζῶα καὶ κτήνη, τὰ ὁποῖα οὗτος μακρυνθεὶς ἀπὸ τὸν Θεὸν δὲν χρησιμοποιεῖ πρὸς δόξαν Αὐτοῦ, ἀλλὰ πρὸς ἐξαχρείωσιν ἑαυτοῦ μεγαλυτέραν.
Καὶ ἡ γενικὴ αὐτὴ καταστροφὴ ἀνθρώπων καὶ κτηνῶν παρουσιάζει τὴν κρίσιν τοῦ Θεοῦ τρομερωτέραν καὶ τὴν ἐκδίκησιν τῆς ὀργῆς Αὐτοῦ ζωηροτέραν καὶ φοβερωτέραν.
Ἀλλὰ ἀποκαλύπτομαι συγχρόνως καὶ ἐνώπιον τῆς σοφίας καὶ συνέσεως τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος ὄχι μόνον ἐν σοφίᾳ ἐποίησεν, ἀλλὰ καὶ ἐν σοφίᾳ κυβερνᾷ τὸν κόσμον.
Διότι ἀφοῦ τὰ ζῶα ἔγιναν διὰ τὸν ἄνθρωπον, δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ πληθύνωνται καὶ ταῦτα ἀναλόγως τοῦ πλήθους τῶν ἀνθρώπων;
Καὶ ἀφοῦ τώρα ἡ ἀνθρωπότης ὀλιγοστεύει καὶ περιορίζεται εἰς μίαν μόνον οἰκογένειαν, δὲν εἶναι σωστὸν νὰ ὀλιγοστέψουν καὶ νὰ περιορισθοῦν καὶ τὰ ζῶα;
Ἄλλως θὰ ἐκινδύνευαν αὐτὰ νὰ πάρουν τὴν κυριαρχίαν ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ὄχι νὰ ἔχῃ αὐτὴν ὁ ἄνθρωπος. Θὰ ἐγέμιζαν αὐτὰ τὴν γῆν καὶ γρήγορα θὰ ἐξετόπιζαν καὶ θὰ ἠφάνιζαν τὸν ἄνθρωπον ἀπὸ τὸ βασίλειόν του.
Φαντάσου, ὁ Νῶε μὲ τὰ τρία παιδιά του καὶ μὲ τὶς τέσσερες γυναῖκες ποὺ εἶχαν μαζῆ των, ὅταν θὰ ἔβγαιναν ἀπὸ τὴν κιβωτόν, νὰ εὑρίσκετο εἰς μίαν γῆν γεμάτην ἀπὸ βόδια καὶ ἀπὸ ἀρνιά, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ λέοντας καὶ ἀπὸ τίγρεις καὶ ἀπὸ πολυπληθῆ φείδια καὶ ἀπὸ παντὸς εἴδους θηρία ἄγρια κατὰ ἀγέλας περιτρέχοντα τὴν γῆν.
Σὲ ἐρωτῶ, ἀναγνῶστα, θὰ ἦταν τότε ὁ Νῶε βασιλεὺς ἐν τῇ γῇ, ὅπως ἔπλασεν ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπον νὰ εἶναι, ἢ θὰ ἦταν ἀδύνατος δοῦλος, περνῶν τὴν ζωήν του μὲ διαρκεῖς φόβους καὶ ἀγωνίας;
Καὶ θὰ ἦτο εὔκολον νὰ ζήσῃ τότε ὁ Νῶε καὶ νὰ πληθυνθῇ ἢ ἑπόμενον ἦτο νὰ πάθῃ ὅ,τι δὲν ἔπαθεν εἰς τὸν κατακλυσμόν; Λοιπόν, ἀδελφέ μου, πράγματι καὶ κατὰ ἀλήθειαν, «ὡς ἐμεγαλύνθη τὰ ἔργα σου Κύριε· πάντα ἐν σοφίᾳ ἐποίησας!»
Καὶ διὰ νὰ ἐννοήσῃς καλύτερα τὴν ἀλήθειαν αὐτὴν καὶ τὸν σκοπὸν αὐτὸν τῆς θείας προνοίας, θὰ σὲ παραπέμψω, ἀναγνῶστα μου, εἰς τὸ 23ον κεφάλαιον τῆς Ἐξόδου εἰς τὸν στίχον 29.
Ὑπόσχεται ἐκεῖ ὁ Θεὸς εἰς τὸν Ἰσραήλ, ὅτι θὰ τὸν ἐπλήθυνεν εἰς ἔθνος μέγα καὶ ὅτι θὰ ἐξεδίωκεν ἀπὸ τὴν γῆν τῆς ἐπαγγελίας τοὺς Ἀμορραίους καὶ τοὺς Εὐαίους καὶ τοὺς Χαναναίους καὶ τοὺς Χετταίους.
Καὶ προσθέτει ἀκόμη τὰ ἑξῆς: «Οὐκ ἐκβαλῶ αὐτοὺς ἐν ἐνιαυτῷ ἑνί, ἵνα μὴ γένηται ἡ γῆ ἔρημος, καὶ πολλὰ γένηται ἐπὶ σὲ τὰ θηρία τῆς γῆς».
Δὲν διώχνει, βλέπεις, εἰς ἓν καὶ μόνον ἔτος τοὺς λαοὺς αὐτοὺς τοὺς βαρβάρους καὶ εἰδωλολάτρας ἀπὸ τὴν γῆν ἐκείνην τῆς ἐπαγγελίας.
Καὶ δὲν τοὺς διώχνει ἀφ’ ἑνὸς μὲν διὰ νὰ μὴ ἐρημώσῃ ἡ γῆ, ἐπειδὴ οἱ Ἰσραηλῖται δὲν θὰ εἶχαν ἀκόμη ἐπαρκῶς πληθυνθῆ, ἀφ’ ἑτέρου δὲ ἵνα μὴ κατόπιν τῆς ἐρημώσεως τῆς γῆς πληθυνθῶσι καὶ γίνωσι πολλὰ τὰ θηρία εἰς τὴν γῆν τῆς ἐπαγγελίας.
Ὥστε, Χριστιανέ μου, τὸ βλέπεις καθαρά. Ἐκεῖνο ποὺ σοῦ φαίνεται νὰ εἶναι ὀργὴ καὶ κατάρα τοῦ Θεοῦ, αὐτὸ εἶναι ἔλεος καὶ εὐσπλαγχνία.
Ἔτσι εἰς τὸν βίον μας καὶ διὰ πολλὰ ἄλλα πράγματα μᾶς φαίνεται, ὅτι ὁ Θεὸς σὰν νὰ εἶναι ἄδικος καὶ σὰν νὰ θέλῃ τὸ κακὸν καὶ τὴν καταστροφήν μας.
Τυφλὲ καὶ μωρὲ ἄνθρωπε! Κάμε ὀλίγην ὑπομονὴν καὶ δὲν θὰ παρέλθῃ χρόνος πολὺς ποὺ σὺ ὁ ἴδιος, ἐὰν δὲν εἶσαι διεστραμμένος καὶ μέχρι πωρώσεως τυφλός, θὰ πεισθῇς καὶ θὰ ἴδῃς, ὅτι ἐκεῖνο τὸ πικρὸν ποὺ σοῦ ἔδιδεν ὁ Θεὸς εἶναι γεμᾶτον ἀπὸ γλυκύτητα, καὶ τὸ τραχὺ καὶ ἄδικον γεμᾶτον ἀπὸ καρπὸν ἀναπαύσεως καὶ δικαιοσύνης.
Ὁ κατακλυσμὸς ἔθαψε μέσα εἰς τὰ νερὰ καὶ πάντα ἄνθρωπον.
Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ὅσοι εὑρίσκοντο τότε εἰς τὴν ζωήν, ὅλοι οἱ τότε κάτοικοι τῆς γῆς, οἱ ὁποῖοι, ἐὰν δὲν ἦσαν περισσότεροι, πάντως δὲν θὰ ἦσαν πολὺ ὀλιγώτεροι ἀπὸ ὅ,τι εἶναι σήμερον, ὅλοι καὶ ἄνδρες καὶ γυναῖκες καὶ παιδιὰ ἀπέθανον, πλὴν ἐκείνων ποὺ εὑρίσκοντο εἰς τὴν κιβωτόν.
Ἀπέθανον, καταληφθέντες αἰφνιδίως καὶ χωρὶς νὰ τὸ περιμένουν ἀπὸ τὸν κατακλυσμόν.
Ἀπέθανον καὶ εἰμποροῦμεν νὰ φαντασθῶμεν τὸν τρόμον καὶ τὸν φόβον, ποὺ θὰ τοὺς κατέλαβεν, ὅταν ἔβλεπον νὰ σβένῃ κάθε ἐλπὶς σωτηρίας διὰ τὴν ζωήν των καὶ ὅταν παρετήρουν τὰ νερὰ νὰ φουσκώνουν ὁλονὲν καὶ νὰ τοὺς περικυκλώνουν ἀπελπιστικά.
Δὲν τὸ ἐπερίμεναν· καὶ αὐτὸ κάμνει τώρα τὸν τρόμον τους μεγαλύτερον καὶ τὴν ἀγωνίαν τους φοβερωτέραν, ἀφοῦ αἰφνιδίως δι’ αὐτοὺς ἐπέρχεται ἡ καταστροφή.
Δὲν τὸ ἐπερίμεναν. Ὁ Κύριος μᾶς βεβαιώνει, ὅτι κατὰ τὰς παραμονὰς τοῦ κατακλυσμοῦ οἱ ἄνθρωποι ἐπερνοῦσαν τὸν βίον τους ἀμέριμνοι τρώγοντες καὶ πίνοντες καὶ διασκεδάζοντες.
Τυφλοὶ καὶ κωφοὶ πρὸς τὰς προσκλήσεις καὶ προειδοποιήσεις, τὰς ὁποίας μὲ τὸ κήρυγμα τοῦ Νῶε τοὺς ἔστελλεν ὁ Θεός, ἐνόμιζον, ὅτι ἦσαν ἐν ἀσφαλείᾳ καὶ πρὶν ἢ βυθισθοῦν εἰς τὰ νερὰ διὰ νὰ ἀποθάνῃ καὶ τὸ σῶμα των, εἶχεν ἀποθάνει ἡ ψυχή των, διότι εἶχαν βυθισθῆ εἰς τὴν σαρκολατρείαν καὶ τὸν ὑλισμόν.
Ἀλλὰ ποία κατάπληξις τώρα! Τώρα βλέπουν μὲ τὰ μάτια τους, αἰσθάνονται μὲ ὅλας των τὰς αἰσθήσεις ἐκεῖνο ἀκριβῶς, τὸ ὁποῖον προηγουμένως ἤκουον ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Νῶε νὰ προαγγέλλεται καὶ δὲν τὸ ἐπίστευον.
Ἐκεῖνο, ποὺ περιεγέλων, ποὺ τὸ ἐθεώρουν ἀδύνατον, ἰδοὺ τώρα, ὅτι τοὺς περικυκλώνει ἀπειλητικῶς καὶ ζητεῖ νὰ τοὺς καταπνίξῃ.
Ὤ! ναί· ἀναμφιβόλως πείθονται τώρα, ὅτι ἦσαν μωροὶ καὶ ἀνόητοι, διότι δὲν ἐπίστευσαν εἰς τὰς φωνὰς καὶ τὰς προειδοποιήσεις τοῦ Νῶε.
Ἀναμφιβόλως μετανοοῦν τώρα, ἀλλὰ δυστυχῶς δι’ αὐτοὺς εἶναι πλέον ἀργά. Μετανοίας τόπον δὲν εὑρίσκουν, καίτοι μετὰ δακρύων τώρα θὰ ἐπικαλοῦνται τὸ ἔλεος καὶ τὴν συγχώρησιν.
Ὁ καιρὸς τῆς μετανοίας ἐπέρασε πλέον καὶ ἦλθε τώρα ὁ καιρὸς τῆς δικαίας ἀνταποδόσεως καὶ τιμωρίας.
Δυνάμεθα ὡσαύτως νὰ φαντασθῶμεν τὰς προσπαθείας ποὺ θὰ κατέβαλλον πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ἐκείνους διὰ νὰ ἀποφύγουν τὸν τρομερὸν κίνδυνον, ὁ ὁποῖος ὁλονὲν ἐζύγωνεν ἀπειλητικώτερος καὶ τὸν ὁποῖον εἰς τὸ τέλος δὲν ἠμπόρεσαν ν’ ἀποφύγουν.
Μερικοὶ ἀπὸ αὐτοὺς θὰ ἀνέβησαν ἐπάνω εἰς τὰς κορυφὰς δένδρων πανυψήλων· ἄλλοι θ’ ἀνέβησαν εἰς τὰς κορυφὰς ὀρέων ὑψηλῶν καὶ πρὸς στιγμὴν ἐκεῖ θὰ ἤλπισαν ὅτι θὰ ἀπηλλάγησαν ἀπὸ τὴν βάσανον τοῦ τρόμου, ποὺ κατεῖχε τὴν καρδίαν τους.
Ἀλλὰ καὶ ἐκεῖ τοὺς ἔφθασεν ἐπὶ τέλους τὸ νερὸ καὶ ἀπέθαναν αὐτοὶ χειρότερα ἀπὸ ἐκείνους, ποὺ κατελήφθησαν αἰφνιδίως ἀπὸ τὰς πλημμύρας.
Διότι οἱ τελευταῖοι αὐτοὶ ἀπέθαναν, χωρὶς καλά - καλὰ νὰ τὸ καταλάβουν. Ἐνῶ ἐκεῖνοι ποὺ κάθηνται εἰς τὰ ὑψηλά, πρὶν ἢ καταληφθοῦν ἀπὸ τὸ νερό, τὸ βλέπουν νὰ πλησιάζῃ σιγά-σιγὰ καὶ ὅσῳ ἐκεῖνο ζυγώνει, τόσῳ καὶ αὐτοὶ τρομάζουν περισσότερον καὶ δοκιμάζουν τὴν ἀγωνίαν τοῦ θανάτου προτοῦ ἀκόμη ὁ θάνατος τοὺς καταλάβῃ.
Μερικοὶ ἴσως θὰ προσεκολλήθησαν ἐπάνω εἰς τὴν κιβωτόν, ποὺ τὴν ἔβλεπαν, ὅταν ἐφτιάνετο, καὶ περιεγέλων τὸν Νῶε· καὶ ἄλλοι θὰ εἰμπόρεσαν ν’ ἀναβοῦν εἰς τὴν κορυφήν της καὶ τὴν στέγην της.
Εἰς μάτην ὅμως. Γιατί καὶ ἡ θέσις αὐτὴ δὲν ἦταν διόλου ἀσφαλής. Εἴτε ἀπὸ πεῖναν, εἴτε ἀπὸ κρύο, ἀφοῦ διαρκῶς ἐδέρνοντο ἀπὸ τὴν βροχήν, εἴτε διότι θὰ παρεσύρθησαν ἀπὸ τὸ κῦμα κάποιας καταιγίδος ἢ ἀπὸ τὴν ὁρμὴν κάποιας θυέλλης, καὶ οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ ἔπεσαν πολὺ γρήγορα εἰς τὴν ἀγκαλιὰν τοῦ θανάτου.
Ἄλλοι ἴσως θὰ ἐβασίσθησαν εἰς τὴν φιλίαν ἢ τὴν συγγένειαν ποὺ εἶχαν μὲ τὸν Νῶε· εἰς τὴν γνωριμίαν ποὺ εἶχαν μαζῆ του.
Καὶ θὰ ἐπῆγαν κοντὰ εἰς τὴν κιβωτὸν καὶ θὰ ἐκτύπησαν φωνάζοντες μὲ ἀγωνίαν, παρακαλοῦντες μὲ δάκρυα καὶ μὲ κραυγὰς γοεράς, ἵνα τοὺς λυπηθῇ ὁ Νῶε καὶ ἀνοίξῃ εἰς αὐτοὺς τὴν πόρταν τῆς κιβωτοῦ.
«Δὲν ἐφάγαμεν καὶ δὲν ἐπίαμεν μαζῆ; Δὲν ἐβγήκαμεν μαζῆ εἰς περίπατον καὶ δὲν διεσκεδάσαμεν μαζῆ; Δὲν ἦλθες εἰς τὸ σπίτι μας καὶ δὲν ἤλθαμεν εἰς τὸ ἰδικό σου σπίτι; Ἄνοιξέ μας λοιπὸν τώρα. Γλύτωσέ μας ἀπὸ τὴν φοβερὰν αὐτὴν περίστασιν, ἀπὸ τὴν τρομερὰν αὐτὴν καταστροφήν».
Θὰ τοῦ εἶπαν αὐτά, θὰ τοῦ εἶπαν καὶ ἄλλα. Θὰ τοῦ εἶπαν λόγια φιλικά, λόγια ἀγάπης, λόγια θλίψεως καὶ ἀγωνίας, ποὺ θὰ ἐκίνουν τὴν συμπάθειαν καὶ τὴν λύπην καὶ τὰ δάκρυα.
Ἀλλὰ τώρα εἶναι ἀργά. «Δὲν σᾶς τὤλεγα τόσον καιρόν;» θὰ τοὺς ἀπήντησεν ὁ Νῶε.
Δὲν σᾶς τὸ εἶπα τὶς τελευταῖες αὐτὲς ἑπτὰ ἡμέρες; Γιατί δὲν μὲ ἠκούσατε; Διατί δὲν μὲ ἐπροσέξατε; Τώρα πλέον εἶναι ἀργά. Ὁ Θεὸς ἔχει κλείσει τὴν πόρτα τῆς κιβωτοῦ καὶ δὲν εἰμπορεῖ κανεὶς νὰ τὴν ἀνοίξῃ. Δὲν εἰμπορῶ εἰς τίποτε νὰ σᾶς βοηθήσω».
Ἔτσι, ἀναγνῶστα μου, θὰ εἶναι καὶ κατὰ τὴν τρομερὰν ἐκείνην καὶ φοβερὰν τῆς κρίσεως ἡμέραν, ποὺ ὅλα θὰ περάσουν ὄχι πλέον ἀπὸ τὸ νερό, ἀλλ’ ἀπὸ τὴ φωτιὰ καὶ τὸ πῦρ.
Ὅσοι δὲν θὰ εὑρεθοῦν μέσα εἰς τὴν κιβωτόν, ἥτις ἐστὶν ὁ Ἰησοῦς Χριστός, θὰ καταστραφοῦν γιὰ πάντα καὶ οὐδεμία σωτηρία δὲν θὰ ἠμπορέσῃ νὰ σώσῃ αὐτούς.
Μερικοὶ ἴσως ἐπάνω εἰς τὴν ἀπελπισίαν τους θὰ ἐζήτησαν νὰ παραβιάσουν τὴν κιβωτόν, νὰ τὴν ἀνοίξουν διὰ τῆς βίας, διὰ νὰ ἔμβουν μέσα μὲ τὸ χέρι τους.
Δὲν τὸ κατώρθωσαν ὅμως. Γιατί ἡ κιβωτὸς ἦτο φτιασμένη ἀπὸ ξύλα τετράγωνα καὶ ἔτσι ὄχι μόνον εἰς τὴν βίαν τῶν καταιγίδων ἀντεῖχεν, ἀφοῦ δὲν ἦταν φτιασμένη, ἀπὸ τάβλες ἀδύνατες, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους δὲν ἦταν εὔκολο νὰ χαλασθῇ.
Μερικοὶ ἀκόμη ἀπὸ ἐκείνους, ποὺ θὰ ζητοῦσαν μὲ δάκρυα ἀπὸ τὸν Νῶε νὰ τοὺς ἀνοίξῃ, δὲν εἶναι παράδοξον καὶ νὰ τὸν εἶχαν βοηθήσει, ὅταν ἔφτιανε τὴν κιβωτόν. Θὰ εἰργάσθησαν μὲ ἡμερομίσθιον ἄλλοι διὰ νὰ τοῦ κόψουν ξύλα, ἄλλοι διὰ νὰ τοῦ τὰ φέρουν, ἄλλοι διὰ νὰ τὰ συναρμολογήσουν καὶ νὰ τὰ καρφώσουν.
Καὶ ὅμως δὲν ὑπῆρξαν τότε φρόνιμοι καὶ σοφοὶ διὰ ν’ ἀνοίξουν τ’ αὐτιά των καὶ νὰ προσέξουν εἰς ἐκεῖνα ποὺ τοὺς ἔλεγεν ὁ Νῶε. Καὶ τὼρα εὑρίσκονται ἔξω καὶ αὐτοί.
Καὶ θὰ παρακαλοῦν, ἀλλὰ ἡ πόρτα εἶναι κλειστή. Καὶ θὰ ὑπενθυμίζουν εἰς τὸν Νῶε τὰς ὑπηρεσίας ποὺ τοῦ προσέφεραν ἄλλοτε, ἀλλὰ ἐκεῖνος θὰ τοὺς λέγῃ· «Οὐκ οἶδα ὑμᾶς». Δὲν σᾶς γνωρίζω.
Πόσοι καὶ ἀπὸ ἡμᾶς θὰ τὴν πάθωμεν ἀκριβῶς ὡσὰν τοὺς ταλαιπώρους αὐτούς! Διότι καὶ πολλοὶ ἀπὸ ἡμᾶς ὑπηρετοῦμεν τὸν Χριστὸν διὰ νὰ οἰκοδομήσῃ τὴν κιβωτόν Του, τὴν Ἐκκλησίαν Του, ἡ ὁποία εἶναι Σῶμα Αὐτοῦ.
Τὸν ὑπηρετοῦμεν καὶ τὸν λειτουργοῦμεν εἰς τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου Του, εἰς τὴν λειτουργίαν τῶν μυστηρίων Του, εἰς τὸ ἔργον τῆς σωτηρίας ψυχῶν.
Καὶ ἐνῶ κουτσὰ στραβὰ συνεργοῦμεν μαζῆ Του διὰ νὰ φτιασθῇ ἡ κιβωτός, ποὺ μέσα σ’ αὐτὴν θὰ σωθοῦν ὅσοι θὰ εἶναι ἐντὸς κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην τῆς καταστροφῆς, δὲν εἶναι παράδοξον ἡμεῖς τότε νὰ εὑρεθῶμεν ἔξω.
Τὸν ὑπηρετοῦμεν σὰν μισθωτοί, ὄχι σὰν δοῦλοι Του εἰλικρινεῖς καὶ ἀφωσιωμένοι. Τὸν ὑπηρετοῦμεν διὰ τὰ χρήματα ποὺ θὰ πάρωμεν ἀπὸ τὴν ὑπηρεσίαν αὐτήν, διὰ τὴν τιμήν, ποὺ θὰ μᾶς δώσῃ τὸ ἀξίωμα τῆς ὑπηρεσίας αὐτῆς.
Ἢ τὸν ὑπηρετοῦμεν ἀπροσέκτως μὲ ἕνα ζῆλον ποὺ ἐξατμίζεται εὔκολα καὶ ἐνῶ τὰ λέγομεν καλὰ καὶ ἴσως πολὺ καλὰ διὰ τοὺς ἄλλους, δὲν τὰ λέγομεν συγχρόνως καὶ διὰ τὸν ἑαυτόν μας.
Καὶ τὸ ἀποτέλεσμα θὰ εἶναι, ὅτι ἄλλοι εἰμποροῦν νὰ σωθοῦν ἀπὸ τοὺς λόγους μας καὶ μὲ τὴν διακονίαν καὶ λειτουργίαν μας νὰ ἔμβουν μέσα εἰς τὴν κιβωτὸν τῆς σωτηρίας· ἡμεῖς δὲ δὲν εἶναι δύσκολον νὰ μείνωμεν ἔξω.
Καὶ κατὰ τὴν φοβερὰν ἐκείνην τῆς κρίσεως ἡμέραν δὲν εἶναι ἀδύνατον ν’ ἀκούσῃς τὸ ἄδικον παράπονόν μας πρὸς τὸν Κύριον καὶ ἄρχοντα καὶ κυβερνήτην καὶ κεφαλὴν τῆς κιβωτοῦ, ὅταν θὰ τοῦ λέγωμεν:
«Κύριε, οὐ τῷ σῷ ὀνόματι προεφητεύσαμεν;». Καὶ Ἐκεῖνος θὰ μᾶς ἀπαντᾷ: «Οὐκ οἶδα ὑμᾶς». «Οὐ πᾶς ὁ λέγων μοι, Κύριε, Κύριε, εἰσελεύσεται εἰς τὴν ζωήν...»
Ἄχ! ἀναγνῶστα μου· ἐὰν αἱ γραμμαὶ αὐταί, ποὺ ἀναγινώσκεις, εὑρίσκουν κάποιαν χάριν εἰς τοὺς ὀφθαλμούς σου, μὴ λησμονεῖς καὶ ἐκεῖνον ποὺ χαράσσει αὐτάς.
Καὶ παρακάλεσε τὸν Θεὸν νὰ μὴ εὑρεθῇ ὁ ταλαίπωρος αὐτὸς κατὰ τὴν φοβερὰν ἐκείνην ἡμέραν εἰς τὴν δύσκολον αὐτὴν θέσιν ποὺ σοῦ περιεγράψαμεν ἀνωτέρω, μηδὲ νὰ ἀκούσῃ ποτὲ ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Κυρίου τὸν φοβερὸν λόγον· «Οὐκ οἶδα ὑμᾶς».
Ἂς σταματήσωμεν τώρα πρὸς στιγμήν, ἀδελφέ μου. Καὶ ἂς ρίψωμεν διὰ τῆς φαντασίας ἓν βλέμμα ἐπὶ τῆς φοβερᾶς καταστροφῆς.
Ἂς φαντασθῶμεν τὴν τρομερὰν ἐκείνην εἰκόνα τῆς γῆς σκεπασμένης μὲ νερό, ὥστε νὰ μὴ βλέπῃς παρὰ μίαν ἀπέραντον θάλασσαν εἰς αὐτήν, χωρὶς πουθενὰ νὰ φαίνεται ἄκρη καμμία τῆς θαλάσσης αὐτῆς, οὐδὲ νησάκι κανένα εἰς τὴν θάλασσαν αὐτήν.
Μόνον πτώματα ἀνθρώπων καὶ κτηνῶν καὶ πετεινῶν καὶ ἑρπετῶν ἐπιπλέοντα, ὡσὰν νὰ ἦσαν βαρκοῦλες πολυάριθμες ἐπάνω εἰς τὰ πλατειὰ καὶ ἀπεριόριστα αὐτὰ νερά.
Τεσσαράκοντα ἡμέρας καὶ νύκτας ἐχρειάσθη ὁ οὐρανὸς διὰ νὰ ρίψῃ τὰ νερὰ αὐτά. Καὶ ἑκατὸν πενῆντα ἡμέρες, δηλαδὴ ἐπάνω κάτω μισὸ χρόνο μένει ἡ γῆ σκεπασμένη μὲ τὰ νερὰ αὐτά.
Κύτταξε λοιπὸν τὴν τρομερὰν αὐτὴν καταστροφήν, Χριστιανέ μου, καὶ σκέψου. Σκέψου, τί φοβερὸν πρᾶγμα εἶναι νὰ πέσῃ κανεὶς εἰς τὰ χέρια τοῦ μεγάλου Θεοῦ. «Φοβερὸν τὸ ἐμπεσεῖν εἰς χεῖρας Θεοῦ ζῶντος».
Σκέψου, τί κακὸν πρᾶγμα εἶναι ν’ ἀπομακρύνεται κανεὶς ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ νὰ ἐμμένῃ εἰς τὴν ἁμαρτίαν. Δὲν εἶναι δυνατόν, ἀργὰ ἢ γρήγορα ἡ ἁμαρτία θὰ δημιουργήσῃ εἰς τὸν ἁμαρτωλὸν τὴν καταστροφήν του.
Ἐφ’ ὅσον ὁ Θεὸς μισεῖ καὶ ἀποστρέφεται τὴν ἁμαρτίαν, ἐφ’ ὅσον ὁ Θεὸς εἶναι Θεὸς ζωντανὸς καὶ ὄχι Θεὸς νεκρός, αὐτὸ θὰ γίνῃ ὡρισμένως· ἡ καταστροφὴ τῶν ἁμαρτωλῶν εἶναι ἀναπόφευκτος καὶ ὡρισμένη.
Πρόσεξε, ἀδελφὲ συναμαρτωλέ. Πρόσεξε εἰς τὸ παράδειγμα τῶν παλαιοτέρων μας νὰ εὕρωμεν διδάγματα σωτήρια καὶ ψυχωφελῆ.
Πρόσεξε νὰ μὴ τὴν πάθῃς ὅπως τὴν ἔπαθαν καὶ ἐκεῖνοι, καὶ χωρὶς νὰ τὸ περιμένῃς εὑρεθῇς περικυκλωμένος καὶ σὺ ἀπὸ τὰ κύματα τῆς αὐτῆς ὀργῆς τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία ἐξώντωσε καὶ ἐκείνους.
Τέλος 4ου κεφαλαίου