74. Λίγο ἀργότερα, ἦλθαν πάλι μερικοὶ ἄλλοι, ποὺ θεωροῦνταν σοφοὶ ἀνάμεσα στοὺς Ἕλληνες.
Κι ἐπειδὴ ἀπαιτοῦσαν ἀπ’ αὐτὸν νὰ τοὺς μιλήση σχετικὰ μὲ τὴν πίστη μας στὸν Χριστό, καὶ ἐπιχειροῦσαν διάφορους συλλογισμοὺς περὶ τοῦ κηρύγματος τοῦ θείου Σταυροῦ μὲ τὴν πρόθεση νὰ τὸν χλευάσουν, ὁ Ἀντώνιος σιώπησε γιὰ λίγο κι ἀφοῦ τοὺς λυπήθηκε γιὰ τὴν ἄγνοιά τους, μὲ τὴν βοήθεια κάποιου διερμηνέα ποὺ ἐξηγοῦσε καλὰ τὰ λόγια του, τοὺς εἶπε·
«Τί εἶναι καλύτερο, νὰ ὁμολογῆ κανεὶς τὸν Σταυρὸ, ἢ νὰ προσάπτη μοιχεῖες καὶ ἀποπλανήσεις παιδιῶν στοὺς λεγόμενους θεούς σας; Διότι αὐτὸ ποὺ ἐμεῖς πιστεύουμε εἶναι ἀπόδειξη ἀνδρείας καὶ γνώρισμα περιφρονήσεως τοῦ θανάτου, ἐνῶ αὐτὰ ποὺ πιστεύετε ἐσεῖς εἶναι πάθη ἀσελγείας.
Ἔπειτα, τὶ εἶναι καλύτερο νὰ λέη κανείς, ὅτι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ δὲν ἄλλαξε, ἀλλὰ μένοντας ἀναλλοίωτος, ἔλαβε σῶμα ἀνθρώπινο γιὰ σωτηρία καὶ εὐεργεσία τῶν ἀνθρώπων, ὥστε ἀφοῦ Ἐκεῖνος μετέσχε στὴν ἀνθρώπινη φύση, νὰ κάμη καὶ τοὺς ἀνθρώπους νὰ συμμετάσχουν στὴ Θεία καὶ νοερὰ φύση, ἢ εἶναι προτιμότερο νὰ ἐξομοιώνουμε τὸ Θεῖο μὲ τὰ ἄλογα ζῶα, καὶ ὡς ἐκ τούτου νὰ ἀποδίδουμε λατρεία στὰ τετράποδα καὶ στὰ ἑρπετὰ καὶ στὰ ἀγάλματα τῶν ἀνθρώπων;
Διότι αὐτὰ εἶναι τὰ ἀντικείμενα λατρείας τῶν δικῶν σας σοφῶν. Καὶ πῶς τολμᾶτε νὰ περιγελᾶτε ἐμᾶς, ποὺ λέμε ὅτι ὁ Χριστὸς ἔχει φανερωθῆ ὡς ἄνθρωπος, τὴν ἴδια στιγμὴ ποὺ ἐσεῖς χωρίζετε τὴν ψυχὴ ἀπὸ τὸν οὐρανό, καὶ λέτε ὅτι ἡ ψυχὴ πλανήθηκε καὶ ἔπεσε ἀπ’ τὴν ἁψίδα τῶν οὐρανῶν σὲ σῶμα ἀνθρώπου;
Καὶ μακάρι μονάχα νὰ πιστεύατε πὼς ἡ ψυχή εἶχε μεταπέσει σὲ ἀνθρώπινο σῶμα, καὶ ὄχι ὅτι μεταβαίνη καὶ μεταπίπτη καὶ σὲ τετράποδα ἢ ἑρπετά. Γιατὶ ἡ δική μας πίστη διδάσκει πὼς ἡ παρουσία τοῦ Χριστοῦ ἔγινε γιὰ τὴν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων, ἐνῶ ἐσεῖς πλανᾶσθε καὶ κάνετε λόγο περὶ ἀγέννητης ψυχῆς.
Ἐμεῖς οἱ Χριστιανοί πιστεύουμε εἰς τὴν δύναμη καὶ τὴν φιλανθρωπία τῆς Θείας Προνοίας, πιστεύουμε δηλαδὴ ὅτι ἀκόμη καὶ ἡ ἐνανθρώπιση τοῦ Χριστοῦ δὲν ἦταν κάτι ἀδύνατον εἰς τὸν Θεό·
75. Καὶ ἀναφορικὰ μὲ τὸν Σταυρὸ, τί θὰ λέγατε ὅτι εἶναι καλύτερο; Νὰ ὑπομένη κανεὶς Σταυρό, ὅταν κάποια κακόβουλη σκευωρία γίνεται ἐναντίον του ἀπὸ πονηροὺς ἀνθρώπους, καὶ νὰ μὴν φοβηθῆ τὸν ἐπερχόμενο βέβαιο θάνατο, ἢ νὰ διηγῆται μυθολογίες γιὰ τὶς πλάνες τοῦ Ὀσίριδος καὶ τῆς Ἴσιδος καὶ γιὰ τὶς μηχανορραφίες τοῦ Τυφῶνος, καὶ γιὰ τὴν φυγὴ τοῦ Κρόνου καὶ γιὰ τὸ ὅτι ἔφαγε τὰ παιδιά του καὶ γιὰ τὶς πατροκτονίες; Γιατὶ αὐτὰ εἶναι ἡ σοφία ἡ δική σας.
Πῶς ὅμως, ἐνῶ χλευάζετε τὸν Σταυρό, δὲν θαυμάζετε τὴν Ἀνάσταση; Διότι αὐτοὶ ποὺ εἶπαν αὐτό, ἔγραψαν καὶ ἐκεῖνο.
Ἢ γιατί, ἐνῶ κάνετε λόγο γιὰ τὸν Σταυρό, σιωπᾶτε γιὰ τοὺς νεκροὺς ποὺ ἀναστήθηκαν, καὶ γιὰ τοὺς τυφλοὺς ποὺ ἀνέβλεψαν, γιὰ τοὺς παραλυτικοὺς ποὺ θεραπεύθηκαν, καὶ γιὰ τοὺς λεπροὺς ποὺ καθαρίσθηκαν, γιὰ τὴν πεζοπορία ἐπάνω στὴν θάλασσα, καὶ γιὰ τὰ ἄλλα σημεῖα καὶ θαύματα, τὰ ὁποῖα ἀναδεικνύουν τὸν Χριστό ὄχι ἁπλά ὡς ἕναν σπουδαῖο ἄνθρωπο ἀλλὰ ὡς Θεὸ;
Μοῦ φαίνεται ὅτι πολὺ ἀδικεῖτε τοὺς ἑαυτούς σας καὶ ὅτι δὲν ἔχετε διαβάσει εἰλικρινῶς τὶς Γραφές μας. Ἀλλὰ συνεχίστε νὰ τὶς διαβάζετε καὶ θὰ δῆτε ὅτι, ὅσα ἔχει κάνει ὁ Χριστός, τὸν ἀναδεικνύουν ὅτι εἶναι Θεός, ποὺ κατέβηκε στὴ γῆ γιὰ τὴν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων.
76. Ἀλλὰ πέστε μας καὶ σεῖς τὰ δικά σας. Τί ἄλλο μπορεῖτε νὰ πῆτε γιὰ τὰ ἄλογα ὄντα, παρὰ γιὰ τὴν ἔλλειψι λογικοῦ καὶ τὴν ἀγριότητά τους;
Ἴσως θελήσετε νὰ πῆτε, ὅπως ἀκούω, ὅτι αὐτὰ λέγονται σὰν παραμύθια, καὶ πὼς ἔχουν ἀλληγορικὴ σημασία.
Τὴν ἁρπαγὴ τῆς Περσεφόνης τὴν ἀποδίδετε στὴν γῆ, καὶ τὴν ἀναπηρία τοῦ Ἡφαίστου τὴν ἀποδίδετε στὴν φωτιά, καὶ παρομοιάζετε τὴν Ἦρα μὲ τὸν ἀέρα, τὸν Ἀπόλλωνα μὲ τὸν ἥλιο, τὴν Ἄρτεμι μὲ τὴν σελήνη καὶ τὸν Ποσειδῶνα μὲ τὴ θάλασσα. Ἔτσι, οὔτε λίγο, οὔτε πολύ, δὲ σέβεσθε τὸν Θεό, ἀλλὰ λατρεύετε τὴν κτίση καὶ ὄχι τὸν Θεό, ποὺ ἔκτισε τὰ πάντα.
Ἐὰν ἐπενοήσατε τέτοιους μύθους ἐπειδὴ ἡ κτίση εἶναι ὄμορφη, τότε θὰ ἔπρεπε νὰ φθάσετε μόνο μέχρι τὸν θαυμασμὸ καὶ ὄχι νὰ θεοποιήσετε τὰ κτίσματα, γιὰ νὰ μὴν παραχωρήσετε στὰ πλάσματα τὴν τιμὴ ποὺ ἀνήκει στὸν Δημιουργό. Γιατὶ κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο, θὰ πρέπει νὰ ἀποδίδετε καὶ τοῦ ἀρχιτέκτονος τὴν τιμὴ στὴν οἰκία ποὺ κτίσθηκε ἀπ’ αὐτὸν ἢ τὴν τιμὴ τοῦ στρατηγοῦ στὸν στρατιώτη.
Τί ἔχετε λοιπόν νὰ ἀπαντήσετε σ’ αὐτά, ὥστε νὰ μάθουμε, ἂν ἔχει ὁ Σταυρὸς κάτι ἄξιο χλευασμοῦ;
77. Ἐπειδὴ ἐκεῖνοι βρέθηκαν σὲ ἀμηχανία καὶ στριφογύριζαν ἀπὸ ἐδῶ κι ἀπὸ ἐκεῖ, χαμογέλασε ὁ Ἀντώνιος καὶ μέσω τοῦ διερμηνέα τοὺς εἶπε καὶ πάλι·
«Αὐτὰ λοιπόν ποὺ ἐσεῖς πιστεύετε, ἐλέγχονται ὡς πρὸς τὴν ἀλήθεια τους μὲ βάση ὅσα ἤδη σᾶς εἶπα. Ἐπειδὴ ὅμως ἐσεῖς στηρίζεσθε περισσότερο στοὺς ἀποδεικτικοὺς λόγους, καὶ κατέχετε τὴν τέχνη αὐτὴ, καὶ θέλετε καὶ ἐμεῖς νὰ λατρεύουμε τὸν Θεὸ μας μέσω λογικῶν ἀπόδειξεων, ἀπαντῆστε μου πρῶτα αὐτὸ, πῶς ἀκριβῶς ἀποκτᾶται ἡ γνῶσις περὶ τοῦ Θεοῦ; Μὲ λογικὲς ἀποδείξεις ἢ μὲ τὴν ἐνεργὸ πίστη; Καὶ τί εἶναι ἀρχαιότερο, ἡ ἐνεργὸς πίστη ἢ ἡ λογικὴ ἀπόδειξις;»
Ὅταν αὐτοὶ ἀποκρίθηκαν ὅτι ἡ ἐνεργὸς πίστη εἶναι ἀρχαιότερη καὶ ὅτι αὐτὴ ἀποτελεῖ ἀκριβῆ γνῶση, ὁ Ἀντώνιος εἶπε·
«Καλὰ τὰ εἴπατε, διότι ἡ μὲν πίστη γίνεται ἀπὸ τὴν διάθεση τῆς ψυχῆς, ἡ δὲ διαλεκτικὴ στηρίζεται στὴν τέχνη τοῦ συνδυασμοῦ τῶν συλλογισμῶν. Ἑπομένως, σὲ ὅσους ὑπάρχει ἡ ἐνεργὸς πίστη δὲν εἶναι ἀναγκαῖα ἡ λογικὴ ἀπόδειξη ἢ ἴσως εἶναι καὶ περιττὴ.
Καὶ πράγματι, αὐτὸ ποὺ ἐμεῖς κατανοοῦμε μὲ τὴν πίστη, ἐσεῖς προσπαθεῖτε νὰ τὸ κατασκευάσετε μὲ τὴν λογικὴ καὶ πολλὲς φορὲς, αὐτὰ ποὺ ἐμεῖς κατανοοῦμε, ἐσεῖς δὲν μπορεῖτε οὔτε νὰ τὰ ἐκφράσετε. Συνεπῶς, ἡ ἐνεργὸς πίστη εἶναι καλύτερη καὶ ἀσφαλέστερη ἀπ’ τοὺς σοφιστικοὺς σας συλλογισμούς.
78. Ἐμεῖς λοιπόν οἱ Χριστιανοὶ δὲν ἔχουμε στηριγμένο τὸ μυστήριο τῆς πνευματικῆς μας ζωῆς στοὺς φιλοσοφικοὺς συλλογισμοὺς τῶν Ἑλλήνων, ἀλλὰ σὲ δύναμη πίστεως, ποὺ μᾶς ἐπιχορηγεῖται ἀπὸ τὸν Θεὸ διὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Καὶ ὡς ἀπόδειξη γιὰ τὸ ὅτι τὰ λόγια μας αὐτὰ εἶναι ἀληθινὰ, ἰδοὺ τώρα ἐμεῖς πιστεύουμε στὸν Θεό, ἂν καὶ δὲν μάθαμε γράμματα, γιατὶ μέσα ἀπ’ τὰ δημιουργημάτά Του γνωρίζουμε τὴν Θεία Πρόνοια γιὰ ὅλα τὰ πράγματα.
Κι ἐπειδὴ ἡ πίστη μας εἶναι ἐνεργὸς, ἰδοὺ ἐμεῖς τώρα στηριζόμαστε στὴν πίστη μας πρὸς τὸν Χριστό, ἐνῶ ἐσεῖς σὲ σοφιστικὲς λογομαχίες. Κι ἐνῶ τὰ ὁμοιώματα τῶν εἰδώλων σας καταργοῦνται, ἡ δική μας πίστη ἐξαπλώνεται παντοῦ.
Κι ἐνῶ ἐσεῖς, μὲ τοὺς συλλογισμοὺς καὶ τὰ σοφίσματά σας, δὲν μεταπείθετε κανέναν νὰ γυρίση ἀπ’ τὸν Χριστιανισμὸ στὴν εἰδωλολατρεία, ἀντίθετα ἐμεῖς, διδάσκοντας τὴν πίστι πρὸς τὸ Χριστό ἀπογυμνώνουμε τὴν δική σας δεισιδαιμονία, διότι ὅλοι ἀναγνωρίζουν ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι Θεὸς καὶ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ.
Κι ἐνῶ ἐσεῖς, μὲ τοὺς ὡραίους λόγους σας, δὲν ἐμποδίζετε τὴν διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ, ἐμεῖς, ἐπικαλούμενοι τὸ ὄνομα τοῦ ἐσταυρωμένου Χριστοῦ, ἐκδιώκουμε ὅλους τοὺς δαίμονες τοὺς ὁποίους ἐσεῖς εὐλαβεῖσθε ὡς θεούς. Καὶ ὅπου γίνεται τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ, κάθε δική σας μαγεία ἀδυνατίζει καὶ ἡ φαρμακεία σας δὲν ἐπενεργεῖ καθόλου.
79. Πέστε μας, λοιπόν, ποῦ εἶναι τώρα τὰ μαντεῖα σας; Ποῦ εἶναι οἱ μάγοι τῶν Αἰγυπτίων; Ποῦ εἶναι οἱ φαντασίες τῶν μάγων; Πότε ἔπαυσαν ὅλα αὐτὰ καὶ ἔχασαν τὴ δύναμή τους, ἂν ὄχι ἀπὸ τότε ποὺ ἔγινε ἡ Σταύρωσις τοῦ Χριστοῦ; Εἶναι ἑπομένως ὁ Σταυρὸς ἄξιος χλευασμοῦ ἢ μᾶλλον ἐκεῖνα ποὺ καταργοῦνται ἀπ’ αὐτὸν καὶ ἀποδεικνύονται ἀνίσχυρα;
Ἀλλὰ εἶναι καὶ τοῦτο ἀξιοθαύμαστο, ὅτι ἐνῶ τὰ δικά σας εἴδωλα ὄχι μόνο οὐδέποτε ἐδιώχθησαν ἀλλὰ καὶ τιμῶνται ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους σὲ κάθε πόλη, καὶ οἱ ὀπαδοὶ τοῦ Χριστοῦ ἀντίθετα καταδιώκονται, κι ὅμως ἡ δική μας πίστη ἀνθεῖ καὶ πληθαίνει περισσότερο ἀπ’ τὴν δική σας.
Κι ἐνῶ τὰ δικά σας εἴδωλα ἐξαφανίζονται, μολονότι τὰ ἐπισημοποιῆτε καὶ τὰ περιφρουρῆτε, ἀντίθετα, ἡ πίστη τοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ διδασκαλία Του, καίτοι χλευάζεται ἀπὸ σᾶς καὶ πολλὲς φορὲς καταδιώχθηκε ἀπὸ τοὺς Βασιλεῖς, ἔχει ἐν τούτοις ἐξαπλωθῆ καὶ ἔχει γεμίσει τὴν οἰκουμένη.
Διότι πότε ἄλλοτε ἔλαμψε τόσο πολύ ἡ θεογνωσία; Ἢ πότε φάνηκε τόση σωφροσύνη καὶ ἀρετὴ παρθενίας; Ἢ πότε ὁ θάνατος καταφρονήθηκε τόσο, παρὰ ὅταν φάνηκε ὁ Σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ;
Κανεὶς δὲν τὸ ἀμφισβητεῖ αὐτὸ τὸ γεγονὸς, ὅταν βλέπη τοὺς μάρτυρες νὰ καταφρονοῦν τὸ θάνατο γιὰ τὸν Χριστὸ, καὶ τὶς παρθένους τῆς Ἐκκλησίας νὰ φυλάσσουν τὰ σώματά τους καθαρὰ καὶ ἀμίαντα γιὰ τὸν Χριστὸ.
80. Καὶ τὰ τεκμήρια αὐτὰ εἶναι ἀρκετὰ γιὰ νὰ δείξωμε ὅτι ἡ πίστη στὸν Χριστὸ εἶναι ἡ μόνη ἀληθινὴ καὶ θεοσεβής. Ἀλλὰ νὰ, ἐσεῖς ἀκόμη δὲν πιστεύετε καὶ ζητεῖτε λογικοὺς συλλογισμοὺς ὡς ἀποδείξεις.
Ἐμεῖς βέβαια, δὲν προσπαθοῦμε νὰ ἀποδείξωμε τὴν πίστη μας μὲ λόγους καὶ ἐπιχειρήματα τῆς εἰδωλολατρικῆς σοφίας, ἀλλὰ ὅπως εἶπε κι ὁ Παῦλος, ὁ διδάσκαλός μας, ἐμεῖς πείθουμε μὲ τὴν πίστη μας, ἡ ὁποία ὑπερνικᾶ τὰ ρητορικὰ κατασκευάσματα.
Ἰδοὺ, εἶναι ἐδῶ παρόντες ἀσθενεῖς οἱ ὁποῖοι πάσχουν ἀπὸ δαιμόνια». Καὶ ἦσαν πράγματι μερικοὶ ἐκεῖ οἱ ὁποῖοι ἐνοχλοῦνταν ἀπὸ δαιμόνια καὶ εἶχαν ἔλθει πρὸς αὐτόν. Ἀφοῦ τοὺς ἔφερε εἰς τὸ μέσον εἶπε πρὸς τοὺς εἰδωλολάτρες·
«Καθαρῖστε τους ἐσεῖς ἀπὸ τοὺς δαίμονες, ἢ μὲ τοὺς συλλογισμοὺς σας, ἢ ἐπικαλούμενοι τὰ εἴδωλά σας, ἢ μὲ ὁποιανδήποτε ἄλλη τέχνη ἢ μαγεία θέλετε, ἤ, ἐὰν δὲν μπορῆτε, σταματῆστε τὴ μάχη ἐναντίον μας καὶ θὰ δῆτε τὴν δύναμη τοῦ Σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ.
Κι ἀφοῦ εἶπε αὐτά, ἐπικαλέσθηκε τὸν Χριστό καὶ σφράγισε τοὺς πάσχοντες μὲ τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ, δεύτερη καὶ τρίτη φορά, καὶ ἀμέσως, οἱ ἄνθρωποι αὐτοί σηκώθηκαν, ὑγιεῖς καὶ σωφρονισμένοι, καὶ εὐχαριστοῦντες ἔκτοτε τὸν Κύριο.
Κι ἐνῶ οἱ λεγόμενοι φιλόσοφοι ἐθαύμαζαν, καὶ ἐξεπλήσσοντο πραγματικὰ μὲ τὴν σύνεση αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου καὶ μὲ τὸ γενόμενο θαῦμα, ὁ Ἀντώνιος τοὺς εἶπε· «Τί θαυμάζετε μὲ αὐτό; Δὲν εἴμαστε ἐμεῖς ποὺ τὸ κάναμε αὐτό, ἀλλὰ εἰναι ὁ Χριστὸς ποὺ τὰ κάνει τὰ σημεία αὐτά, διὰ μέσου ἐκείνων ποὺ πιστεύουν εἰς Αὐτόν.
Πιστέψτε λοιπὸν καὶ σεῖς καὶ θὰ δῆτε ὅτι αὐτὰ ποὺ πιστεύουμε ἐμεῖς δὲν εἶναι τέχνη λόγων, ἀλλὰ πίστις ποὺ ἐνεργεῖ διὰ τῆς ἀγάπης πρὸς τὸν Χριστό. Ἂν ἀποκτήσετε καὶ σεῖς αὐτὴ τὴν πίστη εἰς τὸν Χριστό, δὲν θὰ ζητᾶτε πλέον ἀποδείξεις λογικές, ἀλλὰ θὰ τὴν θεωρήσετε ἀρκετὴ καὶ αὐταπόδεικτη».
Αὐτὰ ἦταν τὰ λόγια τοῦ Ἀντωνίου κι ἐκεῖνοι ἀναχωροῦσαν θαυμάζοντας καὶ τὸν καταφιλοῦσαν ὁμολογῶντας ὅτι ὠφελήθηκαν πολὺ ἀπὸ αὐτόν.
81. Ἡ φήμη τοῦ Ἀντωνίου ἔφθασε καὶ μέχρι τοὺς Βασιλεῖς. Γιατὶ ὅταν ὁ Αὐτοκράτωρ Κωνσταντῖνος καὶ τὰ παιδιά του, οἱ Αὔγουστοι, ὁ Κωνστάντιος καὶ ὁ Κώνστας, τὰ ἔμαθαν ὅλα αὐτὰ, τοῦ ἔγραφαν ἐπιστολὲς σὰν νὰ ἦταν ὁ πνευματικὸς τους πατέρας, καὶ εὔχονταν νὰ λαμβάνουν ἀπαντητικὰ γράμματα ἀπ’ αὐτὸν.
Ἀλλὰ αὐτὸς δὲν θεωροῦσε τὰ γράμματα τῶν βασιλέων ὡς κάτι σπουδαῖο, οὔτε εὐχαριστιόταν ἐπειδὴ ἐλάμβανε ἐπιστολὲς, ἀλλὰ παρέμενε ὁ ἴδιος, ὅπως ἦταν καὶ πρὶν οἱ βασιλεῖς τοῦ στεῖλουν γράμματα.
Ὅταν τοῦ ἔφερναν τὰ γράμματα, καλοῦσε τοὺς μοναχοὺς καὶ ἔλεγε· «Μὴ θαυμάζετε ἐπειδὴ μοῦ γράφει ὁ βασιλεύς, διότι ἄνθρωπος εἶναι κι αὐτός· ἀλλὰ μᾶλλον νὰ θαυμάζετε ἐπειδὴ ὁ Θεὸς ἔγραψε τὸν Θεῖο Νόμο γιὰ τοὺς ἀνθρώπους καὶ ἐμίλησε πρὸς ἐμᾶς διὰ τοῦ Υἱοῦ Του.
Καὶ πράγματι, δὲν ἤθελε νὰ δέχεται τὶς ἐπιστολές, λέγοντας ὅτι δὲν ἤξερε τὶ νὰ ἀπαντήση σὲ τέτοια ζητήματα. Ἐπειδὴ ὅμως τὸν παρακαλοῦσαν οἱ μοναχοὶ λέγοντάς του ὅτι καὶ οἱ βασιλεῖς εἶναι Χριστιανοὶ, καὶ γιὰ νὰ μὴν σκανδαλισθοῦν, ἐπειδὴ θὰ θεωροῦσαν πὼς περιφρονοῦνται, ἐπέτρεπε νὰ διαβάζωνται οἱ ἐπιστολές.
Καὶ ἔτσι, δέχονταν τὶς ἐπιστολές τους, λόγω τοῦ ὅτι ἐπίστευαν εἰς τὸν Χριστό, καὶ τοὺς ἀπαντοῦσε καὶ τοὺς συνεβούλευε ὅσα ἀφοροῦν τὴν σωτηρία τῆς ψυχῆς· ἐπίσης τοὺς παρότρυνε νὰ μὴν θεωροῦν τὰ ἀγαθὰ τῆς παρούσης ζωῆς ὡς μεγάλα καὶ σημαντικά, ἀλλὰ νὰ θυμοῦνται μᾶλλον τὴν μέλλουσα κρίσι, καὶ νὰ γνωρίζουν ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ μόνος ἀληθινὸς καὶ αἰώνιος βασιλεύς.
Καὶ τοὺς παρακαλοῦσε, νὰ εἶναι φιλάνθρωποι καὶ νὰ φροντίζουν γιὰ τὸ δίκαιο καὶ γιὰ τοὺς πτωχούς. Κι ἐκεῖνοι δέχονταν τὶς συμβουλές του καὶ χαίρονταν. Ἔτσι, ἦταν σὲ ὅλους ἀγαπητὸς καὶ ὅλοι τὸν παρακαλοῦσαν νὰ τὸν ἔχουν πνευματικὸ πατέρα.
82. Ὡς τέτοιος ἄνθρωπος γίνοτανε γνωστός ἀπὸ τὸν κόσμο πού ἐρχόταν γιὰ νὰ τὸν συναντήσουν, κι ἀφοῦ τοὺς ἀποκρίνονταν μὲ τέτοιες ἀπαντήσεις, γύριζε πάλι εἰς τὸ ἐσωτερικὸ ὄρος.
Κι ἐνῶ συνέχιζε νὰ διάγη τὴν συνηθισμένη του ἀσκητικὴ ζωή, πολλὲς φορὲς καθὼς καθόταν ἢ περιπατοῦσε μαζὶ μὲ τοὺς προσερχομένους πρὸς αὐτόν, ἔμενε ἄφωνος καὶ σὲ ἔκσταση, ὅπως ἔχει γραφῆ εἰς τὸν Δανιήλ. Ἔπειτα ἀπὸ ἀρκετή ὥρα, ὡμιλοῦσε καὶ πάλι στοὺς ἀδελφοὺς ποὺ βρίσκονταν ἐκεῖ μαζί του κι αὐτοὶ ἀντιλαμβάνονταν πῶς εἶχε δεῖ κάποιο ὅραμα.
Γιατὶ πολλὲς φορὲς ἔβλεπε ἀκόμη καὶ πράγματα ποὺ γίνονταν στὴν Αἴγυπτο, ἐνῶ αὐτὸς βρισκόταν στὸ ὄρος, καὶ κάποτε τὰ διηγήθηκε στὸν Σεραπίωνα τὸν Ἐπίσκοπο, ποὺ ἦταν στὸ ὅρος μαζί του καὶ ἔβλεπε τὸν Ἀντώνιο ὅτι εἶχε περιπέσει σὲ κάποια ὀπτασία.
Κάποτε λοιπόν, ἐνῶ καθόταν καὶ ἐργαζόταν, περιῆλθε σὲ μιὰ κατάσταση σὰν σὲ ἔκσταση καὶ ἀνεστέναζε πολὺ καθὼς ἔβλεπε κάποια ὀπτασία. Ἔπειτα ἀπὸ ἀρκετὴ ὥρα, στράφηκε πρὸς αὐτοὺς ποὺ ἦσαν μαζί του, καὶ στέναζε καὶ προσευχόταν ἔντρομος, καὶ ἔμεινε γονατιστὸς γιὰ ὥρα πολύ.
Ὅταν ὁ γέρων σηκώθηκε, ἔκλαιγε. Τότε, αὐτοὶ ποὺ ἦσαν μαζί του τρόμαξαν καὶ φοβήθηκαν πολύ, καὶ τὸν παρακαλοῦσαν νὰ μάθουν τί τοῦ συνέβη, καὶ τὸν πίεσαν πολὺ ἕως ὅτου ἀναγκάσθηκε νὰ πῆ. Καὶ τότε ἐκεῖνος τοὺς εἶπε μὲ μεγάλο ἀναστεναγμό·
«Ὦ παιδιά μου, καλύτερα νὰ πεθάνω προτοῦ νὰ συμβοῦν αὐτὰ ποὺ εἶδα στὴν ὀπτασία». Ἐπειδὴ ὅμως ἐκεῖνοι καὶ πάλι τὸν παρακαλοῦσαν, αὐτὸς μὲ δάκρυα τοὺς εἶπε· «Ὀργὴ θὰ καταλάβη τὴν Ἐκκλησία ποὺ θὰ παραδοθῆ σὲ ἀνθρώπους ὅμοιους μὲ ἄλογα κτήνη.
Γιατὶ εἶδα τὴν Ἁγία Τράπεζα τῆς Ἐκκλησίας κι ὁλόγυρα παντοῦ εἶδα νὰ στέκωνται μουλάρια καὶ πρὸς τὰ μέσα νὰ κλωτσοῦν, σὰν κτήνη ποὺ ἄτακτα χοροπηδοῦν ἐδῶ καὶ ἐκεῖ. Ἀκούσατε πῶς στέναζα γιατὶ ἄκουσα φωνὴ ποὺ ἔλεγε· «Τὸ θυσιαστήριό μου θὰ γίνη βδέλυγμα σιχαμερὸ».
Αὐτὰ εἶδε ὁ γέρων· καὶ μετὰ ἀπὸ δύο ἔτη ἔγινε ἡ τωρινὴ ἔφοδος τῶν Ἀρειανῶν καὶ ἡ ἁρπαγὴ τῶν Ἐκκλησιῶν· κι ἀφοῦ ἅρπαξαν τὰ ἱερὰ σκεύη μὲ τὴ βία, ἔγιναν ἡ αἰτία ὥστε νὰ περιέλθουν αὐτὰ στὰ χέρια εἰδωλολατρῶν.
Ἦταν τότε ποὺ ἀνάγκαζαν κι αὐτοὺς ἀκόμη τοὺς εἰδωλολάτρες νὰ ἐγκαταλείψουν τὰ ἐργαστήριά τους καὶ νὰ συναχθοῦν μαζί τους στοὺς ναοὺς, καὶ, παρόντων αὐτῶν, νὰ πράττουν ὅ,τι βεβήλωση ἤθελαν ἐπάνω εἰς τὴν Ἁγία Τράπεζα.
Τότε ὅλοι ἐμεῖς καταλάβαμε ὅτι οἱ κλωτσιὲς ἐκεῖνες τῶν μουλαριῶν ἦσαν προμηνύματα πρὸς τὸν Ἀντώνιο γιὰ ὅσα τώρα πράττουν οἱ Ἀρειανοί, ἀλόγιστα, σὰν τὰ κτήνη.
Ἀφοῦ λοιπόν εἶδε αὐτὴ τὴν ὀπτασία, παρηγόρησε τοὺς παρευρισκόμενους λέγοντας· «Μὴ χάνετε τὸ θάρρος σας, παιδιά μου, διότι ὅπως ὠργίσθη ὁ Κύριος, ἔτσι πάλι θὰ δώση τὴν θεραπεία. Γρήγορα καὶ πάλι ἡ Ἐκκλησία θὰ ἐπανακτήση τὸν στολισμό της καὶ θὰ ἀναλάμψη, ὅπως συνήθως.
Καὶ θὰ δῆτε τοὺς ἐκδιωγμένους νὰ ἀποκαθίστανται, καὶ τὴν ἀσέβεια πὰλι νὰ ἀναχωρῆ εἰς τὶς φωλιές της, καὶ τὴν εὐσεβῆ πίστη νὰ κυριαρχῆ παντοῦ μὲ κάθε παρρησία καὶ ἐλευθερία·
προσέχετε μόνο νὰ μὴ μολύνετε τοὺς ἑαυτούς σας μὲ τοὺς Ἀρειανούς. Γιατὶ αὐτὴ ἡ διδασκαλία τους δὲν εἶναι τῶν Ἀποστόλων, ἀλλὰ τῶν δαιμόνων καὶ τοῦ πατρὸς αὐτῶν, τοῦ διαβόλου· ἢ μᾶλλον, εἶναι διδασκαλία στεῖρα καὶ παράλογη, καὶ γέννημα ὄχι ὀρθῆς διανοίας, ὅπως ἡ ἀλογία τῶν μουλαριῶν».
83. Τέτοια ἦσαν τὰ ἔργα τοῦ Ἀντωνίου. Ἐμεῖς ὅμως, δὲν πρέπει νὰ ἀπιστοῦμε ἐὰν τόσα πολλὰ θαύματα ἔχουν γίνει μέσω ἑνὸς ἀνθρώπου. Διότι αὐτὴ εἶναι ἡ ἐπαγγελία τοῦ Σωτῆρος, ποὺ λέγει· «Ἐὰν ἔχετε πίστη σὰν ἕνα σπειράκι σιναπιοῦ, θὰ εἰπῆτε σ’ αὐτὸ τὸ βουνό· Μετακινήσου ἀπ’ ἐδῶ, καὶ θὰ μετακινηθῆ· καὶ τίποτα δὲν θὰ εἶναι ἀδύνατον γιὰ σᾶς».
Καὶ πάλι λέγει· «Ἀλήθεια, ἀλήθεια σᾶς λέγω, ἐὰν ζητήσετε κάτι ἀπ’ τὸν Πατέρα εἰς τὸ ὄνομά μου, θὰ σᾶς τὸ δώση. Ζητεῖτε καὶ θὰ λάβετε». Καὶ εἶναι αὐτὸς ὁ Ἴδιος ποὺ ἔλεγε στοὺς μαθητές Του καὶ σ’ ὅλους ὅσους πιστεύουν εἰς Αὐτόν· «Θεραπεύετε τοὺς ἀσθενεῖς, διώχνετε τοὺς δαίμονες· δωρεὰν ἐλάβατε, δωρεὰν δώστε».
84. Ὁ Ἀντώνιος λοιπόν, δὲν θεράπευε μὲ δικές του προσταγές, ἀλλὰ προσευχόταν καὶ ἐπικαλοῦταν τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, ὥστε νὰ γίνη σὲ ὅλους φανερό ὅτι δὲν ἦταν αὐτὸς ποὺ ἐνεργοῦσε ἀλλὰ ὁ Κύριος, ποὺ ἔδειχνε τὴν φιλανθρωπία Του μέσω τοῦ Ἀντωνίου καὶ θεράπευε τοὺς πάσχοντας.
Τοῦ Ἀντωνίου ἡ συνεισφορά ἦτανε μόνο ἡ προσευχὴ καὶ ἡ ἀσκητικὴ ζωή, ἐξ αἰτίας τῆς ὁποίας διέμενε εἰς τὸ ὄρος καὶ χαιρόταν μὲ τὴν θεωρία τῶν Θείων καὶ λυπόταν ὅταν τὸν ἐνοχλοῦσαν πολλοὶ καὶ τὸν ἀνάγκαζαν νὰ βγαίνη στὸ ἐξωτερικὸ ὄρος.
Καὶ πράγματι, ὅλοι οἱ δικαστὲς τὸν παρακαλοῦσαν νὰ κατέβη ἀπὸ τὸ ὄρος, ἐπειδὴ δὲν τοὺς ἦταν δυνατὸν νὰ εἰσέλθουν ἐκεῖ, λόγω τοῦ ἀριθμοῦ τῶν δικαζομένων ποὺ τοὺς ἀκολουθοῦσαν. Τὸν παρακαλοῦσαν ὅμως νὰ ἔλθη μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ τὸν ἰδοῦν.
Κι αὐτὸς μὲν ἄλλαζε πορεία καὶ δὲν ἐβάδιζε στοὺς δρόμους ποὺ ὡδηγοῦσαν πρὸς αὐτούς, οἱ δικαστὲς ὅμως ἐπέμεναν, καὶ μάλιστα, ἔστελναν τοὺς ὑπόδικους πρὸς αὐτὸν μὲ συνοδεία στρατιωτῶν, γιὰ νὰ κατέβη ἔστω καὶ μὲ τὴν πρόφαση αὐτῶν.
Ἐπειδὴ λοιπὸν ἐξαναγκάζονταν, καὶ ἐπειδὴ τοὺς ἔβλεπε νὰ ὀδύρονται, ἔρχονταν εἰς τὸ ἔξω ὄρος καὶ δὲν ἦταν ὁ κόπος του ἀνώφελος, γιατὶ ἡ ἄφιξή του γινόταν ἐπωφελὴς καὶ εὐεργετικὴ γιὰ πολλοὺς.
Ἀλλὰ ὠφελοῦσε καὶ τοὺς δικαστὲς, συμβουλεύοντάς τους νὰ προτιμοῦν τὸ δίκαιο περισσότερο ἀπ’ ὅλα τὰ ἄλλα, καὶ νὰ φοβοῦνται τὸν Θεὸ, καὶ νὰ γνωρίζουν ὅτι, μὲ τὸ κριτήριο ποὺ δικάζουν θὰ δικασθοῦν. Πλὴν ὅμως, περισσότερο ἀπ’ ὅλα, ἀγαποῦσε τὴν ζωὴ εἰς τὸ ὄρος.
85. Κάποτε ἕνας στρατηλάτης, καθὼς καὶ κάποιοι ποὺ εἶχαν ἀνάγκη, τὸν ἐπίεσαν πολὺ νὰ κατέβη ἀπὸ τὸ ὄρος, καὶ μὲ τὶς πολλὲς παρακλήσεις τὸν ἔπεισαν, κι ἀφοῦ ἦλθε καὶ τοὺς εἶπε λίγα λόγια, ὅσα εἶναι ἀρκετὰ γιὰ τὴν σωτηρία, καὶ περὶ τῶν καθηκόντων τῶν Χριστιανῶν, βιαζόταν νὰ ἐπιστρέψη.
Καὶ ἐπειδὴ κάποιος λεγόμενος δούκας τὸν παρακαλοῦσε νὰ μείνη λίγο ἀκόμα, τοῦ ἔλεγε ὅτι δὲν μποροῦσε νὰ παραμείνη περισσότερο μαζί τους καὶ μ’ ἕνα χαριτωμένο παράδειγμα τὸν ἔπεισε λέγοντας·
Ὅπως τὰ ψάρια πεθαίνουν, ἂν μείνουν πολλὴ ὥρα στὴν ξηρὰ, ἔτσι καὶ οἱ μοναχοί φθείρονται καὶ χάνουν τὶς πνευματικὲς τους δυνάμεις, ὅταν καθυστεροῦν κοντά σας καὶ συγχρωτίζωνται μαζί σας. Ὅπως λοιπόν τὸ ψάρι στὴν θάλασσα, ἔτσι κι ἐμεῖς πρέπει νὰ βιαζώμαστε νὰ ἐπιστρέψουμε εἰς τὸ ὄρος, μήπως, ἐὰν ἀργοπορήσουμε, παραμελήσουμε τὴν ἄσκησή μας.
Μόλις λοιπὸν ὁ στρατηγὸς τὰ ἄκουσε αὐτὰ καὶ ἄλλα πολλά ἀπ’ αὐτόν, θαυμάζοντας ἔλεγε, ὅτι ἀληθινὰ, αὐτὸς εἶναι δοῦλος τοῦ Θεοῦ. Διότι ἀπὸ ποῦ ἕνας ἀγράμματος θἆχε τέτοιο καὶ τόσο πολὺ μυαλό, ἐὰν δὲν ἦταν ἀγαπημένος ἀπὸ τὸν Θεό;
86. Κάποιος ἄλλος στρατηγός, Βαλάκιος ἦταν τὸ ὄνομά του, κατεδίωκε σκληρὰ τοὺς Χριστιανούς, ἐπειδὴ ὑποστήριζε τοὺς δυσώνυμους Ἀρειανούς.
Καὶ ἐπειδὴ ἦταν τόσο πολὺ βάναυσος καὶ σκληρός, ὥστε καὶ παρθένους νὰ χτυπᾶ καὶ μοναχοὺς νὰ γυμνώνη καὶ νὰ τοὺς μαστιγώνη, τοῦ ἀπέστειλε ἐπιστολὴ ὁ Ἀντώνιος καὶ τοῦ ἔγραφε μὲ τὸ ἑξῆς πνεῦμα·
«Βλέπω νὰ ἔρχεται ὀργὴ κατ’ ἐπάνω σου. Πᾶψε λοιπόν νὰ καταδιώκης τοὺς Χριστιανούς, μήπως κάποτε σὲ καταλάβη ἡ ὀργή, διότι ἤδη πρόκειται νὰ ἔλθη κατ’ ἐπάνω σου».
Ἀφοῦ ὁ Βαλάκιος γέλασε, ἔρριξε χάμω τὴν ἐπιστολὴ καὶ τὴν ἔφτυσε, καὶ ἐξύβρισε αὐτοὺς ποὺ τοῦ τὴν ἔφεραν, καὶ τοὺς παρήγγειλε νὰ πᾶνε στὸν Ἀντώνιο καὶ νὰ τοῦ ποῦνε τὰ ἑξῆς· «Ἐπειδὴ ἐνδιαφέρεσαι γιὰ τοὺς μοναχούς, θἄρθω τώρα νὰ σὲ βρῶ καὶ σένα».
Δὲν εἶχαν περάσει πέντε ἡμέρες καὶ τὸν κατέλαβε ἡ ὀργή. Γιατὶ ξεκίνησε αὐτὸς ὁ Βαλάκιος μαζὶ μὲ τὸν Νεστόριο, τὸν ἔπαρχο τῆς Αἰγύπτου, ἔφιπποι καὶ οἱ δύο, νὰ μεταβοῦν εἰς τὸ πρῶτο μοναστήρι τῆς Ἀλεξάνδρειας, τὸ λεγόμενο Χαιρέου.
Τὰ ἄλογα αὐτὰ ἦταν ἰδιοκτησία τοῦ Βαλακίου, καὶ ἦταν τὰ πιὸ ἥμερα ἀπ’ ὅλα τὰ ἄλογα ποὺ αὐτός ἔτρεφε. Ἀλλὰ προτοῦ νὰ φθάσουν εἰς τὸν προορισμό τους, ἄρχισαν τὰ ἄλογα νὰ παίζουν μεταξύ τους ὅπως συνήθιζαν·
ξαφνικὰ, τὸ πιὸ ἥμερο ἄλογο, πάνω στὸ ὁποῖο καθόταν ὁ Νεστόριος, μὲ μιὰ δαγκωνιὰ ἔρριξε κάτω τὸν Βαλάκιο καὶ ὥρμησε πάνω του, καὶ τόσο πολὺ τοῦ ἐσπάραξε τὸν μηρὸ μὲ τὰ δόντια του, ὥστε ἀμέσως τὸν μετέφεραν εἰς τὴν πόλη καὶ σὲ τρεῖς ἡμέρες πέθανε.
Καὶ ὅλοι ἐθαύμασαν, γιατὶ αὐτὰ ποὺ προεῖπε ὁ Ἀντώνιος, γρήγορα ἐκπληρώθηκαν.
87. Ἐνῶ λοιπόν συμβούλευε τοὺς μοχθηροὺς καὶ τοὺς δύσκολους χαρακτῆρες, τοὺς ἄλλους ποὺ πήγαιναν πρὸς αὐτόν, τοὺς νουθετοῦσε μὲ τέτοιο τρόπο, ὥστε νὰ λησμονοῦν ἄμεσα τὶς δικαστικὲς τους ὑποχρεώσεις καὶ νὰ μακαρίζουν ἐκείνους ποὺ ἀναχωροῦσαν ἀπὸ τὴν κοσμικὴ αὐτὴ ζωή.
Καὶ τόσο πολύ ὑποστήριζε τοὺς ἀδικημένους, ὥστε νὰ νομίζη κανεὶς πὼς ἦταν αὐτὸς ποὺ ἔπασχε καὶ ὄχι ἐκεῖνοι.
Καὶ τόσο πολύ ἦταν ἱκανὸς νὰ τοὺς ὠφελήση ὅλους, ὥστε πολλοὶ στρατιωτικοί καὶ πολλοὶ πλούσιοι, ἐγκατέλειπαν τὰ βάρη τῆς κοσμικῆς ζωῆς, καὶ γίνονταν μοναχοί εἰς τὸ ὑπόλοιπο τῆς ζωῆς τους.
Μὲ μιὰ λέξη, ἦταν ὡς ἰατρὸς ποὺ ἐδόθη ἀπ’ τὸν Θεὸ στὴν Αἴγυπτο. Διότι ποιὸς ἦταν λυπημένος καὶ τὸν συναντοῦσε, καὶ δὲν ἐπέστρεφε χαρούμενος;
Ποῖος ἐρχόταν πρὸς αὐτὸν θρηνῶντας γιὰ τοὺς πεθαμένους του καὶ δὲν ἄφηνε ἀμέσως τὸ πένθος; Ποῖος ἐρχόταν θυμωμένος καὶ δὲν μετέτρεπε τὴν ὀργὴ σὲ ἀγάπη;
Ποῖος φτωχὸς καὶ ἀπογοητευμένος τὸν συναντοῦσε καὶ μόλις τὸν ἄκουγε καὶ τὸν ἔβλεπε, δὲν καταφρονοῦσε τὸν πλοῦτο καὶ δὲν παρηγοριόταν γιὰ τὴν φτώχια του; Ποῖος μοναχὸς ποὺ παραμέλησε τὴν ἄσκησή του καὶ ἦλθε πρὸς αὐτὸν δὲν ἔγινε ἀκόμη ἰσχυρότερος;
Ποῖος νέος ποὺ ἦλθε στὸ ὄρος καὶ εἶδε τὸν Ἀντώνιο δὲν ἀπαρνιόταν ἀμέσως τὶς ἡδονὲς καὶ δὲν ἀγαποῦσε τὴν σωφροσύνη;
Ποῖος ἐρχόταν πρὸς αὐτὸν πειραζόμενος ἀπὸ δαίμονα καὶ δὲν ἀναπαύονταν; Καὶ ποῖος ἐνοχλούμενος ἀπὸ ἀκάθαρτους λογισμοὺς ἐρχόταν πρὸς αὐτὸν καὶ δὲν γαλήνευε ὁ νοῦς του;
88. Ἀλλά τὸ ἀξιοθαύμαστο τῆς ἀσκητικῆς ζωῆς τοῦ Ἀντωνίου ἦταν πραγματικὰ ὅτι, καθὼς προεῖπα, εἶχε τὸ χάρισμα τῆς διακρίσεως τῶν πνευμάτων, καὶ γνώριζε καλὰ τὶς προθέσεις τους, ἀλλὰ καὶ πρός ποιὸ ἀντικείμενο εἶχε ὁ καθένας ἀπὸ τοὺς δαίμονες τὸ ἐνδιαφέρον του καὶ τὴν κλίση του.
Καὶ ὄχι μόνο δὲν ξεγελιόταν ἀπὸ τὰ πονηρὰ πνεύματα, ἀλλὰ καὶ ἐκείνους ποὺ ἐνοχλοῦνταν ἀπὸ τοὺς λογισμούς τους, τοὺς παρηγοροῦσε καὶ τοὺς ἐδίδασκε πῶς θὰ μποροῦσαν νὰ ἀποκρούουν τὶς ἐπιβουλὲς τους, διηγούμενος τὶς ἀδυναμίες καὶ τὶς πανουργίες τῶν ἐνεργούντων δαιμόνων.
Ἔτσι λοιπόν, ὁ καθένας ἀπὸ τοὺς ἐπισκέπτες του κατέβαινε ἐνισχυμένος ἀπὸ τὸ ὄρος, κατανοῶντας πολύ καλά τὶς πανουργίες καὶ τὰ τεχνάσματα τοῦ διαβόλου καὶ τῶν δαιμόνων του.
Πόσες ἀρραβωνιασμένες κοπέλλες, καὶ μόνο ποὺ εἶδαν τὸν Ἀντώνιο ἀπὸ μακρυὰ, δὲν ἔμειναν γιὰ πάντα παρθένοι γιὰ τὸν Χριστό;
Ἀλλὰ ἔρχονταν πρὸς αὐτὸν ἄνθρωποι καὶ ἀπὸ μακρυνὰ μέρη, καὶ ἀφοῦ ἔπαιρναν κι αὐτοὶ, ὅπως καὶ ὅλοι οἱ ἄλλοι, τὴν ὠφέλεια ἀπὸ τοὺς λόγους του, ἐπέστρεφαν στοὺς τόπους τους σὰν νὰ τοὺς προέπεμπε ὁ πατέρας τους.
Κι ὅταν ἀργότερα αὐτὸς εἶχε πλέον κοιμηθῆ, ὅλα τὰ πνευματικά παιδιά του σὰν νὰ ὀρφάνεψαν ἀπὸ πατέρα, παρηγοροῦσαν τοὺς ἑαυτοὺς τους μονάχα μὲ τὴν μνήμη του, διατηρῶντες καλὰ μέσα τους τὶς νουθεσίες καὶ τὶς παραινέσεις του.
89. Ἀξίζει ἐπίσης νὰ σᾶς διηγηθῶ ποιὸ ἦταν τὸ τέλος τῆς ζωῆς του, διότι καὶ σεῖς ποθεῖτε νὰ τὸ ἀκούσετε καὶ διότι ἀκόμη καὶ τὸ τέλος του ἦταν ἀξιοζήλευτο.
Ὅταν κάποτε ἐπισκέφθηκε, κατὰ τὴν συνήθειά του, τοὺς μοναχοὺς ποὺ ἔμεναν στὸ ἐξωτερικὸ ὄρος, καὶ ἀφοῦ πληροφορήθηκε ἀπὸ τὴν Θεία Πρόνοια περὶ τοῦ τέλους τῆς ζωῆς του, μίλησε πρὸς τοὺς ἀδελφοὺς καὶ εἶπε·
«Αὐτή εἶναι ἡ τελευταία ἐπίσκεψη ποὺ σᾶς κάνω καὶ ἀμφιβάλλω ἂν θὰ ἰδωθοῦμε πάλι εἰς τὴν ζωὴ αὐτή. Εἶναι πλέον καιρὸς νὰ πεθάνω καὶ ἐγώ, διότι πλησιάζω τὰ ἑκατὸν πέντε χρόνια τῆς ζωῆς μου.
Ὅταν τὸ ἄκουσαν αὐτὸ οἱ μοναχοὶ, ἔκλαιγαν καὶ ἀγκάλιαζαν καὶ καταφιλοῦσαν τὸν γέροντα· αὐτὸς ὅμως, σὰν νὰ ἔφευγε ἀπὸ κάποια ξένη πόλη πρὸς τὴν δική του, συνομιλοῦσε χαρούμενος μαζί τους καὶ τοὺς ἔδινε παραγγελίες, νὰ μὴν ὀλιγωροῦν μὲ τοὺς κόπους τῆς ἄσκησης οὔτε νὰ ἀπογοητεύωνται, ἀλλὰ νὰ ζοῦν μὲ τὴν σκέψη, ὅτι τὴν κάθε ἡμέρα μπορεῖ νὰ πεθάνουν.
Καὶ πάλι τοὺς ἔλεγε νὰ φροντίζουν νὰ προφυλάσσουν τὴν ψυχή τους ἀπὸ ἀκάθαρτους διαλογισμούς. Νὰ προσπαθοῦν μὲ ζῆλο νὰ ὁμοιάσουν πρὸς τοὺς Ἁγίους, καὶ νὰ μὴν πλησιάζουν τοὺς σχισματικοὺς Μελιτιανούς, διότι γνωρίζουν τὴν πονηρὴ καὶ βέβηλη προαίρεσή τους.
Ἐπίσης, νὰ μὴν ἔχουν καμμία ἐπικοινωνία οὔτε μὲ τοὺς Ἀρειανοὺς διότι κι ἐκεῖνων ἡ ἀσέβεια ἦταν σὲ ὅλους πολὺ φανερή, καὶ νὰ μὴν ταράζονται βλέποντας τοὺς Ἀρειανοὺς νὰ προστατεύονται ἀπὸ τοὺς δικαστές, γιατὶ ἡ ἀλαζονία τῆς ἐξουσίας τους εἶναι θνητὴ καὶ προσωρινὴ καὶ σύντομα θὰ παύση.
Νὰ φυλάττετε λοιπὸν τοὺς ἑαυτούς σας καθαροὺς μακριὰ ἀπὸ αὐτούς, καὶ νὰ τηρῆτε τὴν παράδοση τῶν πατέρων, καὶ πρωτίστως τὴν εὐσεβῆ πίστη εἰς τὸν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό, τὴν ὁποίαν ἔχετε μάθει ἀπὸ τὶς Ἅγιες Γραφές, καὶ πολλὲς φορὲς ἔχετε ἀκούσει κι ἐμένα νὰ σᾶς τὴν ὑπενθυμίζω».
90. Κι ἐνῶ οἱ ἀδελφοὶ μοναχοὶ ἐπέμεναν πολὺ νὰ μείνη μαζί τους καὶ ἐκεῖ νὰ τελειώση τὴν ζωή του, ἐκεῖνος ὅμως δὲν τὸ ἤθελε αὐτὸ γιὰ πολλοὺς μὲν λόγους, ὅπως ἐξέφραζε μὲ τὴν σιωπή του, ἀλλὰ περισσότερο γιὰ τὴν ἀκόλουθη αἰτία·
Οἱ Αἰγύπτιοι, συνήθιζαν βέβαια νὰ κηδεύουν καὶ νὰ περιτυλίγουν μὲ σεντόνια τὰ σώματα τῶν σπουδαίων νεκρῶν τους, καὶ μάλιστα τῶν Ἁγίων Μαρτύρων, δὲν τὰ ἔθαβαν ὅμως κάτω ἀπ’ τὴν γῆ, ἀλλὰ τὰ τοποθετοῦσαν πάνω σὲ κλίνες νεκρικὲς, καὶ τὰ διατηροῦσαν μέσα στὰ σπίτια τους, νομίζοντας, ὅτι μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο τιμοῦν αὐτοὺς ποὺ πέθαναν.
Πολλὲς φορὲς ὁ Ἀντώνιος παρακαλοῦσε τοὺς ἐπισκόπους νὰ συμβουλεύουν τὸν κόσμο σχετικὰ μὲ τὸ ἔθιμο αὐτό. Ὁμοίως, καὶ τοὺς λαϊκοὺς τοὺς ἀπέτρεπε καὶ τὶς γυναῖκες τὶς ἐπέπληττε, λέγωντας ὅτι αὐτὸ δὲν εἶναι οὔτε νόμιμο, οὔτε καθόλου ἱερό.
Διότι μέχρι σήμερα, καὶ τῶν Πατριαρχῶν τὰ σώματα καὶ τῶν Προφητῶν, σώζονται μέσα σὲ μνήματα. Ἀλλὰ κι αὐτὸ τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου ἐτέθη εἰς μνῆμα, καὶ λίθος τοποθετήθηκε καὶ τὸ ἔκρυψε, ἕως ὅτου ἀναστήθηκε τὴν τρίτη ἡμέρα.
Καὶ λέγοντας αὐτὰ, τοὺς ἔδινε νὰ καταλάβουν ὅτι, ὅποιος δὲν θάβει μετὰ θάνατον τὰ σώματα τῶν πεθαμένων κάτω ἀπὸ τὴν γῆ, παραβαίνει τὸν Θεῖο Νόμο ἔστω κι ἂν τὰ σώματα αὐτὰ εἶναι Ἅγια. Διότι, ποιὸ σῶμα εἶναι ἀνώτερο καὶ ἁγιώτερο ἀπὸ τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου;
Πολλοί λοιπόν, ὅταν τὰ ἄκουσαν αὐτὰ, ἄρχισαν εἰς τὸ ἐξῆς νὰ θάβουν τὰ σώματα τῶν πεθαμένων τους κάτω ἀπὸ τὴν γῆ, καὶ εὐχαριστοῦσαν τὸν Κύριο, ἐπειδὴ διδάχθηκαν τὸ σωστό.
91. Ὁ Ἀντώνιος λοιπὸν τὸ γνώριζε αὐτὸ τὸ ἔθιμο τῆς Αἰγύπτου καὶ φοβόταν μήπως κάνουν τὸ ἴδιο καὶ μὲ τὸ δικό του σῶμα, καὶ ἔτσι, ἀποχαιρέτισε βιαστικὰ τοὺς μοναχοὺς τοῦ ἔξω ὄρους καὶ ἀποχώρησε.
Ὅταν εἰσῆλθε στὸ ἐσωτερικὸ ὄρος, ὅπου συνήθιζε νὰ μένη καὶ νὰ ἀσκητεύη, μετὰ ἀπὸ λίγους μῆνες, ἀρρώστησε. Κάλεσε τότε τοὺς δύο μοναχοὺς ποὺ ἔμεναν στὰ ἐνδότερα μαζί του, ἀσκητεύοντες ἐπὶ δεκαπέντε ἔτη καὶ ὑπηρετῶντας τον στὰ γεράματά του, καὶ τοὺς εἶπε·
Ὅπως εἶναι γραμμένο, ἐγὼ πλέον πορεύομαι τὸν δρόμο τῶν Πατέρων, γιατὶ βλέπω ὅτι προσκαλοῦμαι ἀπὸ τὸν Κύριο· ἐσεῖς ὅμως μείνετε ἄγρυπνοι γιὰ νὰ μὴν ἀπολέσετε τὴν πολυχρόνια ἄσκησή σας, καὶ προσπαθῆστε νὰ διαφυλάξετε τὴν προθυμία σας, σὰν νὰ ἐκάματε σήμερα ἀρχή.
Γνωρίζετε τοὺς δαίμονες ποὺ θέλουν τὸ κακό σας, γνωρίζετε πόσο ἄγριοι εἶναι ἀλλὰ καὶ πόσο ἀνίσχυροι. Μὴν τοὺς φοβηθῆτε λοιπόν, ἀλλὰ μᾶλλον τὸν Χριστὸ νὰ ἀναπνέετε καὶ Αὐτὸν πάντα νὰ πιστεύετε.
Νὰ ζεῖτε σὰν νὰ περιμένετε πὼς κάθε ἡμέρα θὰ πεθάνετε, νὰ προσέχετε τοὺς ἑαυτούς σας, καὶ νὰ ἐνθυμῆσθε ὅσες παραινέσεις ἀκούσατε ἀπὸ μένα.
Νὰ μὴν ἔχετε καμμία ἀπολύτως ἐπικοινωνία μὲ τοὺς σχισματικούς, οὔτε μὲ τοὺς αἱρετικοὺς Ἀρειανοὺς. Διότι γνωρίζετε πῶς τοὺς ἀπέφευγα κι ἐγώ, λόγω τῆς αἱρέσεώς τους καὶ τῆς Χριστομάχου καὶ ἑτεροδόξου διδασκαλίας τους.
Ἀλλὰ προσπαθῆσατε καὶ σεῖς νὰ ἔχετε πάντοτε ἰσχυρότερο σύνδεσμο μεταξύ σας, πρωτίστως ὅμως μὲ τὸν Κύριο κι ἔπειτα μὲ τοὺς ἁγίους, ὥστε μετὰ θάνατον νὰ σᾶς ὑποδεχθοῦν κι αὐτοὶ ὡς φίλους καὶ γνωστούς εἰς τὶς αἰώνιες σκηνὲς.
Αὐτὰ νὰ σκέπτεσθε κι αὐτὰ νὰ φρονῆτε, καὶ ἂν ἐνδιαφέρεστε γιὰ μένα καὶ μὲ ἐνθυμῆστε σὰν πατέρα, μὴν τοὺς ἀφήσετε νὰ πάρουν τὸ σῶμα μου στὴν Αἴγυπτο, μήπως καὶ τὸ τοποθετήσουν στὰ σπίτια τους.
Γιατὶ γι’ αὐτὸ τὸν λόγο εἰσῆλθα εἰς τὸ ὄρος καὶ ἦλθα ἐδῶ. Γνωρίζετε πὼς πάντοτε ἀπέτρεπα ἐκεῖνους ποὺ τὸ κάνουν αὐτὸ καὶ τοὺς συμβούλευα νὰ πάψουν τὴν συνήθεια αὐτή.
Θάψτε λοιπὸν ἐσεῖς τὸ σῶμα μου καὶ κρύψτε το κάτω ἀπ’ τὴν γῆ. Καὶ νὰ τὴν φυλάξετε μυστικὴ αὐτή μου τὴν ἐπιθυμία, ὥστε, ἄλλος κανεὶς νὰ μὴ γνωρίζη τὸν τόπο τῆς ταφῆς μου, ἐκτὸς ἀπὸ σᾶς μόνο. Διότι, ἐγὼ θὰ λάβω τὸ σῶμα μου καὶ πάλι, ἄφθαρτο ἀπ’ τὸν Σωτῆρα, κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς ἀνάστασης τῶν νεκρῶν.
Τὰ ἐνδύματά μου νὰ τὰ μοιράσετε. Εἰς τὸν ἐπίσκοπο Ἀθανάσιο νὰ δώσετε τὴν μία μηλωτὴ, καὶ τὸ ἱμάτιο ποὺ ἔστρωνα στὴ γῆ γιὰ νὰ κοιμᾶμαι, τὸ ὁποῖο βέβαια μοῦ τὸ εἶχε δώσει αὐτὸς καινούργιο κι ἐγὼ τὸ ἐπαλαίωσα.
Στὸν ἐπίσκοπο Σεραπίωνα νὰ δώσετε τὴν ἄλλη μηλωτή. Ἐσεῖς νὰ κρατήσετε τὸ τρίχινο ἔνδυμα. Νὰ φυλάγεσθε, λοιπὸν, παιδιά μου, διότι ὁ Ἀντώνιος φεύγει ἀπ’ τὴν ζωὴ καὶ δὲν θἆναι πιὰ ἀνάμεσά σας».
92. Ἀφοῦ εἶπε αὐτὰ, ἄπλωσε τὰ πόδια του κι ἐκεῖνοι τὸν ἀσπάστηκαν, καὶ βλέποντας ὡς φίλους αὐτοὺς ποὺ εἶχαν ἔλθει γιὰ νὰ τὸν παραλάβουν, καὶ γεμάτος ἀπὸ χαρὰ ἀπὸ τὴν παρουσία τους, ἔτσι ὅπως ἦταν ξαπλωμένος καὶ μὲ τὸ πρόσωπο ἱλαρὸ, ἀπέθανε, καὶ προσετέθη πρὸς τοὺς πατέρες.
Τότε ἐκεῖνοι ἀφοῦ τὸν προετοίμασαν καὶ τὸν ἐτύλιξαν μὲ ὀθόνια, σύμφωνα μὲ τὶς ἐντολὲς ποὺ τοὺς εἶχε δώσει, ἔκρυψαν τὸ σῶμα του κάτω ἀπ’ τὴν γῆ καὶ κανένας δὲν γνωρίζει πιὰ ποῦ ἔχει ταφῆ, παρὰ μονάχα αὐτοὶ οἱ δύο.
Καὶ καθένας ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ πῆραν τὴν μηλωτὴ καὶ τὸ τριμμένο ἱμάτιο τοῦ μακαρίου Ἀντωνίου, τὸ φυλάττουν σὰν μεγάλο θησαυρό. Διότι καὶ μόνο ποὺ τὰ βλέπουν, εἶναι σὰν νὰ βλέπουν τὸν ἴδιο τὸν Ἀντώνιο, καὶ ὅταν τὰ φοροῦν εἶναι σὰν νὰ τηροῦν μετὰ χαρᾶς τὶς νουθεσίες του.
93. Αὐτὸ ἦταν τὸ τέλος τῆς ἐπιγείου ζωῆς τοῦ Ἀντωνίου καὶ ἐκείνη ἡ ἀρχὴ τῆς ἀσκητικῆς του ζωῆς.
Καὶ μολονότι αὐτὰ ποὺ σᾶς εἶπα εἶναι λίγα συγκρινόμενα μὲ τὴν ἀρετή του, ἀπ’ αὐτὰ ἐν τούτοις σχηματίζετε καὶ σεῖς μιὰ καλὴ ἰδέα περὶ τοῦ ποῖος ὑπῆρξε ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ Ἀντώνιος, ποὺ ἀπ’ τὰ νειάτα του μέχρι τὴν τόσο μεγάλη ἡλικία του διατήρησε ἀμείωτο τὸν ζῆλο τῆς ἀσκήσεως·
καὶ οὔτε νικήθηκε ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία γιὰ μεγαλύτερη πολυτέλεια τροφῆς, ἐξ αἰτίας τῶν γηρατειῶν, οὔτε ἄλλαξε τὰ ἄβολα ἀσκητικὰ του ἐνδύματα, ἐπειδὴ ἀδυνάτισε τὸ σῶμα του, οὔτε ἔπλυνε ποτὲ τὰ πόδια του μὲ νερό, κι ὅμως παρέμεινε σὲ ὅλα ὑγιὴς.
Διότι καὶ τὰ μάτια του τὰ εἶχε γερὰ καὶ τέλεια, καὶ ἔβλεπε καλά· κι ἀπὸ τὰ δόντια του δὲν ἔπεσε οὔτε ἕνα, ἀπλῶς εἶχαν μόνο φθαρῆ μέχρι κάτω ἀπ’ τὰ οὖλα, λόγω τῆς μεγάλης ἡλικίας τοῦ γέροντος.
Ἀλλὰ καὶ στὰ πόδια καὶ στὰ χέρια παρέμενε ὑγιὴς, καὶ γενικὰ, φαινόταν πιὸ χαρούμενος καὶ μὲ περισσότερη προθυμία καὶ δύναμη, ἀπ’ ὅλους ἐκείνους ποὺ χρησιμοποιοῦσαν ποικιλία τροφῆς καὶ λουτρὰ καὶ διαφορετικὰ ἐνδύματα ἀνάλογα μὲ τὴν ἐποχὴ.
Ἀλλὰ καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι εἶχε γίνει παντοῦ ξακουστὸς καὶ ὅλοι τὸν ἐθαύμαζαν καὶ τὸν ἀγαποῦσαν, ἀκόμη κι ἐκεῖνοι ποὺ δὲν τὸν εἶχαν δεῖ ποτὲ, αὐτὸ ἦταν γνώρισμα τῆς ἀρετῆς του καὶ τῆς θεοφιλοῦς ψυχῆς του.
Διότι ὁ Ἀντώνιος δὲν ἔγινε γνωστὸς ἀπὸ συγγράμματα, οὔτε ἀπὸ τὴν θύραθεν σοφία του, δηλαδὴ τὴν Ἑλληνικὴ του παιδεία, οὔτε γιὰ κάποια τέχνη, ἀλλὰ μόνο ἀπ’ τὴν θεοσέβειά του. Καὶ τὸ γεγονός ὅτι τοῦτο ἦταν δῶρο Θεοῦ, δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ τὸ ἀρνηθῆ.
Διότι πῶς ἐξηγεῖται ὅτι, ἐνῶ ὁ Ἀντώνιος ἦταν κρυμμένος καὶ διέμενε εἰς τὸ ὄρος, ἔγινε ξακουστὸς εἰς τὴν Ἱσπανία καὶ εἰς τὴν Γαλλία καὶ εἰς τὴν Ρώμη καὶ εἰς τὴν Ἀφρική, ἂν δὲν ἦταν μαζί του ὁ Θεός, ὁ Ὁποῖος, κάνει τοὺς δικούς του ἀνθρώπους γνωστοὺς παντοῦ, καὶ ὁ Ὁποῖος, τοῦ τὸ εἶχε ὑποσχεθεῖ αὐτὸ ἀπὸ τὴν ἀρχή;
Διότι, ἀκόμη κι ἂν οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ ἐνεργοῦν κρυφὰ κι ἀθόρυβα, ἀκόμη κι ἂν θέλουν νὰ παραμένουν ἄγνωστοι, ὁ Κύριος ὡστόσο τοὺς προβάλλει ἐνώπιον ὅλων σὰν λυχνίες ποὺ φέγγουν, ὥστε ὅλοι ὅσοι τοὺς ἀκοῦνε νὰ γνωρίζουν ὅτι οἱ ἐντολὲς εἶναι δυνατὸν νὰ κατορθωθοῦν καί ἔτσι νὰ ἀποκτοῦν ζῆλο γιὰ τὴν ἐνάρετη ζωή.
94. Αὐτὰ λοιπὸν, νὰ τὰ ἀναγνώσετε καὶ εἰς τοὺς ἄλλους ἀδελφοὺς γιὰ νὰ μάθουν ποῖος πρέπει νὰ εἶναι ὁ βίος τῶν μοναχῶν, καὶ γιὰ νὰ πεισθοῦν ὅτι ὁ Κύριος καὶ Σωτὴρ ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς, δοξάζει ἐκείνους ποὺ Τὸν δοξάζουν καὶ ἐκείνους ποὺ Τὸν ὑπακούουν ἀπόλυτα μέχρι τὸ τέλος τῆς ζωῆς τους·
καὶ, ὄχι μόνο τοὺς ὁδηγεῖ εἰς τὴν βασιλεία τῶν οὐρανῶν, ἀλλὰ καὶ ἐδῶ στὴν γῆ ποὺ ἐπιλέγουν νὰ ζοῦν ἀφανεῖς καὶ νὰ ἀναχωροῦν ἀπ’ τὴν πολυκοσμία, Αὐτὸς τοὺς καθιστᾶ γνωστοὺς καὶ ξακουστούς παντοῦ, τόσο γιὰ τὴν ἀρετή τους ὅσο καὶ γιὰ τὴν ὠφέλεια ποὺ προκαλοῦν εἰς τοὺς ἄλλους.
Καὶ ἂν παραστῆ ἀνάγκη, ἀναγνώσατε τὴν ἐπιστολή αὐτὴ καὶ στοὺς εἰδωλολάτρες γιὰ νὰ μάθουν κι ἐκεῖνοι, ἔστω καὶ μὲ τὸν τρόπο αὐτό, ὅτι ὄχι μόνο ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός εἶναι Θεὸς καὶ Υἱός τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ ὅτι, αὐτοὶ ποὺ Τὸν λατρεύουν εἰλικρινὰ καὶ πιστεύουν μὲ εὐλάβεια εἰς Αὐτὸν, μποροῦν καὶ ἐλέγχουν τοὺς δαίμονες·
τοὺς ἴδιους δαίμονες δηλαδὴ, τοὺς ὁποίους οἱ Ἕλληνες θεωροῦν θεοὺς καὶ ποὺ οἱ Χριστιανοὶ ὄχι μόνον τοὺς ἀποδεικνύουν ὅτι δὲν εἶναι θεοί, ἀλλὰ καὶ τοὺς καταπατοῦν καὶ τοὺς καταδιώκουν ὡς ἀπατεῶνες καὶ καταστροφεῖς τῶν ἀνθρώπων, μὲ τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, εἰς τὸν Ὁποῖον ἀνήκει ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Τέλος τετάρτου μέρους