«Ἰδοὺ ἐγὼ καταφθείρω τὴν γῆν», λέγει ὁ Θεὸς εἰς τὸν Νῶε. Τὴν καταστρέφω μὲ ἓν μέσον, ποὺ θὰ δειχθῇ ἡ δύναμίς μου κυρίαρχος ἐπὶ ὅλων τῶν στοιχείων τῆς φύσεως. Καταφθείρω τὴν γῆν διὰ κατακλυσμοῦ ὑδάτων πολλῶν.
Θὰ εἰμποροῦσε βέβαια ὁ Θεὸς μὲ χίλιους δυὸ ἄλλους τρόπους νὰ καταστρέψῃ τοὺς ἀνόμους καὶ ἁμαρτωλοὺς ἐκείνους.
Θὰ ἠδύνατο ἀοράτως διὰ μαχαίρας ἀγγέλου νὰ φονεύσῃ αὐτούς, ὅπως ἔπειτα ἔκαμε τοῦτο διὰ τὰ πρωτότοκα τῶν Αἰγυπτίων. Καὶ τότε διὰ νὰ σώσῃ τὸν Νῶε δὲν ἐχρειάζετο παρὰ νὰ σημαδεύσῃ αὐτὸν καὶ τὴν οἰκογένειάν του, ὥστε ν’ ἀποφύγουν τὴν μάχαιραν τοῦ ὀλοθρευτοῦ.
Προτιμᾷ ἐν τούτοις τὸν κατακλυσμόν, διὰ λόγους τοὺς ὁποίους Αὐτὸς μόνος γνωρίζει καὶ οἱ ὁποῖοι λόγοι ἀναμφιβόλως καὶ δίκαιοι εἶναι καὶ σοφοί.
Ἐγκρύπτει πολλὰ καὶ διάφορα βέλη εἰς τὴν φαρέτραν Αὐτοῦ ὁ Κύριος τοῦ οὐρανοῦ· καὶ ὅπως διὰ νὰ παιδεύσῃ τὰ τέκνα Αὐτοῦ ἐκλέγει διάφορον δι’ ἕκαστον ράβδον, οὕτω καὶ διὰ νὰ συντρίψη τοὺς ἐχθρούς Του ἐκλέγει τὴν μάχαιραν τὴν κατάλληλον καὶ περισσότερον κοπτερὰν πρὸς ἐπιτυχίαν τοῦ σκοποῦ Του.
«Ποίησον οὖν κιβωτὸν ἐκ ξύλου τετραγώνων». Καθοδηγεῖ τὸν Νῶε ὁ Θεός, ἵνα κατασκευάσῃ κιβωτόν, ἐντὸς τῆς ὁποίας θὰ εἰμποροῦσε νὰ σωθῇ καὶ αὐτὸς καὶ ἡ οἰκογένεια αὐτοῦ.
Ἀλλὰ δὲν θὰ ἦτο ἆρα γε δυνατὸν νὰ σώσῃ κατ’ ἄλλον τρόπον ὁ Θεὸς τὸν Νῶε, χωρὶς νὰ ὑποβάλῃ αὐτὸν εἰς τόσους κόπους καὶ εἰς τόσην ἐργασίαν καὶ εἰς τόσα ἔξοδα;
Δὲν θὰ μποροῦσε μὲ τὴν προστασίαν τῶν ἀγγέλων Του νὰ τὸν γλυτώσῃ ἀπὸ τὴν καταστροφὴν τοῦ κατακλυσμοῦ; Ἀναμφιβόλως εἰμποροῦσε. Προτιμᾷ ὅμως ὁ Θεὸς μὲ ἕνα τρόπον καθ’ ὁλοκληρίαν φυσικόν, εἰς τὸν ὁποῖον θὰ συνειργάζετο καὶ αὐτὸς ὁ Νῶε, νὰ σώσῃ τὸν δίκαιον αὐτὸν διὰ τοὺς ἑξῆς λόγους.
Πρῶτα-πρῶτα διότι ἤθελεν ὁ Θεὸς νὰ δοκιμασθῇ ἡ πίστις τοῦ Νῶε.
Ὁ Νῶε θὰ ἐκοπίαζε πολύ, θὰ εἰργάζετο χρόνια ὁλόκληρα. Θὰ ἐμόχθει διὰ νὰ φτιάσῃ τὴν κιβωτόν. Καὶ θὰ ἐμόχθει, καθ’ ὃν χρόνον οἱ ὅμοιοί του, οἱ γείτονές του, οἱ φίλοι του θὰ τὸν περιεγελοῦσαν καὶ θὰ τὸν ἐχλεύαζον.
Ἀπὸ τὸ ἓν μέρος λοιπὸν ὁ κόπος ὁ πολύς, ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος ὁ χρόνος ὁ πολύς, ποὺ ἐπερνοῦσε χωρὶς νὰ ἔλθῃ ὁ κατακλυσμός, καὶ ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος τὰ σχόλια καὶ οἱ γέλωτες καὶ οἱ περιπαιγμοὶ τῶν ἀνθρώπων τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, ποὺ ἔβλεπαν τὸν Νῶε νὰ κοπιάζῃ στὰ κούφια, ὅπως αὐτοὶ ἐνόμιζον,
ὅλα αὐτὰ ἧσαν πειρασμοί, ποὺ ἐδοκίμαζαν τὴν πίστιν τοῦ Νῶε, ποὺ ἐζητοῦσαν νὰ τὴν κλονίσουν καὶ νὰ τὴν ἐκμηδενίσουν, ποὺ ἔσπρωχναν τὸν Νῶε νὰ ἀκολουθήσῃ τὸ ρεῦμα, τὸ ὁποῖον ἀκολουθοῦσαν οἱ πολλοί, ὅλος ὁ τότε κόσμος τῶν ἀνθρώπων.
Καὶ ἔτσι ὁ Νῶε εὑρίσκετο εἰς ἕνα ἀγῶνα πνευματικόν, ὁ ὁποῖος τὸν κατήρτιζε καὶ εἰς τὸν ὁποῖον ἐπολέμει τοὺς ἐχθρούς, ποὺ ἤρχοντο νὰ τοῦ κλονίσουν τὴν πίστιν, καὶ ἔτσι λοιπὸν ἐστηρίζετο ἀκόμη στερεώτερον εἰς τὴν πίστιν αὐτὴν καὶ εἰς τὴν ἐλπίδα πρὸς τὸν Θεόν.
Δεύτερον, ὁ τρόπος αὐτὸς θὰ ἐχρησίμευε καὶ ὡς ἕνα κήρυγμα διαμαρτυρίας καὶ μετανοίας διὰ τὸν ἁμαρτωλὸν κόσμον τῆς ἐποχῆς ἐκείνης.
Διότι ὅσοι θὰ ἔβλεπαν τὸν Νῶε νὰ κόβῃ ξύλα καὶ νὰ φτιάνῃ τὴν κιβωτόν, θὰ τὸν ρωτοῦσαν βέβαια γιὰ ποιὸ λόγο τὴν ἔφτιανε. Καὶ θὰ ἐμάνθαναν ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Νῶε, ὅτι ὁ Θεὸς ἀπεφάσισε νὰ ἐξοντώσῃ τὸν κόσμον διὰ τὰς ἁμαρτίας του καὶ διὰ τὴν μεγάλην διαστροφήν του.
Ἐὰν οἱ ἄνθρωποι ἦσαν εὐδιάθετοι, ὅπως ἐπὶ τῶν ἡμερῶν τοῦ Ἰωνᾶ ὑπῆρξαν οἱ Νινευΐται, δὲν θὰ μετενόουν καὶ αὐτοί, ὅπως μετενόησαν οἱ Νινευΐται;
Μὰ τώρα, θὰ μοῦ εἴπῃς, περιγελοῦν. Ἰδικός τους λογαριασμός. Ὁ Θεός, ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ μετεχειρίσθη ὅλα τὰ μέσα διὰ νὰ τοὺς σώσῃ. Ἐὰν αὐτοὶ τὰ ἐκλώτσησαν καὶ δὲν τὰ ἐχρησιμοποίησαν, ἡ κατάκρισίς των θὰ εἶναι μεγαλυτέρα.
Τρίτον, ἠθέλησε νὰ μᾶς διδάξῃ τὴν μεγάλην ἀλήθειαν, τὴν ὁποίαν καὶ ὕστερα, ὅταν δι’ ὀνείρου ὁδηγῇ τὸν Ἰωσὴφ μετὰ τοῦ μικροῦ Ἰησοῦ εἰς τὴν Αἴγυπτον διὰ νὰ ἀποφύγῃ τὴν μάχαιραν τοῦ Ἡρώδου, μᾶς διδάσκει.
Δηλαδὴ ὅτι εἰς τοὺς κινδύνους καὶ εἰς τοὺς πειρασμοὺς ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ κάμνῃ πᾶν ὅ,τι ἐξαρτᾶται ἀπὸ αὐτὸν διὰ νὰ σωθῇ.
Δὲν ἐπιτρέπεται νὰ σταυρώσῃ τὰ χέρια καὶ νὰ τὰ περιμένῃ ὅλα ἀπὸ τὸν οὐρανόν. Τότε νὰ σταυρώσῃ τὰ χέρια, ὅταν πράγματι δὲν εἰμπορῇ νὰ κάμῃ τίποτε καὶ δὲν ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὰ χέρια του τίποτε. Ὅταν ὅμως κάτι εἰμπορῇ καὶ αὐτὸς νὰ κάμῃ, πρέπει νὰ τὸ κάμῃ διὰ νὰ τὸν βοηθήσῃ ὁ Θεός.
Μπορεῖς ἀκόμη, ἀναγνῶστα μου, ἀπὸ τὴν περίστασιν αὐτὴν καὶ κάτι ἄλλο ἀκόμη νὰ διδαχθῇς.
Ὅτι διὰ νὰ σωθῇς καὶ σὺ καὶ ἐγὼ καὶ ὁποιοσδήπωτε ἄλλος ἀπὸ τὸν κατακλυσμὸν τῆς ἁμαρτίας, πρέπει νὰ συνεργασθῇς μὲ τὸν Θεόν. Χρειάζεται νὰ ἐργασθῇ καὶ ἡ θέλησις ἡ ἰδική σου. Μόνη της βέβαια αὐτή, χωρὶς τὴν βοήθειαν τοῦ Θεοῦ, τίποτε δὲν εἰμπορεῖ νὰ κατορθώσῃ.
Ἀλλὰ καὶ ὁ Θεὸς χωρὶς τὴν συνεργασίαν τῆς θελήσεώς σου δὲν εἰμπορεῖ μόνος Του νὰ φέρῃ εἰς πέρας τὸ ἔργον τῆς σωτηρίας σου, ὄχι μόνον διότι τοῦτο θὰ ἦτο ἄδικον, ἀλλὰ καὶ διότι θὰ ἔπρεπε νὰ ἐκμηδενίσῃ τὴν ἐλευθερίαν σου καὶ ἀπὸ ἄνθρωπον νὰ σὲ μεταβάλῃ εἰς κτῆνος χωρὶς ἐλευθέραν θέλησιν καὶ αὐτοεξούσιον.
Σύμφωνα μὲ τὰς ὁδηγίας, ποὺ δίδει ὁ Θεὸς εἰς τὸν Νῶε, ἡ κιβωτὸς ἔπρεπε νὰ κατασκευασθῇ ἀπὸ ξύλα «τετράγωνα».
Ὄχι μὲ τάβλες, καθὼς θὰ ἐλὲγαμεν σήμερα, ἀλλὰ μὲ δοκάρια πλανισμένα καὶ τετράγωνα προσηρμοσμένα τὸ ἕνα κοντὰ εἰς τὸ ἄλλο, ὥστε ἡ ὅλη κιβωτὸς νὰ εἶναι ἕνα στερεὸν καὶ ἀλύγιστον καὶ ἀτράνταχτον σῶμα.
Ἡ κιβωτὸς ἀκόμη ἔπρεπε νὰ εἶναι μέσα διῃρημένη εἰς δωμάτια καὶ εἰς φωλεάς, ὥστε ὁ χῶρος της νὰ χρησιμοποιηθῇ ὅλος καὶ νὰ μὴ μείνῃ οὔτε μία γωνία ἐξ αὐτοῦ ἀχρησιμοποίητος.
Ἐπὶ πλέον θὰ ἔπρεπε, μέσα καὶ ἔξω, νὰ χρισθῇ καλὰ μὲ πίσσαν, ὥστε νὰ μὴ εἰμπορῇ νὰ εἰσχωρήσῃ μέσα νερὸ ἀπὸ καμμίαν φυράδα.
Δίδει ἀκόμη ὁ Θεὸς καὶ τὰ μέτρα, τὰ ὁποῖα θὰ ἔπρεπε νὰ ἔχῃ ἡ κιβωτός, διὰ νὰ μπορέσῃ νὰ περιλάβῃ ὄχι μόνον τὸν Νῶε καὶ τὴν οἰκογένειάν του, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ὅλα τὰ ζῶα καὶ κτήνη καὶ πτηνὰ καὶ ἑρπετὰ τὸν ἀνάλογον ἀριθμόν, καθὼς καὶ τρόφιμα, ποὺ θὰ ἐχρειάζοντο οἱ ἐν τῇ κιβωτῷ διὰ νὰ φάγουν, ὅσον καιρὸν θὰ ἔμεναν εἰς αὐτήν.
Σύμφωνα δὲ μὲ τὰ μέτρα αὐτὰ ἡ κιβωτὸς ἔπρεπε νὰ γίνῃ μάκρος πήχεων τριακοσίων, ὅ ἐστι ποδῶν ἀγγλικῶν 500 ἢ μέτρων γαλλικῶν 155· πλάτος πήχεων πεντήκοντα, ὅ ἐστι ποδῶν ἀγγλικῶν 90 ἢ μέτρων γαλλικῶν 27· καὶ ὕψος τριάκοντα πήχεων, ὅ ἐστι 50 ἀγγλικῶν ποδῶν ἢ μέτρων γαλλικῶν 16.
Ἡ κιβωτὸς μέσα ἔπρεπε νὰ διαιρῆται εἰς τρία πατώματα, ὥστε ὅλος της ὁ χῶρος νὰ εἰμπορῇ ὅσον τὸ δυνατὸν πληρέστερον νὰ χρησιμοποιηθῇ.
Διὰ νὰ φωτίζεται δὲ καὶ ἀερίζεται ἡ κιβωτὸς ἔπρεπε νὰ ἔχῃ καὶ μικρόν τι παράθυρον πλησίον τῆς ὀροφῆς της, ἡ πόρτα της δὲ μία καὶ μόνη θὰ ἦτο ἀνοιγμένη εἰς τὰ πλάγια, εἰς μίαν ἀπὸ τὰς πλευράς της καὶ μὲ τοιοῦτον τρόπον, ὥστε νὰ ἐφαρμόζῃ καλὰ καὶ ὅταν θὰ ἐκλείετο νὰ μὴ εἶναι δυνατὸν νὰ ἔμβουν νερὰ ἀπὸ τὶς φυράδες της.
«Καὶ ἀφοῦ φτιασθῇ κατὰ τὸ σχέδιον αὐτὸ ἡ κιβωτός,» ἐξακολουθεῖ ὁ Θεὸς ὁδηγῶν τὸν Νῶε, «τότε θὰ ἐμβάσῃς μέσα εἰς τὴν κιβωτὸν ἀπὸ ὅλα τὰ κτήνη καὶ ἀπὸ ὅλα τὰ ἑρπετὰ καὶ ἀπὸ ὅλα τὰ θηρία καὶ ἀπὸ κάθε ἐν γένει ζωντανὸν τῆς γῆς.
Θὰ τὰ ἔχῃς ὅλα αὐτὰ μαζῆ σου καὶ θὰ τὰ τρέφῃς ἀπὸ τὴν παρακαταθήκην τῶν τροφίμων, τὰ ὁποῖα πρέπει νὰ ἐναποθηκεύσῃς διὰ νὰ ἔχῃς ἀπὸ αὐτὰ ἀρκετά, ὅσα θὰ χρειασθοῦν διὰ σὲ καὶ τὴν οἰκογένειάν σου καὶ διὰ τὸν κόσμον αὐτὸν τῶν ζώων καὶ ἑρπετῶν καὶ πετεινῶν ποὺ θὰ εἶναι εἰς τὴν κιβωτόν.
Τὸν ἄλλον κόσμον, ποὺ δὲν θὰ εἶναι μέσα εἰς τὴν κιβωτόν, θὰ τὸν καταστρέψω, λέγει ὁ Θεός, μὲ κατακλυσμὸν μεγάλον, τὸν ὁποῖον θὰ ρίψω εἰς τὴν γῆν.
«Καὶ στήσω τὴν διαθήκην μου μετὰ σοῦ». Θὰ κάμω, λέγει, τὴν συνθήκην μου καὶ τὴν διαθήκην μου μαζῆ μὲ σέ. Θὰ συμβληθῶ μαζῆ σου.
Θὰ κάμω συμφωνίαν μαζῆ σου, ὥστε σὺ νὰ χρησιμεύσῃς ὡς νέος γενάρχης τοῦ ἀνθρωπίνου γένους καὶ θὰ πληθυνθῇ τὸ σπέρμα σου καὶ οἱ ἀπόγονοί σου διὰ νὰ κατακυριεύσουν τὴν γῆν καὶ ἀντικαταστήσουν τὴν γενεὰν αὐτὴν τὴν πονηράν, τὴν ὁποίαν τώρα καταστρέφω.
Θὰ στήσω τὴν διαθήκην μου μαζῆ σου καὶ ἐγὼ θὰ εἶμαι Θεός σου καὶ προστάτης σου καὶ βοηθός σου καὶ ἀντιλήπτωρ σου, σὺ δὲ θὰ εἶσαι ἄνθρωπος ἰδικός μου, διὰ τὸν ὁποῖον ἰδιαιτέρως θὰ φροντίζω καὶ θὰ μεριμνῶ.
Αὐτὰ περίπου εἶπεν ὁ Θεός, ἀναγνῶστα μου, εἰς τὸν δίκαιον καὶ ἐνάρετον Νῶε.
Καὶ ἐὰν προσέξῃς εἰς αὐτά, δύνασαι νὰ ἐννοήσῃς, ποίαν πίστιν ἔπρεπε νὰ ἔχῃ ὁ Νῶε διὰ νὰ παραδεχθῇ ὁλοψύχως τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ Θεοῦ καὶ διὰ νὰ ἀφήσῃ κατὰ μέρος κάθε ἄλλη δουλειά του καὶ νὰ ἐπιδοθῇ πρὸς κατασκευὴν τῆς κιβωτοῦ.
Ὁ Θεὸς δὲν τοῦ λέγει μικρὰ καὶ συνήθη πράγματα. Τὸν βεβαιώνει, ὅτι ὅλος ὁ κόσμος θὰ καταστραφῇ καὶ μόνος σὺ θὰ σωθῇς!
Θὰ καταστραφῇ ὄχι μὲ φωτιά, ὄχι μὲ θανατικὸ ἀρρώστειας τρομερῆς, ἀλλὰ μὲ τὴν βροχήν, μὲ τὴν ὁποίαν ποτίζονται τὰ χωρὰφια σας καὶ δροσίζεται ὁλόκληρος ἡ γῆ!
Γιὰ σκέψου το αὐτό, ἀναγνῶστά μου, καὶ κρίνε, τί πίστις ἐχρειάζετο διὰ τὸν Νῶε, ὅπως τὸ ἀποδεχθῇ ἄνευ ἀντιρρήσεως καὶ δισταγμοῦ.
Ἔπειτα αὐτὸ ποὺ τοῦ λέγει, ὅτι εἰς τὴν κιβωτὸν θὰ ἔμβουν ἀπὸ ὅλα τὰ ἑρπετὰ καὶ τὰ ἄγρια θηρία καὶ τὰ πετεινὰ τὰ σαρκοφάγα, εἶναι μικρὸ πρᾶγμα;
Νὰ μείνῃ δηλαδὴ εἰς τὴν αὐτὴν κιβωτὸν ὁ λύκος μὲ τὸ πρόβατον, ὁ λέων καὶ ἡ τίγρις μὲ τὰ ἄλλα ἥμερα ζῶα, τὰ φίδια μὲ τοὺς ἀνθρώπους! Νὰ κλεισθοῦν ἐκεῖ μέσα, καὶ τὸ θαυμασιώτερον, νὰ ἔμβουν μόνα τους καὶ νὰ μείνουν ἥσυχα ἐκεῖ μέσα!
Πρᾶγμα θαυμάσιον, πρωτοφανές, πρωτάκουστον. Πρᾶγμα, ἂς εἴπω ἀκόμη, παράδοξον καὶ ἀπίθανον! Τὸ λέγει ὅμως ὁ Θεός. Καὶ δι’ αὐτὸ ὁ Νῶε τὸ πιστεύει, τὸ παραδέχεται, τὸ ἐγκολποῦται.
Ἀληθῶς. «Νῶε ἄνθρωπος δίκαιος, τέλειος ἐν τῇ γενεᾷ αὐτοῦ».
Ὁ Νῶε λοιπὸν ἐξελέγη ἀπὸ τὸν Θεὸν διὰ νὰ χρησιμεύσῃ ὡς νέα κεφαλὴ τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, ὡς μία νέα ἀρχὴ μιᾶς νέας δημιουργίας ἀνθρώπων, ποὺ θὰ ἤρχετο νὰ ἀντικαταστήσῃ τὴν παλαιὰν δημιουργίαν, ἡ ὁποία θὰ εὕρισκε τὸν θάνατόν της μέσα εἰς τὰ ἀπέραντα τοῦ κατακλυσμοῦ νερά.
Καὶ ἔτσι ὁ Νῶε γίνεται συγχρόνως καὶ μία εἰκὼν καὶ προτύπωσις τοῦ Μεσσίου καὶ Σωτῆρος, ποὺ θὰ ἤρχετο μίαν ἡμέραν διὰ νὰ σώσῃ τὸν κόσμον ἀπὸ τὴν φθορὰν καὶ τὸν κατακλυσμὸν τῆς ἁμαρτίας.
Γιὰ πρόσεξε, ἀναγνῶστα μου, καὶ θὰ ἴδῃς ἀμέσως τὰς ὁμοιότητας καὶ ἀναλογίας ποὺ ὑπάρχουν μεταξὺ τοῦ τύπου αὐτοῦ, ὁ ὁποῖος καλεῖται Νῶε, καὶ τοῦ εἰκονιζομένου πρωτοτύπου, τὸ ὁποῖον καλεῖται Ἰησοῦς Χριστός.
Τόσον ὁ Νῶε, ὅσον καὶ ὁ Χριστὸς ἀνεφάνησαν εἰς γενεὰς διεφθαρμένας, σαρκικάς, ποὺ εἶχαν λησμονήσει τὸν Θεὸν καὶ εἶχαν διαστραφῆ ὑπὸ τῆς ἁμαρτίας.
Κήρυγμα μετανοίας, κήρυγμα διαμαρτυρίας πρὸς ἐπιστροφὴν εἶναι τὸ κήρυγμα τοῦ Νῶε πρὸς τοὺς συγχρόνους του, πρὸς τοὺς ὁποίους θὰ διελάλει καὶ θὰ προέλεγε τὴν ἐπικρεμαμένην ὀργὴν τοῦ Θεοῦ, ὅταν θὰ τὸν ἠρώτων περὶ τῆς κιβωτοῦ, τὴν ὁποίαν κατεσκεύαζε.
Κήρυγμα ἀληθείας, τὴν ὁποίαν ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Θεοῦ ἤκουσε, καὶ τὴν ὁποίαν ὁ Θεὸς τοῦ ἐδίδαξεν.
Ἀλλὰ μήπως καὶ τοῦ Μεσσίου τὸ κήρυγμα δὲν εἶναι μετανοίας καὶ ἐπιστροφῆς πρὸς τὸν Θεὸν διδαχὴ καὶ πρόσκλησις; Μὴπως κατ’ ἐξοχὴν περὶ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ δὲν θὰ ἠδύνατο νὰ λεχθῇ, ὅτι ὅσα παρὰ τοῦ Πατρὸς ἤκουσε, ταῦτα ἀνήγγειλεν ἡμῖν;
Καὶ γίνεται ὁ Νῶε πατριάρχης καὶ κεφαλὴ τῆς νέας τῶν ἀνθρώπων γενεᾶς, ποὺ ἔρχεται νὰ ἀντικαταστήσῃ τὴν ταφεῖσαν εἰς τὰ ὕδατα ἁμαρτωλὸν καὶ μοιχαλίδα γενεάν.
Ὅπως καὶ ὁ Χριστὸς γίνεται κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ἀπὸ Αὐτὸν ἐγεννήθη καὶ εἰς Αὐτὸν ἐστηρίχθη καὶ ἐκτίσθη καὶ ἡ ὁποία ἔρχεται ν’ ἀντικαταστήσῃ τὴν κυριαρχίαν τοῦ σκότους καὶ τοῦ θανάτου καὶ νὰ καταρρίψῃ τὸν παλαιὸν κόσμον τῶν εἰδώλων καὶ τῆς ἁμαρτίας.
Ἀκόμη ὁ Νῶε γίνεται σωτὴρ καὶ διὰ τὴν κατωτέραν δημιουργίαν τῶν κτηνῶν καὶ τῶν θηρίων καὶ τῶν πετεινῶν καὶ τῶν ἑρπετῶν, εἰς τὰ ὁποῖα δίδει ἐν τῇ κιβωτῷ σκέπην καὶ καταφύγιον ἀσφαλές, καθὼς καὶ τροφὴν διὰ τὴν συντήρησίν των.
Καὶ ἔτσι ἀποκτᾷ καὶ αὐτὸς καὶ ἡμεῖς, ποὺ εἴμεθα παιδιά του καὶ ἀπόγονοί του, νέα δικαιώματα ἐπὶ τοῦ βασιλείου τῶν ζώων καὶ τῶν πετεινῶν καὶ ἑρπετῶν, τὰ ὁποῖα ἐὰν σήμερον ζοῦν, ὀφείλουν τὴν ζωήν των εἰς τὸν προπάτορά μας Νῶε.
Γίνεται δὲ πάλιν ὁ Νῶε καὶ εἰς τοῦτο τύπος τοῦ Χριστοῦ, εἰς τὸν ὁποῖον ὄχι μόνον ἡμεῖς οἱ ἄνθρωποι, ἀλλὰ καὶ ὁλόκληρος ἐν γένει ἡ δημιουργία ὀφείλει τὴν ὕπαρξίν της καὶ τὸ εἶναι της καθὼς καὶ τὴν ἀνακαίνισίν της, ἡ ὁποία μέλλει νὰ γίνῃ μίαν ἡμέραν.
Καὶ ὅπως ὅλοι, ὅσοι μέσα εἰς τὴν κιβωτὸν εὑρίσκονται ὑπὸ τὴν κυβέρνησιν τοῦ Νῶε, καὶ τὰς διαταγὰς αὐτοῦ, σώζονται καὶ διαφεύγουν τὴν διὰ τοῦ κατακλυσμοῦ καταστροφήν, οὕτω καὶ ὅλοι ὅσοι εὑρίσκονται ὑπὸ τὴν ἐξουσίαν καὶ κυβέρνησιν καὶ ὁδηγίαν τοῦ Μεσσίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, θὰ σωθοῦν ἀπὸ τὴν φθορὰν καὶ τὴν καταστροφὴν τῆς αἰωνίας καταδίκης.
Ἀδελφὲ Χριστιανέ, ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι δι’ ἡμᾶς ἡ κιβωτὸς ποὺ θὰ μᾶς σώσῃ ἀπὸ μίαν καταστροφὴν χειροτέραν ἐκείνης, τὴν ὁποίαν ἐπέφερεν ὁ κατακλυσμός.
Τί κάμνεις καὶ πῶς εὑρίσκεσαι; Μήπως περιγελᾷς καὶ σὺ τοὺς κήρυκας τῆς ἀληθείας, ὅπως ἄλλοτε οἱ σύγχρονοι τοῦ Νῶε τὸν δίκαιον ἐκεῖνον ἄνθρωπον; Μήπως διάγεις καὶ περνᾷς καὶ σὺ βίον ἀμέριμνον καὶ ἄφοβον ὅπως οἱ ἄνθρωποι τῆς ἐποχῆς ἐκείνης;
Ἀλλοίμονον! Θὰ τὴν πάθῃς, ὅπως τὴν ἔπαθαν αὐτοί! Θὰ σὲ σὲ εὕρῃ ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ ἔξαφνα εἰς μίαν ὥραν ποὺ δὲν θὰ περιμένῃς, ὅπως εὗρε καὶ ἐκείνους.
Καὶ δὲν ξεύρω μὲν ἐὰν τὰ ὕδατα καμμιᾶς θαλάσσης ἢ κανενὸς πλημμυρισμένου ποταμοῦ σὲ περιμένουν διὰ νὰ ξεψυχήσῃς ἐκεῖ ἀγωνιωδῶς, ὅπως ἐξεψύχησαν ἐκεῖνοι.
Ξεύρω ὅμως καλά, ὅτι καὶ διὰ σὲ καὶ δι’ ἐμὲ καὶ δι’ ὅλους μας θὰ ἔλθῃ μία ὥρα, ποὺ δὲν τὴν ξεύρομεν, εἰς περίστασιν ποὺ δὲν θὰ τὴν περιμένωμεν, κατὰ τὴν ὁποίαν ὥραν θὰ παραδώσωμεν τὴν ψυχήν μας εἰς τὰς χεῖρας τοῦ Μεγάλου καὶ φοβεροῦ Θεοῦ.
Ἐὰν ἔχωμεν στηριχθῆ ἐπάνω εἰς τὴν κιβωτὸν τῆς πίστεως, εἰς τὴν ὁποίαν μᾶς προσεκάλεσεν ὁ Κύριος Ἰησοῦς, ἀσφαλῶς θὰ γλυτώσωμεν. Ἐὰν ὅμως εὑρεθῶμεν μακρὰν ἀπὸ τὴν κιβωτὸν αὐτήν, ποῖος θὰ μᾶς σώσῃ τότε ἀπὸ τοὺς μετεωρισμοὺς καὶ τὰ κύματα τῆς δικαιοτάτης ὀργῆς τοῦ Θεοῦ;
Μὲ ὀλίγας λέξεις ἡ Γραφὴ μᾶς πληροφορεῖ, ὅτι ὁ Νῶε συνεμορφώθη πλήρως πρὸς τὰς παραγγελίας τοῦ Θεοῦ καὶ «ἐποίησε πάντα ὅσα ἐνετείλατο αὐτῷ Κύριος ὁ Θεός, οὕτω ἐποίησε».
Καὶ ἀφοῦ πλέον ἡ κιβωτὸς ἡτοιμάσθη, Κύριος ὁ Θεὸς προσκαλεῖ τὸν Νῶε.
Τὸν προσκαλεῖ φιλοστόργως. Ὡσὰν πατέρας ποὺ βλέπει κάποιαν καταιγίδα νὰ πλησιάζῃ ἢ τὸ βαθὺ σκότος τῆς νυκτὸς νὰ ἐπέρχεται εἰς τόπον τινὰ ἔρημον καὶ καλεῖ τὸ ἀγαπημένο του παιδὶ νὰ ἔμβῃ εἰς τὴν καλύβην ἢ εἰς κάποιον ληνόν, τὸν ὁποῖον διέκρινεν ἐπὶ τῆς ὁδοῦ.
Τὸν προσκαλεῖ καὶ τοῦ λέγει: «Εἴσελθε σὺ καὶ πᾶς ὁ οἶκός σου εἰς τὴν κιβωτόν». Ἔμβα μέσα· ἐλθὲ μέσα σὺ καὶ ὁλόκληρος ἡ οἰκογένειά σου. «Εἴσελθε».
Δὲν λέγει «πήγαινε» εἰς τὴν κιβωτόν. Ἀλλὰ λέγει ἐλθὲ μέσα εἰς τὴν κιβωτόν. Ὡσὰν νὰ ἦταν καὶ ὁ Θεὸς μέσα εἰς τὴν κιβωτὸν καὶ ἀπὸ μέσα νὰ ἐκαλοῦσε τὸν Νῶε, ὅπως ἔμβῃ εἰς αὐτήν.
Καὶ ἔτσι ὁ Νῶε ἐκεῖ μέσα θὰ ἔχῃ συντροφιὰν αὐτὸν τὸν Θεόν, ἡ παρουσία τοῦ Ὁποίου θὰ τὸν παρηγορῇ καὶ θὰ μεταβάλλῃ τὴν κλειστὴν ἐκείνην καὶ σκοτεινὴν φυλακὴν εἰς λαμπρὸν καὶ ὡραῖον ἀνάκτορον.
Ὁ Θεὸς τὸν προσκαλεῖ νὰ ἔμβῃ. Ἡ κιβωτὸς ἦταν ἕτοιμος. Ἡ κιβωτὸς εἶχε φτιασθῆ ἀκριβῶς διὰ νὰ ἔμβῃ μέσα ὁ Νῶε μὲ τοὺς ἰδικούς του καὶ διὰ νὰ σωθῇ ἀπὸ τὸν ἐπαπειλούμενον κατακλυσμόν.
Καὶ ὅμως ὁ Νῶε δὲν ἐμβαίνει μέσα οὐδὲ ἐγκαθίσταται εἰς τὴν κιβωτὸν πρὶν ἢ ὁ Θεὸς καὶ ἐκ δευτέρου τὸν προσκαλέσῃ νὰ ἔμβῃ εἰς αὐτήν.
Δίδαγμα καὶ αὐτὸ δι’ ὅλους μας, ἀναγνῶστα μου, διὰ νὰ μὴ προτρέχωμεν. Περίμενε πάντοτε νὰ σὲ ὁδηγῇ ὁ Θεὸς διὰ τῶν περιστάσεων. Μὴ προτρέχῃς ποτέ. Μὴ δελεάζεσαι ἀπὸ ἀξιώματα. Μὴ τυφλῴνεσαι ἀπὸ αἰσθήματα.
Μὴν ἀφίνῃς τὴν καρδίαν σου νὰ κολλᾷ εἰς πράγματα, ποὺ δὲν ξεύρεις, ἂν ὁ Θεὸς τὰ κρίνῃ συμφέροντα εἰς σέ. Ἄφηνε τὸν ἑαυτόν σου εἰς τὴν ἀγαθὴν πρόνοιαν τοῦ Θεοῦ. Καὶ μένε ἀναπαυμένος εἰς ἐκεῖνο, πρὸς τὸ ὁποῖον διὰ τῶν περιστάσεων σὲ ὁδηγεῖ ὁ Θεός.
Θάνατον σοῦ στέλλει; Πτωχείαν σοῦ ἑτοιμάζει; Εἰς ἀξίωμα σὲ καλεῖ; Ἔσο ἕτοιμος νὰ δεχθῇς πάντοτε τὰς διαταγάς Του καὶ ἔχε διαρκῶς τὴν πρόθεσιν νὰ μὴ γίνεται τὸ θέλημά σου, ἀλλὰ τὸ ἅγιον θέλημα Ἐκείνου.
Ὁ Θεὸς προσκαλεῖ τὸν Νῶε νὰ ἔμβῃ μὲ ὁλόκληρον τὴν οἰκογένειάν του.
Ἀλλ’ ἓν ἀπὸ τὰ παιδιά του, ὁ Χάμ, ἀποδεικνύεται κατόπιν, ὅτι δὲν ἦταν καλὸς ἄνθρωπος. Σώζεται ἐν τούτοις καὶ αὐτὸς χάριν τοῦ καλοῦ καὶ δικαίου πατρός του.
Ἰδοὺ γιατί εἴπομεν καὶ ἄλλοτε, ὅτι ἀξίζει νὰ ἔχῃ κανεὶς συγγενεῖς δικαίους καὶ ἁγίους καὶ εὐσεβεῖς. Ἑπόμενον εἶναι κοντὰ μὲ ἐκείνους νὰ γλυτώσῃ καὶ αὐτός, εἰς τὴν παροῦσαν βέβαια ζωήν, ἀπὸ πολλὰ βάσανα καὶ κακά, τὰ ὁποῖα ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ θὰ ἐξαπέλυε κατὰ τῆς κακῆς του κεφαλῆς.
Καὶ ἔτσι λοιπὸν μέσα εἰς τὴν κιβωτὸν ἐμβαίνει καὶ ὁ ἕνας ἀνάποδος, ὁ Χάμ. Μαζῆ μὲ τοὺς ἐκλεκτοὺς ἰδοὺ καὶ ἕνας κατεργάρης. Εἶναι λοιπὸν ἀδύνατον καὶ ἀπὸ τὰς ἐκλεκτοτέρας κοινωνίας νὰ λείψουν τὰ ζιζάνια καὶ οἱ ἀνάποδοι ἄνθρωποι.
Τί ἐκπλήττεσαι; Ἰδὲς ἐδῶ μέσα εἰς ἕνα κύκλον ἐκλεκτῶν, ποὺ τοὺς ἐδιάλεξεν ὁ Θεός, εὑρίσκεται μέσα καὶ ἕνας Χάμ. Ἰδὲς ἀκόμη εἰς τὸν σεμνὸν ἐκεῖνον κύκλον τῶν δώδεκα, ποὺ τοὺς ἐδιάλεξεν ὁ Χριστός, εὑρίσκεται ἕνας προδότης, ὁ Ἰούδας.
Ἔτσι εἶναι τὰ πράγματα. Δὲν μπορεῖ νὰ λείψουν τὰ ζιζάνια καὶ τὰ πειρακτήρια. Πρέπει νὰ ὑπάρχουν καὶ αὐτά, διὰ νὰ δοκιμάζωνται καὶ καταρτίζωνται οἱ ἐκλεκτοί· διὰ νὰ γίνωνται μὲ τοὺς πειρασμοὺς καὶ τὰ σκάνδαλα στερεώτεροι καὶ ἐκλεκτότεροι.
Ὁ Θεὸς καλεῖ τὸν Νῶε νὰ ἔμβῃ εἰς τὴν κιβωτόν. Πόσον εἶχε κοπιάσει ὁ Νῶε διὰ νὰ φτιάσῃ τὴν κιβωτὸν ἐκείνην! Καὶ τώρα; Τί ὡραῖα καὶ τί καλά! Δὲν ἐπῆγαν χαμένοι οἱ κόποι του, ἀλλὰ θερίζει τώρα ἀπὸ αὐτοὺς τὴν ἀνάπαυσιν, τὴν ἀσφάλειαν, τὴν σωτηρίαν.
Τί κάθεσαι, Χριστιανέ; Κάμε προθύμως ὅ,τι σοῦ λέγει καὶ ὅ,τι σοῦ ζητεῖ ὁ Χριστός. Ἂς ἀπαιτῇ κόπους καὶ ἱδρῶτας πολλούς. Ἔσο βέβαιος, ὅτι ἀργὰ ἢ γρὴγορα, πρῶτα ἢ ὕστερα θὰ εὕρῃς ἐκεῖ τὴν ἀνάπαυσιν καὶ τὴν εἰρήνην.
Ὅτι κάμνεις δι’ ὑπακοὴν πρὸς τὸν Θεόν, ἔσο βέβαιος ὅτι γρήγορα θὰ σοῦ ἀποδώσῃ καρπὸν ἀναπαύσεως καὶ ἀνέσεως.
Ὁ Θεὸς καλεῖ τὸν Νῶε εἰς τὴν κιβωτόν. Καὶ εἶναι ἡ πρόσκλησις αὕτη τύπος μιᾶς ἄλλης προσκλήσεως, ποὺ ὕστερα ἀπὸ πολλὰς χιλιάδας χρόνια θὰ ἀπευθύνετο ἀπὸ τὸν ἐπουράνιον Θεὸν εἰς τὰς ἀνθρωπίνας γενεάς. Καὶ ἡ πρόσκλησις αὕτη μᾶς καλεῖ νὰ πλησιάσωμεν πρὸς τὸν Χριστόν.
Ὁ Χριστὸς εἶναι τώρα δι’ ἡμᾶς ἡ κιβωτός, ἐν τῇ ὁποίᾳ θὰ σωθῶμεν ἀπὸ τὴν ὀργήν, ἡ ὁποία θὰ φανερωθῇ κατὰ τὴν μεγάλην καὶ φοβερὰν ἐκείνην τῆς κρίσεως ἡμέραν.
Καὶ μᾶς καλεῖ ὅλους ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, τὸ κήρυγμα τοῦ Χριστοῦ οἱ λειτουργοὶ τοῦ Χριστοῦ, τὸ Πνεῦμα τοῦ Χριστοῦ. «Ἔλθετε», μᾶς λέγουν: Ἔλθετε, εἰσέλθετε εἰς τὴν κιβωτόν. «Υἱοὶ ἀνθρώπων, ἕως πότε βαρυκάρδιοι; Ἱνατί ἀγαπᾶτε ματαιότητα καὶ ζητεῖτε ψεῦδος;»
Ὁ Θεὸς προσκαλεῖ τὸν Νῶε εἰς τὴν κιβωτόν. Καὶ δεικνύει λοιπὸν ἰδιαιτέραν εὔνοιαν καὶ προτίμησιν εἰς αὐτόν. Διατί;
Ὁ Θεὸς δὲν εἶναι ἄδικος εἰς τὴν ἀγάπην Του. Ἀγαπᾷ ἐκείνους, τοὺς ὁποίους ἀξίζει ν’ ἀγαπᾷ. Ἀγαπᾷ λοιπὸν καὶ τὸν Νῶε, «ὅτι εἶδόν σε, λέγει, δίκαιον ἐναντίον μου ἐν τῇ γενεᾷ ταύτῃ». Σὲ εἶδον δίκαιον ἐμπρός μου.
«Δίκαιον ἐναντίον μου». Αὐτοὶ εἶναι οἱ πραγματικῶς δίκαιοι, τοὺς ὁποίους καὶ τὸ μάτι τοῦ Θεοῦ διακρίνει καὶ εὑρίσκει δικαίους.
Αὐτοὶ δὲν ἔχουν μόνον τὸ σχῆμα καὶ τὴν μορφὴν τῆς δικαιοσύνης καὶ εὐσεβείας, διὰ τῶν ὁποίων νὰ φαίνωνται μόνον ἐνώπιον τῶν ἀνθρώπων δίκαιοι, ἀλλ’ ἔχουν καὶ τὴν δύναμιν τῆς εὐσεβείας καὶ δικαιοσύνης, διὰ τῆς ὁποίας προσελκύουν τὴν ἐπιδοκιμασίαν καὶ τὸν ἔπαινον αὐτοῦ τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος διερευνᾷ τὰς καρδίας τῶν ἀνθρώπων καὶ εἶναι ἀδύνατον νὰ ἀπατηθῇ.
«Εἶδον σε». Ἂς εἶσαι ἕνας. Ἂς ὁμοιάζῃς πρὸς ἕνα κόκκον σιταριοῦ ἀνακατευμένον καὶ χωμένον μέσα εἰς βουνὰ ὁλόκληρα ἀπὸ ἦραν.
Πολύς, πάρα πολὺς εἶναι ὁ ἀριθμὸς τῶν μακρὰν Ἐμοῦ ἀνθρώπων. Σωρὸς ὁλόκληρος ἀπὸ ζιζάνια καὶ ἀπὸ παντὸς εἴδους πονηρὰ σπέρματα εἶναι ἡ ἀνθρωπότης. Καὶ ἐν μέσῳ αὐτῆς ἕνα μικρὸ κλωναράκι, ποὺ κάθε ἄλλος θὰ τὸ ἐνόμιζε θαμμένον, εἶσαι σὺ ὁ Νῶε.
Ἐγώ, ὁ Κύριος τοῦ οὐρανοῦ, «σὲ εἶδον» ἐν μέσῳ τῆς γενεᾶς ταύτης τῆς πονηρᾶς καὶ διεστραμμένης.
Καὶ ὅπως σὺ ἐφύλαξες τὸν ἑαυτόν σου καθαρὸν εἰς τὸν καιρόν, ποὺ ὅλον τὸ πλῆθος αὐτὸ τῶν ἀνθρώπων ἐδούλευεν εἰς τὴν ἀδικίαν καὶ ἁμαρτίαν, ἔτσι καὶ ἐγὼ τώρα θὰ σὲ φυλάξω ἀσφαλῆ καὶ σῶον εἰς τὸν καιρόν, ποὺ ὅλον αὐτὸ τὸ πλῆθος πρόκειται νὰ καταστραφῇ.
Ἐκεῖνοι, ποὺ δὲν συμμετέχουν εἰς τὰς ἁμαρτίας τῶν ἄλλων, ἀσφαλῶς δὲν θὰ συμμετάσχουν καὶ εἰς τὰς τιμωρίας, τὰς ὁποίας αὐτοὶ θὰ ὑποστοῦν διὰ τὰς ἁμαρτίας των ταύτας.
Ἀκολούθως ὁ Θεὸς ὁδηγεῖ τὸν Νῶε, ἵνα εἰσαγάγῃ εἰς τὴν κιβωτὸν καὶ τὸν ἀνάλογον ἀριθμὸν ἐκ τῶν διαφόρων κτηνῶν καὶ πετεινῶν.
Ἀπὸ τὰ καθαρὰ κτήνη, ἐκεῖνα ποὺ ἐχρησίμευον δι’ ὑπηρεσίαν καὶ συντήρησιν τοῦ ἀνθρώπου, ἔπρεπεν ὁ Νῶε νὰ εἰσαγάγῃ ἀνὰ ἑπτὰ ζεύγη. Ἀπὸ δὲ τὰ κτήνη τὰ μὴ καθαρὰ ἀνὰ δύο ζεύγη. Τὸ αὐτὸ ἔπρεπε νὰ κάμῃ ὁ Νῶε καὶ διὰ τὰ πετεινά.
Καὶ ἔτσι λοιπὸν ὁ Θεὸς δὲν προνοεῖ μόνον διὰ τὸν ἄνθρωπον, ἀλλὰ φροντίζει καὶ διὰ τὴν ἄνετον καὶ ἀναπαυτικὴν τοῦ ἀνθρώπου συντήρησιν.
Ὁ Νῶε τὴν τελευταίαν ἐκείνην στιγμὴν τῆς μεγάλης αὐτῆς καταστροφῆς ἀναμφιβόλως θὰ ἐσάστισε. Καὶ στὴν τόσην του σκοτοῦρα, ποὺ θὰ τοῦ ἔφεραν αἱ ἑτοιμασίαι τῶν τελευταίων ἐκείνων ἡμερῶν, δὲν θὰ τοῦ πῆγε στὸν νοῦν, ὅτι ἔπρεπεν ἀπὸ τὰ χρήσιμα καὶ καθαρὰ ζῶα νὰ φυλάξῃ περισσότερα.
Τοῦ τὸ ἐνθυμίζει ὅμως ὁ Θεός, ὁ Ὁποῖος ἐνδιαφέρεται διὰ τὴν εὐτυχίαν μας περισσότερον ἀπὸ ὅ,τι ἐνδιαφερόμεθα ἡμεῖς.
Συγχρόνως ὅμως ὁ Θεὸς φροντίζει καὶ δι’ ὅλην τὴν δημιουργίαν Του. Καὶ δι’ αὐτὸ θέλει μέσα εἰς τὴν κιβωτὸν νὰ διασωθοῦν καὶ ἀπὸ ἕνα ζευγάρι ἐκ τῶν ἀκαθάρτων ζώων καὶ πετεινῶν.
Δὲν εἶναι ἀκόμη καιρὸς νὰ ξεπαστρευθῇ ἡ γῆ ἀπὸ τὴν ἀγρίαν καὶ ἀνήμερον δημιουργίαν. Γιατί καὶ οἱ ἄνθρωποι, ποὺ πρόκειται τώρα νὰ γεννηθοῦν ἀπὸ τὸν Νῶε, δὲν θὰ εἶναι ὅλοι ἥμεροι καὶ ἀγαθοί.
Οὔτε πρόκειται νὰ ξεπαστρευθῇ τώρα γιὰ πάντα ἡ κακία καὶ ἡ ἁμαρτία ἀπὸ τὴν γῆν. Θὰ ξαναφανοῦν αὗται.
Καὶ ἀφοῦ θὰ ξαναφανοῦν, δίκαιον εἶναι νὰ μὴ ἐκλείψουν καὶ τὰ θηρία καὶ τὰ πετεινὰ αὐτά, ποὺ θὰ εἶναι τὰ πλεῖστα ἐξ αὐτῶν ζωνταναὶ εἰκόνες τῆς ἁμαρτίας αὐτῆς καὶ τιμωρίαι διὰ τὴν ζωὴν τοῦ δικαίως τιμωρουμένου ἀνθρώπου.
Ἂς εἶναι ὅμως εὐλογημένον τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, ἀδελφέ μου! Δὲν βλέπεις; Δὲν ἀφίνει νὰ ἔμβουν μέσα εἰς τὴν κιβωτὸν πολλὰ ἀπὸ τὰ θηρία καὶ τὰ πετεινὰ τὰ ἄγρια.
Καὶ ἔτσι ἐνῶ ἔχομεν σήμερον κοπάδια ὁλόκληρα ἀπὸ πρόβατα καὶ γίδια, δὲν ἔχομεν ὅμως κοπάδια ἀπὸ λέοντας καὶ τίγρεις καὶ λύκους καὶ ὑαίνας καὶ ἀετούς. Ἀλλοίμονον τότε! Συμφορά μας τότε!
Ἀλλ’ ὁ Θεὸς ἠθέλησε μόνον νὰ μᾶς παιδεύσῃ. Ὄχι ὅμως καὶ νὰ μᾶς ἐξοντώσῃ. Καὶ ἔτσι καὶ τὴν δημιουργίαν Του ἐκείνην τὴν ἀγρίαν τὴν ἀφίνει νὰ ζῇ, ὄχι ὅμως καὶ νὰ ὑπερπληθύνεται. Ὑπερπληθύνονται μόνον τὰ χρήσιμα διὰ τὰς ἀνάγκας τοῦ ἀνθρώπου κτήνη καὶ πετεινά.
Εὐλογητὸς καὶ δεδοξασμένος ὁ Θεός!
Ἔμβα μέσα εἰς τὴν κιβωτὸν σὺ καὶ ὅλοι οἱ ἱδικοί σου, λέγει ὁ Θεὸς εἰς τὸν Νῶε. «Ἔτι γὰρ ἡμερῶν ἑπτὰ ἐγὼ ἐπάγω ὑετὸν ἐπὶ τὴν γῆν, τεσσαράκοντα ἡμέρας καὶ τεσσαράκοντα νύκτας· καὶ ἐξαλείψω πᾶν τὸ ἀνάστημα, ὃ ἐποίησα, ἀπὸ προσώπου πάσης τῆς γῆς».
Ὁρίζει τώρα καὶ τὴν ἡμέραν ἀκόμη ὁ Θεός, κατὰ τὴν ὁποίαν θὰ ἐξαπέλυε τοὺς καταρράκτας τοῦ οὐρανοῦ.
Μίαν ἑβδομάδα ἀκόμη, ἑπτὰ καὶ μόνον ἡμέρας καὶ ἀμέσως ἔπειτα ἐπιφέρω ἐγώ, ὁ Κύριος πάντων τῶν στοιχείων τῆς φύσεως, βροχὴν ἰσχυράν, ἡ ὁποία θέλει διαρκέσει ἐπὶ τεσσαράκοντα ἡμέρας καὶ τεσσαράκοντα νύκτας συνεχῶς.
Καὶ θὰ ἐξαλείψω μὲ τὴν βροχὴν αὐτὴν κάθε ζωὴν ἀναστημένην, τὴν ὁποίαν ἐποίησα. Κάθε τι ζωντανόν, ποὺ ἀνεστήθη σιγά - σιγὰ ἀπὸ τὰ μικρά του χρόνια καὶ ἐμεγάλωσε, θὰ τὸ ἐξαλείψω ἀπὸ τὸ πρόσωπον τῆς γῆς.
Ὁ Θεὸς λοιπὸν τώρα ὁρίζει καὶ ἡμέραν. Πόσον ἀγαθὸς εἶναι ὁ Θεός! Τοὺς περιέμενεν 120 χρόνια. Ἀνέβαλε τὴν ὀργήν Του ἐπὶ 120 χρόνια.
Ἔβλεπαν ὅτι ἐπὶ 120 χρόνια ὁ Νῶε εἰργάζετο εἰς τὴν κιβωτὸν πρὸς διδασκαλίαν των. Καὶ ὅταν καὶ τὰ χρόνια αὐτὰ ἐπέρασαν καὶ ἦλθεν ὁ καιρὸς τῆς δικαίας κρίσεως, καὶ πάλιν περιμένει καὶ νέον καιρὸν μετανοίας καὶ νέαν περίστασιν ἐπιστροφῆς δίδει εἰς τοὺς ἀμετανοήτους ἐκείνους.
Ἕως τώρα ὁ Νῶε τοὺς ἔλεγε γενικῶς καὶ ἀορίστως, ὅτι ὁ Θεὸς θὰ ρίψῃ καταστροφήν. Ἀπὸ τώρα ὅμως θὰ τοὺς ὥρισεν ἀσφαλῶς καὶ τὸν χρόνον, ποὺ θὰ ἔλθῃ ἡ καταστροφὴ αὐτή.
Ποῖος ἀρνεῖται, ὅτι, ἂν οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ εἶχον ἔστω καὶ ἓν ἴχνος καλῆς διαθέσεως, θὰ κατελαμβάνοντο τὴν τελευταίαν αὐτὴν στιγμὴν ἀπὸ τρόμον, ὅπως οἱ Νινευΐται ὕστερα, καὶ θὰ ἐζήτουν νὰ ἐπιστρέψουν εἰς τὸν Θεόν;
Αὐτοὶ ὅμως ἀναμφιβόλως θὰ ἐγέλασαν καὶ θὰ περιέπαιξαν τὸν Νῶε. Ὅπως τὸν περιεγέλων τόσον καιρόν, ἔτσι θὰ τὸν περιεγέλασαν καὶ τὰς τελευταίας ἐκείνας ἡμέρας. Καὶ ἐν τούτοις ὁ θάνατος ἦτο πλησίον καὶ ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ ἦτο ἐπὶ θύραις.
Τί τὰ θέλεις ὅμως; Ὅταν κανεὶς χρονίσῃ εἰς τὴν ἁμαρτίαν καὶ γηράσῃ εἰς αὐτήν, δὲν εἶναι εὔκολον νὰ ἀπομακρυνθῇ ὕστερον ἀπὸ αὐτήν.
Οὔτε εἶναι δυνατὸν κανείς, ὅταν ἐπέρασε τὰ χρόνια του ὅλα εἰς τὴν ἁμαρτίαν, τὴν τελευταίαν στιγμὴν νὰ τὴν ἀπορρίψῃ καὶ νὰ συνέλθῃ εἰς τὸν ἑαυτόν του καὶ νὰ ἐπιστρέψῃ εἰς τὸν Θεόν!
Αὐτὸ μόνον διὰ θαύματος τῆς θείας χάριτος μπορεῖ νὰ γίνῃ.
Καὶ ἂν βλέπῃς ἕνα λῃστὴν ἐπάνω εἰς τὸν σταυρὸν νὰ μετανοῇ καὶ νὰ ζητῇ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, μὴ λησμονῇς ὅτι αὐτὸ δὲν εἶναι σύνηθες φαινόμενον. Εἶναι ἔκτακτον·
ἐπαναλαμβάνω εἶναι θαῦμα, ποὺ τὸ ἐνήργησεν εἰς τὴν καρδίαν τοῦ ἀνθρώπου ἐκείνου ὁ Θεός, διότι διέκρινεν ὅτι εἶχε πρόθεσιν ἀγαθὴν καὶ ἔπρεπε νὰ τὸ ἐνεργήσῃ.
Τὸ σύνηθες, τὸ τακτικῶς γινόμενον εἶναι τοῦτο: ὅσοι περνοῦν τὰ χρόνια των στὴν ἁμαρτίαν, καὶ ὁ θάνατος ὅταν ἔλθῃ, εἶναι τυφλωμένοι πλέον καὶ δὲν μποροῦν νὰ ἴδουν τίποτε, ἀλλὰ πεθαίνουν εἰς τὴν ἁμαρτίαν.
Ἂς προσέξωμεν λοιπόν, ἀδελφέ μου, νὰ μὴ τὴν πάθωμεν καὶ ἡμεῖς, ὅπως τὴν παθαίνουν καὶ οἱ δυστυχισμένοι αὐτοὶ καὶ ταλαίπωροι ἄνθρωποι. Ἡ ἁμαρτία εἶναι σύντροφος κακός. Ἂς φύγωμεν ἀπὸ κοντά της, ὅσον τὸ δυνατὸν γρηγορώτεραν καὶ συντομώτερα.
Ἂς ἐπανέλθωμεν τώρα εἰς τὸν Νῶε. Ὁ δίκαιος καὶ ἐνάρετος αὐτὸς ἄνθρωπος, εὐθὺς ὡς ὁ Θεὸς τὸν διέταξε νὰ ἔμβῃ εἰς τὴν κιβωτὸν συμπεριλαμβάνων μεθ’ ἑαυτοῦ καὶ ἐκ τῶν κτηνῶν καὶ πετεινῶν τὸν ὁρισθέντα ἀριθμόν, «ἐποίησε πάντα ὅσα ἐνετείλατο αὐτῷ Κύριος ὁ Θεός».
Μνημονεύει, καθὼς βλέπεις, ἰδιαιτέρως ἡ Γραφὴ τὴν συμμόρφωσιν καὶ ὑπακοὴν τοῦ Νῶε εἰς τὴν προσταγὴν τοῦ Θεοῦ.
Ἀξίζει νὰ τὴν μνημονεύσῃ. Διότι, ὅπως ἀπὸ τὴν ἀρχήν, ὅταν τοῦ πρωτοεῖπεν ὁ Θεός, ὅτι ἔπρεπε νὰ κατασκευάσῃ τὴν κιβωτόν, «ἐπίστευσεν» ὁ Νῶε καὶ χάρις εἰς τὴν πίστιν του ταύτην συνεμορφώθη πρὸς ὅσα ὁ Θεὸς τοῦ παρήγγειλεν, ἔτσι καὶ τώρα πιστεύει.
Ἀπὸ τὴν ἀρχὴν ἕως τὸ τέλος πιστεύει. Γιατί ἄλλο σημάδι ποὺ νὰ δεικνύῃ, ὅτι ὁ κατακλυσμὸς ἦτο πλησίον, δὲν θὰ ἐφαίνετο πουθενά. Οὔτε σύννεφον, οὔτε ἀστραπὴ καμμία, οὔτε βροντή.
Καὶ ἐπὶ πλέον οἱ σύγχρονοί του, ὅταν θὰ τὸν εἶδαν νὰ ἐμβαίνῃ μέσα καὶ νὰ τοὺς προλέγῃ τὸ τέλος των, θὰ τὸν περιεγέλασαν πολὺ περισσότερον τώρα καὶ θὰ ἔβαλαν εἰς δοκιμασίαν καὶ εἰς πειρασμὸν τὴν πίστιν του.
Ὅπως ἐδοκιμάζετο ἡ πίστις του ἐπὶ τόσον καιρόν, ποὺ ἐφτιάνετο ἡ κιβωτός, ἔτσι δοκιμάζεται καὶ τώρα εἰς τὸ τέλος.
Ἀλλ’ ὁ Νῶε εἶναι πιστός. Ὅ,τι εἶπεν ὁ Θεὸς τὸ πιστεύει καὶ τὸ παραδέχεται ὁλοψύχως χωρὶς νὰ ἀμφιβάλλῃ. Ἔτσι ὁ Νῶε εἰς ἕκαστον βῆμα αὐτοῦ περιεπάτει διὰ πίστεως καὶ οὐχὶ διὰ τῆς πληροφορίας τῶν σωματικῶν αἰσθήσεών του.
«Ἐποίησε πάντα ὅσα ἐνετείλατο αὐτῷ Κύριος ὁ Θεός». Θὰ ἐταξιθέτησε δηλαδὴ ὅλα μέσα εἰς τὴν κιβωτὸν κατὰ τὸ διάστημα τῶν ἑπτὰ αὐτῶν ἡμερῶν. Θὰ ἐτοποθέτησε κάθε εἶδος ζώου καὶ πετεινοῦ εἰς τὴν θέσιν καὶ φωλεάν του καὶ εἰς τὸ τέλος θὰ ἐμβῆκε καὶ αὐτὸς μαζῆ μὲ τὴν σύζυγόν του, τὰ τέκνα του καὶ τὰς νύμφας του.
Περίεργον ἀλήθεια καὶ πρωτοφανὲς καὶ ἀξιοθαύμαστον θὰ ἦτο τὸ φαινόμενον, ποὺ παρουσιάζει ἡ κιβωτὸς κατὰ τὰς παραμονὰς τοῦ κατακλυσμοῦ!
Νὰ βλέπῃς ὅλων τῶν εἰδῶν τὰ ζῶα νὰ ἔρχωνται μοναχά τους ἐκεῖ ἐμπρὸς εἰς τὸν Νῶε, τὰ ἄγρια καὶ τὰ ἀνήμερα νὰ σείουν ἥσυχα τὴν οὐράν των καὶ ὡς ἥμερα νὰ ὑποτάσσωνται καὶ χωρὶς θόρυβον κανένα νὰ παίρνῃ τὸ καθένα των τὴν θέσιν του μέσα εἰς τὴν κιβωτόν! Τί θαυμάσιον φαινόμενον!
Ὅπως ἀκριβῶς τὸ βόδι γνωρίζει τὴν φάτνην του καὶ ὁ ὄνος, τὸ ὑποζύγιον, ξεύρει τὸν ἀφεντικόν του, ἔτσι καὶ τώρα τὸ λεοντάρι, ἡ τίγρις, τὰ ἄλλα θηρία τὰ ἄγρια γνωρίζουν τὸν σωτῆρα τους καὶ ἔρχονται κοντά του.
Καὶ ὅπως τὰ πουλιὰ εἰς τὴν ὥραν τῆς ἀνοίξεως, ποὺ εἰς τὰ μέρη, ὅπου ἕως τότε ἔμενον, ἡ ζὲστη γίνεται ἀνυπόφορος, φεύγουν μόνα των καὶ ἔρχονται εἰς ἄλλα δροσερώτερα καὶ γλυκύτερα κλίματα καὶ τὰ ὁδηγεῖ εἰς τοῦτο ἕνας νόμος φυσικός, ποὺ τὸν ὥρισεν ὁ Θεός,
ἔτσι καὶ τώρα θηρία καὶ κτήνη καὶ πουλιά, ὅσα πρόκειται νὰ σωθοῦν εἰς τὴν κιβωτόν, σπρώχνονται σὰν ἀπὸ ἕνα φυσικὸν ἔνστικτον πρὸς τὴν κιβωτὸν αὐτὴν καὶ ζητοῦν νὰ ἔμβουν μέσα.
Καὶ μόνον τὰ λογικὰ τοῦ Θεοῦ πλάσματα, οἱ ἄνθρωποι οἱ σύγχρονοι τοῦ Νῶε, δὲν θέλουν νὰ καταλάβουν καὶ νὰ ἐννοήσουν. Ἔγιναν κτηνωδέστεροι καὶ ἀπὸ τὰ κτήνη καὶ ἀγριώτεροι ἀπὸ τὰ θηρία οἱ ταλαίπωροι.
Ὦ Κύριε, Κύριε· πόσον δίκαιον εἶχεν ὁ προφήτης Σου, ὅταν ἐμπνεόμενος ἀπὸ τὸ ἀλάνθαστον Πνεῦμα Σου διεκήρυττε τὸ ἀθάνατον ἐκεῖνο: «ἄνθρωπος ἐν τιμῇ ὢν οὐ συνῆκε, παρασυνεβλήθη τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις καὶ ὡμοιώθη αὐτοῖς»!
Ἔτσι ὁ Νῶε δὲν εἶχε νὰ κοπιάσῃ καὶ νὰ κινδυνεύσῃ διὰ νὰ συμμαζεύσῃ τὸ πλῆθος αὐτὸ τῶν ζώων καὶ τῶν ἑρπετῶν καὶ τῶν κτηνῶν, ποὺ θὰ ἔμβαινε μέσα εἰς τὴν κιβωτόν.
Τοῦ τὰ ἔφερεν ἐκεῖ ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Ἦλθαν μοναχά τους καὶ μάλιστα ἐξημερωμένα καὶ ἥσυχα, ὥστε νὰ μποροῦν νὰ συζοῦν ὅλα μαζῆ, χωρὶς τὸ ἕνα νὰ ἐπιβουλεύεται τὴν ζωὴν τοῦ ἄλλου.
Ἀφοῦ δὲ ἦλθον ὅλα τὰ ζῶα καὶ τὸ πλήρωμα τῆς κιβωτοῦ συνεπληρώθη, τελευταῖον ἐμβῆκαν μέσα εἰς αὐτὴν ὁ Νῶε μὲ τὴν γυναῖκα του καὶ τὰ τρία παιδιά του μὲ τὰς τρεῖς συζύγους των.
«Εἰσῆλθε Νῶε, Σήμ, Χάμ, Ἰάφεθ, οἱ υἱοὶ Νῶε καὶ ἡ γυνὴ Νῶε καὶ αἱ τρεῖς γυναῖκες τῶν υἱῶν αὐτοῦ μετ’ αὐτοῦ εἰς τὴν κιβωτόν».
Τέσσαρες λοιπὸν ἄνδρες καὶ τέσσαρες γυναῖκες ἐμβῆκαν εἰς τὴν κιβωτόν. Καὶ ὅμως ἐπρόκειτο ὁ κόσμος νὰ καταστραφῇ καὶ νὰ ξαναγεννηθῇ ἀπὸ τὰ τρία παιδιὰ τοῦ Νῶε. Δὲν θὰ μποροῦσαν ἆρα γε οἱ τρεῖς αὐτοὶ νέοι νὰ μὴ πάρουν ἀπὸ μίαν ἀλλ’ ἀπὸ περισσότερες γυναῖκες ὁ καθένας;
Ἀδελφέ μου, ὅταν ὁ Θεὸς ἔπλασε τὸν Ἀδάμ, μίαν γυναῖκα τοῦ ἔδωκε. Καὶ τὸ πρῶτον ἐκεῖνο ζευγάρι μὲ τὴν εὐλογίαν τοῦ Θεοῦ ἐπληθύνθη καὶ κατακυρίευσε τὴν γῆν.
Καὶ τώρα πάλιν ποὺ πρόκειται ἄλλη μιὰ φορὰ ἀπὸ τὴν ἀρχὴν νὰ ἀρχίσῃ ὁ πολλαπλασιασμὸς τῶν ἀνθρώπων, ἀπὸ μίαν γυναῖκα θέλει νὰ ἔχουν τὰ τρία παιδιὰ τοῦ Νῶε.
Καὶ σὲ διδάσκει μὲ αὐτό, ὅτι ἡ πολυγαμία δὲν εἶναι φυσικὸν πρᾶγμα καὶ ὅτι μόνον ὁ δεσμὸς τοῦ ἑνὸς ἀνδρὸς πρὸς τὴν μίαν γυναῖκα, τοῦ ἑνὸς ἀνδρὸς ποὺ θὰ γνωρίσῃ εἰς τὴν ζωήν της ὁλόκληρον ἡ γυναῖκα, καὶ τῆς μιᾶς γυναικὸς ποὺ θὰ γνωρίσῃ εἰς τὴν ζωήν του ὁλόκληρον ὁ ἄνδρας, μόνος ὁ δεσμὸς αὐτὸς εἶναι εὐλογημένος καὶ ἁγιασμένος καὶ ἱερός.
Καὶ ἀφοῦ πλέον ἐμβῆκαν καὶ ὁ Νῶε μὲ τὰ παιδιά του εἰς τὴν κιβωτόν, τότε, λέγει ἡ Ἁγία Γραφή: «ἔκλεισε Κύριος ὁ Θεὸς τὴν κιβωτὸν ἔξωθεν».
Τὴν ἔκλεισεν ὁ ἴδιος, ὅπως ἀσφαλίζει κανεὶς τὴν κάσσαν του, μέσα εἰς τὴν ὁποίαν φυλάττει πολύτιμα κοσμήματα καὶ θησαυρούς.
Τὴν ἔκλεισε καλὰ διὰ νὰ μὴ ἐμβαίνουν τὰ νερὰ ἀπ’ ἔξω, ὅταν μετ’ ὀλίγον θὰ ἐπλημμυροῦσαν τὴν γῆν. Τὴν ἐστερέωσε καλά, διὰ νὰ μὴ μποροῦν νὰ τὴν ἀνοίξουν ὕστερα, ὅταν μὲ ἀπόγνωσιν καὶ ἀπελπισίαν θὰ ὡρμοῦσαν οἱ πνιγόμενοι ἀμετανόητοι ζητοῦντες νὰ εὕρουν εἰς αὐτὴν καταφύγιον.
Τὴν ἔκλεισε μὲ ἕνα τρόπον θαυμάσιον, ποὺ δὲν μᾶς τὸν λέγει ἡ Γραφὴ καὶ ἔδειξεν ἔτσι τὴν ἰδιαιτέραν Του πρόνοιαν καὶ ἀγάπην διὰ τὸν δοῦλον Του τὸν Νῶε.
Τὴν ἔκλεισε, καὶ τώρα πλέον δὲν εἰμπορεῖ κανένας ἄλλος νὰ ἔμβῃ.
Μέχρι πρὸ ὀλίγου ἦταν ἀνοικτή. Καὶ ἐὰν ἤρχετο κανείς, ἔστω καὶ κατὰ τὰς τελευταίας ἑπτὰ ἡμέρας, καὶ μετανοῶν διὰ τὴν κακίαν αὐτοῦ ἐζήτει καταφύγιον καὶ σωτηρίαν εἰς τὴν κιβωτόν, δὲν δυνάμεθα νὰ ἀμφιβάλλωμεν, ὅτι ὁ ἀγαθὸς Θεὸς θὰ τοῦ ἔδιδε τὸ καταφύγιον τοῦτο.
Τώρα ὅμως εἶναι πλέον ἀργά. Ὅλοι ὅσοι εἶναι ἔξω ἀπὸ τὴν κιβωτόν, τὸ σύνολον δηλαδὴ τῆς ἀνθρωπότητος ποὺ ἔζη τότε, θὰ εὕρουν τὸν θάνατόν των εἰς τὰ ἀπέραντα τοῦ κατακλυσμοῦ νερά.
Τέλος 3ου κεφαλαίου