16. Μιὰ μέρα ποὺ ὁ Ἀντώνιος εἶχε βγῆ ἔξω, καὶ ὅλοι οἱ μοναχοὶ τὸν πλησίασαν καὶ τὸν παρακαλοῦσαν νὰ ἀκούσουν ἀπ’ αὐτὸν κάποιον λόγο πνευματικό ἐκεῖνος τοὺς εἶπε τὰ ἑξῆς στὴν αἰγυπτιακὴ γλῶσσα· Οἱ Ἅγιες Γραφές εἶναι μὲν ἀρκετὲς γιὰ διδασκαλία, ἀλλὰ καλὸν εἶναι ἂν καὶ ἐμεῖς παροτρύνουμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο στὴν πίστη, καὶ καλλωπιζώμεθα μὲ συζητήσεις πνευματικές.
Καὶ σεῖς λοιπόν, σὰν πνευματικά μου τέκνα, ἀναφέρατε ὅ,τι ἀπορίες ἔχετε εἰς τὸν πνευματικό σας πατέρα· κι ἐγὼ, σὰν μεγαλύτερος στὴν ἡλικία, θὰ σᾶς ὁμιλήσω ἀπὸ ὅσα γνωρίζω καὶ ἐκ τῆς πείρας ποὺ ἔχω.
Καὶ πρῶτα - πρῶτα, ἂς ἔχουμε ὅλοι μας τὴν ἴδια κοινὴ μέριμνα, ὅτι δηλαδή, ἀφοῦ ἔχουμε ἀρχίσει νὰ ζοῦμε τὴν ἀσκητικὴ ζωή, ἂς μὴν ἐπιστρέφουμε καὶ πάλι εἰς τὴν κοσμική, ἂς μὴν ἀφήνουμε τὸ φρόνημά μας νὰ κάμπτεται ἀπὸ τὶς κακουχίες, κι ἂς μὴν λέμε· ἐζήσαμε ἀρκετὸ καιρὸ πιά στὴν ἀσκητικὴ ζωή.
Ἀλλὰ μᾶλλον, ἂς αὐξήσουμε τὴν προθυμία μας ἀκόμη περισσότερο, σὰν νὰ ἀρχίζουμε κάθε ἡμέρα γιὰ πρώτη φορά. Γιατὶ ὅλος ὁ βίος τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἐλάχιστος, ἂν συγκριθῆ μὲ τοὺς μελλοντικοὺς αἰῶνες, καὶ συνεπῶς, ὅλος ὁ χρόνος τῆς ζωῆς μας εἶναι μηδὲν μπρὸς στὴν αἰώνια ζωή.
Καὶ ἐνῶ κάθε πρᾶγμα εἰς τὸν κόσμο πωλεῖται στὴν ἀξία του καὶ ἀνταλλάσσεται μὲ πράγματα ἴσης ἀξίας, ἡ ὑπόσχεση ὅμως τῆς αἰωνίου ζωῆς ἀγοράζεται μὲ πολὺ μικρὸ τίμημα.
Διότι ἔχει γραφῆ· «Ὅλες οἱ ἡμέρες τῆς ζωῆς μας ἀνέρχονται συνήθως στὰ ἑβδομήκοντα ἔτη, κι ἂν ἔχη κανεὶς κρᾶση ἰσχυρή μπορεῖ νὰ ζήση καὶ ὀγδόντα, ἂν καὶ τὰ περισσότερα ἀπ’ αὐτά εἶναι κόπος καὶ πόνος».
Ἐὰν λοιπόν ζήσωμε ἀσκητικά ὅλα αὐτὰ τὰ ὀγδόντα ἢ καὶ τὰ ἑκατὸ ἔτη, δὲν θὰ βασιλεύσουμε αὐτὰ τὰ ἑκατὸ χρόνια μονάχα, ἀλλά, ἀντὶ γιὰ ἑκατό, θὰ βασιλεύσουμε αἰῶνες αἰώνων·
καὶ ἐνῶ ἀγωνιστήκαμε εἰς τὴν γῆ, δὲν θὰ κληρονομήσουμε τίποτα ἐδῶ εἰς τὴν γῆ, ἀλλὰ θὰ ἀπολαμβάνουμε τίς ἐπαγγελίες εἰς τοὺς οὐρανούς. Ἐξ ἄλλου, ἐνῶ ἀφήνουμε ἐδῶ στὴ γῆ τὸ φθαρτὸ τοῦτο σῶμα, τὸ παίρνομε πάλι ἄφθαρτο στοὺς οὐρανούς.
17. Ὥστε, τέκνα μου, ἂς μὴ χάνουμε τὸ θάρρος μας, οὔτε νὰ νομίζουμε ὅτι μείναμε εἰς τὴν ἄσκηση ἐπί ἀρκετό χρονικὸ διάστημα, ἢ ὅτι κατωρθώσαμε κάτι σπουδαῖο. «Διότι τὰ παθήματα τοῦ παρόντος καιροῦ δὲν ἔχουν καμμία ἀξία, συγκρινόμενα πρὸς τὴν δόξα ποὺ μέλλει νὰ μᾶς ἀποκαλυφθῆ».
Καὶ οὔτε νὰ βλέπουμε τὸν κόσμο καὶ νὰ νομίζουμε ὅτι ἔχουμε ἀπαρνηθῆ σπουδαῖα πράγματα. Διότι κι αὐτὴ ὁλόκληρη ἡ γῆ εἶναι πολὺ μικρὴ ἐν συγκρίσει μὲ ὁλόκληρο τὸν οὐρανὸ.
Ὥστε ἀκόμα κι ἂν μας συνέβαινε νὰ εἴμαστε κύριοι ὅλης τῆς γῆς καὶ νὰ τὴν ἀπαρνιόμαστε ὁλόκληρη, οὔτε κι αὐτό πάλι θὰ ἦταν ἀντάξιο, συγκρινόμενο μὲ τὴν βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
Γιατί, ὅπως κάποιος καταφρονεῖ μιὰ χάλκινη δραχμή γιὰ νὰ κερδίση ἑκατὸ χρυσές, ἔτσι κι ἐκεῖνος ποὺ εἶναι κύριος ὅλης τῆς γῆς καὶ τὴν ἀπαρνεῖται, μικρὸ πρᾶγμα ἀπαρνεῖται καὶ ἑκατονταπλάσια λαμβάνει.
Κι ἀφοῦ, οὔτε ὁλόκληρη ἡ γῆ δὲν ἀξίζει τίποτε μπροστὰ εἰς τοὺς οὐρανούς, τότε ἐκεῖνος ποὺ ἀφήνει μερικὰ μόνο χωράφια, εἶναι σὰν νὰ μὴν ἀφήνη τίποτε, ἢ ἀκόμα καὶ σπίτι ἂν ἀπαρνεῖται ἢ χρυσάφι ἀρκετὸ, δὲν θὰ πρέπει νὰ καυχιέται γι’ αὐτὸ, ἢ νὰ ἀρχίσει νὰ ἀδιαφορῆ γιὰ τὰ πνευματικά ζητήματα, σὰν νὰ εἴχε ἤδη πετύχει κάτι σημαντικό.
Ἄλλωστε, ὀφείλουμε νὰ σκεφθοῦμε πώς, ἐὰν δὲν τ’ ἀφήσουμε ὅλα αὐτά πρὸς χάριν τῆς ἀρετῆς, ὅταν ἀργότερα ἀποθάνουμε, τὰ ἀφήνουμε, ὄχι σπανίως, ἀκόμη καὶ σὲ ἀνθρώπους ποὺ δὲν θὰ θέλαμε νὰ ἀφήσουμε τίποτε, ὅπως μᾶς ὑπενθυμίζει ὁ Ἐκκλησιαστής. Γιατί λοιπὸν νὰ μὴν τὰ ἀπαρνηθοῦμε κι ἐμεῖς πρὸς χάριν τῆς ἀρετῆς, ὥστε νὰ κληρονομήσωμε τὴν βασιλεία τῶν οὐρανῶν;
Γι’ αὐτό, κανείς ἀπὸ μᾶς ἂς μὴν ἐπιθυμῆ νὰ ἀποκτήση πράγματα ὑλικά. Διότι τί κέρδος ἔχουμε στὸ νὰ ἀποκτοῦμε πράγματα, τὰ ὁποῖα δὲν μποροῦμε νὰ πάρουμε μαζί μας;
Γιατί νὰ μὴν ἀποκτοῦμε μᾶλλον ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα μποροῦμε νὰ τὰ πάρουμε μαζί μας, δηλαδή τὴν φρόνηση, τὴν δικαιοσύνη, τὴν σωφροσύνη, τὴν ἀνδρεία, τὴν σύνεση, τὴν ἀγάπη, τὴν φιλοπτωχία, τὴν πίστη εἰς τὸν Χριστό, τὴν ἀοργησία, καὶ τὴν φιλοξενία;
Ἐὰν ἀποκτήσουμε τὶς ἀρετές αὐτές, θὰ τὶς βροῦμε μπροστά μας ἐκεῖ εἰς τὴν ἄλλη ζωή, ὅπου θὰ ἔχουν προηγηθῆ, γιὰ νὰ μᾶς ἑτοιμάσουν φιλοξενία εἰς τὴν χώραν τῶν πράων.
18. Ὥστε καὶ μὲ τέτοιες σκέψεις ἂς πείθη ὁ καθένας μας τὸν ἑαυτό του νὰ μὴν δεικνύη ἀμέλεια· καὶ μάλιστα, ἐὰν συλλογισθῆ, ὅτι εἶναι δοῦλος τοῦ Κυρίου, καὶ συνεπῶς ἔχει καθῆκον νὰ ὑπηρετῆ τὸν Δεσπότη.
Ὅπως λοιπὸν ὁ δοῦλος ποτὲ δὲν θὰ τολμοῦσε νὰ εἰπῆ, «Ἐπειδὴ ἐργάσθηκα χθές, δὲν ἐργάζομαι σήμερα», οὔτε ποτὲ παύει νὰ ἐργάζεται κατὰ τὶς ἑπόμενες ἡμέρες, ἐπειδὴ ὑπολόγισε πόσος καιρὸς πέρασε ἀφ’ ὅτου ἄρχισε νὰ ἐργάζεται, ἀλλὰ ἀντίθετα, δείχνει τὴν ἴδια προθυμία τὴν κάθε ἡμέρα γιὰ νά ἀρέση στὸν κύριό του, καὶ νὰ μὴν κινδυνέψη νὰ τιμωρηθῆ, καθὼς γράφει τὸ Εὐαγγέλιο·
ἔτσι ἂς ἐπιμένουμε κι ἐμεῖς κάθε μέρα στὴν ἄσκηση, ξέροντας πὼς ἔστω καὶ ἂν μιὰ μόνο ἡμέρα δείξωμε ἀμέλεια, ὁ Θεὸς δὲν θὰ μᾶς συγχωρήση, ἐπειδὴ εἴχαμε καλὸ παρελθόν, ἀλλὰ θ’ ἀγανακτήση ἐναντίον μας γιὰ τὴν ἀμέλεια ποὺ δείξαμε. Τὸ ἴδιο πρᾶγμα ἀκούσαμε καὶ στὸ βιβλίο τοῦ Ἰεζεκιήλ. Ἔτσι καὶ ὁ Ἰούδας ὁ Ἰσκαριώτης, γιὰ μιὰ νύχτα, ἀπώλεσε τὸν κόπο τῶν περασμένων χρόνων.
19. Ἂς ἀφοσιωθοῦμε λοιπὸν εἰς τὴν ἀσκητικὴ ζωὴ κι ἂς μὴν δείχνωμε ἀδιαφορία, διότι εἰς αὐτὸν τὸν πνευματικὸ ἀγῶνα ἔχουμε καὶ τὸν Κύριο βοηθό, ὅπως εἶναι γραμμένο· «Εἰς τὸν καθένα ποὺ προτιμᾶ τὸ ἀγαθὸ ὁ Θεὸς συνεργεῖ εἰς τὸ ἀγαθό».
Καὶ γιὰ νὰ μὴν εἴμαστε ἀμελεῖς καὶ ἀδιάφοροι, καλὸ εἶναι νὰ μελετᾶμε τὸ ρητὸ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ποὺ λέγει «Καθημερινῶς ἀποθνήσκω». Ἐάν, δηλαδή, ζοῦμε κι ἐμεῖς σὰν νὰ ἐπρόκειτο νὰ πεθάνουμε τὴν κάθε ἡμέρα, τότε δὲν θ’ ἁμαρτήσωμε.
Ἀλλὰ ὁ λόγος αὐτὸς τοῦ ἀποστόλου ἔχει καὶ τὴν ἑξῆς σημασία. Κάθε πρωὶ ποὺ σηκωνόμαστε ἀπ’ τὸν ὕπνο, νὰ πιστεύουμε ὅτι δὲν θὰ παραμείνουμε ἐν ζωῆ μέχρι τὸ βράδυ, καὶ πάλι ὅταν πρόκειται νὰ κοιμηθοῦμε, νὰ πιστεύουμε ὅτι δὲν θὰ σηκωθοῦμε, διότι ἡ ζωή μας εἶναι ἀβέβαιη καὶ ἡ κάθε μας ἡμέρα προσμετρᾶται ἀπὸ τὴν Θεία Πρόνοια.
Ἐὰν λοιπὸν ἔτσι αἰσθανόμαστε καὶ κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο ζοῦμε τὴν κάθε ἡμέρα, τότε οὔτε θ’ ἁμαρτήσουμε, οὔτε θὰ ἐπιθυμήσουμε τίποτε, οὔτε θὰ ὀργισθοῦμε ἐναντίον κανενός, οὔτε θὰ θησαυρίζουμε ἐπὶ τῆς γῆς· ἀλλά, καθὼς θὰ προσδοκοῦμε πὼς τὴν κάθε ἡμέρα ἴσως πεθάνουμε, δὲν θὰ ἐπιδιώκουμε τὴν ἀπόκτηση ὑλικῶν ἀγαθῶν καὶ θὰ τὰ συγχωροῦμε ὅλα σὲ ὅλους.
Καὶ δὲν θὰ ἐπιτρέψουμε νὰ παραμείνη μέσα μας οὔτε ἡ ἐπιθυμία τῆς γυναικός οὔτε καμμιὰ ἄλλη ἀκάθαρτη ἡδονὴ, ἀλλὰ θὰ τὴν ἀποστρεφώμαστε, σὰν κάτι τι παροδικό ποὺ δὲν ἀξίζει τὴν προσοχή μας· καὶ τοῦτο γιατὶ ἡ ἅγια ἀγωνία θὰ μᾶς διακατέχει πάντοτε καὶ θὰ ἀποβλέπουμε στὴν ἡμέρα τῆς Κρίσεως.
Διότι πάντοτε ὁ μείζων φόβος τῆς γέεννας καὶ ὁ ἀγώνας κατὰ τῶν πειρασμῶν, διαλύει τὴν εὐχαρίστηση τῆς ἡδονῆς καὶ ἐπαναφέρει τὴν ψυχή ποὺ παρεκκλίνει εἰς τὴν ὀρθὴ πορεία της.
20. Ἀφοῦ λοιπὸν ἔχουμε ἤδη ἀρχίσει νὰ βαδίζουμε τὴν ὁδὸ τῆς ἀρετῆς, ἂς προχωροῦμε συνεχῶς σ’ αὐτὰ ποὺ βρίσκονται μπροστά μας, καὶ κανεὶς ἂς μὴν στρέφη τὸ κεφάλι του πρὸς τὰ ὀπίσω ὅπως ἡ γυναῖκα τοῦ Λὼτ·
Ὁ Κύριος μάλιστα εἶπε· «Κανεὶς ποὺ βάζει τὸ χέρι εἰς τὸ ἀλέτρι καὶ κυττάζει πρὸς τὰ πίσω δὲν εἶναι κατάλληλος γιὰ τὴν βασιλεία τοῦ Θεοῦ». Διότι τὸ νὰ στρέφη κάποιος τὸ βλέμμα του πρὸς τὰ πίσω δὲν σημαίνει τίποτε ἄλλο, παρὰ τὸ ὅτι ἄλλαξε γνώμη καὶ ἔχει πάλι κοσμικὸ φρόνημα.
Καὶ μὴν φοβεῖσθε ὅταν ἀκοῦτε περὶ ἀρετῆς, οὔτε νὰ παραξενεύεσθε μὲ τὸ ὄνομά της. Διότι ἡ ἀρετὴ δὲν εὑρίσκεται μακρυά μας, οὔτε ἐπιτυγχάνεται ἔξω ἀπὸ τὸν ἑαυτό μας, ἀλλά τὸ ἔργο τῆς ἀρετῆς βρίσκεται μέσα μας, καὶ εἶναι εὔκολο πρᾶγμα, ἀρκεῖ μόνο νὰ τὸ θελήσουμε.
Καὶ βλέπετε ὅτι οἱ εἰδωλολάτρες γιὰ νὰ μάθουν γράμματα ἀποδημοῦν σὲ ξένες χώρες καὶ διασχίζουν τὶς θάλασσες. Ἐμεῖς ὅμως δὲν ἔχουμε ἀνάγκη νὰ μεταβοῦμε σὲ ξένες χώρες γιὰ νὰ ἀποκτήσουμε τὴν βασιλεία τῶν οὐρανῶν, οὔτε νὰ διασχίσουμε τὴν θάλασσα πρὸς χάριν τῆς ἀρετῆς.
Διότι μᾶς πρόλαβε ὁ Κύριος καὶ εἶπε· «Ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν εἶναι μέσα μας». Συνεπῶς, τὸ μόνο ποὺ χρειάζεται ἡ ἀρετὴ εἶναι ἡ θέλησή μας. Κι αὐτό, βέβαια, ἐπειδὴ βρίσκεται μέσα μας καὶ πραγματοποιεῖται ἀπὸ μᾶς τοὺς ἰδίους.
Γιατὶ ἡ ἀρετὴ ἀποκτᾶται, ὅταν ἡ ψυχὴ ἐκ φύσεως ἐπιθυμεῖ τὰ πνευματικά. Καὶ ἐπιθυμεῖ ἡ ψυχὴ ἐκ φύσεως τὰ πνευματικά, ὅταν διατηρεῖται ὅπως ἐπλάσθη ἀπὸ τὸν Δημιουργό, ἐπλάσθη δὲ ὡραία καὶ πολὺ δικαία.
Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Ἰησοῦς τοῦ Ναυῆ, ὅταν ἔδινε παραγγελίες εἰς τὸν λαὸ, ἔλεγε· «Εὐθυγραμμίσατε τὴν καρδιά σας πρὸς τὸν Κύριο τὸν Θεὸ τοῦ Ἰσραήλ». Ὁ δὲ Ἰωάννης ὁ Βαπτιστὴς ἔλεγε· «Εὐθείες κάμετε τὶς ὁδούς σας».
Διότι αὐτὴ εἶναι ἡ ἐκ φύσεως πνευματικότητα τῆς ψυχῆς, τὸ νὰ εἶναι δηλαδὴ εὐθεῖα, ὅπως ἀκριβῶς ἦταν ὅταν ἐπλάσθη. Ὅταν ὅμως παρεκκλίνη ἀπὸ τὸν προορισμόν της, ὅταν διαστρέφεται ἀπὸ τὴν φυσιολογική της κατάσταση, τότε ἡ διαστροφὴ αὐτὴ ὀνομάζεται κακία τῆς ψυχῆς.
Ὥστε λοιπόν, δὲν εἶναι δύσκολο τὸ πρᾶγμα. Διότι, ἐὰν παραμείνουμε ὅπως μᾶς ἔπλασε ὁ Θεός, τότε βρισκόμαστε στὴν ἀρετή· ἐὰν ὅμως σκεπτόμαστε τὰ φαῦλα, τότε κατατασσόμεθα εἰς τοὺς κακούς καὶ θὰ κριθοῦμε ὡς κακοί.
Ἐὰν ἦταν κάτι ἡ ἀρετή ποὺ θἄπρεπε νὰ τὸ προμηθευθοῦμε ἀπ’ ἔξω ἀπὸ μᾶς, τότε θἆταν δύσκολα τὰ πράγματα. Τώρα ὅμως ποὺ εἶναι μέσα μας, ἂς φυλάξουμε τοὺς ἑαυτούς μας ἀπὸ ἀκάθαρτους λογισμούς, καὶ ὡς νὰ εἴχαμε λάβει τὴν ψυχή μας ὡς παρακαταθήκη, ἂς τὴν διατηρήσουμε κοντὰ εἰς τὸν Κύριο, γιὰ νὰ ἀναγνωρίση Αὐτός ὅτι τὸ δημιούργημά Του διατηρεῖται ὅπως ἀκριβῶς τὸ ἔπλασε.
21. Καὶ ἂς ἀγωνιζώμαστε ὥστε νὰ μὴ μᾶς κυβερνᾶ ὁ θυμὸς τυραννικά οὔτε νὰ μᾶς ἐξουσιάζουν οἱ ἐπιθυμίες μας. Διότι εἶναι γραμμένο ὅτι «Ἡ ὀργὴ τοῦ ἀνθρώπου δὲν κατεργάζεται τὴν δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ». καὶ ὅτι «ὅταν ἡ ἐπιθυμία συλληφθεῖ μέσα μας, γεννᾶ τὴν ἁμαρτία, ἡ δὲ ἁμαρτία μόλις ἐκτελεσθῆ, φέρνει τὸν θάνατο».
Ἔτσι, λοιπόν, πολιτευόμενοι στὴν ἀσκητικὴ ζωή, ἂς εἴμεθα ἄγρυπνοι καί, καθὼς ἔχει γραφεῖ, «Μὲ κάθε προφύλαξη καὶ ἐπιτήρηση ἂς προφυλάσσουμε τὴν καρδίαν μας».
Διότι ἔχουμε φοβεροὺς καὶ πανούργους ἐχθρούς, τοὺς πονηροὺς δαίμονες· καὶ πρὸς αὐτοὺς εἶναι ἡ πάλη μας, ὅπως εἶπε ὁ Ἀπόστολος· «Ὄχι πρὸς αἷμα καὶ σάρκα, ἀλλὰ πρὸς τὶς ἀρχὲς καὶ πρὸς τὶς ἐξουσίες, πρὸς τοὺς κοσμοκράτορες τοῦ σκοτεινοῦ τούτου κόσμου, πρὸς τὰ πονηρὰ πνεύματα, μὲ ἔπαθλο τὰ ἐπουράνια ἀγαθά».
Ἀναρίθμητος λοιπόν εἶναι ὁ ὄχλος τῶν δαιμόνων ποὺ ὑπάρχουν στὸν ἀέρα γύρω μας καὶ δὲν βρίσκονται μακριά ἀπὸ μᾶς καὶ εἶναι ἡ ποικιλία τους πολὺ μεγάλη. Καὶ ὅσον ἀφορᾶ τὴν φύση τους καὶ τὶς ποικιλίες τους, θὰ μποροῦσε νὰ γίνει πολὺς λόγος, ἀλλὰ ὁ σκοπός μας ἐδῶ τώρα εἶναι νὰ διηγηθοῦμε ἄλλα, μεγαλύτερα πράγματα. Ἐκεῖνο ποὺ τώρα γιὰ μᾶς ἐπείγει καὶ εἶναι ἀνάγκη νὰ τὸ μάθουμε ἐμεῖς, εἶναι τὰ πονηρὰ σχέδια τὰ ὁποῖα καταστρώνουν ἐναντίον μας.
22. Καὶ ἐν πρώτοις ἂς γνωρίσουμε τοῦτο, ὅτι δηλαδὴ, ἂν καὶ οἱ δαίμονες ὀνομάζονται ἔτσι, δὲν ἐδημιουργήθησαν ἔτσι ἐξ ἀρχῆς γιατὶ ὁ Θεὸς δὲν ἐδημιούργησε τίποτε κακό·
ἐνῶ λοιπὸν δημιουργήθηκαν ἀγαθοί, ἐξέπεσαν ἀπ’ τὸ οὐράνιο φρόνημα, καὶ ἔκτοτε κυλιοῦνται γύρω ἀπὸ τὴ γῆ· κι ἐνῶ τοὺς Ἕλληνες τοὺς ἐξαπάτησαν μὲ τὶς μυθολογικὲς φαντασίες τους, γιὰ μᾶς τοὺς Χριστιανούς, ἐπειδὴ μᾶς φθονοῦν, κινοῦν τὰ πάντα ἐναντίον μας, μὲ σκοπὸ νὰ ἐμποδίσουν τὴν ἄνοδό μας στοὺς οὐρανούς, γιὰ νὰ μὴν ἀνέλθουμε ἐμεῖς ἐκεῖ ἀπ’ ὅπου αὐτοὶ ἐξέπεσαν.
Γι’ αὐτό, ἔχουμε ἀνάγκη πολλῆς προσευχῆς καὶ ἀσκήσεως, ὥστε ὁ καθένας ἀπὸ ἐμᾶς, λαμβάνοντας διὰ τοῦ Ἀγίου Πνεύματος τὸ χάρισμα τῆς διακρίσεως τῶν πνευμάτων, νὰ μπορέσουμε νὰ γνωρίσουμε τὶς πανουργίες τους. Ποιοί δηλαδή εἶναι λιγώτερο φαῦλοι, ποιοί εἶναι φαυλότεροι, ποιό εἶναι τὸ ἐπιτήδευμα, εἰς τὸ ὁποῖο τὸ κάθε ἕνα ἐπιδεικνύει τὴν δραστηριότητά του, καὶ πῶς τὸ καθένα ἐξ αὐτῶν ἀνατρέπεται καὶ ἐκβάλλεται.
Γιατὶ εἶναι πολλὲς οἱ πανουργίες τους ὅπως καὶ τὰ κινήματα τῆς ἐπιβουλῆς τους ἐναντίον μας. Ὁ μακάριος Ἀπόστολος Παῦλος καὶ οἱ μαθητές του τὰ εἶχαν μάθει αὐτὰ τὰ τεχνάσματα ὅταν ἔλεγαν· «Δὲν ἀγνοοῦμε τὰ σχέδιά του»· ἐμεῖς ὅμως ὀφείλουμε νὰ διορθώνουμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο βάσει τῆς πείρας ποὺ ἔχουμε ἀπ’ αὐτά. Γι’ αὐτό, λοιπόν, ἐπειδὴ ἔχω κι ἐγώ κάποια πεῖρα σχετικά μὲ τὰ πονηρά πνεύματα, σας τὴν ἐκθέτω τώρα πρὸς ἐσᾶς γιατὶ εἶστε πνευματικά παιδιά μου.
23. Ἐὰν λοιπὸν οἱ δαίμονες δοῦν ὅλους τοὺς Χριστιανούς, καὶ ἰδιαιτέρως τοὺς μοναχούς, νὰ εἶναι φιλόπονοι καὶ νὰ προκόβουν, στὴν ἀρχὴ ἐπιχειροῦν νὰ προκαλέσουν πειρασμούς, στήνοντας παγίδες κατὰ μῆκος τοῦ δρόμου. Τέτοιες διαβολικές παγίδες εἶναι οἱ πονηροὶ λογισμοί.
Ἐμεῖς ὅμως οἱ Χριστιανοί, δὲν πρέπει νὰ φοβώμαστε τὶς ὕπουλες ὑποβολές τους. Γιατί μὲ προσευχὲς καὶ μέ νηστεῖες καὶ μὲ πίστη πρὸς τὸν Κύριο, οἱ δαίμονες νικῶνται ἀμέσως. Ἀλλὰ κι ὅταν νικηθοῦν, αὐτοί δὲν παύουν ποτέ ἀλλά προσέρχονται καὶ πάλι μὲ πονηρία καὶ δολιότητα.
Γιατί ὅταν δὲν κατορθώσουν νὰ ἐξαπατήσουν τὴν καρδιὰ στὰ φανερὰ μὲ ἀκάθαρτους ἡδονικούς λογισμούς, ἐπιτίθενται πάλι μὲ ἄλλο τρόπο. Πλάθουν φαντάσματα εἰς τὸν νοῦ καὶ προσπαθοῦν νὰ μᾶς ἐκφοβίσουν, μετασχηματιζόμενοι καὶ μιμούμενοι γυναῖκες ἢ θηρία ἢ ἑρπετά ἢ ὄντα ὑπερμεγέθη καὶ πλήθη στρατιωτῶν.
Ἀλλὰ δὲν πρέπει νὰ δειλιάζουμε οὔτε καὶ μὲ αὐτά τὰ φαντάσματά τους. Γιατὶ ὄχι μόνο δὲν εἶναι τίποτε ἀλλὰ καὶ γρήγορα ἐξαφανίζονται, ἐὰν μάλιστα ὁ καθένας μας ὀχυρώνει τὸν ἑαυτό του μὲ τὴν πίστη καὶ τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ.
Εἶναι τολμηροὶ καὶ πολὺ ἀναιδεῖς, γιατὶ ἀκόμη κι ἂν νικηθοῦν μὲ ἕναν τρόπο αὐτοὶ καὶ πάλι ἐπιτίθενται μὲ ἄλλον τρόπο. Καὶ προσποιοῦνται ὅτι μαντεύουν καὶ ὅτι προλέγουν αὐτὰ ποὺ θὰ συμβοῦν στὸ μέλλον, καὶ παρουσιάζονται ψηλοί ὣς τὴν στέγη καὶ μὲ φαρδιὲς τὶς πλάτες, ὥστε ἐκείνους ποὺ δὲν μπόρεσαν νὰ ἀπατήσουν μὲ τοὺς λογισμούς, νὰ καταφέρουν νὰ τοὺς παρασύρουν μὲ τέτοιου εἴδους φαντασίες.
Ἐὰν ὅμως βροῦν τὴν ψυχὴ ἀσφαλισμένη μὲ τὴν πίστη καὶ τὴν ἐλπίδα τῆς διανοίας, τότε πλέον ἐπιζητοῦν τὴν βοήθεια τοῦ ἀρχηγοῦ τους.
24. Καὶ ὁ Ἀντώνιος ἔλεγε, ὅτι συχνὰ οἱ δαίμονες ἐμφανίζονται ὅπως ὁ Κύριος φανέρωσε τὸν διάβολο εἰς τὸν Ἰώβ, λέγοντας·
«Λάμπουν τὰ μάτια του σὰν τὸ ἄστρο τῆς αὐγῆς. Ἀπ’ τὸ στόμα του ἐξέρχονται λαμπάδες ἀναμμένες καὶ ἐκτοξεύονται ὡς ἑστίες πυρός. Ἀπ’ τὰ ρουθούνια του βγαίνει καπνός ὅπως ἀπὸ καμίνι ποὺ καίει μὲ πυρακτωμένα κάρβουνα. Εἶναι ἡ ψυχή του θράκα ἀναμμένη καὶ φλόγες βγαίνουν ἀπ’ τὸ στόμα του».
Ἔτσι ἐμφανιζόμενος ὁ ἄρχοντας τῶν δαιμονίων, φοβερίζει, ὁ πανοῦργος, ὅπως προεῖπα, καὶ ἐκστομίζει μεγάλες καυχησιολογίες, ὅπως τὸν ἀπεκάλυψε ὁ Κύριος λέγοντας καὶ πάλι στὸν Ἰώβ· «Αὐτὸς θεωρεῖ τὸ σίδερο γιὰ ἄχυρο καὶ τὸ χαλκὸ σὰν σάπιο ξύλο».
«Καὶ θεωρεῖ τὴν θάλασσα σὰν τὸ μικρὸ του ἀγγείο γιὰ τὰ ἀρώματα, πὼς ἔχει τὰ Τάρταρα τῆς Ἀβύσσου ὑπὸ τὴν ἐξουσία του ὅπως ἕναν αἰχμάλωτο· καὶ τὴν ἴδια τὴν Ἄβυσσο τὴν λογαριάζει σὰν περίπατό του». Καὶ ὅπως ὁ Κύριος μᾶς ἀπεκάλυψε διὰ τοῦ προφήτου· «Εἶπε ὁ ἐχθρός: Θὰ καταδιώξω τὸν ἄνθρωπο καὶ θὰ τὸν κυριεύσω».
Καὶ μὲ ἄλλον Προφήτη μᾶς ἀποκαλύπτει ὁ Κύριος, πὼς καυχιέται ὁ διάβολος, λέγοντας· «Θὰ καταλάβω μὲ τὸ χέρι μου ὅλη τὴν οἰκουμένη, τόσο εὔκολα, ὅπως καταλαμβάνει κάποιος τὴν φωλιὰ ἑνός πουλιοῦ, καὶ θὰ τὴν σηκώσω ὅπως σηκώνει κάποιος τὰ ἐγκαταλελειμμένα αὐγά».
Καὶ γενικῶς, μὲ τέτοια ἐπιχειρήματα κομπάζουν οἱ δαίμονες, καὶ τέτοια ὑπόσχονται ἐπιχειρώντας νὰ ἐξαπατήσουν τοὺς θεοσεβεῖς. Ἐμεῖς ὅμως οἱ πιστοὶ δὲν πρέπει νὰ φοβώμαστε τὶς φαντασίες τοῦ διαβόλου οὔτε καὶ νὰ προσέχουμε τὶς φωνές του, γιατὶ ψεύδεται καὶ δὲν λέγει ποτὲ τίποτε τὸ ἀληθινό.
Καὶ μολονότι καυχᾶται τόσο πολὺ καὶ ἀποθρασύνεται, ἐπιάσθη ἐν τούτοις, ὡς πελώριο φίδι, ἀπὸ τὸν Σωτῆρα μὲ τὸ ἀγκίστρι, καὶ ὅπως στὸ κτῆνος, τοὔχει φορέσει χαλινάρια ὁ Κύριος γύρω στὴ μύτη, καὶ ὡς δραπέτη τοῦ ἔδεσε μὲ κρίκο τὰ ρουθούνια καὶ τοῦ ἐτρύπησε τὰ χείλη μὲ χαλκᾶ.
Κι ὁ Κύριος τὸν ἔδεσε λοιπὸν σὰν σπουργιτάκι, γιὰ νὰ τὸν περιπαίζουμε ἐμεῖς· καὶ εἶναι ριγμένοι κατὰ γῆς, αὐτὸς καὶ οἱ δαίμονές του, γιὰ νὰ καταπατοῦνται ἀπὸ ἐμᾶς τοὺς χριστιανούς, ὅπως τὰ φίδια καὶ οἱ σκορπιοὶ.
Καὶ γνώρισμα τῆς ἀδυναμίας του αὐτῆς, εἶναι ὅτι ἐδῶ καὶ τώρα ἐμεῖς πολιτευόμαστε ἐναντίον του. Διότι ἐκεῖνος ποὺ διακήρυττε ὅτι θὰ ἐξαφανίση τὴν θάλασσα καὶ θὰ γίνη κύριος τῆς οἰκουμένης, ἰδοὺ τώρα, δὲν μπορεῖ νὰ ἐμποδίση τὴν ἄσκησή σας, οὔτε κι ἐμένα ποὺ ὁμιλῶ ἐναντίον του.
Ἂς μὴν προσέχουμε, λοιπόν, σὲ ὅσα τυχὸν λέγει, γιατὶ ψεύδεται, οὔτε καὶ νὰ δειλιάζουμε μὲ τὰ φαντάσματά του, γιατὶ εἶναι ψεύτικα κι αὐτά. Γιατὶ αὐτὸ ποὺ φαίνεται μὲ τὰ τεχνάσματά του αὐτά, δὲν εἶναι φῶς ἀληθινό, ἀλλὰ εἶναι μᾶλλον τὰ προοίμια καὶ ἡ προεικόνιση τοῦ πυρὸς τῆς κολάσεως ποὺ ἔχει ἑτοιμασθῆ γι’ αὐτοὺς· καὶ μὲ τὸ ἴδιο πῦρ στὸ ὁποίο πρόκειται νὰ καοῦν, μὲ ἐκεῖνο προσπαθοῦν νὰ φοβίσουν τοὺς ἀνθρώπους.
Καὶ τὰ φαντάσματα αὐτὰ παρουσιάζονται ἀλλὰ τὴν ἰδία στιγμὴ ἐξαφανίζονται πάλι χωρὶς νὰ βλάψουν κανέναν ἀπὸ τοὺς πιστούς, φέροντες ὅμως πλήρη ἀπεικόνιση τοῦ πυρὸς ποὺ πρόκειται στὸ μέλλον νὰ τοὺς δεχτῆ. Δὲν πρέπει λοιπὸν νὰ τοὺς φοβόμαστε, οὔτε καὶ σὲ αὐτὲς τὶς περιπτώσεις, γιατὶ, διὰ τῆς χάριτος τοῦ Χριστοῦ, ὅλα τὰ πονηρὰ τους τεχνάσματα δὲν λογαριάζονται γιὰ τίποτα.
25. Ἀλλὰ, εἶναι καὶ δόλιοι καὶ ἕτοιμοι νὰ μεταβάλλωνται καὶ νὰ μετασχηματίζωνται σὲ κάθε τι. Πολλὲς φορὲς λοιπόν, ἐνῶ εἶναι κρυμμένοι, προσποιοῦνται πὼς ψάλλουν μελλωδικά, καὶ ἀναφέρουν λέξεις ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφῆ.
Καὶ μερικὲς φορές, ὅταν ἐμεῖς διαβάζουμε, εὐθὺς ἐκεῖνοι ἐπαναλαμβάνουν, σὰν ἠχὼ πολλὲς φορὲς, αὐτὰ ποὺ ἔχουν διαβαστῆ. Ἄλλες φορές, μᾶς σηκώνουν γιὰ προσευχές ἐνῶ κοιμώμαστε. Καὶ τὸ κάνουν αὐτὸ συνεχῶς, ὥστε σχεδὸν δὲν μᾶς ἀφήνουν οὔτε νὰ κοιμηθοῦμε.
Ἄλλοτε πάλι, μεταμορφώνονται σὲ μοναχούς καὶ προσποιοῦνται ὅτι μιλοῦν ὡς εὐλαβεῖς, γιὰ νὰ μᾶς πλανήσουν μὲ τὴν ὁμοιότητά τους στὸ μοναχικὸ μας σχῆμα, κι ἔπειτα νὰ σύρουν ὅπου θέλουν ὅσους καταφέρουν να ἐξαπατήσουν.
Ἀλλὰ δὲν πρέπει νὰ τοὺς προσέχουμε, ἔστω κι ἂν μᾶς ξυπνοῦν γιὰ προσευχὴ, ἢ ἂν μᾶς συμβουλεύουν νὰ μὴν τρῶμε καθόλου, ἢ ἂν προσποιοῦνται πὼς μᾶς κατηγοροῦν καὶ μᾶς περιγελοῦν γιὰ πράγματα, στὰ ὁποῖα κάποτε συμφωνοῦσαν μαζί μας.
Διότι δὲν τὰ κάνουν αὐτὰ ἀπὸ εὐλάβεια ἢ γιὰ τὴν ἀλήθεια, ἀλλὰ γιὰ νὰ φέρουν σὲ ἀπόγνωση τοὺς ἀκέραιους ἀνθρώπους καὶ νὰ εἰποῦν πὼς ἡ ἀσκητικὴ ζωή εἶναι ἀνώφελη, καὶ νὰ κάμουν τοὺς ἀνθρώπους νὰ τὴ σιχαθοῦν, διότι δῆθεν ἡ μοναχικὴ ζωὴ εἶναι φορτικὴ καὶ βαρύτατη, καὶ γιὰ νὰ ἐμποδίσουν ὅσους πολιτεύονται ἐναντίον τους.
26. Ὁ προφήτης Ἀββακοὺμ ἐξάλλου, τὸν ὁποῖον ἀπέστειλε ὁ Κύριος, ἐταλάνιζε τοὺς δαίμονες, λέγοντας· «Ἀλλοίμονο σ’ ἐκεῖνον ποὺ ποτίζει τὸν πλησίον του μεθυστικό κρασί κι ἀπολαμβάνει ἔπειτα τὸν ἐξευτελισμό του! Γιατὶ τοιαῦτα σχέδια καὶ λογισμοὶ ἀπομακρύνουν τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὴν ὁδὸ τῆς ἀρετῆς.
Ἀλλὰ καὶ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος τοὺς φίμωνε τοὺς δαίμονες καὶ τοὺς ἐμπόδιζε νὰ ὁμιλοῦν ἀκόμη κι ὅταν ἔλεγαν τὴν ἀλήθεια, γιατὶ στ’ ἀλήθεια τὸ ἔλεγαν· «Ἐσὺ εἶσαι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ»; καὶ τοὺς ἐμπόδιζε νὰ ὁμιλοῦν, μήπως, καμμιὰ φορά, μαζὶ μὲ τὴν ἀλήθεια, σπείρουν ταυτόχρονα καὶ τὴν κακία τους, καὶ γιὰ νὰ μᾶς συνηθίση κι ἐμᾶς νὰ μὴν τοὺς προσέχουμε ποτὲ, ἔστω κι ἂν φαίνωνται πὼς λένε τὴν ἀλήθεια.
Διότι ἐνῶ ἔχουμε τὶς Ἅγιες Γραφὲς καὶ τὴν ἐλεύθερη βούληση ποὺ μᾶς δόθηκε ἀπὸ τὸν Σωτῆρα, εἶναι ἀπρεπὲς νὰ διδασκώμεθα ἀπ’ τὸν διάβολο, ὁ ὁποῖος δὲν φύλαξε τὸ δικό του ἀξίωμα ἀλλὰ θέλησε ἄλλα ἀντὶ ἄλλων. Διὰ τοῦτο ἀκόμη κι ὅταν λέει λέξεις ἀπὸ τὶς Γραφὲς ὁ Θεὸς τὸν ἐμποδίζει λέγοντας· «Καὶ στὸν ἁμαρτωλὸν εἶπε ὁ Θεός, διατὶ διηγεῖσαι ἐσὺ τὶς ἐντολές μου καὶ πιάνεις τὴν διαθήκη μου στὸ στόμα σου;»
Διότι, προκειμένου νὰ ἀπατήσουν τοὺς ἀκέραιους χαρακτῆρες, χρησιμοποιοῦν ὅλους τοὺς τρόπους, δηλαδὴ καὶ φωνάζουν καὶ θορυβοῦν καὶ ὑποκρίνονται καὶ προκαλοῦν ταραχή.
Ἐπίσης κάνουν καὶ χτύπους καὶ γελοῦν ἀνόητα καὶ σφυρίζουν. Ἐὰν ὅμως κάποιος δὲν τοὺς δίνει σημασία, τότε κλαίουν καὶ θρηνοῦν ὡς ἡττημένοι.
27. Ὁ Κύριος, λοιπόν, ὡς Θεὸς ἐφίμωνε τοὺς δαίμονες· κι ἐμεῖς ὅμως, ποὺ μάθαμε πολλὰ ἀπ’ τὸ παράδειγμα τῶν ἁγίων, πρέπει νὰ ἐνεργοῦμε σύμφωνα μ’ ἐκείνους καὶ νὰ μιμούμεθα τὴν ἀνδρεία τους. Διότι ὅταν ἐκεῖνοι ἔβλεπαν τὰ ἔργα τῶν δαιμόνων, ἔλεγαν· «Ὅταν εὑρέθη ὁ ἁμαρτωλὸς ἐνώπιόν μου, ἔκλεισα τὰ αὐτιά μου καὶ ταπεινώθηκα κι ἐτήρησα ἀπόλυτη σιωπή ἀκόμη καὶ ἐπὶ λόγων ἢ ἔργων ἀγαθῶν».
Καὶ πάλι· «Ἐγὼ δέ, σὰν νὰ ἤμουν κουφός, δὲν ἄκουγα τὰ λόγια τους καὶ σὰν νὰ ἤμουν ἄλαλος, δὲν ἄνοιγα τὸ στόμα μου γιὰ νὰ ἀπαντήσω. Καὶ ἔγινα σὰν ἄνθρωπος ποὺ δὲν ἀκούει».
Κι ἐμεῖς, λοιπόν, ἂς μὴν τοὺς ἀκοῦμε οὔτε νὰ ὑπακοῦμε εἰς αὐτούς, διότι εἶναι τελείως ξένοι πρὸς ἐμᾶς, ἀκόμη κι ὅταν μᾶς ξυπνοῦν γιὰ νὰ προσευχηθοῦμε, ἢ ἀκόμη κι ὅταν μᾶς ὁμιλοῦν περὶ νηστείας· ἀλλὰ μᾶλλον ἂς προσέχουμε περισσότερο τὸν δικό μας ζῆλο γιὰ τὴν ἀσκητικῆ ζωῆ καὶ ἂς μὴν ἀπατώμεθα ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ὅλα τὰ κάνουνε μὲ δόλο.
Οὔτε πρέπει νὰ τοὺς φοβόμαστε, ἔστω κι ἂν φαίνωνται ὅτι ἐπιτίθενται ἐναντίον μας ἢ κι ἂν μᾶς ἀπειλοῦν μὲ θάνατο· διότι εἶναι ἀδύναμοι καὶ δὲν μποροῦν νὰ κάμουν τίποτα παρὰ μόνο νὰ φοβερίζουν.
28. Σᾶς ἔχω ἤδη μιλήσει περὶ τοῦ διαβόλου ἐν συντομία· Ἀλλὰ καὶ πάλι, δὲν θὰ βαρεθῶ νὰ σᾶς μιλήσω ἐκτενέστερα γιὰ ὅσα ἀφοροῦν τοὺς δαίμονες· διότι ἡ ὑπόμνηση τῶν λόγων εἶναι πρὸς ὅφελος τῆς πνευματικῆς σας ἀσφάλειας.
Ὅταν ἦλθε ὁ Κύριος στὴν γῆ ὁ ἐχθρὸς κατέπεσε καὶ oἱ δυνάμεις του ἐξασθένησαν. Διὰ τοῦτο βεβαίως καὶ δὲν μπορεῖ νὰ κάμη τίποτε, ὅμως σὰν τύραννος ποὺ εἶναι, μολονότι κατέπεσε, αὐτὸς δὲν ἠρεμεῖ, ἀλλὰ ἐξακολουθεῖ νὰ ἀπειλεῖ, ἔστω καὶ μόνο μὲ λόγια. Ὁ καθένας ἀπὸ σᾶς λοιπὸν ἂς τὸ σκέφτεται κι αὐτὸ καὶ θὰ μπορῆ νὰ καταφρονῆ τὰ δαιμόνια.
Ἂν δηλαδὴ εἶχαν κι αὐτοὶ σώματα σὰν τὰ δικά μας θὰ μποροῦσαν νὰ λένε ὅτι οἱ ἄνθρωποι κρύβονται καὶ δὲν τοὺς βρίσκουμε, ἀλλὰ ὅταν τοὺς βροῦμε τοὺς βλάπτουμε. Θὰ μπορούσαμε κι ἐμεῖς νὰ κρυβώμαστε, ὥστε νὰ μὴ μποροῦν νὰ μᾶς βροῦν, γιατὶ θὰ τοὺς κλείναμε τὶς πόρτες.
Ἐφ’ ὅσον ὅμως οἱ δαίμονες δὲν ἔχουν ὑλικὸ σῶμα, μποροῦν νὰ εἰσέλθουν ἀκόμα καὶ μὲ κλειστὲς τὶς πόρτες καὶ βρίσκονται παρόντες παντοῦ στὸν ἀέρα, τόσο αὐτοὶ ὅπως καὶ ὁ ἀρχηγός τους ὁ διάβολος. Εἶναι πάντοτε κακοπροαίρετοι καὶ ἕτοιμοι νὰ κάνουν τὸ κακό, καί, ὅπως εἶπε ὁ Σωτήρας, ὁ διάβολος, ὁ πατὴρ τῆς κακίας, εἶναι ἐξ ἀρχῆς ἀνθρωποκτόνος.
Ἐμεῖς ὅμως ζοῦμε πνευματικά κατὰ τὸν τρόπο τοῦ Χριστοῦ καὶ πολιτευόμεθα ἐναντίον τους ὅλο καὶ περισσότερο. Διότι εἶναι φανερὸ ὅτι δὲν ἔχουν καμμία δύναμη, παρ’ ὅλο ποὺ κανένας τόπος δὲν τοὺς ἐμποδίζει νὰ μᾶς ἐπιβουλεύωνται, οὔτε μᾶς βλέπουν σὰν φίλους τους γιὰ νὰ μᾶς λυπηθοῦν, οὔτε τὸ καλὸ ἀγαποῦν προκειμένου νὰ διορθωθοῦν ἀλλὰ μᾶλλον εἶναι πονηροὶ· καὶ τίποτε ἄλλο δὲν τοὺς ἐνδιαφέρει περισσότερο ὅσο τὸ νὰ βλάπτουν τοὺς φίλους τῆς ἀρετῆς καὶ τοὺς θεοσεβεῖς.
Κι ἐπειδὴ δὲν ἔχουν δύναμη, γι’ αὐτὸ καὶ δὲν κάνουν τίποτα, παρὰ μονάχα ἀπειλοῦν. Διότι, ἂν εἶχαν δύναμη δὲν θὰ ἀργοποροῦσαν, ἀλλὰ εὐθὺς ἀμέσως θὰ ἐνεργοῦσαν τὸ κακό, γιατὶ εἶναι πάντοτε προδιατεθειμένοι γιὰ τὸ κακό καὶ μάλιστα ἐναντίον μας.
Ἰδοὺ λοιπὸν τώρα, ἐμεῖς ἔχουμε συγκεντρωθῆ ἐδῶ καὶ ὁμιλοῦμε ἐναντίον των, κι ἐκεῖνοι γνωρίζουν ὅτι, ἐνῶ ἐμεῖς προκόβουμε πνευματικά, αὐτοὶ γίνονται ὅλο καὶ περισσότερο ἀνίσχυροι. Ἐάν λοιπόν εἶχαν ἐξουσία δὲν θ’ ἄφηναν κανέναν ἀπὸ μᾶς τοὺς Χριστιανοὺς νὰ ζῆ. «Διότι ἡ θεοσέβεια προκαλεῖ ἀηδία εἰς τὸν ἁμαρτωλὸ».
Κι ἐπειδὴ δὲν ἔχουν καμμία δύναμη, γι αὐτὸ μᾶλλον τοὺς ἑαυτούς τους πληγώνουν· γιατὶ δὲν μποροῦν νὰ κάμουν τίποτε ἀπ’ ὅσα ἀπειλοῦν.
Ἔπειτα, γιὰ νὰ μὴν τοὺς φοβώμαστε πρέπει νὰ σκεφτώμαστε καὶ τὸ ἑξῆς· Ὅτι δηλαδή, ἂν εἶχαν δύναμη, δὲν θὰ ἔρχονταν σὰν ὄχλος, οὔτε θὰ δημιουργοῦσαν φαντασίες, οὔτε θὰ μεταμορφώνονταν γιὰ νὰ πραγματοποιήσουν τοὺς σκοποὺς τους·
ἀλλὰ θὰ ἀρκοῦσε ἕνας καὶ μόνο δαίμονας νὰ ἔλθη, γιὰ νὰ μᾶς κάνη αὐτὸ ποὺ μπορεῖ κι αὐτὸ ποὺ θέλει· πολὺ περισσότερο γιατὶ, ὅποιος ἔχει τὴν ἐξουσία, δὲν σκοτώνει μὲ φαντάσματα οὔτε φοβερίζει μὲ τοὺς ὄχλους, ἀλλὰ εὐθὺς ὣς τὸ θελήση κάνει κατάχρηση τῆς ἐξουσίας του.
Ἀλλὰ, ἐπειδὴ οἱ δαίμονες δὲν μποροῦν νὰ κάμουν τίποτε, παίζουν σὰν ἠθοποιοὶ ἐπὶ σκηνῆς, ἀλλάζοντας τὶς μορφές τους καὶ φοβίζοντας τὰ μικρὰ παιδιὰ, μὲ τὴν φαντασία τοῦ πλήθους των καὶ τοὺς μετασχηματισμούς των· μὲ πράγματα δηλαδή γιὰ τὰ ὁποῖα ὀφείλουμε μᾶλλον νὰ τοὺς καταφρονοῦμε, ὡς ἀδύναμους.
Ἀντιθέτως, ὁ ἀληθινὸς ἄγγελος τὸν ὁποῖον ἔστειλε ὁ Κύριος ἐναντίον τῶν Ἀσσυρίων, δὲν εἶχε ἀνάγκη ἀπὸ ὀχλαγωγίες, οὔτε ἀπὸ φανταστικές ὁπτασίες, οὔτε ἀπὸ κτύπους καὶ κρότους, ἀλλὰ ἤρεμα καὶ ἀθόρυβα ἔκανε χρῆση τῆς ἐξουσίας του καὶ εὐθὺς ἐφόνευσε ἑκατὸν ὀγδόντα πέντε χιλιάδες.
Οἱ ἀδύναμοι δαίμονες ὅμως, τέτοιοι ποὺ εἶναι, δὲν μποροῦν νὰ κάμουν τίποτε, ἔστω κι ἂν ἐπιχειροῦν νὰ ἐκφοβίζουν τοὺς ἀνθρώπους μὲ τὰ φαντάσματά τους.
29. Ἐὰν κάποιος σκεφθῆ τὰ παθήματα τοῦ Ἰὼβ καὶ ἀναρωτηθῆ· Γιατί, λοιπόν, ὅταν ὁ διάβολος ἐξῆλθε ἀπὸ τὴν παράστασή του ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, τὰ ἔκαμε ὅλα αὐτὰ ἐναντίον του; καὶ τὸν ἀπογύμνωσε ἀπὸ τὰ ὑπάρχοντά του, καὶ σκότωσε τὰ τέκνα του, κι ἐκεῖνον τὸν ἔπληξε μὲ πληγὴ φρικτὴ καὶ ὀδυνηρή;
Ἂς γνωρίζη λοιπὸν αὐτὸς ποὺ ἐρωτᾶ, ὅτι ὁ ἰσχυρός δὲν ἦταν ὁ διάβολος, ἀλλὰ ὁ Θεός, ποὺ τοῦ παρέδωσε τὸν Ἰὼβ προκειμένου νὰ δοκιμαστῆ ἡ πίστη καὶ ἡ ὑπομονή του. Κι ἐπειδὴ ἀπὸ μόνος του δὲν εἶχε τὴν δύναμη νὰ κάμη τίποτε, ζήτησε ἀπ’ τὸν Θεὸ τὴν ἄδεια καί, μόλις τὴν ἔλαβε, ἔκαμε ὅ,τι ἔκαμε ἐναντίον τοῦ Ἰώβ.
Ὥστε κι ἀπ’ αὐτὸ εἶναι ὁ ἐχθρός ἀκόμη περισσότερο ἀξιοκατάκριτος, διότι, μολονότι ἤθελε, ἐν τούτοις δὲν ὑπερίσχυσε οὔτε ἐναντίον ἑνὸς δικαίου ἀνθρώπου· Γιατὶ, ἂν εἶχε δύναμη, δὲν θὰ ζητοῦσε τὴν ἄδεια· καὶ ἐπειδὴ ζήτησε τὴν ἄδεια, ὄχι μιὰ ἀλλὰ καὶ γιὰ δεύτερη φορά, ἀπ’ αὐτὸ φαίνεται ἀδύναμος καὶ ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ κάνη τίποτε.
Καὶ δὲν εἶναι καθόλου παράξενο τὸ γεγονὸς ὅτι δὲν κατάφερε τίποτε ἐναντίον τοῦ Ἰώβ, ἀφοῦ βεβαίως, δὲν θὰ γινόταν καταστροφή οὔτε καὶ κατὰ τῶν ζῶων του, ἐὰν ὁ Θεός δὲν τὸ ἐπέτρεπε·
ἀλλὰ, δὲν ἔχει ἐξουσία ὁ διάβολος οὔτε καὶ κατὰ τῶν χοίρων· Διότι, ὅπως γράφει τὸ Εὐαγγέλιο, παρακαλοῦσαν τὸν Κύριο οἱ δαίμονες, λέγοντας· «Ἐπίτρεψέ μας νὰ ἀπέλθουμε εἰς τὴν ἀγέλη τῶν χοίρων». Ἐάν, λοιπόν, δὲν ἔχουν ἐξουσία οὔτε στοὺς χοίρους, πολὺ περισσότερο δὲν ἔχουν ἐξουσία ἐπάνω στοὺς ἀνθρώπους, ποὖναι πλασμένοι κατ’ εἰκόνα Θεοῦ.
30. Μονάχα τὸν Θεὸ, λοιπὸν, πρέπει νὰ φοβόμαστε ἐνῶ αὐτοὺς νὰ τοὺς καταφρονοῦμε καὶ νὰ μὴν τοὺς φοβόμαστε καθόλου. Ἀντιθέτως, ὅσο περισσότερο πράττουν αὐτοὶ αὐτά, τόσο περισσότερο ἂς ἐπαυξάνωμε ἐμεῖς τὴν ἄσκησή μας ἐναντίον τους. Διότι τὸ μέγα ὅπλο μας ἐναντίον τους εἶναι ὁ ὀρθόδοξος βίος καὶ ἡ πίστη στὸν Θεό.
Φοβοῦνται πράγματι οἱ δαίμονες τὴν νηστεία τῶν ἀσκητῶν, τὴν ἀγρυπνία, τὶς προσευχές, τὴν πραότητα, τὸν ἥσυχο χαρακτῆρα, τὴν ἀφιλοχρηματία, τὴν ἔλλειψη κενοδοξίας, τὴν ταπεινοφροσύνη, τὴν ἀγάπη πρὸς τοὺς πτωχούς, τὶς ἐλεημοσύνες, τὴν ἀοργησία καὶ πρὸ πάντων τὴν εὐσέβεια πρὸς τὸν Χριστό.
Γι’ αὐτό λοιπὸν τὰ κάνουν ὅλα, γιὰ νὰ μὴν ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ θὰ τοὺς καταπατοῦν. Διότι γνωρίζουν καλὰ τὴν θεία χάρη ποὺ δόθηκε στοὺς πιστούς ἐναντίον τους ἀπ’ τὸν Σωτῆρα, ὁ ὁποῖος λέγει· «Ἰδοὺ σᾶς ἔχω δώσει τὴν ἐξουσία νὰ πατᾶτε πάνω σὲ φίδια καὶ σκορπιοὺς καὶ πάνω σ’ ὅλη τήν δύναμι τοῦ ἐχθροῦ».
31. Ἄν λοιπὸν ὑποκρίνωνται ὅτι ἔχουν τὴν ἱκανότητα νὰ προλέγουν τὰ μέλλοντα, ἂς μὴν τοὺς δίδει κανεὶς σημασία. Γιατὶ συχνά, ἀπὸ προτήτερα, μᾶς λένε τὰ ὀνόματα τῶν ἀδελφῶν ποὺ ὕστερα ἀπὸ λίγες ἡμέρες πρόκειται νὰ μᾶς συναντήσουν. Καὶ ὕστερα ἐκεῖνοι πράγματι ἔρχονται.
Τὸ κάνουν ὅμως αὐτό οἱ δαίμονες, ὄχι γιατί ἐνδιαφέρονται γιὰ ὅσους τοὺς ἀκοῦνε, ἀλλὰ γιὰ νὰ τοὺς πείσουν νὰ τοὺς ἐμπιστεύονται ὡς προφῆτες κι ἀφοῦ θὰ τοὺς ἔχουν κάνει ὑποχείριους τότε νὰ τοὺς καταστρέψουν. Ἑπομένως, δὲν πρέπει νὰ τοὺς δίνουμε προσοχή, ἀλλά, καὶ ὅταν προλέγουν κάτι, ἐμεῖς νὰ μὴ τοὺς παραδεχώμαστε γιατί δὲν τοὺς ἔχουμε ἀνάγκη.
Διότι, τί τὸ παράξενο, ἐάν, ἔχοντες αὐτοὶ ἐλαφρότερα σώματα ἀπ’ τοὺς ἀνθρώπους, βλέπουν ἐκείνους ποὺ ξεκίνησαν γιὰ νὰ ἔρθουν σὲ μᾶς καὶ τρέχοντας γρηγορότερα τοὺς προσπερνοῦν στὸν δρόμο καὶ προλαβαίνουν καὶ μᾶς εἰδοποιοῦν; Ἔτσι, κι ἕνας καβαλλάρης μπορεῖ νὰ προλέγη, προσπερνῶντας αὐτοὺς ποὺ πᾶνε μὲ τὰ πόδια.
Δὲν πρέπει λοιπόν νὰ τοὺς θαυμάζουμε οὔτε καὶ γι’ αὐτὸ. Διότι δὲν προγνωρίζουν τίποτε ἀπὸ αὐτὰ ποὺ δὲν ἔχουν ἀκόμα γίνει. Μονάχα ὁ Θεὸς εἶναι ἐκεῖνος ποὺ γνωρίζει τὰ πάντα, προτοῦ νὰ συμβοῦν.
Αὐτοὶ ὅμως σὰν κλέφτες προτρέχουν καὶ ἀναγγέλλουν ὅσα βλέπουν. Σὲ πόσους ἄραγε νὰ ἀνακοινώνουν αὐτὴ τὴ στιγμὴ ὅτι ἐδῶ συγκεντρωθήκαμε καὶ μιλᾶμε ἐναντίον τους, προτοῦ νὰ φύγη κάποιος ἀπὸ μᾶς καὶ τὰ ἀναγγείλη! Αὐτὸ ὅμως, κι ἕνα παιδάκι ποὺ τρέχει γρήγορα μπορεῖ νὰ τὸ κάνει, ἂν προλάβη κάποιον ἄλλον ποὺ ἀργοπόρησε.
Νά τί θέλω νὰ πῶ. Ἂν κάποιος πρόκειται νὰ ἀρχίση νὰ περπατεῖ ἀπὸ τὴν Θηβαΐδα ἢ ἀπὸ κάποια ἄλλη χώρα, πρὶν μὲν ἀρχίση νὰ βαδίζη οἱ δαίμονες δὲν γνωρίζουν ἂν τελικά θὰ ὁλοκληρώση τὴν ὁδοιπορία.
Εὐθὺς ὅμως ὅταν τὸν δοῦν νὰ προχωρῆ, προτρέχουν καί, προτοῦ νὰ φθάση αὐτός, ἀναγγέλλουν τὸν ἐρχομό του. Καὶ ὕστερα ἀπὸ μερικὲς ἡμέρες ἐκεῖνοι πράγματι ἔρχονται. Πολὺ συχνὰ ὅμως, οἱ ὁδοιπόροι γυρίζουν πίσω καὶ οἱ δαίμονες διαψεύδονται.
32. Κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο φλυαροῦν καὶ γιὰ τὸ νερὸ τοῦ ποταμοῦ Νείλου· γιατί μόλις δοῦν νὰ πέφτουν πολλὲς βροχὲς στὰ μέρη τῆς Αἰθιοπίας, καί, γνωρίζοντας ὅτι ἀπὸ κεῖνες τὶς βροχὲς γίνεται ἡ πλημμύρα τοῦ ποταμοῦ, προτρέχουν καὶ τὸ λένε προτοῦ τὸ νερὸ νὰ ἔλθη στὴν Αἴγυπτο. Αὐτὸ ὅμως καὶ οἱ ἄνθρωποι θὰ μποροῦσαν νὰ τὸ εἰποῦν, ἂν μποροῦσαν νὰ τρέξουν ὅπως ἐκείνοι.
Καὶ ὅπως ὁ σκοπὸς τοῦ Δαυίδ, ἀνεβαίνοντας σὲ μέρος ὑψηλὸ καὶ στήνωντας ἐκεῖ τὴν σκοπιά του, ἔβλεπε κάποιον ποὺ ἐρχόταν προτήτερα ἀπὸ κάποιον ἄλλο σκοπό ποὺ παρέμενε σὲ χαμηλή σκοπιά, καὶ προτρέχοντας, ἔλεγε πρὶν ἀπ’ τοὺς ἄλλους σκοπούς ὄχι ἐκεῖνα ποὺ δὲν εἶχαν ἀκόμα συμβῆ, ἀλλὰ ἐκεῖνα ποὺ ἦταν ἤδη σὲ ἐξέλιξη καὶ ποὺ γίνονταν.
Ὅπως λοιπόν ὁ σκοπὸς τοῦ Δαυΐδ, ἔτσι καὶ οἱ δαίμονες προτιμοῦν νὰ κουράζωνται καὶ νὰ εἰδοποιοῦν τοὺς ἄλλους, ἀλλὰ μόνο γιὰ νὰ τοὺς ἐξαπατοῦν.
Ἂν ὅμως ἡ Πρόνοια τοῦ Θεοῦ, ἐν τῶ μεταξύ, ἀποφασίση κάτι διαφορετικό, γιὰ τὰ νερὰ ἢ γιὰ τοὺς ὁδοιπόρους, διότι τὴν ἔχει αὐτὴ τὴν δύναμη, τότε οἱ δαίμονες ἀποδείχνονται ψεῦτες καὶ ὅσοι τοὺς εἶχαν πιστεύσει θὰ εἶχαν ξεγελαστῆ.
33. Ἔτσι, τὰ μαντεῖα τῶν Ἑλλήνων εἶχαν συσταθῆ καὶ ἔτσι οἱ ἄνθρωποι κατὰ τὸ παρελθόν πλανήθηκαν ἀπὸ τοὺς δαίμονες, ἀλλὰ καὶ ἔτσι ἀργότερα ἔπαυσε ἡ πλάνη. Γιατὶ ἦλθε ὁ Κύριος, ὁ Ὁποῖος, κατήργησε τοὺς δαίμονες μαζὶ μὲ τὴν πανουργία τους.
Γιατὶ ἀπὸ μόνοι τους δὲν γνωρίζουν τίποτε, ἀλλά, σὰν τοὺς κλέφτες, μονάχα προβάλλουν ἐκεῖνα ποὺ βλέπουν σὲ ἄλλους, καὶ μᾶλλον παρατηροῦν καὶ συμπεραίνουν παρὰ προγνωρίζουν. Ἑπομένως, κι ἂν κάποτε ποῦνε κάτι ἀληθινό, οὔτε τότε ἂς μὴν τοὺς θαυμάζη κανείς.
Διότι καὶ οἱ γιατροί, ἀπὸ τὴν ἐμπειρία ποὺ ἔχουν πάνω στὶς ἀσθένειες, ὅταν παρατηρήσουν τὴν ἴδια νόσο σὲ διαφορετικούς ἀνθρώπους, πολλάκις προλέγουν τὴν ἐξέλιξή της, γιατὶ ἐκ πείρας στοχάζωνται καὶ βγάζουν συμπεράσματα.
Ἀλλὰ καὶ οἱ κυβερνῆτες τῶν πλοίων καὶ οἱ γεωργοὶ ἐπίσης, τὸ ἴδιο κάνουν. Παρατηρῶντας ἀπὸ συνήθεια τὶς καιρικές συνθήκες, προλέγουν ἂν θὰ χειμωνιάση ἢ ἂν θὰ γίνη καλοκαιρία. Καὶ γι’ αὐτό, δὲν μπορεῖ νὰ πῆ κανεὶς, ὅτι προλέγουν ἀπὸ θεία ἔμπνευση, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν πεῖρα καὶ τὴν συνήθεια.
Ἐὰν κάποτε καὶ οἱ δαίμονες, λοιπόν, ἔτσι στοχαζόμενοι λένε τὰ ἴδια πράγματα, ἂς μὴν τοὺς θαυμάζη κανεὶς γι’ αὐτό, οὔτε νὰ τοὺς δίνη προσοχή. Διότι, σὲ τί χρησιμεύει σὲ ὅσους τοὺς ἀκοῦνε τὸ νὰ γνωρίζουν λίγες μέρες νωρίτερα αὐτὰ ποὺ πρόκειται νὰ συμβοῦν;
Ἢ ποιά ἐπείγουσα ἀνάγκη ὑπάρχει νὰ τὰ προγνωρίζη κανεὶς αὐτὰ ἀκόμη κι ἂν ὅντως μπορεῖ νὰ τὰ γνωρίζη ἀληθινά; Διότι ἡ πρόγνωση δὲν εἶναι ἀπὸ κεῖνα ποὺ προάγουν τὴν ἀρετή καὶ οὔτε εἶναι γνώρισμα ἀγαθοῦ ἤθους.
Διότι, κανεὶς ἀπὸ μᾶς δὲν θὰ κριθῆ ἐπειδὴ δὲν γνώριζε τὰ μέλλοντα, καὶ κανεὶς ἀπὸ μᾶς δὲν μακαρίζεται ἐπειδὴ τὰ εἶχε πληροφορηθῆ καὶ τὰ γνώριζε, ἀλλὰ ὁ καθένας ἀπὸ μᾶς θὰ κριθῆ γιὰ τὸ ἂν τήρησε τὴν πίστη καὶ ἂν μὲ ἀκρίβεια ἐφύλαξε τὶς ἐντολές.
34. Ἑπομένως, δὲν πρέπει νὰ δίνουμε μεγάλη σημασία σὲ αὐτά, οὔτε νὰ ζοῦμε τὴν ἀσκητικὴ ζωὴ καὶ νὰ καταπονούμαστε προκειμένου νὰ λάβουμε τὸ χάρισμα τῆς προγνώσεως, ἀλλὰ γιὰ νὰ ἀρέσουμε στὸν Θεὸ μὲ τὴν θεάρεστη ζωή μας.
Καὶ πρέπει νὰ προσευχώμαστε, ὄχι γιὰ νὰ λάβουμε τὸ χάρισμα τῆς προγνώσεως, οὔτε πρέπει νὰ ζητοῦμε τὸ χάρισμα αυτό ὡς ἀμοιβὴ γιὰ τὴν ἀσκητικὴ ζωὴ ποὺ διάγουμε, ἀλλὰ γιὰ νὰ μᾶς γίνη ὁ Κύριος συνεργὸς στὴ νίκη κατὰ τοῦ διαβόλου.
Κι ἂν καμμιὰ φορά μᾶς ἐνδιαφέρη νὰ προγνωρίζουμε κάτι, ἂς κρατᾶμε τὴν διάνοιά μας καθαρὴ. Γιατὶ ἐγὼ πιστεύω, πὼς ἡ ψυχὴ ποὺ διατηρεῖται καθαρὴ ἀπ’ ὅλους τοὺς κακοὺς λογισμοὺς καὶ παραμένει ὅπως τὴν ἔπλασε ὁ Θεὸς, αὐτὴ ἡ ψυχή μπορεῖ νὰ γίνη διορατική, καὶ νὰ βλέπη περισσότερα καὶ μακρύτερα ἀπὸ τοὺς δαίμονες, γιατὶ θὰ ἔχη τὸν Κύριο ποὺ θὰ τῆς τὰ φανερώνη ὅλα.
Τέτοια ἦταν ἡ ψυχὴ τοῦ Προφήτη Ἐλισσαίου, ἡ ὁποία μποροῦσε καὶ διέβλεπε ὅσα ὁ Γιεζῆ σκεπτόταν νὰ πράξη καὶ ἔβλεπε καὶ τὶς δυνάμεις ποὺ τῆς παραστέκονταν.
35. Ὅταν λοιπὸν οἱ δαίμονες σᾶς ἐπισκέπτωνται τὴ νύχτα καὶ θέλουν νὰ σᾶς ποῦν τὰ μέλλοντα ἢ λέγουν· «Ἐμεῖς εἴμαστε ἄγγελοι», μὴν τοὺς προσέχετε γιατὶ ψεύδονται.
Κι ἂν ἐπαινοῦν τὴν ἀσκητική σας ζωὴ καὶ σᾶς μακαρίζουν, οὔτε νὰ τοὺς ὑπακούετε οὔτε νὰ προσποιῆσθε ὅτι τοὺς δίνετε σημασία· ἀλλὰ μᾶλλον νὰ σφραγίζετε μὲ τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ τοὺς ἑαυτούς σας καὶ τὸ σπίτι σας καὶ νὰ προσεύχεσθε, καὶ θὰ τοὺς δῆτε νὰ γίνωνται ἄφαντοι.
Διότι εἶναι πραγματικὰ δειλοὶ καὶ φοβοῦνται πολὺ τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ τοῦ Κυρίου, ἐπειδὴ βέβαια ὁ Σωτῆρας μας, ἀφοῦ τοὺς ἀπογύμνωσε μὲ τὸν Σταυρό του, τοὺς ἐξέθεσε γιὰ παραδειγματισμό μας.
Ἐὰν ὅμως ἐπιμένουν νὰ σᾶς ἐνοχλοῦν μὲ ὅλο και περισσότερη ἀναίδια μέ αἰσχρούς, χλευαστικούς χορούς καὶ παριστάνοντας ποικίλες φανταστικές μορφές, μὴ δειλιάσετε καὶ μὴ φοβηθῆτε, οὔτε καὶ νὰ τοὺς προσέχετε θεωρώντας τους ὡς ἀγαθούς. Γιατὶ εἶναι εὔκολο καὶ ἐφικτό τὸ νὰ διακρίνετε τὴν παρουσία τῶν ἀγαθῶν ἢ τῶν φαύλων πνευμάτων ἐπειδὴ ὁ Θεὸς μᾶς δίνει αὐτὸ τὸ χάρισμα.
Ἡ ἐμφάνιση τῶν ἁγίων πνευμάτων δὲν εἶναι τρομακτική. Διότι κατὰ τὴν ἐμφάνισή τους οὔτε θὰ φιλονικήση κανείς, οὔτε θὰ κραυγάση, οὔτε θὰ ἀκούση κανείς τὴ φωνή τους. Ἡ ἐμφάνιση τῶν ἁγίων πνευμάτων γίνεται ἥσυχα καὶ μὲ πραότητα, ὥστε εὐθὺς νὰ γίνεται χαρὰ καὶ ἀγαλλίαση καὶ θάρρος μέσα στὴν ψυχή ποὺ ἔχει τὴν ὀπτασία. Διότι εἶναι μαζί τους ὁ Κύριος, ποὺ εἶναι γιὰ μᾶς μὲν χαρά, διὰ δὲ τὸν Θεὸ Πατέρα εἶναι ἡ δύναμη.
Καὶ οἱ λογισμοὶ ποὺ ἡ θεῖα ὀπτασία φέρνει στὴν ψυχὴ εἶναι ἀτάραχοι καὶ ἀκύμαντοι, ἔτσι ποὺ, ὅταν ἡ ψυχὴ φωτίζεται ἀπὸ τὴν ἅγια ὀπτασία, νὰ βλέπει καὶ νὰ ἀντιλαμβάνεται τοὺς ἁγίους ἢ τοὺς ἀγγέλους ποὺ ἐμφανίζονται ἐνώπιόν της. Διότι, μαζὶ μὲ τὴν ὀπτασία, εἰσέρχεται στὴν ψυχὴ καὶ ὁ θεῖος πόθος γιὰ τὰ μέλλοντα ἀγαθὰ, σὲ σημεῖο ποὺ νὰ θέλη ἡ ψυχή νὰ προσκολληθῆ κοντά τους, καὶ ἂν ἦταν δυνατόν, νἄφευγε μαζί τους ἀπὸ τὴν γῆ.
Κι ἂν ἴσως μερικοὶ, ὡς ἄνθρωποι ποὺ εἶναι, φοβηθοῦν τὴν ὀπτασία τῶν καλῶν πνευμάτων, οἱ ἐμφανιζόμενοι ἅγιοι τοὺς ἀφαιροῦν πάραυτα τὸν φόβο μὲ τὴν ἀγάπη τους, ὅπως ἔκαμε ὁ Γαβριὴλ στὸν Ζαχαρία, καὶ ὁ ἄγγελος στὸ μνῆμα τοῦ Κυρίου ποὺ ἐμφανίστηκε στὶς γυναῖκες, καθὼς καὶ ὁ ἄγγελος ποὺ, σύμφωνα μὲ τὸ Εὐαγγέλιο, ἔλεγε στοὺς ποιμένες· «Μὴν φοθεῖσθε». Διότι ὁ φόβος τους δὲν ὀφειλόταν σὲ δειλία τῆς ψυχῆς, ἀλλὰ στὴν ἐπίγνωσι τῆς παρουσίας ἀνωτέρων πνευμάτων. Τέτοια, λοιπόν, εἶναι ἡ ἐμφάνιση τῶν ἁγίων πνευμάτων.
36. Ἀντιθέτως, ἡ εἰσβολὴ καὶ ἡ φαντασιακὴ ἐμφάνιση τῶν φαύλων πνευμάτων, εἶναι ταραχώδης, μὲ κτύπους καὶ ἤχους καὶ κραυγές, ὅπως θὰ ἦταν καὶ ἡ εἰσβολὴ ἀνάγωγων παιδιῶν καὶ ληστῶν.
Εὐθὺς μὲ τὴν ἐμφάνιση τῶν κακῶν πνευμάτων, δημιουργεῖται δειλία ψυχῆς, ταραχὴ καὶ σύγχυση λογισμῶν, κατήφεια καὶ μῖσος πρὸς τοὺς ἄλλους ἀσκητές, ἀκηδία καὶ πνευματικὴ ἀδράνεια, λύπη, ἀνάμνηση τῶν συγγενῶν καὶ φόβος τοῦ θανάτου. Καὶ ἐπίσης, ἐπιθυμία τῶν κακῶν, ἀμέλεια γιὰ τὴν ἀρετὴ καὶ σύγχυση τοῦ ἠθικοῦ.
Ὅταν λοιπὸν δῆτε κάποιο πνεῦμα καὶ φοβηθῆτε, ἐὰν μὲν ὁ φόβος σας ἀφαιρεθῆ ἀμέσως καὶ στὴν θέση του ἔλθη ἀνέκφραστος χαρὰ καὶ εὐθυμία καὶ θάρρος καὶ ἀνάκτηση τοῦ ἠθικοῦ, ἀταραξία τῶν λογισμῶν καὶ ὅλα τὰ ἄλλα ποὺ προεῖπα, καθὼς καὶ ἀνδρεία καὶ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεό, τότε νὰ ἔχετε θάρρος καὶ νὰ προσεύχεσθε. Γιατὶ ἡ χαρὰ αὐτὴ καὶ ἡ καλὴ κατάσταση τῆς ψυχῆς δείχνει τὴν ἁγιότητα τοῦ παρουσιαζόμενου πνεύματος.
Ἔτσι ὁ Ἀβραάμ, μόλις εἶδε τὸν Κύριο, αἰσθάνθηκε πνευματικὴ ἀγαλλίαση· καὶ ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος, σκίρτησε ἀπὸ ἀγαλλίαση μέσα στὴν κοιλιὰ τῆς μάνας του, ὅταν μίλησε ἡ Θεοτόκος Μαρία.
Ἂν ὅμως σᾶς ἐμφανιστοῦν τίποτε πνεύματα, καὶ γίνη ταραχὴ καὶ χτύπος ἐξωτερικὸς καὶ ἀπρεπεῖς ἀνθρώπινες πράξεις καὶ ἀπειλὴ θανάτου καὶ ὅλα ὅσα εἶπα προηγουμένως, τότε νὰ γνωρίζετε ὅτι πρόκειται γιὰ ἐπίθεση πονηρῶν πνευμάτων.
37. Ἀλλὰ νὰ ἔχετε ὑπ’ ὄψη σας καὶ τὸ ἑξῆς γνώρισμα τῶν πονηρῶν πνευμάτων· ὅταν ἐξακολουθῆ ἡ ψυχή νὰ φοβᾶται, πρόκειται γιὰ παρουσία τῶν ἐχθρῶν. Διότι οἱ δαίμονες δὲν ἀφαιροῦν τὴν δειλία ποὺ συνοδεύει τὶς ἐμφανίσεις τους, ὅπως ἔκανε ὁ μέγας ἀρχάγγελος Γαβριὴλ ὁ ὁποίος τὴν ἀφήρεσε ἀπὸ τὴν Μαρία καὶ τὸν Ζαχαρία καὶ ὅπως ἔκανε ὁ ἄγγελος ποὺ φάνηκε στὶς γυναῖκες στὸ μνημεῖο τοῦ Κυρίου.
Ἀντιθέτως μάλιστα, ὅταν δοῦν τοὺς ἀνθρώπους νὰ φοβοῦνται, τότε αὐξάνουν καὶ μεγαλοποιοῦν τὶς φαντασίες, γιὰ νὰ τοὺς κατατρομάξουν ἀκόμη περισσότερο καὶ στὴ συνεχεία, ἀφοῦ τοὺς ὑποτάξουν, νὰ τοὺς περιπαίζουν λέγοντας· Πέσατε νὰ μᾶς προσκυνήσετε. Ἔτσι λοιπόν ἐξαπάτησαν τοὺς Ἕλληνες κι ἐκεῖνοι θεώρησαν τοὺς δαίμονες ὡς τοὺς ψευδώνυμους θεούς τους.
Ἐμᾶς ὅμως δὲν μᾶς ἄφησε ὁ Κύριος ν’ ἀπατηθοῦμε ἀπ’ τὸν διάβολο, γιατί, ὅταν παρουσίασε καὶ εἰς Αὐτὸν τέτοιες φαντασίες, Ἐκείνος τὸν ἐπετίμησε καὶ τοῦ εἶπε· Ὕπαγε ὀπίσω μου, Σατανᾶ· διότι τὸ λέγει ἡ Γραφή· «τὸν Κύριόν σου τὸν Θεό σου πρέπει νὰ προσκυνήσης καὶ αὐτὸν μονάχα νὰ λατρεύσης».
Διὰ ταῦτα λοιπὸν, ἂς καταφρονοῦμε τὸν πανοῦργο διάβολο ὅλο καὶ περισσότερο. Γιατὶ αὐτὸ ποὺ εἶπε ὁ Κύριος, τὸ εἶπε γιὰ τὸ δικό μας τὸ καλό, ὥστε, ὅταν ἀκοῦν οἱ δαίμονες αὐτὰ τὰ λόγια κι ἀπὸ μᾶς, νὰ ἀνατρέπωνται ἀπὸ τὴν δύναμη τοῦ Κυρίου, ὁ Ὁποῖος τοὺς ἐπετίμησε μὲ τὰ ἴδια αὐτὰ λόγια.
38. Δὲν πρέπει ὅμως νὰ καυχώμαστε ἐπειδὴ ἐκβάλλουμε δαιμόνια, οὔτε νὰ ὑπερηφανευώμαστε ἐπειδὴ κάνουμε θεραπείες ἀσθενειῶν· οὔτε νὰ θαυμάζουμε μονάχα ἐκεῖνον ποὺ ἐκβάλλει τὰ δαιμόνια καὶ νὰ περιφρονοῦμε κάποιον ἄλλον ποὺ δὲν ἔχει τὴν δύναμη νὰ τὰ ἐκβάλλει. Ἀλλὰ ἂς ἐξετάζουμε τὴν ἄσκηση τοῦ καθενός, καί, ἢ νὰ τὸν μιμούμαστε καὶ νὰ δείχνουμε τὸν ἴδιο ζήλο μὲ αὐτόν, ἢ νὰ τὸν διορθώνουμε.
Διότι τὸ νὰ ποιοῦμε σημεῖα δὲν ἐξαρτᾶται ἀπὸ ἐμᾶς· αὐτὸ εἶναι ἔργο τοῦ Σωτῆρος, ποὺ ἔλεγε στοὺς μαθητές Του· «Μὴ χαίρεσθε γιατὶ τὰ δαιμόνια ὑποτάσσονται σὲ σᾶς, ἀλλὰ γιατὶ τὰ ὀνόματά σας εἶναι γραμμένα στοὺς οὐρανούς».
Γιατὶ ὅταν τὰ ὀνόματά μας ἔχουν γραφῆ εἰς τοὺς οὐρανοὺς αὐτὸ μαρτυρεῖ τὸν δικό μας ἐνάρετο βίο· τὸ νὰ ἐκβάλλη ὅμως κανεὶς δαιμόνια εἶναι χάρισμα ποὺ τὸ δίδει ὁ Κύριος.
Γι’ αὐτό, σ’ ἐκείνους ποὺ καυχῶνται ὄχι γιὰ τὴν ἀρετή τους, ἀλλὰ γιὰ τὰ σημεῖα ποὺ κάνουν, καὶ λένε· «Κύριε, δὲν ἐκβάλλαμε δαιμόνια μὲ τὸ δικό Σου ὄνομα καὶ δὲν κάμαμε πολλὰ θαύματα μὲ τὸ δικό Σου ὄνομα;» ὁ Κύριος ἀποκρίθηκε· «Ἀλήθεια σᾶς λέγω, δὲν σᾶς γνωρίζω». Διότι ὁ Κύριος δὲν ἀναγνωρίζει τὰ ἔργα τῶν ἀσεβῶν.
Πρέπει λοιπὸν πάντοτε νὰ προσευχώμεθα, καθὼς προεῖπα, γιὰ νὰ λαμβάνουμε χάρισμα διακρίσεως πνευμάτων, ὥστε νὰ μὴν πιστεύουμε σὲ κάθε πνεῦμα, καθὼς λέει ἡ Γραφή.
39. Θὰ ἤθελα τώρα νὰ σιωπήσω καὶ νὰ μὴν πῶ τίποτε ἀπ’ τὸν ἑαυτό μου καὶ νὰ ἀρκεσθῶ μόνο σὲ αὐτά.
Γιὰ νὰ μὴ νομίσετε ὅμως, ὅτι σᾶς τὰ λέγω αὐτὰ ὡς μία ἁπλῆ θεωρητική διήγηση, καὶ γιὰ νὰ πιστέψετε ὅτι αὐτὰ ποὺ σᾶς διηγοῦμαι εἶναι ἀπὸ τὴν δική μου πεῖρα καὶ πῶς εἶναι ἀληθινά, γι’ αὐτὸ καὶ πάλι σᾶς λέγω πόσες πονηρίες τῶν δαιμόνων εἶδα μὲ τὰ μάτια μου, ἔστω κι ἂν γίνωμαι σὰν ἀνόητος.
Ὁ Κύριος βέβαια ποὺ μὲ ἀκούει ξέρει πὼς ἔχω καθαρή τὴν συνείδηση καὶ ὅτι δὲν σᾶς τὰ λέγω αὐτὰ γιὰ νὰ καυχηθῶ, ἀλλὰ ἐπειδή σᾶς ἀγαπῶ καὶ γιὰ νὰ σᾶς προτρέψω στὴν ἄσκηση τῆς ἀρετῆς.
Πόσες φορὲς δὲν μὲ μακάρισαν κι ἐγὼ τοὺς καταράσθηκα στὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου. Πόσες φορὲς δὲν προανήγγειλαν τὸ πλημμύρισμα τοῦ ποταμοῦ κι ἐγὼ τοὺς ἔλεγα· «Καὶ τί σᾶς μέλει ἐσᾶς γι’ αὐτό;» Ἦλθαν κάποτε μὲ ἀπειλὲς καὶ μὲ περιεκύκλωσαν σὰν πάνοπλοι στρατιῶτες.
Ἄλλοτε πάλι, γέμισαν τὸ σπίτι μου μὲ ἵππους καὶ θηρία καὶ ἑρπετά, κι ἐγὼ ἔψαλλα· «Ἦλθαν μὲ ἅρματα ἐναντίον μας καὶ ἱππικό, ἐμεῖς ὅμως, εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ μας θὰ τοὺς νικήσουμε θριαμβευτικά»· Καὶ μὲ τὶς προσευχὲς, τοὺς ἀπεμάκρυνε ὁ Κύριος.
Ἦλθαν κάποτε μία νύκτα σκοτεινὴ, σὰν φωτεινὰ φαντάσματα, καὶ ἔλεγαν· Ἤλθαμε νὰ σὲ φωτίσουμε Ἀντώνιε· Καὶ ἐνῶ ἐγὼ προσευχόμουν μὲ τὰ μάτια μου κλειστά, ἔσβησε εὐθὺς τὸ φῶς τῶν ἀσεβῶν.
Μετὰ ἀπὸ λίγους μῆνες, ἤλθανε πάλι ψάλλοντας καὶ ἀπαγγέλλοντας λόγια ἀπὸ τὶς Γραφές· «ἐγὼ ὅμως δὲν τοὺς ἄκουγα σὰν νὰ ἤμουνα κουφός». Μίαν ἄλλη φορὰ ἐκλόνισαν τὸ μοναστήρι, μὰ ἐγὼ παρέμενα ἀκίνητος καὶ προσευχόμουν καὶ διατηροῦσα τὸ φρόνημά μου σταθερό.
Μετὰ ἀπ’ ὅλα αὐτά ἦλθαν ξανά καὶ ἔκαμαν κρότους, καὶ σφύριζαν, καὶ χόρευαν. Καθῶς ὅμως ἐγὼ προσευχόμουνα κι ἐκεῖ ποὺ καθόμουνα ἔψαλλα ἀπὸ μέσα μου, ἐκεῖνοι ἄρχισαν ἀμέσως νὰ θρηνοῦν καὶ νὰ κλαῖνε σὰ νὰ εἶχαν ἐξαντληθῆ ἐντελῶς, ἐνῶ ἐγὼ δόξαζα τὸν Κύριο, ὁ ὁποῖος ἀφάνιζε καὶ ἐξευτέλιζε τὴν τόλμη καὶ τὴν μανία τους.
40. Φάνηκε κάποτε ἕνας δαίμονας πολὺ ψηλὸς καὶ φανταχτερὸς καὶ τόλμησε νὰ εἰπῆ· «Ἐγὼ εἶμαι ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ» καί, «Ἐγὼ εἶμαι ἡ θεία πρόνοια, τί θέλεις νὰ σοῦ χαρίσω;»
Τότε ἐγὼ τὸν ἔφτυσα ἐπικαλούμενος τὸν Κύριο, καὶ ἐπεχείρησα νὰ τὸν χτυπήσω καὶ μοῦ φάνηκε ὅτι ὄντως τὸν χτύπησα. Ἀμέσως, στὸ ἄκουσμα τοῦ ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ, αὐτός, ποὺ ἦταν τόσο ψηλὸς, μαζὶ μὲ ὅλα τὰ δαιμόνια τῆς παρέας του, ἐξαφανίσθηκαν.
Ἦλθε κάποτε ὅταν νήστευα, μοιάζοντας σὰν μοναχὸς, ὁ δόλιος, κρατώντας ψωμιὰ φανταστικὰ καὶ μὲ συμβούλευε λέγοντας· φάγε καὶ σταμάτα νὰ κοπιάζης τόσο πολύ· ἄνθρωπος εἶσαι καὶ σὺ καὶ μπορεῖ νὰ ἀρρωστήσης.
Ἐγὼ ὅμως κατάλαβα τὴν πονηρία του καὶ σηκώθηκα νὰ προσευχηθῶ. Ἐκεῖνος δὲν ἄντεξε, γιατὶ ἐξαφανίσθηκε ἀμέσως καὶ φάνηκε νὰ βγαίνη ἀπὸ τὴν πόρτα σὰν καπνὸς.
Πόσες φορὲς δὲν μοῦ ἔδειξε φαντασία χρυσοῦ στὴν ἔρημο, μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ τὸν ἀγγίξω καὶ νὰ τὸν κοιτάξω! Ἐγὼ ὅμως ἔψαλλα μὲ ὅλη τὴν καρδίαν μου καὶ ἐκεῖνος ἔλυωνε ἀπὸ τὸ κακό του.
Πολλὲς φορὲς μοῦ προξενοῦσαν πληγὲς κι ἐγὼ ἔλεγα· «Τίποτα δὲν θὰ μὲ χωρίση ἀπ’ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ». Καὶ μετὰ ἀπ’ αὐτό αὐτοὶ χτυπιόντουσαν μεταξύ τους καὶ πλήγωνε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον.
Δὲν ἤμουν ὅμως ἐγώ ἐκεῖνος ποὺ τοὺς ἔπαυε καὶ τοὺς καταργοῦσε, ἀλλὰ ἦταν ὁ Κύριος ποὺ λέγει· «Ἔβλεπα τὸν σατανᾶ νὰ πέφτη σὰν ἀστραπὴ ἀπὸ τὸν οὐρανὸ».
Ἐνθυμούμενος ὅμως ἐγὼ τὸ Ἀποστολικὸ ρητὸ, «τὰ ἐφάρμοσα αὐτὰ στὸν ἑαυτό μου», γιὰ νὰ μάθετε κι ἐσεῖς, τέκνα μου, νὰ μὴν ἀπογοητεύεσθε κατὰ τὴν ἄσκηση, οὔτε νὰ φοβᾶσθε τὶς φαντασίες τοῦ διαβόλου καὶ τῶν δαιμόνων του.
41. Καὶ ἐπειδὴ κατάντησα ἀνόητος μὲ τὶς διηγήσεις μου αὐτές, δεχθῆτε καὶ τοῦτο γιὰ ἀσφάλεια καὶ ἀφοβία, καὶ πιστεύσατέ με· γιατὶ δὲν ψεύδομαι.
Κάποιος κάποτε ἔκρουσε τὴν πόρτα μου στὸ μοναστήρι, καὶ ὅταν βγῆκα ἔξω εἶδα ἕναν ποὺ φαινόταν ψηλὸς καὶ λιγνός. Ἔπειτα, ὅταν τὸν ρώτησα· «Ἐσὺ ποιός εἶσαι;» εἶπε· «Ἐγὼ εἶμαι ὁ σατανᾶς».
Ὅταν ἔπειτα τὸν ρώτησα· «Γιατί, λοιπόν, εἶσαι τώρα ἐδῶ;» ἐκεῖνος εἶπε· «Γιατὶ μὲ κατηγοροῦν ἄδικα οἱ μοναχοί, καὶ ὅλοι οἱ ἄλλοι Χριστιανοί; Γιατί μὲ καταριῶνται κάθε ὥρα;» Ὅταν δὲ ἐγὼ τοῦ εἶπα· «Ἐσὺ γιατί τοὺς ἐνοχλεῖς;» ἀπάντησε· «Δὲν εἶμαι ἐγὼ ποὺ τοὺς ἐνοχλῶ γιατὶ ἐγὼ πιὰ κατάντησα ἀδύναμος, ἀλλὰ εἶναι αὐτοὶ οἱ ἴδιοι ποὺ ταράσσουν τοὺς ἑαυτούς τους.
Δὲν ἀνέγνωσαν ὅτι, «Οἱ ρομφαῖες τοῦ ἐχθροῦ ἐντελῶς κατεστράφησαν καὶ γκρέμισες τὶς πολιτεῖες του»; Δὲν ἔχω πιὰ τόπο, οὔτε βέλος, οὔτε πόλη. Παντοῦ ἔχουν γίνει Χριστιανοί. Ἀκόμη καὶ ἡ ἔρημος ἔχει γεμίσει ἀπὸ μοναχούς. Ἂς φυλάξουν τοὺς ἑαυτούς τους κι ἂς μὴν καταριῶνται ἄδικα ἐμένα».
Τότε ἐγὼ ἐθαύμασα τὴν χάρη τοῦ Κυρίου καὶ εἶπα πρὸς αὐτόν. «Ἂν καὶ εἶσαι πάντα ψεύτης καὶ ποτὲ δὲν λὲς τὴν ἀλήθεια, τώρα ὅμως, ἂν καὶ χωρὶς νὰ θέλης, αὐτὸ ποὺ εἶπες εἶναι ἀληθινό. Διότι πράγματι, ἦλθε ὁ Χριστὸς καὶ σὲ κατέστησε ἀσθενῆ, καί, ἀφοῦ σὲ νίκησε, σὲ ἀπογύμνωσε ἀπὸ κάθε δύναμη».
Καὶ ἀκούοντας ἐκεῖνος τὸ ὄνομα τοῦ Σωτῆρος, καὶ μὴ ὑποφέροντας τὸ κάψιμο ποὺ τοῦ προκαλοῦσε, ἔγινε ἄφαντος.
42. Ἀφοῦ λοιπὸν, κι ὁ ἴδιος ὁ διάβολος ὁμολογεῖ ὅτι δὲν ἔχει τὴν δύναμη νὰ κάνει τίποτε, ὀφείλουμε νὰ τοὺς καταφρονοῦμε παντελῶς καὶ αὐτὸν καὶ τοὺς δαίμονές του.
Καὶ μὲν ὁ ἐχθρὸς μαζὶ μὲ τὰ σκυλιὰ του κατέχουν τόσες πολλὲς πανουργίες, ἀφοῦ ὅμως ἐμεῖς μάθαμε τὴν ἀδυναμία τους, μποροῦμε νὰ τοὺς περιφρονοῦμε.
Μὲ αὐτὸν λοιπὸν τὸν τρόπο, ἂς μὴν ἀποθαρρυνώμαστε ἐκ τῶν προτέρων, οὔτε νὰ περνοῦν δειλίες ἀπὸ τὴν ψυχή μας, οὔτε νὰ δημιουργοῦμε φόβους στὸ μυαλό μας λέγοντας· Μήπως, ἂν ἔλθη ὁ δαίμονας μὲ ἀνατρέψη; Μήπως, ἐπικρατήσει καὶ μὲ νικήση; Κι ἂν παρουσιασθῆ ξαφνικὰ καὶ μὲ συνταράξη;
Ἂς μὴν περνοῦν ποτὲ τέτοιες σκέψεις ἀπ’ τὸ μυαλό μας, οὔτε νὰ λυπούμαστε σὰν νὰ εἴμαστε χαμένοι. Μᾶλλον δὲ νὰ ἔχουμε θάρρος καὶ ἂς χαιρώμαστε πάντοτε γιατὶ ἔχουμε σωθῆ, καὶ ἂς σκεπτώμαστε βαθειὰ μεσ’ τὴν ψυχή μας ὅτι ὁ Κύριος εἶναι μαζί μας, Αὐτὸς ποὺ τοὺς κατετρόπωσε καὶ τοὺς κατήργησε.
Καὶ ἂς σκεπτώμαστε καὶ ἂς θυμώμαστε πάντοτε, ὅτι, ἐφ’ ὅσον ὁ Κύριος εἶναι μαζί μας, οἱ δαίμονες δὲν θὰ μᾶς κάνουν τίποτε. Διότι ὅταν ἔλθουν, μᾶς συμπεριφέρονται ἀνάλογα μὲ τὴν ψυχικὴ κατάσταση εἰς τὴν ὁποία βρισκόμαστε, καὶ ἀνάλογα μὲ τὶς σκέψεις ποὺ βρίσκουν μέσα μας, προσαρμόζουν κι αὐτοὶ τὶς φαντασίες ποὺ μᾶς προβάλουν.
Ἔτσι, ἐὰν μᾶς βροῦν νὰ δειλιάζουμε καὶ νὰ εἴμαστε ταραγμένοι, εὐθὺς αὐτοὶ ὁρμοῦν καὶ μᾶς καταλαμβάνουν σὰν τοὺς ληστὲς ποὺ βρῆκαν τὸν τόπο ἀφύλαχτο, κι ἐκεῖνο ποὺ σκεπτόμαστε μέσα μας μᾶς τὸ παρουσιάζουν ἐξωγκωμένο.
Ἄν, δηλαδή, μᾶς βλέπουν φοβισμένους καὶ νὰ δειλιάζουμε, ἐκεῖνοι αὐξάνουν περισσότερο τὴν δειλία μας, μὲ τὰ φαντάσματα καὶ τὶς ἀπειλὲς τους, καὶ ἔτσι μὲ αὐτὰ ἡ ταλαίπωρος ψυχή μας βασανίζεται.
Ἂν ὅμως μᾶς βροῦν νὰ χαιρώμαστε ἐν Κυρίῳ καὶ νὰ σκεπτώμαστε τὰ μελλοντικά ἀγαθὰ καὶ νὰ ἐνθυμούμαστε ὅσα ἀρέσουν εἰς τὸν Κύριο, καὶ νὰ συλλογιζώμαστε ὅτι ὅλα εἶναι στὸ χέρι τοῦ Θεοῦ, καὶ ὅτι οἱ δαίμονες δὲν ἔχουν καμμιὰ δύναμη ἐναντίον τοῦ Χριστιανοῦ, καὶ γενικῶς δὲν ἔχουν ἐξουσία ἐναντίον κανενὸς ἀνθρώπου, τότε, βλέποντας οἱ δαίμονες τὴν ψυχὴ μας ἀσφαλισμένη μὲ τέτοιους λογισμούς, γυρίζουν καὶ φεύγουν καταντροπιασμένοι.
Ὅταν λοιπόν ὁ ἐχθρὸς εἶδε τὸν Ἰὼβ τόσο καλὰ περιφραγμένο μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ, ἀποχώρησε ἀπ’ αὐτόν, βρίσκοντας ὅμως τὸν Ἰούδα γυμνὸ ἀπὸ τέτοιες σκέψεις, τὸν αἰχμαλώτισε.
Ὥστε, ἐὰν θέλουμε νὰ καταφρονήσουμε τὸν ἐχθρό, ἂς σκεπτώμαστε πάντοτε ὅσα ἀρέσουν εἰς τὸν Κύριο, καὶ μὲ τὴν ἐλπίδα μας στὸν Κύριο ἂς χαίρεται ἡ ψυχή μας πάντοτε· τότε θὰ δοῦμε τὰ παιγνίδια τῶν δαιμόνων νὰ ἐξαφανίζωνται σὰν καπνός, καὶ τοὺς ἴδιους τοὺς δαίμονες θὰ τοὺς βλέπωμε μᾶλλον νὰ φεύγουν παρὰ νὰ μᾶς καταδιώκουν.
Γιατὶ, ὅπως προεῖπα, εἶναι πολὺ δειλοὶ οἱ δαίμονες, γιατὶ διαρκῶς προσδοκοῦν τὸ αἰώνιο πῦρ, τὸ ἑτοιμασμένο γι’ αὐτούς.
43. Καὶ γιὰ νὰ εἶστε ἄφοβοι ἀπέναντί τους, νὰ ἔχετε ὑπ’ ὄψη σας καὶ τὸ ἑξῆς τεκμήριο· ὅταν δηλαδὴ σοῦ παρουσιάζεται κάποιο φαντασιακό ὅραμα, μὴ χάνεις τὸ ἠθικό σου ἐκ τῶν προτέρων, ἀπὸ δειλία, ἀλλὰ ὁποιαδήποτε κι ἂν εἶναι ἡ φαντασία αὐτή, πάρε θάρρος καὶ κάμε πρῶτα τὴν ἐρώτηση· «Ποῖος εἶσαι ἐσὺ καὶ ἀπὸ ποῦ ἔρχεσαι;»
Καὶ ἂν εἶναι ὀπτασία ἁγίων πνευμάτων, τότε ἐκεῖνα σὲ πληροφοροῦν καὶ μεταβάλλουν τὸ φόβο σου σὲ χαρά. Ἂν ὅμως εἶναι καμμιὰ ὀπτασία διαβολική, ἀμέσως ἐξασθενίζει, γιατὶ βλέπει πὼς ἡ διάνοιά σου εἶναι ἰσχυρὴ. Γιατὶ μὲ τὸ νὰ ρωτᾶ κανεὶς νὰ μάθη· «Ποῖος εἶσαι καὶ ἀπὸ ποῦ ἔρχεσαι;» αὐτὸ εἶναι ἀπόδειξη ἀταραξίας.
Ἔτσι καὶ ὁ Ἰησοῦς τοῦ Ναυῆ ρώτησε καὶ ἔμαθε, καὶ ἔτσι δὲν κατώρθωσε ὁ ἐχθρὸς νὰ ἐξαπατήση τὸν Δανιήλ, ἀκριβῶς ἐπειδὴ ἐκεῖνος τὸν ρώτησε.
44. Ἐνῶ ὁ Ἀντώνιος ἔλεγε αὐτὰ ὅλοι χαίρονταν· σὲ κάποιους αὔξαινε ὁ ἔρωτας γιὰ τὴν ἀρετή, σὲ ἄλλους ἀποβάλλονταν ἡ ὀλιγωρία, ἐνῶ σὲ ἄλλους ἔπαυε ἡ ὑπερηφάνεια.
Ἐπίσης, ὅλοι μαζί ἐλάμβαναν ἀπόφαση νὰ καταφρονοῦν τὴν ἐπιβουλή τῶν δαιμόνων, θαυμάζοντας τὸ χάρισμα τῆς διακρίσεως τῶν πνευμάτων ποὺ εἶχε ἀπὸ τὸν Κύριο δωθεῖ εἰς τὸν Ἀντώνιο.
Τὰ δὲ μοναστήρια στὰ βουνὰ ἔμοιαζαν μὲ σκηνὲς γεμάτες ἀπὸ θείες χορωδίες, ἀπὸ μοναχούς οἱ ὁποίοι ἔψαλλαν, ποὺ ἀγαποῦσαν τὴ μελέτη τοῦ λόγου, ποὺ νήστευαν καὶ προσεύχονταν, ποὺ χαίρονταν μὲ τὴν ἐλπίδα τῶν μελλοντικῶν ἀγαθῶν, ποὺ ἐργάζονταν γιὰ νὰ κάνουν ἐλεημοσύνες, καὶ ποὺ εἶχαν ἀγάπη καὶ ὁμόνοια ὁ ἕνας γιὰ τὸν ἄλλο.
Καὶ πράγματι, ἔβλεπε κανεὶς τὴν ἔρημο σὰν χώρα θεοσέβειας καὶ δικαιοσύνης. Γιατὶ δὲν ὑπῆρχε ἐκεῖ κανεὶς ποὺ νὰ ἀδικῆ ἢ ποὺ νὰ ἀδικῆται, οὔτε διωγμοί ἀπὸ τελώνες γιὰ τὴν εἴσπραξη τῶν φόρων, ἀλλὰ ὑπῆρχε πλῆθος ἀσκητῶν, καὶ ὅλων τὸ φρόνημα ἦταν ἕνα, τὸ νὰ ἐπιτύχουν στὴν ἀρετή.
Βλέποντας λοιπὸν κανεὶς τὰ μοναστήρια καὶ τὴν μεγάλη ἁρμονία τῶν μοναχῶν, θὰ ἀναφωνοῦσε καὶ θὰ ἔλεγε· «Πόσο ὡραῖοι εἶναι οἱ οἶκοι σου Ἰακώβ, καὶ οἱ σκηνές σου Ἰσραήλ! Σὰν σκιερὲς καὶ δροσερὲς κοιλάδες καὶ σὰν παραδεισένιοι κῆποι μέσ’ στὰ νερά τοῦ ποταμοῦ, καὶ σὰν σκηνὲς ποὺ ἔστησε ὁ Κύριος, καὶ σὰν τοὺς κέδρους τῶν ὑδάτων».
45. Ὁ ἴδιος βεβαίως ὁ Ἀντώνιος, ἀναχωρῶντας συνήθως μόνος του στὸ μοναστήρι του, ἀσκήτευε μὲ περισσότερη ἔνταση, καὶ κάθε μέρα ἀναστέναζε ἐνθυμούμενος τὶς οὐράνιες μονές, γιατὶ ὅλος του ὁ πόθος ἤτανε γι’ αὐτὲς καὶ στοχαζόταν τὸ ἐφήμερο τοῦ ἀνθρώπινου βίου.
Διότι κι ὅταν ἐπρόκειτο νὰ φάη ἢ νὰ κοιμηθῆ καὶ νὰ φροντίση γιὰ τὶς ἄλλες ἀνάγκες τοῦ σώματος, ντρεπόταν, ἀναλογιζόμενος τὸ νοερὸν τῆς ψυχῆς.
Πολλὲς φορές, ὅταν ἐπρόκειτο νὰ φάγη μαζὶ μὲ πολλοὺς ἄλλους μοναχούς, θυμόταν τὴν πνευματικὴ τροφὴ, κι ἀμέσως τὰ παρατοῦσε καὶ ἔφευγε μακριά τους, νομίζοντας πὼς θὰ κοκκίνιζε ἀπὸ ντροπή, ἂν οἱ ἄλλοι τὸν ἔβλεπαν νὰ τρώγη.
Γι’ αὐτὸ καὶ ἔτρωγε μόνος του ἀπὸ ἀνάγκη τοῦ σώματος. Πολλὲς φορὲς βέβαια, ἔτρωγε καὶ μαζὶ μὲ τοὺς ἀδελφοὺς καὶ ντρεπόταν μὲν γι’ αὐτό, ἔπαιρνε ὅμως θάρρος, γιατὶ μὲ τοὺς λόγους του τοὺς ὠφελοῦσε.
Καὶ ἔλεγε ὅτι πρέπει νὰ ἀφιερώνουμε τὸν χρόνο μας περισσότερο στὴν ψυχὴ παρὰ στὸ σῶμα, καὶ νὰ παραχωροῦμε βέβαια, ἀπὸ ἀνάγκη, καὶ λίγο χρόνο γιὰ τὸ σῶμα μας, ἀλλὰ ὅλο τὸν υπόλοιπο καιρὸ πρέπει ἐξ ὁλοκλήρου νὰ ἀσχολούμαστε μὲ τὴν ψυχὴ καὶ νὰ ἐπιζητοῦμε τὴν ὠφέλειά της, γιὰ νὰ μὴν παρασύρεται αὐτὴ ἀπὸ τὶς ἡδονὲς τοῦ σώματος, ἀλλὰ μᾶλλον τὸ σῶμα νὰ ὑποτάσσεται σὲ αὐτήν.
Διότι αὐτὸ εἶναι ἐκεῖνο ποὺ λέγει ὁ Σωτήρ· «Μὴ μεριμνήσετε γιὰ τὴ ζωή σας, τὸ τί θὰ φᾶτε, οὔτε γιὰ τὸ σῶμα σας τὸ τί θὰ ντυθῆτε».
Ἔτσι καὶ σεῖς, μὴ μεριμνᾶτε τί θὰ φᾶτε ἢ τί θὰ πιῆτε καὶ μὴ ματαιοπονεῖτε γι’ αὐτά. «Διότι εἶναι οἱ κοσμικοὶ εἰδωλολάτρες ποὺ τὰ ἐπιζητοῦν ὅλα αὐτὰ. Ὁ Πατέρας σας γνωρίζει πολὺ καλὰ πὼς ἔχετε ἀνάγκη ἀπ’ ὅλα αὐτά. Ἐσεῖς ὅμως, πρῶτα καὶ κύρια νὰ ζητᾶτε τὴν βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ ὅλα αὐτὰ θὰ σᾶς δοθοῦν».
Τέλος δευτέρου μέρους