46. Μετὰ ταῦτα, ὁ διωγμὸς, ποὺ ἔγινε ἐπὶ Μαξιμίνου, κατέλαβε τὴν Ἐκκλησία. Ἐνῶ λοιπόν οἱ ἅγιοι Μάρτυρες συλλαμβάνονταν καὶ ὁδηγοῦνταν πρὸς τὴν Ἀλεξάνδρεια, ἄφησε κι ὁ Ἀντώνιος τὸ μοναστήρι του καὶ τοὺς ἀκολούθησε, λέγοντας· Ἂς πᾶμε κι ἐμεῖς νὰ ἀγωνισθοῦμε, ἂν μᾶς καλέση ὁ Κύριος, ἢ γιὰ νὰ συμπαρασταθοῦμε στοὺς μάρτυρες ποὺ ἀγωνίζονται.
Κι ἐνῶ εἶχε πόθο νὰ μαρτυρήση, μὴ θέλοντας ὅμως νὰ παραδώση τὸν ἑαυτό του ἀπὸ μόνος του, ἀρκοῦταν νὰ ὑπηρετεῖ τοὺς ὁμολογητές τῆς πίστεως στὰ μεταλλεῖα καὶ στὶς φυλακές.
Καὶ ἔδειχνε πολὺ ἐνδιαφέρον στὸ δικαστήριο, φροντίζοντας νὰ ἐνισχύη τὴν προθυμία τῶν ὁμολογητῶν ποὺ καλοῦνταν σὲ μαρτυρικό θάνατο, ἐνῶ μετὰ τὸ μαρτύριο, φρόντιζε νὰ παραλαμβάνη τὸ σῶμα τους καὶ νὰ τοὺς ἐτοιμάζει γιὰ τὴν ταφή.
Βλέποντας λοιπὸν ὁ δικαστὴς τὴν ἀφοβία τοῦ Ἀντωνίου καὶ τῆς ἀκολουθίας του, καὶ τὸ ἐνδιαφέρον τους γιὰ τοὺς μάρτυρες, ἔδωσε τὴν διαταγὴ, κανεὶς ἀπὸ τοὺς μοναχοὺς νὰ μὴν παρουσιάζεται στὰ δικαστήρια, ἀλλὰ οὔτε καὶ νὰ παραμένουν καθόλου εἰς τὴν πόλη.
Τότε, ὅλοι οἱ ἄλλοι μοναχοὶ ἀποφάσισαν νὰ κρυφτοῦν τὴν ἡμέρα ἐκείνη· ὁ Ἀντώνιος ὅμως, δὲν ἔδωσε καμία σημασία στὴν ἀπαγόρευση, ἀλλὰ ἀντιθέτως, ἔπλυνε καλά τὸ πανωφόρι του, καὶ τὴν ἑπόμενη μέρα στάθηκε σὲ μέρος ὑψηλὸ μπροστὰ στὸν ἡγεμόνα, γιὰ νὰ τὸν βλέπη ἐκεῖνος ὁλοκάθαρα.
Κι ἐνῶ ὅλοι θαύμαζαν γι’ αὐτὸ καὶ ὁ ἡγεμόνας τὸν ἔβλεπε καθὼς ἐβάδιζε μαζὶ μὲ τὴν συνοδεία του, ὁ Ἀντώνιος στεκόταν ἀτρόμητος, δείχνοντας μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ τὴν μεγάλη προθυμία ποὺ ἐμεῖς οἱ Χριστιανοί ἔχουμε· γιατὶ, ὅπως εἶπα καὶ προηγουμένως, εὐχόταν κι αὐτὸς νὰ μαρτυρήση.
Κι αὐτὸς μὲν φαινόταν λυπημένος, γιατὶ ὁ ἴδιος δὲν μαρτύρησε, ὁ Κύριος ὅμως τὸν ἐφύλαττε γιὰ τὴν δική μας τὴν ὠφέλεια καὶ γιὰ τῶν ἄλλων, ὥστε νὰ γίνη δάσκαλος πολλῶν εἰς τὴν ἀσκητικὴ ζωή, τὴν ὁποίαν αὐτὸς διδάχθηκε ἀπὸ τὶς Γραφές.
Γιατὶ βλέποντας καὶ μόνο τὸν τρόπο τῆς ζωῆς του, πολλοὶ ἔδειχναν μεγάλο ζῆλο γιὰ νὰ τὸν μιμηθοῦν. Ἐξακολούθησε λοιπὸν νὰ ὑπηρετῆ τοὺς ὁμολογητὲς, καὶ, ὡς νὰ ἦταν δέσμιος κι αὐτὸς, ἐκοπίαζε μαζί τους.
47. Ὅταν λοιπὸν ὁ διωγμὸς ἔπαψε καὶ ὁ μακαρίτης ἐπίσκοπος Πέτρος εἶχε ἤδη μαρτυρήσει, ὁ Ἀντώνιος ἔφυγε ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ ἀνεχώρησε πάλι εἰς τὸ μοναστήρι, ἐκεῖ ὅπου κάθε μέρα μαρτυροῦσε μέσα στὴν συνείδησή του, καὶ ἀγωνιζόταν τοὺς ἄθλους τῆς πίστεως. Διότι ἤδη ὑπέβαλλε τὸν ἑαυτό του σὲ περισσότερη καὶ πιὸ ἐντατική ἄσκηση.
Γιατὶ πάντοτε ἐνήστευε, ἐνῶ τὸ ἔνδυμα ποὺ φοροῦσε ἦταν ἀπὸ μέσα τρίχινο καὶ δερμάτινο ἀπ’ ἔξω, τὸ ὁποίο φοροῦσε μέχρι καὶ τὸν θάνατό του, καὶ ποτὲ δὲν ἔλουσε τὸ σῶμα του γιὰ νὰ τὸ καθαρίση, οὔτε ποτὲ ἔνιψε τὰ πόδια του, οὔτε ποτὲ τὰ ἔβαλε στὸ νερό, χωρὶς νὰ ὑπάρχη ἀνάγκη.
Καὶ κανεὶς ποτὲ δὲν τὸν εἶδε νὰ ἔχη γυμνωθῆ, οὔτε κανεὶς εἶδε ποτὲ ὁλόκληρο τὸ σῶμα τοῦ Ἀντωνίου, παρὰ μόνον ὅταν πέθανε καὶ ἐθάπτετο.
48. Ἐνῶ λοιπὸν ὁ Ἀντώνιος εἶχε ἀναχωρήσει, μὲ τὴν πρόθεση νὰ περάση πολὺ χρόνο χωρὶς ὁ ἴδιος νὰ βγῆ ἔξω οὔτε κανέναν ἄλλο νὰ δεχθῆ, κάποιος, μὲ τὸ ὄνομα Μαρτινιανός, ἀξιωματικὸς τοῦ στρατοῦ, παρουσιάσθηκε στὸν Ἀντώνιο μαζὶ μὲ λαὸ πολύ διότι κάποιο δαιμόνιο ἐνοχλοῦσε τὴν θυγατέρα του.
Καὶ ἐπειδὴ παρέμεινε ὥρα πολλὴ καὶ χτυποῦσε ἐπίμονα τὴν πόρτα, καὶ τὸν παρακαλοῦσε νὰ ἔλθη καὶ νὰ προσευχηθῆ στὸν Θεὸ γιὰ τὴν κόρη του, ὁ Ἀντώνιος δὲν δεχόταν ν’ ἀνοίξη, ἀλλὰ ἔσκυψε ἀπ’ τὸ παράθυρο καὶ εἶπε·
«Ἄνθρωπέ μου, τί μοῦ φωνάζεις τόσο δυνατά; Ἄνθρωπος εἶμαι κι ἐγὼ ὅπως καὶ σύ. Ἐὰν ὅμως πιστεύης στὸ Χριστό, τὸν ὁποῖον ἐγὼ λατρεύω, πήγαινε καὶ, ὅπως πιστεύεις, προσευχήσου στὸν Θεὸ κι αὐτὸ ποὺ ζητεῖς θὰ γίνει.
Εὐθὺς λοιπόν ἐκεῖνος πίστεψε κι ἀφοῦ ἐπεκαλέσθη τὸν Χριστό, ἔφυγε μὲ τὴν θυγατέρα του καθαρισμένη ἀπὸ τὸν δαίμονα.
Καὶ πολλὰ ἄλλα θαύματα ἔκαμε δι’ αὐτοῦ ὁ Κύριος, ὁ ὁποῖος λέγει· «Ζητεῖτε καὶ θὰ σᾶς δοθῆ». Διότι καθῶς ὁ Ἀντώνιος δὲν ἄνοιγε τὴν πόρτα, τὸ μόνο ποὺ ἔκαναν οἱ περισσότεροι ἀπὸ τοὺς πάσχοντες, ἦταν ἀπλὰ νὰ κάθονται καὶ να κοιμῶνται ἔξω ἀπ’ τὸ μοναστήρι, καὶ ἔτσι πιστεύοντας καὶ προσευχόμενοι εἰλικρινά, καθαρίζονταν ἀπ’ τὶς ἀσθένειές τους.
49. Ὅταν εἶδε ὁ Ἀντώνιος πὼς ἐνοχλοῦνταν ἀπὸ τοὺς πολλοὺς ἐπισκέπτες, ποὺ δὲν τὸν ἄφηναν νὰ ἀσκητεύση ὅπως αὐτὸς ἐπιθυμοῦσε, καὶ ἐπίσης ἐπειδὴ φοβήθηκε μῆπως ὁ ἴδιος ὑποπέσει σὲ ἔπαρση, ἀπὸ ὅσα κάνει ὁ Κύριος μέσω αὐτοῦ, ἢ μῆπως ἄλλος κανεὶς τὸν θεωρήση γιὰ κάτι παραπάνω ἀπὸ αὐτὸ ποὺ πραγματικὰ εἶναι, καὶ τὸν νικήσει ὁ ἐγωϊσμός, σκέφθηκε καὶ ἀποφάσισε νὰ φύγη στὴν ἄνω Θηβαΐδα, ὅπου οἱ ἄνθρωποι δὲν τὸν ἐγνώριζαν.
Καὶ πράγματι, ἀφοῦ πῆρε μερικὰ ψωμιὰ ἀπὸ τοὺς ἀδελφούς, πῆγε καὶ κάθησε στὶς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ καὶ παρατηροῦσε μήπως περάσει κανένα πλοῖο, γιὰ νὰ ἀνεβῆ εἰς αὐτὸ καὶ νὰ ταξιδεύση μαζί τους.
Κι ἐνῶ τὰ σκεφτόταν αὐτά, τοῦ ἦλθε κάποια φωνὴ ἀπὸ ψηλὰ ποὺ τοῦ ἔλεγε· «Ἀντώνιε, ποῦ πηγαίνεις καὶ γιατί;» Ἀφοῦ αὐτός ἄκουσε χωρὶς νὰ ταραχθῆ, καθῶς ἦταν συνηθισμένος νὰ τὸν καλοῦν συχνά κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο, ἀποκρίθηκε, λέγοντας·
«Ἐπειδὴ τὰ πλήθη τῶν ἀνθρώπων ποὺ μὲ ἐπισκέπτονται δὲν μοῦ ἐπιτρέπουν νὰ ἠρεμήσω, γι’ αὐτὸ θέλω νὰ ἀνεβῶ στὴν ἄνω Θηβαΐδα, λόγω τῶν πολλῶν ἐνοχλήσεων ποὺ μοῦ προκαλοῦν ὅσοι μὲ ἐπισκέπτονται ἐδῶ καὶ μάλιστα γιατὶ ἀπαιτοῦν νὰ τοὺς κάνω πράγματα ποὺ ὑπερβαίνουν τὴ δύναμή μου».
Τότε ἡ φωνὴ τοῦ ἀπάντησε· «Ἀκόμα καὶ στὴ Θηβαΐδα ἄν ἀνεβῆς ἀκόμα κι ἄν, ὅπως σκέπτεσαι, κάτω στοὺς κάμπους κατεβῆς μὲ τοὺς βουκόλους, θἄχης νὰ ὑπομένης κούραση ἀκόμα περισσότερη καὶ διπλάσια. Άλλὰ ἂν πραγματικὰ θέλης νὰ ἠρεμήσης, ἀνέβα τώρα στὴν ἐνδότερη ἔρημο».
Καὶ ὅταν ὁ Ἀντώνιος ρώτησε· «Καὶ ποιός θὰ μοῦ δείξη τὸν δρόμο; γιατὶ δὲν τὸν γνωρίζω»· τότε ἡ φωνὴ εὐθὺς τοῦ ἔδειξε κάποιους Σαρακηνούς, οἱ ὁποῖοι ἐπρόκειτο νὰ ὁδεύσουν τὸν δρόμο ἐκεῖνον.
Πράγματι, πῆγε ὁ Ἀντώνιος καὶ τοὺς πλησίασε, καὶ τοὺς παρακάλεσε νὰ τοῦ ἐπιτρέψουν νὰ πάη μαζί τους στὴν ἔρημο, κι ἐκεῖνοι, σὰν νὰ διατάχθηκαν ἀπὸ τὴν Θεία Πρόνοια, τὸν δέχθηκαν πρόθυμα.
Ἀφοῦ ἐβάδισε μαζί τους τρεῖς μέρες καὶ τρεῖς νύχτες, ἔφθασε σ’ ἕνα πολὺ ψηλὸ βουνό, ποὺ εἶχε νερό στοὺς πρόποδές του, νερό γλυκό καὶ πεντακάθαρο καὶ πολὺ δροσερό. Πιὸ πέρα ἦταν πεδιάδα καὶ λίγοι φοίνικες, ἀπεριποίητοι.
50. Ὁ Ἀντώνιος λοιπόν, σὰν παρακινημένος ἀπὸ τὸν Θεό, ἀγάπησε ἐκεῖνον τὸν τόπο, γιατὶ ἐκεῖνος ἦταν ὁ τόπος τὸν ὁποῖο Αὐτὸς ποὺ τοῦ μίλησε στὶς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ τοῦ εἶχε ὑποδείξει.
Στὴν ἀρχή λοιπόν, ἀφοῦ δέχθηκε μερικὰ ψωμιὰ ἀπ’ τοὺς συνταξιδιῶτες του, ἔμεινε μόνος του στὸ ὄρος, χωρὶς κανεὶς ἄλλος νὰ εἶναι μαζί του, καὶ ἔκτοτε θεωροῦσε ἐκεῖνο τὸν τόπο σὰν δικό του σπίτι.
Σὰν εἶδαν οἱ Σαρακηνοί τὴν μεγάλη προθυμία τοῦ Ἀντωνίου, περνοῦσαν ἐπίτηδες ἀπὸ τὸ δρόμο ἐκεῖνο καὶ μὲ χαρὰ τοῦ ἔφερναν ψωμιά·
Ἐλάμβανε ἐπίσης ὁ Ἀντώνιος καὶ κάποια ἐλάχιστη τροφή ἀπὸ τοὺς φοίνικες. Ἀργότερα, ὅταν ἔμαθαν οἱ ἀδελφοὶ τὸν τόπο ὅπου ἔμενε, φρόντιζαν νὰ τοῦ στέλνουν ψωμιά, σὰν τέκνα ποὺ θυμοῦνται τὸν πατέρα τους.
Βλέποντας ὅμως ὁ Ἀντώνιος, ὅτι, μὲ τὴν πρόφαση τοῦ ἄρτου, ταλαιπωροῦνταν κάποιοι μοναχοὶ καὶ κουράζονταν πηγαίνοντας ἐκεῖ, καὶ ἐπειδή γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ λυπόταν τοὺς μοναχούς, τὸ σκέφτηκε τὸ ζήτημα καὶ παρακάλεσε μερικοὺς ποὺ ἔρχονταν πρὸς αὐτὸν, νὰ τοῦ φέρουν ἕνα δικέλλι, ἕνα τσεκούρι καὶ λίγο σιτάρι.
Ὅταν τοῦ τὰ ἔφεραν αὐτά, περιόδευσε τὸν τόπο γύρω ἀπὸ τὸ βουνό, καὶ ἀφοῦ βρῆκε ἕναν μικρὸ κατάλληλο τόπο, τὸν ὄργωσε καί, ἔχοντας ἄφθονο νερὸ γιὰ πότισμα, τὸν ἔσπειρε.
Κάνοντας κάθε χρόνο τὸ ἴδιο ἔβγαζε ἀπὸ ἐκεῖ τὸ ψωμί του, καὶ ἔχαιρε γιατὶ δὲν θὰ γινόταν σὲ κανέναν ἐνοχλητικὸς καὶ γιατὶ δὲν θὰ γινόταν πιὰ βάρος γιὰ κανένα λόγο.
Ἀλλὰ καὶ ὕστερα ἀπ’ αὐτά, βλέποντας καὶ πάλι τοὺς ἀνθρώπους νὰ ἔρχονται, καλλιέργησε καὶ λίγα λάχανα, ὥστε οἱ ἐπισκέπτες του νὰ ἔχουν κάποια μικρὴ ἀνακούφιση ἀπὸ τὴν κούραση τοῦ δύσκολου ἐκείνου δρόμου.
Στὴν ἀρχή ὡστόσο, τὰ θηρία τῆς ἐρήμου ποὺ ἔρχονταν γιὰ νερό, πολὺ συχνὰ τοῦ προκαλοῦσαν ζημιές στὰ σπαρτὰ καὶ τὴν σοδειά. Τότε αὐτὸς ἔπιασε μὲ ἀβρότητα ἕνα ἀπὸ τὰ θηρία, καὶ ἔλεγε πρὸς ὅλα·
«Γιατί μὲ βλάπτετε, ἐνῶ ἐγὼ δὲν σᾶς βλάπτω σὲ τίποτε; Φύγετε καί, στὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου, νὰ μὴν ξαναπλησιάσετε ἐδῶ». Καὶ ἔκτοτε, σὰν νὰ φοβήθηκαν τὴν παραγγελία, δὲν ξαναπλησίασαν ποτὲ πιὰ στὸν τόπο ἐκεῖνο.
51. Ζοῦσε, λοιπόν, μόνος του στὸ ὄρος καὶ ἦταν ἀφοσιωμένος στὶς προσευχὲς καὶ στὴν ἄσκηση· οἱ ἀδελφοί ποὺ τὸν διακονοῦσαν τὸν παρεκάλεσαν νὰ τοὺς ἐπιτρέψει νὰ ἔρχωνται κάθε μῆνα καὶ νὰ τοῦ φέρνουν ἐλιές, ὄσπρια καὶ λάδι, γιατὶ ἦταν πλέον γέρος.
Ἀπὸ τοὺς ἐπισκέπτες του μάθαμε πόσο πολύ πάλεψε ὁ Ἀντώνιος, κατὰ τὸ διάστημα ποὺ ζοῦσε ἐκεῖ, ὄχι πρὸς σάρκα καὶ αἷμα, ἀλλὰ πρὸς τοὺς ἀντικειμένους δαίμονες, ὅπως λέει ἡ Γραφή.
Καὶ πραγματικά, ἄκουγαν θορύβους ἀκόμα κι ἐκεῖ στὴν ἔρημο, καὶ φωνὲς πολλὲς καὶ χτύπους σὰν ἀπὸ ὅπλα, καὶ ἔβλεπαν τὸ ὄρος νὰ γεμίζη τὴ νύχτα ἀπὸ θηρία· ἔβλεπαν δὲ καὶ αὐτόν, ὡσὰν μαχόμενο πρὸς ἀντιπάλους ὀρατούς, καὶ προσευχόμενο ἐναντίον των.
Καὶ τοὺς μὲν ἐρχομένους πρὸς αὐτὸν τοὺς ἐνεθάρρυνε πολύ, αὐτὸς δὲ ἀγωνιζόταν γονατιστὸς καὶ προσευχόμενος πρὸς τὸν Κύριον.
Καὶ ἦταν ἀλήθεια ἄξιο θαυμασμοῦ, ὅτι, ἐνῶ ἦταν μόνος σὲ τέτοια ἔρημο, δὲν ἐπτοεῖτο οὔτε ἀπὸ τοὺς δαίμονες ποὺ τοῦ ἐπετίθεντο, οὔτε καὶ φοβόταν τὴν ἀγριότητα τῶν τόσων πολλῶν τετράποδων θηρίων καὶ ἑρπετῶν ποὺ ἦσαν ἐκεῖ.
Ἀλλ’ ἀληθῶς, εἶχε τὴν πεποίθησή του ἀκράδαντη εἰς τὸν Κύριο ὅπως τὸ ὄρος Σιών, σύμφωνα μὲ τὸν λόγο τῆς Γραφῆς, κι ὁ νοῦς του ἦταν ἀσάλευτος καὶ ἀκύμαντος, ἔτσι ὥστε, ὅπως πάλι τὸ λέγει ἡ Γραφή, οἱ δαίμονες μᾶλλον ἔφευγαν ἀπ’ αὐτὸν, ἐνῶ τὰ ἄγρια θηρία ἦταν εἰρηνικὰ μαζί του.
52. Ὁ διάβολος, λοιπόν, καθὼς γράφει ὁ Δαυίδ στοὺς ψαλμούς του, παρατηροῦσε τὸν Ἀντώνιο καὶ ἔτριζε τὰ δόντια ἐναντίον του. Ὁ Ἀντώνιος ὅμως εἶχε τὴν προστασία καὶ τὴν βοήθεια τοῦ Σωτῆρος, καὶ παρέμενε ἀβλαβὴς ἀπὸ τὶς διάφορες πανουργίες καὶ μεθοδεῖες του.
Ἔτσι λοιπὸν μιὰ νύχτα, ἐνῶ ὁ Ἀντώνιος ἀγρυπνοῦσε, ὁ διάβολος ἐξαπέλυσε θηρία ἐναντίον του, καὶ ὅλες σχεδὸν οἱ ὕαινες τῆς ἐρήμου ἐκείνης βγῆκαν ἀπ’ τὶς φωλιές τους καὶ τὸν περιεκύκλωσαν κι αὐτὸς ἦταν στὴ μέση.
Κι ἐνῶ ἡ κάθε μιὰ ἀπὸ τὶς ὕαινες ἄνοιγε τὸ στόμα της καὶ ἀπειλοῦσε νὰ τὸν δαγκώση, μόλις αὐτὸς κατάλαβε τὸ τέχνασμα τοῦ ἐχθροῦ, εἶπε πρὸς ὅλες αὐτές· «Ἂν ὅντως ἔχετε λάβει ἐξουσία ἐναντίον μου, εἶμαι ἕτοιμος νὰ φαγωθῶ ἀπὸ σᾶς· ἂν ὅμως σᾶς ἔχουν στείλει οἱ δαίμονες, μὴ χάνετε τὸν καιρό σας, ἀλλὰ φύγετε ἀπὸ δῶ, διότι ἐγὼ εἶμαι δοῦλος τοῦ Χριστοῦ».
Καὶ ἐνῶ ὁ Ἀντώνιος ἔλεγε αὐτὰ, ἐκεῖνες ἔφυγαν σὰν καταδιωγμένες ἀπ’ τὸ μαστίγιο τοῦ λόγου.
53. Ἔπειτα ἀπὸ λίγες μέρες, ἐνῶ ἐργαζόταν (γιατὶ φρόντιζε καὶ νὰ κοπιάζει χειρωνακτικά), ἦλθε κάποιος κοντὰ στὴν πόρτα καὶ κατέστρεφε τὸ προϊόν τῆς δουλειᾶς του· γιατὶ ἔπλεκε καλάθια καὶ τἄδινε στοὺς ἐπισκέπτες, ὡς ἀντίτιμο τῶν τροφίμων ποὺ τοῦ ἔφερναν.
Μόλις σηκώθηκε, εἶδε ἕνα θηρίο, ποὺ ἔμοιαζε μὲ ἄνθρωπο στὸ σῶμα μέχρι τοὺς μηρούς, ἐνῶ τὰ σκέλη καὶ τὰ πόδια του ἦσαν σὰν τοῦ γαϊδάρου. Τότε ὁ Ἀντώνιος σφράγισε ἁπλά μὲ τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ, καὶ εἶπε· Ἐγώ εἶμαι δοῦλος τοῦ Χριστοῦ· ἂν εἶσαι σταλμένος ἐναντίον μου, νά, εἶμαι στὴν διάθεσή σου.
Τὸ θηρίο τότε ἔφυγε τόσο γρήγορα μαζὶ μὲ τὰ δαιμόνιά του, ὥστε ἀπ’ τὴ βιασύνη του ἔπεσε κάτω καὶ πέθανε, κι ὁ θάνατος τοῦ θηρίου στὴν πραγματικότητα σήμαινε τὴν ἧττα τῶν δαιμόνων. Γιατὶ ὅλα τὰ μεταχειρίζονταν γιὰ νὰ τὸν κατεβάσουν ἀπ’ τὴν ἔρημο ἀλλὰ δὲν τὸ κατόρθωσαν.
54. Ὅταν κάποτε οἱ μοναχοὶ τὸν παρεκάλεσαν νὰ κατεβῆ ἀπὸ τὸ ὄρος καὶ νὰ τοὺς ἐπισκεφθῆ γιὰ λίγο χρονικό διάστημα καὶ αὐτοὺς καὶ τοὺς τόπους τους, ὁ Ἀντώνιος ταξίδεψε μὲ τὰ πόδια μαζὶ μὲ τοὺς μοναχοὺς ποὺ εἶχαν ἔλθει νὰ τὸν συναντήσουν.
Σὲ μιὰ καμήλα εἶχαν φορτώσει τὰ ψωμιὰ καὶ τὸ νερό, γιατὶ ὅλη ἐκείνη ἡ ἔρημος εἶναι ἄνυδρη καὶ δὲν ὑπάρχει πουθενά πόσιμο νερό, παρὰ μόνο σ’ ἐκεῖνο τὸ βουνό ὅπου βρίσκεται τὸ μοναστήρι του, καὶ ὅπου γέμισαν τοὺς ἀσκούς γιὰ τὸ ταξίδι τους.
Καθ’ ὁδὸν ὅμως τὸ νερὸ τελείωσε κι ἦταν ἡ ζέστη τόσο ἀφόρητη ποὺ ὅλοι θὰ κινδύνευαν ἀπὸ τὴ δίψα.
Ἀφοῦ λοιπὸν ἐρεύνησαν ὅλα τὰ μέρη ἐκεῖ γύρω καὶ νερό δὲν βρῆκαν, κι οὔτε μποροῦσαν πλέον νὰ βαδίσουν, ἄφησαν τὴν καμήλα νὰ φύγη κι ἔπεσαν χάμω στὸ χῶμα καὶ περιῆλθαν σὲ ἀπόγνωση.
Τότε ὁ γέρων, βλέποντάς τους ὅλους νὰ κινδυνεύουν, λυπήθηκε πολὺ καὶ στέναξε, κι ἀφοῦ ἀπομακρύνθηκε λίγο ἀπ’ αὐτούς, γονάτισε καὶ σήκωσε τὰ χέρια πρὸς τὸν οὐρανό καὶ προσευχόταν. Ἀμέσως τότε ὁ Κύριος ἔκανε νὰ βγῆ νερὸ στὸ μέρος ὅπου στεκόταν ἐκεῖνος προσευχόμενος. Καὶ ἔτσι ἤπιαν ὅλοι καὶ ἀνέπνευσαν.
Κι ἀφοῦ γέμισαν τοὺς ἀσκούς, ἀναζήτησαν τὴν καμήλα καὶ τὴν βρῆκαν, γιατὶ ἔτυχε τὸ σχοινί της νὰ ἔχει περιτυλιχθῆ σὲ μιὰ πέτρα κι ἔτσι τὴν ἔπιασαν. Ἀφοῦ τὴν ἔφεραν καὶ τὴν πότισαν, φόρτωσαν πάνω της τοὺς ἀσκοὺς καὶ συνέχισαν τὴν ὁδοιπορία ἀβλαβεῖς.
Ὅταν ἔφθασαν στὰ ἔξω μοναστήρια ὅλοι τὸν ἀσπάζονταν, γιατὶ τὸν ἔβλεπαν σὰν πατέρα. Κι ἐκεῖνος, σὰν νὰ ἔφερνε ἐφόδια πνευματικά ἀπὸ τὸ ὄρος, τοὺς χαιρετοῦσε μὲ τὰ λόγια του καὶ τοὺς μετέδιδε πνευματικὴ ὠφέλεια.
Ἔτσι ὑπῆρχε καὶ πάλι χαρὰ στὰ ὄρη ἐκεῖνα καὶ ζῆλος πνευματικῆς προκοπῆς, καὶ ἀλληλοβοήθεια διὰ τῆς ἐμπιστοσύνης ποὺ εἶχαν μεταξύ τους.
Ἔχαιρε λοιπὸν κι αὐτὸς ὄχι μόνο ποὺ ἔβλεπε τὴν προθυμία τῶν μοναχῶν, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ἀδελφή του, ποὺ τὴν βρῆκε νὰ ἔχει πλέον γεράσει στὴν παρθενικὴ ζωὴ, καὶ νὰ εἶναι καθηγουμένη κι ἐκείνη ἄλλων παρθένων.
55. Λίγες ἡμέρες μετὰ ὁ Ἀντώνιος ἀποχώρησε καὶ ἐπέστρεψε στὸ ὅρος· ἀπὸ τότε, πολλοὶ ἄνθρωποι ἄρχισαν νὰ ἔρχονταν πρὸς αὐτὸν καὶ μάλιστα, ἀρκετοί πάσχοντες ἐτόλμησαν νὰ ἔλθουν.
Πρὸς ὅλους, λοιπόν, τοὺς μοναχούς, ποὺ ἔρχονταν πρὸς αὐτὸν, ἔδινε συνεχῶς αὐτὴ τὴν παραγγελία· Νὰ πιστεύουν εἰς τὸν Κύριο καὶ νὰ Τόν ἀγαποῦν, νὰ φυλάττουν τὸν ἑαυτό τους ἀπὸ ἀκάθαρτους λογισμοὺς καὶ ἀπὸ σαρκικὲς ἡδονὲς καί, ὅπως ἔχει γραφῆ στὶς Παροιμίες, «Νὰ μὴ ἐξαπατῶνται ἀπὸ τὸν χορτασμὸ τῆς κοιλίας».
Νὰ ἀποφεύγουν τὴν κενοδοξία, νὰ προσεύχωνται συνεχῶς, νὰ ψάλλουν καὶ πρὶν καὶ μετὰ τὸν ὕπνο, νὰ ἀποστηθίζουν τὰ παραγγέλματα τῶν Γραφῶν, καὶ νὰ ἐνθυμοῦνται τὶς πράξεις τῶν Ἁγίων, ἔτσι ὥστε ἡ ψυχὴ νὰ σκέπτεται τὶς ἐντολὲς καὶ νὰ συμμορφώνεται πρὸς τὸν ζῆλο τῶν ἁγίων.
Ἰδιαιτέρως ὅμως τοὺς συμβούλευε νὰ μελετοῦν συνεχῶς τὸ ρητὸ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου τὸ ὁποῖο λέγει· «Μὴν ἀφήνετε νὰ δύση ὁ ἥλιος καὶ σεῖς νἄσαστε ἀκόμη ἐξοργισμένοι».
Καὶ νὰ θεωροῦν πὼς τὸ ρητὸ αὐτὸ ἔχει εἰπωθῆ γενικά, γιὰ κάθε ἐντολή τοῦ Θεοῦ, δηλαδή, ὄχι μόνο ἐπάνω στὸν θυμό ἀλλὰ οὔτε πάνω σὲ ὁποιαδήποτε ἄλλη ἁμαρτία νὰ μὴν ἀφήνουμε νὰ δύη ὁ ἥλιος.
Διότι εἶναι καλὸ καὶ ἀναγκαῖο, οὔτε ὁ ἥλιος νὰ μὴν μπορεῖ νὰ μᾶς κατηγορήση γιὰ τὴν κακία τῆς ἡμέρας, οὔτε ἡ σελήνη γιὰ τὶς νυκτερινές ἁμαρτίες ἢ γενικὰ τὶς πονηρές σκέψεις.
Γιὰ νὰ τὸ ἐπιτύχουμε λοιπὸν αὐτὸ, καλὸ εἶναι νὰ ἀκούσουμε καὶ νὰ τηρήσουμε καὶ ἄλλο ρητὸ τοῦ Ἀποστόλου τὸ ὁποίο λέει· «Τοὺς ἑαυτούς σας κρίνετε καὶ τοὺς ἑαυτούς σας δοκιμάζετε».
Ἂς ζητῆ, λοιπόν, ὁ καθένας κάθε μέρα λόγο ἀπὸ τὸν ἑαυτό του γιὰ τὶς πράξεις του τῆς ἡμέρας καὶ τῆς νύχτας, καί, ἂν ἁμάρτησε ἂς παύση ν’ ἁμαρτάνη· κι ἂν δὲν ἁμάρτησε, ἂς μὴν καυχιέται, ἀλλὰ νὰ ἐπιμένη στὸ καλὸ καὶ νὰ μὴν ἀμελῆ, οὔτε νὰ κατακρίνη τὸν πλησίον, οὔτε νὰ δικαιώνη τὸν ἑαυτό του, ὅπως εἶπε ὁ μακάριος Ἀπόστολος Παῦλος· «Ἕως ὅτου ἔλθη ὁ Κύριος, ὁ Ὁποῖος ἐρευνᾶ τὰ κρυφὰ τῶν ἀνθρώπων».
Γιατὶ πολλὲς φορὲς τὰ ὅσα ἐμεῖς οἱ ἴδιοι πράττουμε διαφεύγουν τῆς προσοχῆς μας· ἀλλὰ βέβαια, ἀκόμα κι ἂν ἐμεῖς δὲν γνωρίζουμε τὶς ἁμαρτίες μας, ὁ Κύριος τὰ γνωρίζει ὅλα. Ἀφοῦ λοιπὸν ἐμπιστευθοῦμε τὸ δικαίωμα τῆς κρίσεως στὸν Κύριο, ἂς συμπονᾶμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο, καὶ βαστάζωντας ὁ ἕνας τὰ βάρη τοῦ ἄλλου, ἂς ἐξετάζουμε τοὺς ἑαυτούς μας καὶ ἂς φροντίζουμε, ὅπου ὑστεροῦμε, νὰ ἀναπληρώνουμε τὶς ἐλλείψεις μας.
Ἀλλὰ πρὸς ἀσφάλειά μας, ἂς ἔχουμε ὑπόψη καὶ τὴν ἑξῆς παρατήρηση ὥστε νὰ μὴν ἁμαρτάνουμε· Ἂς σημειώνη ὁ καθένας μας κι ἂς καταγράφη τὶς πράξεις του καὶ τὶς ἐπιθυμίες τῆς ψυχῆς του, σὰν νὰ πρόκειται νὰ τὶς γνωστοποιήσουμε μεταξύ μας.
Καὶ νὰ εἶστε βέβαιοι, ὅτι, ἐπειδὴ θὰ ντρεπώμαστε μήπως γίνουν γνωστὰ ὅλα αὐτὰ, θὰ παύσουμε ν’ ἁμαρτάνουμε, καὶ οὔτε κἂν θὰ σκεπτώμαστε ὁτιδήποτε ἁμαρτωλό. Διότι, ποιός εἶναι αὐτὸς ποὺ ἁμαρτάνει καὶ θέλει νὰ τὸν βλέπουν οἱ ἄλλοι; Ἢ ποιός ἁμαρτάνει καὶ δὲν ψεύδεται, θέλοντας νὰ παραμείνη ἄγνωστος;
Ὅπως λοιπόν δὲν μποροῦμε νὰ πορνεύσουμε ὅταν μᾶς βλέπουν οἱ ἄλλοι, γιὰ τὸν ἴδιο λόγο, ἂν γράφουμε τοὺς λογισμούς μας σὰν νὰ πρόκειται νὰ τοὺς γνωστοποιήσωμε ὁ ἕνας στὸν ἄλλο, τότε μάλλον καλύτερα θὰ προφυλάξουμε τοὺς ἑαυτούς μας ἀπὸ ἀκάθαρτους λογισμούς, γιατὶ θὰ ντρεπώμαστε μῆπως γίνουν γνωστοί.
Ἂς εἶναι λοιπόν γιὰ ἐμᾶς αὐτὴ ἡ καταγραφὴ τῶν λογισμῶν, ὡς ἕνα ἀντικατάστατο τῶν ὀφθαλμῶν τῶν συνασκητῶν μας, ἔτσι ὥστε νὰ καταφέρουμε τελικά νὰ μὴν ἔχουμε καθόλου αἰσχρούς λογισμούς καὶ νὰ μὴν κοκκινίζουμε ἀπὸ ντροπή μὲ αὐτὰ που γράφουμε, σὰν νὰ τὰ ἔβλεπαν οἱ ἄλλοι. Συμμορφώνοντας ἔτσι τοὺς ἐαυτοὺς μας θὰ μπορέσωμε νὰ ὑποτάξουμε τὸ σῶμα, ὥστε ν’ ἀρέσουμε στὸν Κύριο καὶ νὰ καταπατήσουμε τὰ τεχνάσματα τοῦ ἐχθροῦ.
56. Αὐτὰ παράγγελνε σὲ ὅσους τὸν ἐπισκέπτονταν· συνέπασχε μὲ τοὺς πάσχοντες καὶ προσευχόταν μαζί τους καὶ πολλὲς φορὲς γιὰ πολλοὺς ἀπὸ αὐτοὺς ὁ Κύριος ἄκουγε καὶ δεχόταν τὴν προσευχή του.
Κι οὔτε καυχιόταν ὅταν εἰσακούονταν, οὔτε ἐγόγγυζε ὅταν δὲν εἰσακούονταν· Πάντοτε εὐχαριστοῦσε τὸν Θεό καὶ προέτρεπε τοὺς πάσχοντες νὰ δείχνουν ὑπομονή καὶ νὰ γνωρίζουν ὅτι ἡ θεραπεία τους δὲν ἐξαρτᾶται οὔτε ἀπ’ αὐτὸν οὔτε γενικῶς ἀπὸ κανέναν ἄνθρωπο ἀλλὰ μονάχα ἀπὸ τὸν Θεό, ὁ ὁποῖος θεραπεύει ὅποιους θέλει καὶ ὅταν θέλη.
Οἱ πάσχοντες δέχονταν τὰ λόγια τοῦ γέροντος ὡς θεραπεία, διότι μάθαιναν καὶ αὐτοὶ νὰ μὴν ὀλιγωροῦν ἀλλὰ μᾶλλον νὰ μακροθυμοῦν. Ἑπίσης, ὅσοι θεραπεύονταν μάθαιναν νὰ μὴν εὐχαριστοῦν τὸν Ἀντώνιο ἀλλὰ μονάχα τὸν Θεὸ.
57. Κάποιος, ὀνομαζόμενος Φρόντων, καταγόμενος ἀπὸ βασιλικὴ οἰκογένεια, εἶχε ἕνα πάθος φοβερό, δηλαδὴ, κατέτρωγε τὴν γλῶσσα του καὶ κινδύνευε νὰ χάση καὶ τὰ μάτια του· αὐτὸς λοιπὸν, ἀφοῦ ἀνέβηκε στὸ ὄρος, παρακαλοῦσε τὸν Ἀντώνιο νὰ προσευχηθῆ γι’ αὐτόν.
Ἀφοῦ προσευχήθηκε ὁ Ἀντώνιος εἶπε στὸν Φρόντωνα· «Πήγαινε καὶ θὰ θεραπευθῆς». Ἐπειδὴ ὅμως ἐκεῖνος τὸν πίεζε ἐνοχλητικὰ καὶ συνέχιζε νὰ παραμένη μέσα στὸ μοναστήρι, ὁ Ἀντώνιος ἐπέμενε λέγοντάς του· «Δὲν θὰ μπορέσης νὰ θεραπευθῆς μένοντας ἐδῶ μέσα. Φῦγε καὶ ὅταν φθάσης στὴν Αἴγυπτο, θὰ ἰδῆς τὸ σημεῖο ποὺ θὰ γίνη σὲ σένα».
Ἐκεῖνος τὸν πίστεψε καὶ ἔφυγε καὶ μόλις ἁπλῶς ἀντίκρυσε τὴν Αἴγυπτο ἀπὸ μακρυὰ, θεραπεύτηκε ἀπ’ τὸ πάθος του καὶ ἔγινε ὑγιής, σύμφωνα μὲ τὸν λόγο τοῦ Ἀντωνίου, ὁ ὁποίος εἶχε μάθει ἀπ’ τὸν Σωτῆρα, τὴν ὥρα ποὺ προσεύχοταν, ὅτι τὰ πράγματα θὰ γίνουν ἔτσι.
58. Κάποια κόρη ποὺ καταγόταν ἀπὸ τὴν Βούσιριν τῆς Τριπόλεως, εἶχε μιὰ βαρειὰ καὶ πολύ σιχαμερὴ ἀρρώστεια, διότι καὶ τὰ δάκρυά της καὶ οἱ μύξες της καὶ τὰ ὑγρὰ ποὺ ἔτρεχαν ἀπὸ τὰ αὐτιά της, μόλις ἔπεφταν κατὰ γῆς, μεταβάλλονταν ἀμέσως σὲ σκουλήκια. Ἦταν ἐπίσης παράλυτη καὶ στὸ σῶμα ἐνῶ καὶ τὰ μάτια της δὲν ἦταν φυσιολογικά.
Ὅταν οἱ γονεῖς της ἔμαθαν ὅτι μερικοὶ μοναχοὶ ἐπρόκειτο νὰ ἐπισκεφθοῦν τὸν Ἀντώνιο, καὶ πίστευοντας εἰς τὸν Κύριο, ὁ Ὁποῖος ἐθεράπευσε τὴν αἱμορροοῦσα γυναῖκα, παρεκάλεσαν τοὺς μοναχοὺς νὰ πᾶνε κι αὐτοὶ μαζί τους μαζὶ μὲ τὴν θυγατέρα τους.
Ἐφόσον οἱ μοναχοὶ δέχθηκαν, οἱ μὲν γονεῖς μαζὶ μὲ τὴν κόρη ἔμειναν ἔξω ἀπὸ τὸ ὄρος κοντὰ στὸν Παφνούτιο, τὸν ὁμολογητὴ καὶ μοναχὸ, οἱ δὲ μοναχοὶ εἰσῆλθαν στὸ μοναστήρι καὶ σὰν θέλησαν ἁπλῶς νὰ ποῦν στὸν Ἀντώνιο γιὰ τὴν κόρη, τοὺς πρόλαβε ἐκεῖνος καὶ τοὺς διηγήθηκε καὶ τὸ πάθος τῆς κόρης καὶ τὸ πὼς ἦλθε μαζί τους.
Ἔπειτα, ὅταν οἱ μοναχοὶ τὸν παρεκάλεσαν νὰ ἐπιτρέψη καὶ σ’ ἐκεῖνους νὰ εἰσέλθουν, αὐτὸ μὲν δὲν τοὺς τὸ ἐπέτρεψε, ἀλλὰ εἶπε· «Πηγαίνετε καὶ θὰ τὴν βρῆτε θεραπευμένη, ἐὰν ἐν τῶ μεταξὺ δὲν πέθανε.
Γιατὶ τὸ κατόρθωμα αὐτό δὲν εἶναι δικό μου, ὥστε νἄρθη ἡ κόρη καὶ πρὸς ἐμένα, τὸν ἀξιολύπητο ἄνθρωπο, ἀλλὰ ἡ θεραπεία εἶναι τοῦ Σωτῆρος, ποὺ σὲ κάθε τόπο ποιῆ τὸ ἔλεός Του σ’ ἐκείνους ποὺ Τὸν ἐπικαλοῦνται.
Καὶ ὁ Κύριος συγκατετέθη στὴν προσευχή της, καὶ ἡ φιλανθρωπία Του μοῦ φανέρωσε ὅτι θὰ θεραπεύση τὸ πάθος τῆς κόρης ἐνόσω ἐκείνη θὰ βρίσκεται ἀκόμα ἐκεῖ». Καὶ πράγματι, τὸ θαῦμα ἔγινε, καὶ ὅταν οἱ μοναχοί βγῆκαν ἔξω, βρῆκαν τοὺς γονεῖς νὰ χαίρονται καὶ τὴν κόρη τους νὰ εἶναι ὑγιῆς.
59. Δύο ἀδέλφια ἔρχονταν κάποτε στὸ ὄρος γιὰ νὰ ἐπισκεφθοῦν τὸν Ἀντώνιο. Καθ’ ὁδὸν ὅμως τοὺς ἔλειψε τὸ νερὸ καὶ ὁ ἕνας μὲν πέθανε, ἐνῶ ὁ ἄλλος ἐπρόκειτο νὰ πεθάνη γιατὶ μὴν ἔχοντας πιὰ δύναμη νὰ συνεχίση τὴν ὁδοιπορία, εἶχε πέσει κάτω, ἐπὶ τῆς γῆς, καὶ περίμενε τὸν θάνατο.
Ὁ δὲ Ἀντώνιος, ὅπως καθόταν εἰς τὸ ὄρος, φώναξε ἐπειγόντως δύο μοναχοὺς ποὺ συνέβη νὰ παρευρίσκωνται ἐκεῖ καὶ τοὺς εἶπε· «Γρήγορα, πάρτε μία στάμνα μὲ νερὸ καὶ τρέξτε στὸν δρόμο γιὰ τὴν Αἴγυπτο, γιατὶ ἀπὸ τοὺς δύο ποὺ ἔρχονταν πρὸς τὰ ἐδῶ, ὁ ἕνας πέθανε καὶ ὁ ἄλλος κινδυνεύει ἂν δὲν βιασθῆτε. Γιατὶ αὐτὸ μοῦ φανερώθηκε μόλις τώρα ποὺ προσευχόμουν.
Ὅταν ἔφθασαν οἱ μοναχοὶ, πράγματι βρῆκαν τὸν ἕνα νὰ κοίτεται νεκρὸς καὶ τὸν ἔθαψαν, ἐνῶ τὸν ἄλλον τὸν συνέφεραν μὲ τὸ νερὸ καὶ τὸν πῆγαν πρὸς τὸν γέροντα· Ἡ ἀπόσταση ἦταν μιᾶς ἡμέρας δρόμος.
Καὶ ἂν ζητήση κανεὶς νὰ μάθη, γιατὶ ὁ Ἀντώνιος δὲν εἰδοποίησε προτοῦ νὰ ἀποθάνη ὁ ἄλλος, ἡ ἐρώτησή του αὐτὴ δὲν εἶνε σωστή. Γιατὶ ἡ ἀπόφασις τοῦ θανάτου δὲν ἦταν τοῦ Ἀντωνίου ἀλλὰ τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος καὶ περὶ ἐκεῖνου ἔτσι ἔκρινε καὶ περὶ τοῦ ἄλλου ἀπεκάλυψε.
Θαῦμα τοῦ Ἀντωνίου ἦταν μόνον τοῦτο, ὅτι ἐνῶ κάθονταν στὸ ὄρος εἶχε τὴν καρδιά του ἄγρυπνη καὶ καθαρὴ καὶ ὁ Κύριος τοῦ ἔδειχνε ὅσα συνέβαιναν μακρυά του.
60. Ἄλλοτε πάλι, ἐκεῖ ποὺ καθότανε στὸ ὄρος, σήκωσε τὸ βλέμμα του ψηλὰ καὶ εἶδε τοὺς Ἀγγέλους εἰς τὸν οὐρανὸ νὰ ἀνεβάζουν κάποιον στὸν ἀέρα καὶ νὰ γίνεται χαρὰ μεγάλη σὲ ὅσους τὸν συναπαντοῦσαν.
Ἔπειτα, ἐνῶ ἐθαύμαζε καὶ μακάριζε ἐκεῖνον τὸν οὐράνιο χορό, προσευχόταν γιὰ νὰ μάθη τί θὰ μποροῦσε αὐτό νὰ εἶναι. Εὐθὺς τοῦ ἦλθε μιὰ φωνή, ὅτι αὐτὴ ἦταν ἡ ψυχὴ τοῦ Ἀμοῦν, τοῦ μοναχοῦ τῆς Νιτρίας.
Ὁ Ἀμοῦν εἶχε παραμείνει ἀσκητής μέχρι τὰ γεράματα. Καὶ ἡ ἀπόσταση ἀπὸ τὴ Νιτρία μέχρι τὸ ὄρος ὅπου καθόταν ὁ Ἀντώνιος, ἦταν πορεία δεκατριῶν ἡμερῶν.
Αὐτοὶ ποὺ ἦσαν ἐκεῖ μαζὶ μὲ τὸν Ἀντώνιο, βλέποντας τὸν γέροντα νὰ θαυμάζη, τὸν παρεκάλεσαν νὰ μάθουν τὸν λόγο, καὶ ἤκουσαν νὰ τοὺς λέγη ὅτι μόλις πρὸ ὀλίγου ὁ Ἀμοῦν εἶχε πεθάνει.
Ὁ Ἀμοῦν τοὺς ἦταν γνώριμος γιατὶ πήγαινε συχνὰ ἐκεῖ καὶ πολλὰ θαύματα εἶχαν γίνει δι’ αὐτοῦ, ἕνα ἀπὸ τὰ ὁποῖα εἶναι καὶ τοῦτο.
Ὅταν κάποτε παρέστη ἀνάγκη νὰ περάση ὁ Ἀμοῦν τὸν ποταμὸ ποὺ ὀνομάζεται Λύκος, σὲ ἐποχή ποὺ τὰ νερά του εἶχαν πλημμυρίσει, παρεκάλεσε τὸν Θεόδωρο ποὺ τὸν συνόδευε, νὰ ἀπομακρυνθῆ ἀπὸ κοντά του, γιὰ νὰ μὴν δοῦν ὁ ἕνας τὸν ἄλλο γυμνό, καθὼς θὰ κολυμποῦσαν στὸ νερό.
Ἀλλὰ ἀκόμη καὶ ὅταν ἀπομακρύνθηκε ὁ Θεόδωρος, πάλι ὁ Ἀμοῦν ντρεπόταν νὰ δῆ τὸν ἑαυτό του γυμνό. Καθὼς λοιπὸν συλλογιζόταν τὶ νὰ κάνει, μεταφέρθηκε ξαφνικὰ στὴν ἀντίπερα ὄχθη τοῦ ποταμοῦ.
Ὅταν λοιπὸν ὁ Θεόδωρος, ποὺ ἦταν κι αὐτὸς ἄνθρωπος εὐλαβής, πέρασε τὸ ποτάμι καὶ πλησίασε τὸν Ἀμοῦν, ποὺ εἴχε ἤδη προλάβει νὰ περάσει χωρὶς νὰ βραχῆ καθόλου ἀπὸ νερὸ, τὸν παρεκάλεσε νὰ μάθη μὲ ποιὸν τρόπο πέρασε.
Καὶ ἐπειδὴ ἔβλεπε ὅτι δὲν ἤθελε νὰ τοῦ πῆ, τοῦ ἔπιασε τὰ πόδια καὶ ἐπέμενε ὅτι δὲν θὰ τὸν ἄφηνε, ἂν πρῶτα δὲν μάθαινε ἀπὸ αὐτὸν τὶ εἶχε συμβεῖ.
Βλέποντας λοιπὸν ὁ Ἀμοῦν τὴν ἐπιμονὴ τοῦ Θεοδώρου καὶ μάλιστα ἐπειδὴ δὲν τοῦ ἄφηνε τὰ πόδια, ἀπαίτησε καὶ αὐτὸς νὰ μὴν τὸ πῆ σὲ κανέναν μέχρι τὸν θάνατό του.
Ἔτσι τοῦ ἀνακοίνωσε ὅτι κάποιος τὸν εἶχε σηκώσει στὸν ἀέρα καὶ τὸν εἶχε ἀποθέσει στὴν ἀντίπερα ὄχθη, καὶ πὼς οὔτε εἶχε περπατήσει στὸ νερό, οὔτε κάτι τέτοιο εἶναι δυνατὸ στοὺς ἀνθρώπους, παρὰ μόνο εἰς τὸν Κύριο καὶ σὲ ὅσους Αὐτὸς τὸ ἐπιτρέπει, ὅπως εἶχε κάνει στὸν μεγάλο Ἀπόστολο Πέτρο.
Ἔτσι λοιπὸν ὁ Θεόδωρος διηγήθηκε αὐτὸ τὸ θαῦμα μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Ἀμοῦν, καὶ οἱ μοναχοί, στοὺς ὁποίους ὁ Ἀντώνιος εἶπε γιὰ τὸν θάνατο τοῦ Ἀμοῦν, ἐσημείωσαν τὴν ἡμέρα ποὺ συνέβη αὐτὸ, καὶ ὅταν ἔπειτα ἀπὸ τριάντα μέρες οἱ ἀδελφοὶ τῆς Νιτρίας ἀνέβηκαν εἰς τὸ ὅρος, τοὺς ρώτησαν καὶ πληροφορήθηκαν ὅτι πράγματι ὁ Ἀμοῦν εἶχε κοιμηθῆ ἐκείνη τὴν μέρα καὶ ὥρα κατὰ τὴν ὁποία ὁ γέρων εἶχε δεῖ τὴν ψυχή του νὰ ἀνεβαίνει πρὸς τὸν οὐρανό.
Καὶ τότε ὅλοι ἐθαύμασαν τὴν καθαρότητα τῆς ψυχῆς τοῦ Ἀντωνίου, πῶς δηλαδὴ πληροφορήθηκε ἄμεσα κάτι ποὺ ἔγινε σὲ ἀπόσταση δέκα τριῶν ἡμερῶν, καὶ πῶς εἶδε τὴν ψυχὴ νὰ ἀνεβαίνη στοὺς οὐρανούς.
61. Ὅταν κάποτε ὁ Ἀρχέλαος ὁ κόμης συνάντησε τὸν Ἀντώνιο στὸ ἔξω ὄρος, τὸν παρεκάλεσε νὰ προσευχηθῆ μόνο γιὰ τὴν θαυμαστῆ παρθένο Πολυκράτεια, ποὺ ἔμενε στὴν Λαοδίκεια καὶ ἦταν ἀφιερωμένη στὸν Χριστὸ, καὶ λόγω τῆς αὐστηρᾶς ἀσκήσεως ἔπασχε φοβερὰ στὸ στομάχι καὶ τὸ πλευρό της, καὶ ὅλο της τὸ σῶμα ἦταν ἀσθενικό.
Ὁ Ἀντώνιος λοιπόν προσευχήθηκε γι’ αὐτὴν, ἐνῶ ὁ κόμης σημείωσε τὴν ἡμέρα κατὰ τὴν ὁποίαν ἔγινε ἡ προσευχὴ, καὶ ὅταν ἐπέστρεψε στὴν Λαοδίκεια εὑρῆκε τὴν παρθένο ὑγιῆ.
Ὅταν τὴν ρώτησε ποιὰ ἡμέρα καὶ ποιὰ ὥρα θεραπεύθηκε ἀπ’ τὴν ἀσθένεια, ἔβγαλε ἀμέσως τὸ χαρτί, ὅπου εἶχε σημειώσει τὸν χρόνο τῆς προσευχῆς, καὶ ἔδειξε τὴν σημείωση καὶ ὅλοι θαύμασαν, ὅταν διεπίστωσαν ὅτι ἀκριβῶς τότε ὁ Κύριος ἔπαυσε τοὺς πόνους της ὅταν προσηύχετο ὁ Ἀντώνιος καὶ παρακαλοῦσε τὴν ἀγαθότητα τοῦ Σωτῆρος γι’ αὐτήν.
62. Ἀλλὰ καὶ πολλὲς φορὲς προέλεγε τὴν ἄφιξη ἐκείνων ποὺ θὰ τὸν ἐπισκέπτονταν μέρες ἢ καὶ μήνες προτήτερα, καθὼς καὶ τὴν αἰτία γιὰ τὴν ὁποία ἔρχονταν. Ἄλλοι ἔρχονταν μόνο γιὰ νὰ τὸν δοῦν, ἄλλοι λόγω ἀσθένειας καὶ ἄλλοι, γιατὶ ἔπασχαν ἀπὸ δαίμονες.
Καὶ κανεὶς δὲν θεωροῦσε τὸν κόπο τῆς ὁδοιπορίας ὡς ταλαιπωρία ἢ ὡς ζημία. Γιατὶ ὅλοι τους ἐπέστρεφαν αἰσθανόμενοι τὴν ὠφέλεια ἀπ’ ὅσα ἐλάμβαναν ἀπὸ αὐτὸν.
Κι ἐνῶ ὁ Ἀντώνιος ἔβλεπε τὴν ὠφέλεια τῶν λόγων του πάνω στὶς ψυχές τῶν ἀνθρώπων, τοὺς παρακαλοῦσε νὰ μὴν τὸν θαυμάζουν γι’ αὐτό, ἀλλὰ μᾶλλον νὰ θαυμάζουν τὸν Κύριο, διότι, ἐνῶ εἴμαστε ἀπλοὶ ἄνθρωποι, μᾶς χαρίτωσε νὰ Τὸν γνωρίσουμε ὁ καθένας κατ’ ἀναλογία μὲ τὴν πνευματική του δύναμη.
63. Κάποτε ποὺ εἶχε πάλι κατεβῆ στὰ ἔξω μοναστήρια, καὶ τὸν παρακάλεσαν νὰ μπῆ σὲ πλοῖο καὶ νὰ προσευχηθῆ μαζὶ μὲ ἄλλους μοναχούς, μόνος αὐτὸς αἰσθάνθηκε μιὰ βαρειὰ καὶ πολὺ ἄσχημη δυσοσμία.
Κι ἐνῶ οἱ ἄνθρωποι τοῦ πλοίου ἔλεγαν ὅτι ἡ δυσοσμία προερχόταν ἀπὸ τὰ ψάρια καὶ τὸ παστό κρέας ποὺ ὑπῆρχαν μέσα στὸ πλοῖο, ἐκεῖνος ἔλεγε ὅτι αὐτὴ ἡ δυσωδία ἦταν διαφορετικὴ.
Κι ἐνῶ ὁ Ἀντώνιος μιλοῦσε ἀκόμη, κάποιος νέος ποὺ εἶχε δαίμονα, καὶ ὁ ὁποίος εἶχε προτήτερα εἰσέλθει καὶ κρυβόταν μέσα στὸ πλοῖο, εὐθὺς ἀνέκραξε.
Μόλις ὅμως ὁ δαίμονας ἐπιτιμήθηκε, εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀμέσως βγῆκε· κι ἐνῶ ὁ ἄνθρωπος ἔγινε ὑγιής, ὅλοι κατάλαβαν ὅτι ἡ δυσοσμία ἦταν τοῦ δαίμονος.
64. Κάποιος ἄλλος νεαρὸς, ἐκ τῶν ἐπιφανῶν προσώπων, εἶχε δαιμόνιο καὶ ἦλθε πρὸς τὸν Ἀντώνιο. Ἐκεῖνος ὁ δαίμονας ἦταν τόσο ἀπαίσιος, ὥστε ὁ κατεχόμενος νὰ μὴν γνωρίζη πὼς ὁδηγοῦνταν πρὸς τὸν Ἀντώνιο· ἐπίσης, κατέτρωγε τὰ ἴδια του τὰ περιττώματα.
Αὐτοὶ λοιπὸν ποὺ τὸν ἔφεραν παρακάλεσαν τὸν Ἀντώνιο νὰ προσευχηθῆ γι’ αὐτόν, ὁ δὲ Ἀντώνιος ποὺ συμπάθησε τὸν νεανίσκο, προσευχόταν ὅλη τὴν νύχτα καὶ ἀγρύπνησε μαζί του.
Κατὰ τὰ χαράματα ὡστόσω, ὁ νέος ὥρμησε ξαφνικὰ κατὰ τοῦ Ἀντωνίου καὶ τὸν ἔσπρωξε, καὶ ἐπειδὴ ἐκεῖνοι ποὺ τὸν ἔφεραν ἀγανάκτησαν γιὰ τὴν πρᾶξη του αὐτή, ὁ Ἀντώνιος τοὺς εἶπε·
«Μὴν ὀργίζεστε κατὰ τοῦ νέου· γιατὶ δὲν εἶναι αὐτὸς ποὺ μὲ σπρώχνει ἀλλὰ ὁ δαίμων ποὺ εἶναι μέσα του, ὁ ὁποῖος μάνιασε καὶ τὸ ἔκανε αὐτό, ἐπειδὴ τὸν ἐπετίμησα καὶ τὸν διέταξα νὰ φύγη μακρυά, σὲ ἄνυδρους τόπους. Δοξάζετε, λοιπόν, τὸν Κύριο· διότι τὸ ὅτι ὅρμησε ἔτσι ἐναντίον μου εἶναι γιὰ σᾶς σημάδι ὅτι τὸ δαιμόνιο ἐξῆλθε.
Μόλις εἶπε αὐτὰ ὁ Ἀντώνιος, ἀμέσως ὁ νεανίσκος ἔγινε ὑγιὴς κι ἀφοῦ ἐπανέκτησε τὰ λογικά του, κατάλαβε ποῦ βρισκόταν καὶ καταφιλοῦσε τὸν γέροντα εὐχαριστῶντας τὸν Θεό.
65. Οἱ περισσότεροι λοιπὸν τῶν μοναχῶν, ὁμόφωνα συμφωνοῦν και ἀναφέρουν πολλὰ ἄλλα παρόμοια θαύματα ποὺ ἔγιναν δι’ αὐτοῦ. Αὐτὰ ὅμως τὰ θαύματα, δὲν φαίνονται τόσο θαυμαστά ὅσο ἄλλα ἀκόμα θαυμαστότερα.
Ὅταν κάποτε ἐπρόκειτο νὰ φάη, γύρω στὴν ἐνάτη ὥρα τοῦ ἀπογεύματος, καὶ σηκώθηκε νὰ προσευχηθῆ, αἰσθάνθηκε τὴ διάνοιά του σὰν νὰ συναρπάζεται· καὶ τὸ παράδοξο εἶναι ὅτι, ἐνῶ στεκόταν ἐκεῖ ἔβλεπε τὸν ἑαυτό του σὰν νὰ ἦταν ἔξω ἀπὸ τὸ σῶμα του, καὶ σὰν νὰ ὁδηγοῦταν ἀπὸ κάποιους εἰς τὸν ἀέρα.
Ἔπειτα ἔβλεπε καὶ κάποιους μοχθηροὺς καὶ φοβεροὺς δαίμονες νὰ στέκωνται στὸν ἀέρα, καὶ νὰ θέλουν νὰ τὸν ἐμποδίσουν ὥστε νὰ μὴν ἀνέβει πρὸς τὸν οὐρανό. Καὶ ἐπειδὴ οἱ Ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ ποὺ τὸν ὁδηγοῦσαν, ἀντιμάχονταν καὶ τὸν ὑπερασπίζονταν, οἱ δαίμονες τοὺς ζητοῦσαν τὸ λόγο θεωρῶντας πῶς ἦταν ἐκεῖνοι ποὺ εἶχαν τὴν εὐθύνη του.
Κι ἐνῶ αὐτοὶ ἤθελαν νὰ ζητήσουν λογαριασμὸ τῆς ζωῆς του ἀπ’ τὴν ἡμέρα τῆς γεννήσεώς του, ἐκεῖνοι ποὺ ὁδηγοῦσαν τὸν Ἀντώνιο τοὺς ἐμπόδιζαν, λέγοντας·
Τὰ ἁμαρτήματα ποὺ διέπραξε ἀπ’ τὴν ἡμέρα τῆς γεννήσεώς του, ὁ Κύριος τοῦ τὰ ἀπάλειψε. Σᾶς ἐπιτρέπουμε ὡστόσο, νὰ κάνετε λόγο γιὰ ὅσα ἔπραξε ἀπ’ τὴν ἡμέρα ποὺ ἔγινε μοναχὸς καὶ ἔδωσε ὑπόσχεση στὸν Θεό.
Καὶ τότε, ἐπειδὴ τὸν κατηγοροῦσαν οἱ δαίμονες ἀλλὰ χωρὶς νὰ ἔχουν ἐπιχειρήματα, ὁ δρόμος τοῦ ἀφέθηκε ἐλεύθερος χωρίς κανένας νὰ τὸν ἐμποδίζει, κι ἀμέσως εἶδε τὸν ἑαυτό του νὰ συνέρχεται τρόπον τινὰ καὶ νὰ εἶναι καὶ πάλι ὁ ἴδιος Ἀντώνιος ὅπως καὶ πρίν.
Τότε, ξέχασε ἐντελῶς τὸ φαγητὸ καὶ ἔμεινε τὸ ὑπόλοιπο τῆς ἡμέρας καὶ ὅλη τὴ νύχτα στενάζοντας καὶ προσευχόμενος. Διότι θαύμαζε βλέποντας μὲ πόσους ἐχθροὺς ἔχουμε νὰ παλαίψουμε, καὶ πόσους κόπους πρέπει νὰ καταβάλη κανεὶς γιὰ νὰ διαβῆ τὸν ἀέρα καὶ νὰ ἀνεβῆ στὸν οὐρανό.
Καὶ μνημόνευε πὼς αὐτὸ ἦταν ποὺ ἔλεγε ὁ Ἀπόστολος· «Κατὰ τὶς ἐπιθυμίες τοῦ ἄρχοντος τῆς ἐξουσίας τῶν ἐναερίων πνευμάτων». Σὲ αὐτὸ πράγματι βρίσκεται ἡ ἐξουσία τοῦ ἐχθροῦ, στὸ νὰ ἀντιμάχεται τοὺς διερχομένους καὶ νὰ προσπαθῆ νὰ τοὺς ἐμποδίζη στὸ ἀνέβασμά τους πρὸς τὸν οὐρανό.
Γι’ αὐτὸ μάλιστα καὶ προέτρεπε· «Ἐνδυθῆτε τὴν πανοπλία τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ μπορέσετε νὰ ἀντισταθῆτε κατὰ τὴν ἡμέρα τὴν πονηρή», ὥστε νὰ καταντροπιασθῆ ὁ ἐχθρός, ἐπειδὴ «δὲν θἄχη τίποτε τὸ κακὸ νὰ εἰπῆ γιὰ ἐμᾶς».
Καὶ ἀφοῦ ἐμεῖς τὸ μάθαμε αὐτό ποὺ συνέβη στὸν Ἀντώνιο, ἂς θυμώμαστε καὶ τὸν Ἀπόστολο ποὺ ἔλεγε· «Εἴτε μὲ τὸ σῶμα, δὲν γνωρίζω, εἴτε χωρὶς τὸ σῶμα, δὲν γνωρίζω, ὁ Θεὸς γνωρίζει».
Ὁ μὲν Παῦλος ἡρπάγη ἕως τρίτου οὐρανοῦ, κι ἀφοῦ ἄκουσε λόγια ποὺ ἀνθρώπινη γλῶσσα δὲν μπορεῖ νὰ τὰ ἐκφράση, κατέβηκε πάλι, ἐνῶ ὁ Ἀντώνιος εἶδε τὸν ἐαυτὸ του νὰ ἔχη φθάσει μέχρι τὸν ἀέρα καὶ νὰ ἀγωνίζεται ἕως ὅτου ὁ δρόμος του νὰ φανῆ ἐλεύθερος.
66. Ἐπίσης εἶχε καὶ τοῦτο τὸ χάρισμα. Ἐὰν κάποτε ἐκεῖ ποὺ καθόταν μόνος του στὸ ὄρος, εἶχε καμμιὰ ἀπορία καὶ ζητοῦσε μέσα του νὰ μάθη τὴν ἀπάντηση, μόλις προσευχόταν, ἡ ἀλήθεια τοῦ ἀποκαλύπτονταν ἀπὸ τὴν Θεία Πρόνοια, κι ἔτσι ὁ μακάριος ἦταν θεοδίδακτος, κατὰ τὴν Ἁγία Γραφή.
Σὲ ἄλλη περίσταση, συζητοῦσε μὲ κάποιους ποὺ τὸν εἶχαν ἐπισκεφθῆ σχετικά μὲ τὴν πορεία τῆς ψυχῆς καὶ ποιός θὰ εἶναι ὁ τόπος της μετὰ τὴν ζωὴ αὐτή. Τὴν ἑπόμενη νύχτα τὸν καλεῖ κάποιος ἄνωθεν καὶ τοῦ λέει· Ἀντώνιε, σήκω ἐπάνω, πήγαινε ἔξω καὶ βλέπε.
Ἐβγῆκε λοιπὸν ἔξω, διότι ἐγνώριζε σὲ ποιὲς φωνὲς ὀφείλει νὰ ὑπακούη, καὶ μόλις κύτταξε ψηλά εἶδε κάποιον ἀπαίσιο καὶ φοβερό, πολὺ μεγάλου ἀναστήματος ὁ ὁποῖος ἔφθανε μέχρι τὰ σύννεφα, καὶ εἶδε καὶ μερικοὺς ποὺ ἀνέβαιναν σὰν νὰ εἶχαν φτερά ἐνῶ ἐκεῖνος ἅπλωνε τὰ χέρια.
Καὶ ἄλλους μὲν εἶδε νὰ ἐμποδίζωνται ἀπὸ τὸν φοβερό γίγαντα, ἄλλους δὲ εἶδε νὰ πετοῦν πιὸ ψηλὰ καὶ νὰ ἀνεβαίνουν πρὸς τοὺς οὐρανοὺς, ἐνῶ ἐκεῖνος δὲν μποροῦσε νὰ τοὺς ἐμποδίσει πιὰ.
Κι ἐνῶ πρὸς αὐτοὺς ποὺ περνοῦσαν ὁ γίγαντας ἐκεῖνος ἔτριζε τὰ δόντια, γιὰ τοὺς ἄλλους ποὺ ἐμπόδιζε χαιρόταν ποὺ τοὺς ἔβλεπε νὰ πέφτουν κάτω.
Ἀμέσως τότε, μία φωνὴ ἀκούσθηκε πρὸς τὸν Ἀντώνιο· «Πρόσεχε νὰ ἐννοήσης αὐτὸ ποὺ βλέπεις».
Κι ἀφοῦ ἡ διάνοιά του φωτίστηκε, κατανόησε ὅτι αὐτὸ ποὺ ἔβλεπε ἦταν τὸ πέρασμα τῶν ψυχῶν καὶ πῶς ὁ πανύψηλος γίγαντας ἦταν ὁ ἴδιος ὁ διάβολος, ὁ ἐχθρὸς ποὺ φθονεῖ τοὺς πιστούς, καὶ πῶς ἐνῶ κρατοῦσε τοὺς δικούς του καὶ τοὺς ἐμπόδιζε νὰ περάσουν, τοὺς ἄλλους, ἐκείνους ποὺ δὲν ὑπάκουσαν σ’ αὐτόν, δὲν μποροῦσε νὰ τοὺς ἐμποδίσει, γιατὶ πετοῦσαν πιὸ ψηλὰ καὶ τὸν ξεπερνοῦσαν.
Ὅταν πιὰ εἶδε κι αὐτὸ τὸ ὅραμα, ἦταν σὰν μιὰ ὑπενθύμιση γι’ αὐτὸν, καὶ ἀγωνιζόταν κάθε μέρα ὅλο καὶ περισσότερο, γιὰ νὰ προκόβη εἰς τὰ πνευματικά.
Καὶ ὅλα αὐτὰ τὰ ὁράματα δὲν τὰ γνωστοποιοῦσε μὲ τὴν θέλησή του, ἀλλὰ, ἐπειδὴ ἀργοῦσε στὶς προσευχές του, καὶ ἐθαύμαζε κι ὁ ἴδιος μὲ ὅλα ὅσα τοῦ ἀποκαλύπτονταν, σὰν πατέρας ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ κρύβει κάτι ἀπ’ τὰ παιδιά του, ἀναγκάζονταν νὰ τοὺς τὰ λέγη, ὅταν τὸν ρωτοῦσαν οἱ σύντροφοί του καὶ τὸν ἐπίεζαν γιὰ νὰ μάθουν.
Ἐπίσης γνώριζε ὅτι ἡ συνείδησή του ἦταν καθαρή ἀπὸ ὑπερηφάνεια γιὰ τὰ ὁράματα, καὶ πῶς οἱ διηγήσεις αὐτὲς γίνονταν πρὸς ὠφέλεια τῶν ἀδελφῶν, γιατὶ ἐμάθαιναν πὼς ἡ ἄσκηση ἔχει ἀγαθοὺς καρποὺς καὶ πῶς πολλὲς φορὲς οἱ ὀπτασίες γίνονται παρηγοριὰ καὶ ἀνακούφιση στοὺς κόπους τῶν πνευματικῶν ἀγῶνων.
67. Στὸν χαρακτῆρα καὶ στὸ ἦθος ἦταν ἀνεξίκακος καὶ στὴν ψυχὴ ταπεινόφρων.
Ἐνῶ ἦταν τόσο σπουδαῖος, τιμοῦσε κατὰ τρόπο ἀξιοθαύμαστο τὸν κανόνα τῆς Ἐκκλησίας, καὶ ἤθελε ὅλοι οἱ κληρικοὶ νὰ προηγοῦνται στὴν τιμὴ ἀπὸ τὸν ἑαυτό του καὶ δὲν ντρεπόταν νὰ κλίνη τὴν κεφαλή στοὺς ἐπισκόπους καὶ τοὺς πρεσβυτέρους.
Ἂν κάποιος Διάκονος τὸν ἐπισκέπτονταν κάποτε γιὰ νὰ ὠφεληθῆ πνευματικά, τότε συζητοῦσε μαζὶ του γιὰ ὅσα θὰ τοῦ ἦσαν ὠφέλιμα στὴν προσευχὴ ὅμως παραχωροῦσε σ’ ἐκεῖνον τὴν πρωτοβουλία καὶ δὲν θεωροῦσε ντροπή νὰ μαθαίνη κι αὐτός.
Καὶ πράγματι, πολλὲς φορές ρωτοῦσε νὰ μάθη καὶ παρακαλοῦσε νὰ ἀκούση κάτι ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ ἦσαν μαζί του καὶ ὁμολογοῦσε ὅτι ὠφελεῖται, ἂν κανεὶς ἔλεγε κάτι χρήσιμο. Τὸ πρόσωπό του εἶχε πολλὴ καὶ παράδοξη χάρι.
Εἶχε ἐπίσης καὶ τὸ ἑξῆς χάρισμα ἀπ’ τὸν Σωτῆρα. Ἂν δηλαδὴ βρισκόταν ἀνάμεσα σὲ πλῆθος ἄλλων μοναχῶν καὶ ἤθελε κάποιος νὰ τὸν δῆ, χωρὶς νὰ τὸν γνωρίζη ἀπὸ προτήτερα, ἀμέσως μόλις τὸν πλησίαζε, προσπερνοῦσε τοὺς ἄλλους καὶ ἔτρεχε πρὸς αὐτόν, σὰν νὰ τὸν τραβοῦσε ἡ ὄψη του.
Δὲν διέφερε βεβαίως ἀπὸ τοὺς ἄλλους στὸ ὕψος ἢ στὸ πλάτος τοῦ σώματος, ἀλλὰ στὴν σταθερότητα τοῦ ἤθους καὶ στὴν καθαρότητα τῆς ψυχῆς. Καὶ ὅπως ἦταν γαλήνια ἡ ψυχή του, εἶχε καὶ τὶς ἐξωτερικὲς αἰσθήσεις ἀτάραχες.
Γιατὶ ἀπὸ τὴν χαρὰ τῆς ψυχῆς φαίνεται καὶ τὸ πρόσωπο ἱλαρὸ, καὶ ἀπὸ τὶς κινήσεις τοῦ σώματος αἰσθάνεται κανεὶς καὶ νοιώθη καὶ τὴν κατάστασι τῆς ψυχῆς, ὅπως λέει ἡ Ἁγία Γραφή· «Ὅταν εἶναι χαρούμενη ἡ καρδιά ἀνθοβολάει τὸ πρόσωπο, ἐνῶ ὅταν εἶναι σὲ στενοχώριες σκυθρωπιάζει».
Ἔτσι ὁ Ἰακὼβ κατάλαβε τὸν Λάβαν πὼς εἶχε κακὸ σκοπὸ καὶ εἶπε στὶς γυναῖκες του· «Τὸ πρόσωπο τοῦ πατέρα μας δὲν εἶναι ὅπως χθὲς καὶ προχθὲς». Ἔτσι καὶ ὁ Σαμουὴλ ἀναγνώρισε τὸν Δαυΐδ γιατὶ εἶχε μάτια χαρούμενα καὶ δόντια ἄσπρα σὰν τὸ γάλα.
Ἔτσι ἀναγνωριζόταν κι ὁ Ἀντώνιος· ποτὲ του δὲν ταράζονταν ἐπειδὴ γαλήνευε ἡ ψυχή του, καὶ ποτὲ του δὲν γινόταν σκυθρωπός, ἐπειδὴ ψυχικά καὶ διανοητικά ἦταν πάντοτε χαρούμενος.
68. Ὅσον ἀφορᾶ τὰ θέματα τῆς πίστεως, ἦταν θαυμαστὸς καὶ πολὺ εὐσεβής.
Γιατὶ δὲν εἶχε ποτὲ ἐπικοινωνία οὔτε μὲ τοὺς σχισματικοὺς Μελιτιανοὺς, καθὼς γνώριζε καλά τὴν πονηρία καὶ ἀποστασία τους τὴν ὁποῖα ἔδειξαν ἐξ ἀρχῆς, οὔτε συνομίλησε ποτὲ φιλικά μὲ τοὺς Μανιχαίους ἢ μὲ ἄλλους αἱρετικοὺς παρὰ μόνο γιὰ νὰ τοὺς συμβουλέψη νὰ ἐπιστρέψουν εἰς τὴν ὀρθόδοξη πίστη, γιατὶ πίστευε καὶ συμβούλευε πὼς ἡ φιλία καὶ ἡ συναναστροφή μαζὶ τους εἶναι βλάβη καὶ ἀπώλεια τῆς ψυχῆς.
Μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ἀποστρεφόταν καὶ τὴν αἵρεση τῶν Ἀρειανῶν, καὶ παράγγελνε σὲ ὅλους οὔτε νὰ τοὺς πλησιάζουν οὔτε ν’ ἀκολουθοῦν τὴν κακοπιστία τους.
Ὅταν κάποτε μερικοὶ φανατικοὶ Ἀρειομανίτες πῆγαν νὰ τὸν συναντήσουν, ἀφοῦ τοὺς ἀνέκρινε καὶ ἀντιλήφθηκε πὼς ἀσεβοῦν, τοὺς ἔδιωξε ἀπ’ τὸ ὄρος, λέγοντας πὼς τὰ λόγια τους ἦταν χειρότερα κι ἀπὸ δηλητήριο φιδιῶν.
69. Καὶ ὅταν κάποτε οἱ Ἀρειανοὶ ψευδολογοῦσαν, ὅτι δῆθεν ὁ Ἀντώνιος φρονοῦσε τὰ ἴδια μὲ αὐτούς, ἀγανακτοῦσε καὶ θύμωνε ἐναντίον τους.
Ἔπειτα, ἐπειδὴ οἱ ἐπίσκοποι καὶ ὅλοι οἱ ἀδελφοί τὸν παρεκάλεσαν, κατέβηκε ἀπὸ τὸ ὄρος καὶ ἀφοῦ εἰσῆλθε στὴν Ἀλεξάνδρεια ἀποκήρυξε τοὺς Ἀρειανούς, λέγοντας ὅτι ἡ αἵρεση αὐτὴ εἶναι ἡ χειρότερη ἀπ’ ὅλες καὶ πρόδρομος τοῦ Ἀντιχρίστου.
Καὶ δίδασκε τὸν λαό, ὅτι ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι κτίσμα, καὶ πῶς δὲν ἐπλάσθη ἐκ τοῦ μηδενός, ἀλλὰ ὅτι εἶναι αἰώνιος Λόγος καὶ Σοφία τῆς οὐσίας τοῦ Πατρὸς. Γι’ αὐτὸ καὶ εἶναι ἀσέβεια νὰ λέμε ὅτι ὑπῆρχε κάποτε καιρὸς ποὺ δὲν ὑπῆρχε ὁ Υἱός, γιατὶ ὁ Λόγος συνυπῆρχε πάντοτε μὲ τὸν Πατέρα.
Διὰ τοῦτο, νὰ μὴν ἔχετε καμμία ἀπολύτως ἐπικοινωνία μὲ τοὺς ἀσεβέστατους Ἀρειανούς· «γιατὶ δὲν ὑπάρχει καμμία σχέση μεταξὺ φωτὸς καὶ σκότους». Γιατὶ ἐσεῖς εἶστε εὐσεβεῖς Χριστιανοί· ἐκεῖνοι ὅμως ποὺ λένε πὼς ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ Πατρὸς εἶναι κτῖσμα, καθόλου δὲν διαφέρουν ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες, γιατὶ λατρεύουν τὴν κτίση καὶ ὄχι τὸν κτίσαντα Θεό.
Πιστέψατε μάλιστα, ὅτι καὶ αὐτὴ ὁλόκληρη ἡ κτίση ἀγανακτεῖ ἐναντίον τους, διότι συγκαταλέγουν μεταξὺ τῶν δημιουργημάτων τὸν Δημιουργό καὶ Κύριο τῶν πάντων, διὰ τοῦ Ὁποίου ἔγιναν ὅλα.
70. Καὶ ὅλα τὰ πλήθη χαίρονταν καθῶς ἄκουγαν ἀπὸ τέτοιον ἄνδρα ν’ ἀναθεματίζεται ἡ αἵρεση ἡ χριστομάχος τοῦ Ἀρείου. Καὶ ὅλοι οἱ κάτοικοι τῆς πόλεως ἔτρεχαν νὰ ἰδοῦν τὸν Ἀντώνιο.
Ἀκόμη καὶ οἱ εἰδωλολάτρες Ἕλληνες, ἀκόμη κι αὐτοὶ οἱ λεγόμενοι ἱερεῖς τους, ἔρχονταν εἰς τὴν Ἐκκλησία καὶ ἔλεγαν· Σὰς παρακαλοῦμε νὰ δοῦμε τὸν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ, γιατὶ ὅλοι ἔτσι τὸν ἀποκαλοῦσαν.
Ἐκεῖ στὴν Ἀλεξάνδρεια ἐξ ἄλλου, διὰ μέσω τοῦ Ἀντωνίου, ὁ Κύριος καθάρισε πολλοὺς ἀπὸ τοὺς δαίμονές τους, καὶ ἄλλους βλαμμένους εἰς τὸν νοῦ τοὺς ἐθεράπευσε. Καὶ πολλοὶ παρακαλοῦσαν, ἀκόμη καὶ Ἕλληνες εἰδωλολάτρες, ἔστω καὶ μόνο νὰ ἀκουμπήσουν τὸν γέροντα, πιστεύοντας ὅτι ὠφελοῦνται.
Καὶ δὲν ὑπάρχει ἀμφιβολία ὅτι ἔγιναν τόσοι πολλοὶ Χριστιανοὶ κατὰ τὶς ὀλίγες ἐκεῖνες μέρες, περισσότεροι ἀπ’ ὅσους θἄβλεπε κανεὶς νὰ γίνωνται μέσα σ’ ἕναν χρόνο.
Ἔπειτα, ἐπειδὴ μερικοὶ νόμιζαν ὅτι ὁ ὄχλος τὸν ἐνοχλοῦσε, καὶ γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ προσπαθοῦσαν νὰ ἀπομακρύνουν τοὺς πάντες ἀπὸ κοντά του, ἐκεῖνος τοὺς ἔλεγε χωρὶς νὰ ταράσσεται, πὼς ὅλοι αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι δὲν εἶναι περισσότεροι ἀπὸ τοὺς δαίμονες μὲ τοὺς ὁποίους ἐμεῖς οἱ μοναχοί παλεύουμε στὸ ὄρος.
71. Ὅταν πιὰ ἀναχωροῦσε ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ καθὼς ἔφευγε τὸν συνοδεύαμε, μόλις φτάσαμε στὴν πύλη τῆς πόλεως, πίσω μας φώναζε μιὰ γυναῖκα·
«Μεῖνε, ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ, ἡ θυγατέρα μου βασανίζεται σκληρὰ ἀπὸ δαίμονα. Περίμενε, σὲ παρακαλῶ, καὶ κινδυνεύω νὰ πέσω ἔτσι ποὺ τρέχω γιὰ νὰ σὲ φτάσω».
Ὅταν ὁ γέροντας τὴν ἄκουσε καὶ τὸν παρακαλέσαμε κι ἐμεῖς, παρέμεινε μὲ τὴν θέλησή του. Καθὼς δὲ ἡ γυναῖκα πλησίαζε, ἡ κόρη ἔπεσε καταγῆς, ἀλλά, μόλις ὁ Ἀντώνιος προσευχήθηκε καὶ ἐπικαλέσθηκε τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, σηκώθηκε ἀμέσως ὑγιής, γιατὶ τὸ ἀκάθαρτο δαιμόνιο ἐξῆλθε ἀπ’ αὐτὴν.
Τότε ἡ μητέρα εὐλογοῦσε τὸν Θεὸ καὶ ὅλοι Τὸν εὐχαριστοῦσαν, ἐνῶ ὁ Ἀντώνιος χαίρονταν γιατὶ ἐπέστρεφε στὸ ὄρος, καὶ αἰσθανόταν σὰν νὰ ἐπέστρεφε στὸ σπίτι του.
72. Ὁ Ἀντώνιος ἦταν ἕνας πολὺ φρόνιμος ἄνθρωπος. Καὶ τὸ ἀξιοθαύμαστο εἶναι ὅτι, ἐνῶ γράμματα δὲν ἔμαθε, ἦταν ἔξυπνος καὶ συνετὸς.
Δύο Ἕλληνες φιλόσοφοι ἦλθαν κάποτε πρὸς αὐτὸν, νομίζοντας πὼς θὰ μποροῦσαν νὰ πειράξουν τὸν Ἀντώνιο. Ἦταν δὲ τότε εἰς τὸ ἔξω ὄρος.
Ἀπὸ τὸ πρόσωπό τους ἀντελήφθη τί ἄνθρωποι ἦσαν, κι ἀφοῦ ἐξῆλθε πρὸς αὐτοὺς, μὲ τὴν βοήθεια κάποιου διερμηνέα τοὺς εἶπε· «Γιατί ὑποβληθήκατε σὲ τόσο κόπο, ὦ φιλόσοφοι, γιὰ νὰ συναντήσετε ἕναν ἄνθρωπο μωρό;»
Ὅταν αὐτοὶ τοῦ εἶπαν ὅτι δὲν εἶναι καθόλου μωρός, ἀλλὰ ἀπεναντίας εἶναι πολὺ συνετός, ἐκεῖνος τοὺς ἀπάντησε· Ἐὰν μὲν ἤλθατε πρὸς ἄνθρωπο μωρὸ, ἡ κούρασή σας εἶναι περιττὴ· ἐὰν ὅμως μὲ νομίζετε συνετό, τότε νὰ γίνετε ὅπως ἐγώ, διότι τὰ καλά πρέπει νὰ τὰ μιμούμαστε.
Ἐὰν ἐγὼ ἐρχόμουν πρὸς ἐσᾶς, θὰ σᾶς εἶχα μιμηθῆ. Ἀφοῦ ὅμως ἔρχεσθε ἐσεῖς πρὸς ἐμένα, τότε νὰ γίνετε ὅπως ἐγώ, διότι ἐγὼ εἶμαι Χριστιανός. Καὶ οἱ φιλόσοφοι ἀναχώρησαν θαυμάζοντας, γιατὶ ἔβλεπαν ὅτι ἀκόμη καὶ οἱ δαίμονες φοβοῦνταν τὸν Ἀντώνιο.
73. Ὅταν πάλι ἄλλοι φιλόσοφοι πῆγαν καὶ τὸν συνάντησαν στὸ ἔξω ὄρος, καὶ νόμισαν ὅτι θὰ τὸν χλευάσουν, γιατὶ δὲν εἶχε μάθει γράμματα, ὁ Ἀντώνιος εἶπε πρὸς αὐτοὺς·
Ἐσεῖς λοιπὸν τί λέτε; Ποιὸ εἶναι τὸ πρῶτο, ὁ νοῦς ἢ τὰ γράμματα; Καὶ ποιὸ εἶναι τὸ αἴτιο τοῦ ἄλλου; Ὁ νοῦς εἶναι αἴτιος τῶν γραμμάτων ἢ τὰ γράμματα τοῦ νοῦ;
Ὅταν δὲ αὐτοὶ εἶπαν ὅτι ὁ νοῦς εἶναι ὁ πρωτεύων καὶ ὁ ἐφευρέτης τῶν γραμμάτων, ὁ Ἀντώνιος τοὺς ἀπάντησε· «Σὲ ὅποιον λοιπὸν ὁ νοῦς εἶναι ὑγιής δὲν εἶναι τὰ γράμματα ἀναγκαῖα». Ἡ ἀπάντηση αὐτὴ ἐξέπληξε καὶ αὐτοὺς ὅπως καὶ ὅλους τοὺς παρόντες. Ἀναχώρησαν θαυμάζοντας λοιπόν, γιατὶ ἔβλεπαν τόσο μεγάλη σύνεση σ’ ἕναν ἄνθρωπο ἀμόρφωτο.
Καὶ δὲν εἶχε ἄγριο χαρακτῆρα, παρόλο ποὺ εἶχε ἀνατραφεῖ εἰς τὸ ὄρος καὶ παρέμεινε ἐκεῖ ὡς τὰ γεράματα, ἀλλὰ καὶ εὐχάριστος ἦταν καὶ κοινωνικός. Καὶ εἶχε τὰ λόγια του ἀρτυμένα μὲ τὸ θεῖο ἁλάτι, ὥστε κανεὶς νὰ μὴ τὸν φθονῆ, ἀλλὰ μᾶλλον ὅλοι ὅσοι ἔρχονταν πρὸς αὐτόν νὰ χαίρουν μαζί του.
Τέλος τρίτου μέρους