Μετὰ τὸν ἄδικον σκοτωμὸν τοῦ Ἄβελ ἔζησε χρόνια ἀρκετὰ ὁ δυστυχισμένος πατέρας του ὁ Ἀδὰμ καὶ εἶδε καὶ ἄλλους υἱοὺς καὶ θυγατέρας. Καὶ ἀπέθανεν ὁ προπάτωρ μας, ἀφοῦ ἔφθασεν εἰς πολὺ βαθειὰ γεράματα, δηλαδὴ εἰς ἡλικίαν ἐννεακοσίων τριάκοντα ἐτῶν!
Ἐντύπωσιν θὰ σοῦ κάμῃ μεγάλην, ἀναγνῶστα μου, ὁ μεγάλος αὐτὸς ἀριθμός. Ἡ ἁμαρτία βλέπεις τότε μόλις εἶχεν ἀρχίσει νὰ ἐμβαίνῃ εἰς τὸ ἀνθρώπινον γένος. Δὲν εἶχε προκάμει ἀκόμη νὰ διαφθείρῃ καὶ νὰ ἐξασθενήσῃ τὸ ἀνθρώπινον σῶμα.
Ὡσὰν ἕνα σκουλῆκι ποὺ πρωτοεμβαίνει εἰς ἕνα δένδρον σκληρὸν καὶ πελώριον καὶ θὰ χρειασθῇ πολλὰ χρόνια νὰ σκωροφάγῃ τὸν κορμόν του καὶ νὰ καταστρέψῃ τὴν ὀμορφιάν του καὶ τὴν πρασινάδα του.
Μὰ ὅσῳ περνοῦν τὰ χρόνια, τόσῳ καὶ τὸ δένδρον καταβάλλεται καὶ ἐξαδυνατίζουν οἱ ρίζες του καὶ ὄχι μόνον αὐτὸ καταπίπτει, ἀλλὰ καὶ ὅλα τὰ νέα δένδρα, ποὺ θὰ βγοῦν ἀπὸ τὶς ρίζες του καὶ ἀπὸ τοὺς σπόρους του, θὰ εἶναι καὶ αὐτὰ ἀδυνατισμένα.
Καὶ ὅσῳ ἡ ἀρρώστεια τοῦ σκουληκιοῦ αὐτοῦ θὰ μείνῃ μέσα εἰς τὰ δένδρα αὐτά, τόσῳ καὶ οἱ νεώτερες γενεὲς τῶν δένδρων, ποὺ θὰ γεννῶνται ἀπὸ τὰ ἀρρωστημένα αὐτὰ δένδρα, θὰ ἀδυνατίζουν περισσότερον.
Ἡ ἁμαρτία λοιπὸν ἦτο καὶ εἶναι μιὰ ἀρρώστεια. Ἀρρώστεια φοβερή, ποὺ δὲν κτυπᾷ μόνον τὴν ψυχὴν τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ κτυπᾷ καὶ τὸ σῶμα του.
Καὶ μιὰ φορὰ ποὺ ὁ θάνατος εἶναι ἀποτέλεσμα τρομερὸν τῆς ἁμαρτίας, μπορεῖς εὔκολα ἀπὸ αὐτὸ νὰ καταλάβῃς, ἀδελφέ μου, πῶς ἐστάθη ἱκανὴ ἡ ἁμαρτία νὰ ἐξασθενήσῃ καὶ τὸν ὀργανισμόν μας καὶ νὰ ὀλιγοστεύσῃ τὰ χρόνια τῆς ἀθλίας μας ζωῆς.
Ξεκινῶντας ἀπὸ τὸν Ἀδάμ, ὅσῳ κατεβαίνομεν πρὸς τὰ κάτω, θὰ εὕρωμεν, ὅτι οἱ πρῶτες γενεὲς ζοῦν πολλά, πάρα πολλὰ χρόνια, ἀλλ’ ἔπειτα ὅσῳ κατεβαίνομεν, τόσῳ καὶ λιγοστεύουν τὰ χρόνια τῶν ἀνθρώπων.
Φαίνεται, ὅτι καὶ ἡ γῆ τότε δὲν εἶχε προκάμει ἀκόμη νὰ ἀγριέψῃ, ὅπως ἀγρίεψε κατόπιν.
Καὶ ὁ ἀέρας τότε θὰ ἦτο πιὸ καθαρὸς ἀπὸ ὅ,τι εἶναι σήμερον καὶ δὲν θὰ ἦτο γεμᾶτος ἀπὸ τὸ πλῆθος αὐτὸ τῶν μικροβίων, ποὺ φέρουν τόσες ἀρρώστειες καὶ ρίπτουν τὸν ἄνθρωπον εἰς τὸ κρεββάτι ἀπὸ τὰ μικρά του χρόνια.
Παρεκτὸς ὅμως ἀπὸ τοὺς λόγους αὐτοὺς ἦτο καὶ κάποιος ἄλλος σπουδαιότερος λόγος, διὰ τὸν ὁποῖον ὁ Θεὸς ἠθέλησεν οἱ πρῶτοι ἄνθρωποι νὰ ζοῦν τόσα πολλὰ χρόνια.
Βιβλία τότε δὲν ὑπῆρχαν. Γράμματα καὶ γραφὴ ἦσαν ἄγνωστα. Πῶς λοιπὸν θὰ ἐμάνθανον οἱ ἄνθρωποι τὴν ἱστορίαν τους καὶ πῶς θὰ ἐδιδάσκοντο, ποῖος τοὺς ἔπλασε, ποῦ καὶ πῶς τοὺς ἔπλασε, διὰ ποῖον σκοπὸν καὶ διὰ ποῖον προορισμὸν τοὺς ἔπλασε;
Πῶς θὰ ἐμάθαιναν, ὅτι ἡ ἁμαρτία τοὺς ἐξώρισεν ἀπὸ τὸν Παράδεισον καὶ ὅτι θὰ ἔλθῃ μία ἡμέρα ποὺ ἡ ἁμαρτία θὰ κτυπηθῇ κατακέφαλα καὶ θὰ καταλυθῇ τὸ κράτος της καὶ ἡ ἐξουσία της ἐπὶ τῶν ἀνθρώπων;
Ἕνας μόνος τρόπος ὑπῆρχεν, ἀδελφέ μου. Ἡ ζῶσα παράδοσις. Δηλαδὴ μὲ τὸ στόμα του νὰ τὰ διηγῆται ὁ πατέρας εἰς τὰ παιδιά του καὶ εἰς τὰ ἐγγόνια του καὶ εἰς τὰ δισεγγόνια του. Νὰ τοὺς τὰ λέγῃ μιὰ φορά, νὰ τοὺς τὰ ξαναλέγῃ κατόπιν, νὰ τοὺς τὰ ἐπαναλαμβάνῃ ἔπειτα.
Καὶ νὰ τὰ λέγῃ ὄχι μόνον εἰς μίαν, οὔτε εἰς δύο γενεάς, ἀλλ’ εἰς περισσοτέρας, εἰς χρόνια πολλά, εἰς αἰῶνας ὁλοκλήρους. Μόνον ἔτσι θὰ ἐσώζοντο αἱ παραδόσεις, ἀπὸ τὰς ὁποίας οἱ ἀπόγονοι τοῦ Ἀδὰμ θὰ ἐμάθαιναν καλὰ τὴν θρησκείαν τους καὶ τὸν προορισμόν τους.
Γι’ αὐτὸ λοιπὸν ζῇ ὁ Ἀδὰμ 930 χρόνια. Ζῇ καὶ τὸ παιδί του ὁ Σὴθ 920 χρόνια. Καὶ ἕνας ἀπὸ τοὺς τρισεγγόνους τοῦ Σήθ, ὁ Μαθουσάλας, ζῇ πόσα χρόνια νομίζετε; Ἐννεακόσια ἑξήκοντα ἐννέα χρόνια. Ἐπλησίασε δηλαδὴ τὰ χίλια χρόνια.
Τοῦ Μαθουσάλα αὐτοῦ ἔγγονος ὑπῆρξεν ὁ Νῶε. Υἱὸς τοῦ Μαθουσάλα ὑπῆρξεν ὁ Λάμεχ, καὶ υἱὸς τοῦ Λάμεχ ὑπῆρξεν ὁ Νῶε, ὁ εὐσεβὴς καὶ πιστὸς καὶ δίκαιος Νῶε, τοῦ ὁποίου τὸ ὄνομα εἶναι συνδεδεμένον, καθὼς γνωρίζεις, ἀναγνῶστα μου, μὲ ἕνα τρομερὸν συμβὰν τῶν χρόνων ἐκείνων, τὸ ὁποῖον ἐκόστισε τὴν ζωὴν ὅλων τῶν ἀνθρώπων, ποὺ ἐζοῦσαν τότε καὶ τὸ ὁποῖον εἶναι γνωστὸν ὑπὸ τὸ ὄνομα «κατακλυσμός».
Πῶς καὶ διατί ἔγινεν ὁ κατακλυσμὸς αὐτὸς πρόκειται τώρα νὰ ἐκθέσωμεν, καθὼς μᾶς ἱστορεῖ ταῦτα τὸ ἀλάνθαστον στόμα τοῦ Θεοῦ διὰ τοῦ οὐρανίου Βιβλίου Του, τὸ ὁποῖον λέγεται Ἁγία Γραφή.
Σιγά-σιγὰ, ὁ κόσμος ἐπληθύνετο καὶ ἀπὸ τὸ πρῶτον ἀνδρόγυνον εἰς ὀλίγες χιλιάδες χρόνια ἐγεννήθησαν χιλιάδες καὶ ἑκατομμύρια ἀνθρώπων. Ἔτσι ἐπληρώνετο σιγά-σιγὰ καὶ ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν Ἀδὰμ καὶ τὴν Εὔαν: «αὐξάνεσθε καὶ πληθύνεσθε καὶ πληρώσατε τὴν γῆν».
Ὁ ἄνθρωπος ὅμως ἦτο διεφθαρμένος. Καὶ ἡ ἁμαρτία του λοιπὸν καὶ ἡ διαφθορά του μετέστρεψε τὴν εὐλογίαν αὐτὴν τοῦ Θεοῦ εἰς κατάραν καὶ ὀργήν. Διότι ὅσῳ ἐπληθύνοντο οἱ ἄνθρωποι, τόσῳ ἐπληθύνετο καὶ ἡ κακία των· τόσῳ ἐπλημμύριζε καὶ ἡ ἁμαρτία καὶ ἡ ἀσεβεια καὶ ἡ ἀκολασία ἐπὶ τῆς γῆς.
Τέτοια εἶναι ἡ ἁμαρτία. Εὑρίσκει εὐκαιρίαν καὶ εἰς αὐτὰς ἀκόμη τὰς δωρεὰς καὶ εὐλογίας τοῦ Θεοῦ νὰ πληθύνεται καὶ νὰ ἐξαπλώνεται καὶ νὰ σηκώνῃ περισσότερον ἀναίσχυντον καὶ ἀδιάντροπον κεφάλι.
Καὶ ὅπως μιὰ νόσος μολυσματικὴ καὶ μεταδοτική, ὅταν πέσῃ εἰς μεγάλον πληθυσμόν, κάμνει καὶ μεγάλην καταστροφὴν καὶ φθοράν, καὶ ὅσῳ πολυανθρωπότεραι εἶναι αἱ πόλεις, ποὺ πέφτει ἡ νόσος αὐτή, τόσῳ περισσότερα καὶ πολυαριθμότερα εἶναι καὶ τὰ κρούσματά της, ἔτσι καὶ ἡ ἁμαρτία.
Ὁ Θεὸς ηὐλόγησε τοὺς ἀνθρώπους καὶ ἐπληθύνθησαν καὶ ἡ ἁμαρτία εὑρίσκει τὴν εὐκαιρίαν νὰ ξαπλωθῇ. Καὶ ὅσον περισσότερον οἱ ἄνθρωποι πληθύνονται, τόσῳ περισσότερον καὶ ἡ ἁμαρτία ἐξαπλώνεται καὶ καταπλημμυρίζει τὸν κόσμον.
Ὁ ἕνας ἁμαρτωλὸς εὔκολα παρασύρει κοντά του καὶ τὸν ἄλλον. Καὶ ἡ πτῶσις τῶν δύο ἔπειτα γίνεται μεγαλυτέρα. Γιατί ὁ ἕνας διαφθείρει τὸν ἄλλον περισσότερον καὶ τραβᾷ ὁ ἕνας τὸν ἕτερον ἀκόμη βαθύτερα εἰς τὸν λάκκον τῆς ἁμαρτίας.
Καὶ ὅπως μεταξὺ δύο ἐναρέτων, ὁ ἕνας βοηθεῖ καὶ στηρίξει τὸν ἄλλον, καὶ εὐκολώτερα καὶ οἱ δύο ἀλληλοβασταζόμενοι προχωροῦν πρὸς τὸν δρόμον τῆς ἀρετῆς καὶ προοδεύουν καὶ τελειοποιοῦνται ἀσφαλέστερον καὶ ταχύτερον, ἔτσι καὶ μεταξὺ δύο ἢ καὶ περισσοτέρων ἁμαρτωλῶν.
Ἡ βοήθεια, τὴν ὁποίαν ὁ ἕνας δίδει εἰς τὸν ἄλλον, συντελεῖ καὶ ἀποβλέπει εἰς τὸ νὰ προχωρήσουν ἀκόμη περισσότερον εἰς τὸν δρόμον τῆς κακίας τῶν καὶ εἰς τὸ νὰ τελειοποιηθοῦν καὶ στερεοποιηθοῦν ὄχι πλέον εἰς τὴν ἀρετήν, ἀλλ’ εἰς τὴν ἁμαρτίαν.
Καὶ ἔτσι λοιπὸν μὲ τὸ νὰ ἐπληθύνθησαν οἱ ἄνθρωποι, δὲν ἐπληθύνθησαν μόνον οἱ ἁμαρτωλοί, ἀλλὰ καὶ διεφθάρησαν καὶ ἐξηχρειώθησαν περισσότερον οὗτοι.
Ἡ ἁμαρτία ἐξηπλώθη καὶ ἐπλημμύρισε τὴν γῆν, καὶ φαίνεται τοῦτο καὶ ἀπὸ τὴν διαγωγήν, ποὺ δεικνύουν οἱ λεγόμενοι «υἱοὶ τοῦ Θεοῦ», οἱ ἀπόγονοι δηλαδὴ τοῦ εὐσεβοῦς καὶ ἐναρέτου υἱοῦ τοῦ Ἀδάμ, τοῦ Σήθ, οἱ ὁποῖοι χωρισμένοι ἐξ ἀρχῆς ἀπὸ τὸ κατηραμένον σπέρμα τοῦ Κάϊν ὡμολόγουν καὶ ἐλάτρευον τὸν ἀληθινὸν Θεὸν καὶ ἀπετέλουν μίαν ξεχωριστὴν κοινωνίαν, τὴν κοινωνίαν τῶν ἀνθρώπων τοῦ Θεοῦ.
Οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ ἀπέφευγαν κάθε σχέσιν καὶ συνάφειαν πρὸς τοὺς διεφθαρμένους ἀπογόνους τοῦ Κάϊν, οἱ ὁποῖοι ἦσαν ξένοι πρὸς τὸν Θεὸν καὶ μισητοὶ πρὸ Αὐτόν.
Ἀλλοίμονoν ὅμως! Ἡ ἁμαρτία ἐμβῆκε σιγά - σιγὰ καὶ εἰς τὴν κοινωνίαν αὐτὴν τῶν υἱῶν τοῦ Θεοῦ, τῶν τέκνων καὶ ἀπογόνων τοῦ Σήθ, καὶ ἤρχισε νὰ τοὺς διαφθείρῃ. Τὸ κακὸν λοιπὸν ἐξηπλώθη παντοῦ. Εἰς ὅλα τὰ μέρη καὶ εἰς ὅλας σχεδὸν ἀνεξαιρέτως τὰς ψυχάς.
Καὶ καθὼς λέγει ἡ Ἁγία Γραφή, «ἰδόντες οἱ υἱοὶ τοῦ Θεοῦ τὰς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων, ὅτι καλαί εἰσιν, ἔλαβον ἑαυτοῖς γυναῖκας ἀπὸ πασῶν, ὧν ἐξελέξαντο».
Καὶ ἔτσι λοιπὸν ἀνακατεύονται πρόβατα καὶ γίδια μαζῆ, ἄρρωστοι μὲ ὑγιεῖς, ἀμόλυντοι καὶ καθαροὶ μὲ μολυσμένους καὶ ἀκαθάρτους, διὰ νὰ ἐξαπλωθῇ παντοῦ τὸ μόλυσμα τῆς ἁμαρτίας, διὰ νὰ μολυνθοῦν καὶ τὰ παιδιὰ τοῦ Θεοῦ ἀπὸ αὐτό, διὰ νὰ κολλήσουν καὶ αὐτὰ τὴν ἀρρώστεια ποὺ ἔχουν αἱ θυγατέρες τῶν ἀνθρώπων, δηλαδὴ τὰ κορίτσια τῶν διεφθαρμένων ἀπογόνων τοῦ Κάϊν.
Καὶ ἐνῶ οἱ πατέρες των τοὺς ἐδίδαξαν νὰ μὴ πλησιάζουν κἂν τὴν κοινωνίαν ἐκείνην τὴν διεφθαρμένην τῶν ἀπογόνων τοῦ Κάϊν, αὐτοὶ ἀπειθοῦν καὶ ὄχι μόνον πλησιάζουν, ἀλλὰ καὶ συγγενεύουν μὲ τὴν κοινωνίαν αὐτὴν καὶ ἀνακατεύονται μὲ ἕνα τρόπον ποὺ καὶ τὰς δύο κοινωνίας θὰ τὰς ἔκαμνε μίαν εἰς τὸ ἑξῆς καὶ θὰ μετέδιδεν εἰς τὴν καλυτέραν ἐξ αὐτῶν ὁλόκληρα τὰ ἰδιώματα καὶ ἐλαττώματα τῆς χειροτέρας.
Οἱ υἱοὶ τοῦ Θεοῦ, οἱ ἀπόγονοι τοῦ Σήθ, ἀπειθοῦντες πρὸς τὰς συμβουλὰς τῶν πατέρων των ἀποφασίζουν νὰ πάρουν ὡς συζύγους τὰς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων, τὰς ἀπογόνους τοῦ Κάϊν. Ἀπόφασις ἁμαρτωλή. Κάτι ποὺ δὲν εἶχε γίνει ἕως τώρα, διότι ἦτο κακόν, ἀποφασίζουν αὐτοὶ νὰ τὸ κάμουν.
Καὶ παρατήρησε νὰ ἴδῃς, ὅτι ὅπως ἡ ἁμαρτία τοὺς ἐξωθεῖ εἰς τὴν ἀρχὴν ν’ ἀποφασίσουν, ἔτσι καὶ ἡ ἁμαρτία ἔπειτα τοὺς ὁδηγεῖ νὰ ἐκλὲξουν.
Ἐκλέγουν ὡς συζύγους μόνον καὶ μόνον «διὰ τοῦ ὀφθαλμοῦ». Εἶδαν ὅτι οἱ θυγατέρες τῶν ἀνθρώπων ἦσαν καλαί, δηλαδὴ ὡραῖαι, καὶ εἱλκύσθησαν ἀπὸ τὴν εὐμορφιά τους, χωρὶς διόλου νὰ προσέξουν, τί ἔκρυπτον οἱ σειρῆνες καὶ οἱ νεράϊδες αὐταὶ μέσα εἰς τὴν καρδίαν των.
Καὶ κρίνουν καὶ ἀποφασίζουν καὶ ἐνεργοῦν ὡς ἄνθρωποι σαρκικοί, ὄχι ὡς υἱοὶ τοῦ Θεοῦ, ὡς ἄνθρωποι φοβούμενοι τὸν Θεὸν καὶ ζητοῦντες τὸ ἀρέσκον εἰς τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ Κυρίου των. Προτιμοῦν ἐκεῖνο ποὺ ἀρέσκει εἰς τὴν σάρκα αὐτῶν καὶ εὐχαριστεῖ τὴν ἁμαρτωλήν των ἐπιθυμίαν.
Καὶ ἔτσι λοιπὸν ἐμβῆκαν καὶ οἱ υἱοὶ τοῦ Θεοῦ εἰς ἕνα κατήφορον, τὸν κατήφορον τῆς ἁμαρτίας, εἰς τὸν ὁποῖον κατήφορον ἡ ἁμαρτία ἀπὸ βήματος εἰς βῆμα θὰ τοὺς κυριεύῃ περισσότερον, ἕως ὅτου θὰ τοὺς μεταβάλῃ εἰς παντοτεινούς της δούλους καὶ εἰς διαρκεῖς σκλάβους της.
Καὶ τὸ ἀποτέλεσμα αὐτὸ δὲν ἤργησε νὰ ἔλθῃ. Διότι τί ἔπαθεν ὁ Σολομὼν, ὁ σοφὸς βασιλεύς, ὅταν ἔμπλεξε μὲ ἀσεβεῖς καὶ εἰδωλολάτριδας γυναῖκας; Δὲν κατήντησεν ὥστε εἰς τὸν καιρὸν τῶν γερατείων του νὰ μὴ εἶναι ἡ καρδία του τελεία μετὰ Κυρίου τοῦ Θεοῦ αὐτοῦ, καθὼς ἡ καρδία Δαβὶδ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ;
Καὶ δὲν «ἐξέκλιναν γυναῖκες αἱ ἀλλότριαι τὴν καρδίαν αὐτοῦ ὀπίσω θεῶν αὐτῶν», μέχρι τοῦ σημείου ὥστε νὰ οἰκοδομήσῃ καὶ ναοὺς ἀκόμη εἰς τὸν Χαμώς, τὸν θεὸν τῶν Μωαβιτῶν, καὶ εἰς τὴν Ἀστάρτην, τὸ βδέλυγμα τῶν Σιδωνίων;
Ὅπως λοιπὸν τὴν ἔπαθεν ἔπειτα ἕνας σοφὸς καὶ εὐσεβὴς βασιλεὺς ἐξακουστὸς καὶ περιώνυμος, ἔτσι τὴν ἔπαθαν καὶ οἱ δυστυχεῖς ἀπόγογοι τοῦ Σὴθ μὲ τὰς ἀπογόνους τοῦ Κάϊν ποὺ ἐπῆραν.
Τοὺς παρέσυραν ἐκεῖναι μὲ τὸ μέρος τους καὶ δὲν ἐπέρασε πολὺς καιρὸς ποὺ οἱ υἱοὶ τοῦ Θεοῦ, οἱ ἄνθρωποι οἱ εὐσεβεῖς, οἱ φοβούμενοι τὸν Θεόν, ἀπεπλανήθησαν ἀπὸ τὸν δρόμον τῆς ἀρετῆς καὶ ἔγιναν ὅμοιοι πρὸς τοὺς ἀπογόνους τοῦ Κάϊν.
Καὶ ὁ Θεὸς τώρα τοὺς βλέπει καὶ δὲν τοὺς ἀναγνωρίζει ὡς ἰδικούς Του. Τοὺς βλέπει καὶ δὲν ἀρέσκεται εἰς αὐτούς. Τοὺς βλέπει καὶ δὲν εὑρίσκει σχεδὸν κανένα ποὺ νὰ εἶναι τῆς προκοπῆς, ὥστε πρὸς χάριν αὐτοῦ νὰ μὴ ἀποστραφῇ ὁ Θεὸς καὶ τοὺς ἄλλους. Τοὺς βλέπει ὅλους καὶ τοὺς μισεῖ.
«Καὶ εἶπε Κύριος ὁ Θεός, οὐ μὴ καταμείνῃ τὸ πνεῦμά μου ἐν τοῖς ἀνθρώποις τούτοις εἰς τὸν αἰῶνα, διὰ τὸ εἶναι αὐτοὺς σάρκας· ἔσονται δὲ αἱ ἡμέραι αὐτῶν ἑκατὸν εἴκοσιν ἔτη».
Προτήτερα, πρὶν ἢ διαφθαροῦν καὶ οἱ ἀπόγονοι τοῦ Σήθ, κάτι ὑπῆρχεν εἰς τὴν γῆν διὰ νὰ τὸ ἴδῃ ὁ Θεὸς καὶ λυπηθῇ τοὺς κατοίκους της. Τώρα ὅμως; Δὲν ὑπαρχει τίποτε. Καὶ ὁ Θεὸς ἀποφασίζει ν’ ἀποσύρῃ τὴν χάριν Του καὶ τὸ πνεῦμα Του ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ἐκείνους.
Τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον δὲν εἰμπορεῖ, δὲν εἶναι δίκαιον ἐπ’ ἄπειρον νὰ μακροθυμῇ πρὸς τὸν παραβάτην καὶ ἁμαρτωλόν.
Εἶναι ἀληθές, ὅτι καὶ ὅταν ἀκόμη ὁ ἁμαρτωλὸς διώχνῃ τὴν σωτηριώδη χάριν Του, τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον ἐξακολουθεῖ νὰ τὸν προτρέπῃ εἰς μετάνοιαν καὶ εἰς διόρθωσιν μεταχειριζόμενον καὶ τὴν συνείδησιν τοῦ ἁμαρτωλοῦ ὡς ἕνα μέσον, μὲ τὸ ὁποῖον λαλεῖ τὸ Πνεῦμα εἰς τὴν καρδίαν του.
Μὰ ὅταν ὁ ἁμαρτωλὸς ἐξακολουθῇ νὰ ἐπιμένῃ εἰς τὸ κακὸν καὶ νὰ πικραίνῃ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, ποὺ ζητεῖ ἐπιμόνως τὴν σωτηρίαν του, τί θὰ γίνῃ ἐπὶ τέλους;
Θὰ ἔλθῃ μία στιγμή, ὅπως ἦλθε καὶ διὰ τοὺς «υἱοὺς τοῦ Θεοῦ», τοὺς ἀπογόνους τοῦ Σήθ, ποὺ θὰ εἴπῃ ὁ Θεὸς καὶ δι’ αὐτὸν ὅ,τι εἶπε καὶ δι’ ἐκείνους: «Οὐ μὴ καταμείνῃ τὸ πνεῦμά μου ἐν τοῖς ἀνθρώποις τούτοις εἰς τὸν αἰῶνα».
Ἀλλοίμονον δὲ καὶ τρυσαλλοίμονον εἰς ἐκεῖνον, διὰ τὸν ὁποῖον ὁ Θεὸς θὰ εἴπῃ τὸν φοβερὸν καὶ τρομερὸν αὐτὸν λόγον. Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς σημαίνει, ὅτι εἶναι πλέον ἀδιόρθωτος.
Ἀφοῦ ὁ Θεὸς ἀπηλπίσθη δι’ αὐτόν, πάει νὰ εἰπῇ ὅτι οὐδεμία ἐλπίς, ἀπολύτως οὐδεμία ὑπάρχει δι’ αὐτόν. Τί ὑπολείπεται δι’ αὐτὸν καὶ τί τὸν περιμένει; Ἡ καταστροφὴ καὶ ὁ ὄλεθρος. Ἡ ἀγαθότης τοῦ Θεοῦ δὲν εἰμπορεῖ τίποτε ἀπολύτως νὰ κάμῃ διὰ τὸν ἄνθρωπον αὐτόν.
Καὶ λοιπὸν κατὰ φυσικὴν συνέπειαν ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ θὰ λάβῃ ἀμέσως τὸν λόγον διὰ νὰ ξεπαστρέψῃ μιὰ ὥρα προτήτερα τὸν τόπον ἀπὸ τὸν ρύπον καὶ τὴν βρῶμαν καὶ τὴν πονηρίαν τοῦ ἀμετανοήτου αὐτοῦ ἁμαρτωλοῦ.
Καὶ αὐτὸ πρόκειται καὶ τώρα νὰ γίνῃ μὲ τοὺς ἀνθρώπους αὐτούς, ποὺ ζοῦν κατὰ τὴν ἐποχὴν τοῦ Νῶε, οἱ ὁποῖοι διεφθάρησαν καὶ διεστράφησαν εἰς σημεῖον ἀπροχώρητον.
Ὁ Θεὸς βλέπει τοὺς ἀνθρώπους τῆς ἐποχῆς ἐκείνης καὶ τοὺς ὀργίζεται. Καὶ ἀποφασίζει νὰ ἀποσύρῃ ἀπ’ αὐτοὺς τὴν χάριν Του καὶ νὰ τοὺς ἐγκαταλίπῃ «διὰ τὸ εἶναι αὐτοὺς σάρκας». Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος καὶ αὐτὴ εἶναι ἡ αἰτία, ποὺ λαμβάνει ὁ Θεὸς μίαν τόσον τρομερὰν ἀπόφασιν διὰ τοὺς ἀνθρώπους ἐκείνους.
Θὰ τοὺς ἐγκαταλίπω, λέγει, διότι εἶναι σάρκες. Εἶναι διεφθαρμένοι τελείως. Δὲν ἔμεινε καμμία σκέψις πνευματικὴ μέσα τους. Εἶναι σάρκες ἐξ ὁλοκλήρου. Σκέπτονται σαρκικῶς καὶ φιληδόνως.
Καὶ δὲν ὑπάρχει καμμία ἐλπὶς νὰ διορθωθοῦν, διότι οὐδὲν ἴχνος, οὐδεὶς σπινθὴρ πνεύματος δὲν ἐναπελείφθη εἰς αὐτούς.
Καὶ ὅπως μάταια θὰ ἐκοπίαζε κανεὶς διὰ νὰ λευκάνει τὸ μαῦρον δέρμα τοῦ Αἰθίοπος, ἔτσι μάταια θὰ ἐκοπίαζε καὶ ἐκεῖνος, ποὺ θὰ προσεπάθει νὰ μεταδώσῃ πνεῦμα εἰς ἐκεῖνον ποὺ εἶναι βουτηγμένος ὁλόκληρος εἰς τὸν βόρβορον τῆς σαρκός.
«Διὰ τὸ εἶναι αὐτοὺς σάρκας». Καὶ ἀποδεικνύεται λοιπὸν καθαρά - καθαρά, πὼς ἡ σαρκικὴ κλίσις, ποὺ τόσον εὔκολα εἰσχωρεῖ εἰς τὴν ψυχήν μας, εἶναι κάτι ποὺ ἀποδιώχνει τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον καὶ ἀντιπολεμεῖ καὶ φυγαδεύει Αὐτό.
Καὶ ὅταν σώσῃ καὶ ἔμβῃ μέσα εἰς τὴν ψυχήν μας ἡ σαρκικὴ αὐτὴ κλίσις καὶ κυριεύσῃ καὶ ἐμποτίσῃ αὐτήν, τότε ἐμποδίζεται τὸ Ἅγιον Πνεῦμα νὰ ἐπενεργήσῃ ἐπ’ αὐτῆς εἰς σωτηρίαν καὶ νὰ ἐργασθῇ ἐν αὐτῇ τὸ ἔργον τοῦ ἁγιασμοῦ καὶ τῆς ἀπολυτρώσεως.
Σὰρξ καὶ Πνεῦμα εἶναι δύο ἐχθροί, ποὺ δὲν μποροῦν ποτὲ νὰ συμβιβασθοῦν, ἀλλ’ ὅπου εἰσχωρήσῃ ὁ ἕνας, ἀποδιώκεται ὁ ἕτερος καὶ ὅπου ἐπικρατήσῃ ὁ ἄλλος, φυγαδεύεται ὁ πρῶτος.
Ὁ Θεὸς λοιπὸν ἀποφασίζει νὰ τοὺς ἐγκαταλίπῃ. Καὶ ἔτσι ἡ μόνη τύχη, ποὺ θὰ τοὺς ἐπερίμενεν, ἦτο ἡ καταστροφὴ καὶ ὁ ὄλεθρος.
Μ’ ὅλα ταῦτα ὁ ἀγαθὸς καὶ πανοικτίρμων Θεὸς καὶ εἰς τὴν τελευταίαν ἀκόμη στιγμὴν ἀναβάλλει. Ἐνῶ τοὺς εὑρίσκει ἀδιορθώτους καὶ ἀξίους καταστροφῆς, δίδει κάποιαν ἀναστολὴν εἰς τὴν ἐκτέλεσιν τῆς ἀποφάσεώς Του, μήπως καὶ μετανοήσουν οἱ δυστυχεῖς ἐκεῖνοι καὶ ἀποφύγουν τὸ κακόν, ποὺ ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ τοὺς προετοιμάζει.
Ὄχι, δὲν δίδει ἀμέσως τὴν θέσιν εἰς τὴν ὀργήν Του, ἀλλὰ λέγει κάτι, ποὺ δεικνύει τὸ μέγα καὶ ἄπειρον ἔλεός Του: «ἔσονται αἱ ἡμέραι αὐτῶν ἑκατὸν εἴκοσιν ἔτη».
Ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ φωνάζει ζητοῦσα τὴν τιμωρίαν τῶν ἀδιορθώτων καὶ ἀμετανοήτων τούτων. Ἀλλὰ τὸ ἔλεός Του καὶ οἱ οἰκτιρμοί Του ζητοῦν τὴν ἀναβολήν.
Ἡ δικαιοσύνη λέγει: Ἂς κόψωμεν τὸ δένδρον αὐτὸ τὸ ἄκαρπον, τὸ ὁποῖον ματαίως καλλιεργοῦμεν καὶ τὸ ὁποῖον χωρὶς κανένα σκοπὸν κατέχει τὴν θέσιν αὐτήν.
Ἡ μακροθυμία καὶ τὸ ἔλεος λέγουν: Ἂς ἀναμείνωμεν λοιπὸν ἀκόμη ἐπ’ ὀλίγον. Ἂς ἀναβάλωμεν μέχρι τοῦ ἑπομένου ἔτους, μήπως ἕως τότε τὸ δένδρον αὐτὸ ἀποδώσῃ τοὺς καρπούς του.
Καὶ ἡ μακροθυμία καὶ τὸ ἔλεος ὑπερισχύουν. Καὶ ὁ Θεὸς ἀναβάλλει ἐπὶ ἑκατὸν εἴκοσιν ἔτη νὰ ἐκτελέσῃ τὴν ἀπόφασιν τῆς δικαιοσύνης Του.
Ἀναβάλλει μόνον. Δὲν συγχωρεῖ ὅμως, χωρὶς ὁ ἁμαρτωλὸς νὰ μετανοήσῃ. Ἀναβάλλει, ἀλλὰ δὲν ἐγκαταλείπει ὁλοτελῶς τὸ ἔργον τῆς δικαιοσύνης Του. Ἀναβάλλει, ἀλλὰ δὲν τὸ ξεχάνει. Θὰ ἔλθῃ ἡ ὥρα, ποὺ θὰ τὸ ἐνθυμηθῇ καὶ ἡ δικαιοσύνη Του θὰ λειτουργήση τότε χωρὶς ἀναβολὴν καὶ χωρὶς οἰκτιρμούς.
Τὸ ἔλεος, βλέπετε, ἔχει καὶ αὐτὸ τὰ ὅριά του καὶ ἡ εὐσπλαγχνία τοῦ Θεοῦ δὲν λειτουργεῖ ποτὲ ἐπὶ ἐκμηδενίσει τῆς δικαιοσύνης Του.
Ὁ Θεὸς περιμένει. Περιμένει ἐπὶ πολὺν καιρόν. Δὲν περιμένει ὅμως γιὰ πάντα. Ὅσον μακρὸς καὶ πολὺς καὶ ἂν εἶναι ὁ καιρὸς αὐτός, ἔχει ὅμως καὶ τὰ ὅριά του, εἰς τὰ ὁποῖα τελειώνει, καὶ ἀρχίζει πλέον ἡ φοβερὰ περίοδος τῆς δικαίας ἀνταποδόσεως τοῦ Θεοῦ.
Ἀλλὰ καὶ ἡ ἀναβολή, τὴν ὁποίαν δίδει εἰς τοὺς ἀμετανοήτους ἐκείνους ὁ Θεός, δὲν φέρει κανὲν ἀποτέλεσμα.
Ἀπὸ τὸν γάμον αὐτὸν τὸν παράνομον τῶν ἀπογόνων τοῦ Σὴθ καὶ τῶν θυγατέρων τοῦ γένους τοῦ Κάϊν ἐγεννήθη μιὰ γενεὰ ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι διακρίνονται διὰ τὸ μέγα τους ἀνάστημα καὶ διὰ τὴν τεραστίαν των δύναμιν. Ἦσαν ἡ γενεὰ τῶν γιγάντων.
Ἦσαν ὅμως καὶ παιδιὰ γονέων ποὺ τοὺς συνέδεσε πρὸς ἀλλήλους ἡ ἁμαρτία, καὶ δι’ αὐτὸ δὲν εἰμποροῦσε παρὰ νὰ φέρουν μέσα εἰς τὰ σπλάγχνα των ζυμωμένον τὸ κακὸν τῆς πονηρίας καὶ ἀνομίας σπέρμα. Καὶ ὅταν κανεὶς ἔχῃ κακὰς διαθέσεις καὶ κλίσεις, ὅσῳ δυνατώτερος εἶναι, τόσῳ καὶ κακουργεῖ περισσότερον.
Μὲ τὴν ἐμφάνισιν λοιπὸν τῶν γιγάντων, τῶν ὀνομαστῶν καὶ ἐξακουστῶν αὐτῶν ἀνθρώπων, ὄχι μόνον δὲν ἐβελτιώθησαν τὰ πράγματα, ἀλλὰ καὶ ἐχειροτέρευσαν.
Αἱ ἀγριότητες θὰ ἔγιναν φρικαλεώτεραι, αἱ ἀδικίαι βιαιότεραι καὶ αἱ καταπιέσεις τραχύτεραι καὶ ἀδικώτεραι. Καὶ διὰ νὰ μεταχειρισθῶμεν τὴν φράσιν τῆς Ἁγίας Γραφῆς, «ἐπληθύνθησαν αἱ κακίαι τῶν ἀνθρώπων ἐπὶ τῆς γῆς».
Τέλος 1ου κεφαλαίου