Ἀγαθὴ ἅμιλλα ἀνελάβατε πρὸς τοὺς μοναχοὺς τῆς Αἰγύπτου, ἀφοῦ ἀποφασίσατε νὰ τοὺς φθάσετε καὶ νὰ τοὺς ξεπεράσετε μὲ τὴν ἐνάρετη ἀσκητικὴ ζωή σας. Διότι ἤδη ἔχετε καὶ σεῖς μοναστήρια καὶ ὁ μοναχικὸς βίος ἐκπροσωπεῖται καλὰ μὲ τὸ παράδειγμά σας.
Δικαιολογημένα λοιπόν θὰ μποροῦσε κάποιος νὰ ἐπαινέση αὐτὴ σας τὴν πρόθεση, καὶ μὲ τὶς προσευχές σας εἴθε ὁ Θεός νὰ τὴν ἐκπληρώση.
Ἐπειδὴ ὅμως ζητήσατε νὰ μάθετε καὶ ἀπὸ ἐμένα περὶ τῆς πολιτείας τοῦ μακαρίου Ἀντωνίου, πῶς ἄρχισε τὴν ἀσκητική του ζωή, καὶ ποιὸς ἦταν πρὶν ἀπ’ αὐτήν, καὶ ποιό ἦταν τὸ τέλος τῆς ζωῆς του, κι ἂν εἶναι ἀληθινὰ ὅσα λέγονται περὶ αὐτοῦ, γιὰ νὰ μπορέσετε, ἔτσι, καὶ σεῖς νὰ μιμηθῆτε τὸν ζῆλο του, γι’ αὐτὸ, μὲ πολλὴ προθυμία δέχτηκα τὴν παράκλησή σας.
Διότι καὶ γιὰ μένα εἶναι μεγάλο τὸ κέρδος καὶ ἡ ὠφέλεια ποὺ λαμβάνω ἀπὸ τὴ μνημόνευση καὶ μόνο τοῦ Ἀντωνίου. Γνωρίζω δέ, ὅτι καὶ σεῖς, μόλις ἀκούσετε γι’ αὐτόν, μαζὶ μὲ τὸν θαυμασμό ποὺ θὰ νοιώσετε πρὸς τὸν ἄνθρωπο, θὰ θελήσετε καὶ θὰ ζηλέψετε νὰ μιμηθῆτε καὶ τὴν πρόθεσή του. Διότι ὁ βίος τοῦ Ἀντωνίου εἶναι γιὰ τοὺς μοναχοὺς ἕνα σπουδαῖο πρότυπο ἀσκητικῆς ζωῆς.
Νὰ μὴν ἀπιστήσετε, λοιπόν, σὲ ὅσα ἀκούσατε περὶ αὐτοῦ, ἀπὸ ἀνθρώπους ποὺ σᾶς τὰ διηγήθηκαν, ἀλλὰ μᾶλλον νὰ νομίζετε ὅτι ὀλίγα μόνον ἔχετε ἀκούσει ἀπὸ αὐτούς· Γιατὶ μόλις τόσα κατώρθωσαν ἐκεῖνοι νὰ σᾶς διηγηθοῦν.
Ἐπίσης κι ἐγώ, ἀπ' τὴ μεριά μου, ἐφόσον παρακινήθηκα ἀπὸ σᾶς, θὰ σᾶς στείλω μὲ αὐτὴ τὴν ἐπιστολή μου ὅσα μπόρεσα νὰ σημειώσω, ἐνθυμούμενος ὀλίγα σχετικὰ μ’ ἐκεῖνον·
ἀλλὰ καὶ σεῖς μὴν παύετε νὰ ρωτᾶτε ὅσους ἔρχονται μὲ τὰ πλοῖα πρὸς τὰ δικά σας μέρη. Διότι ἴσως, μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ, λέγοντας δηλαδή ὁ καθένας αὐτὸ ποὺ γνωρίζει, κατορθωθῆ σὲ κάποιο βαθμό νὰ ὁλοκληρωθῆ ἐπαξίως ἡ ἱστορία ἐκείνου.
Καὶ ἤθελα, ὅταν ἔλαβα τὴν ἐπιστολή σας, νὰ προσκαλέσω μερικοὺς ἀπὸ τοὺς μοναχούς, καὶ εἰδικά ἐκείνους ποὺ συνήθιζαν νὰ τὸν ἐπισκέπτωνται πολὺ συχνά, γιὰ νὰ μάθω, ἴσως, κάτι περισσότερο κι ἔτσι νὰ καταφέρω νὰ σᾶς γράψω μιὰ πληρέστερη διήγηση.
Ἐπειδὴ ὅμως ἡ ἐποχὴ γιὰ τὰ θαλασσινὰ ταξίδια πλησίαζε πρὸς τὸ τέλος της, καὶ ὁ κομιστὴς τῶν ἐπιστολῶν βιαζόταν νὰ φύγη, γι’ αὐτὸ ἔσπευσα νὰ γράψω τὴν ἐπιστολὴ πρὸς τὴν εὐλάβειά σας, μὲ ὅσα ὁ ἴδιος γνωρίζω καὶ μὲ ὅσα μπόρεσα νὰ μάθω ἀπὸ τὸν ἴδιο, γιατὶ πολλὲς φορὲς τὸν εἶδα ἐφόσον ἔζησα κοντά του γιὰ ἀρκετὸ χρονικό διάστημα, καὶ μάλιστα τοῦ ἔχυνα νερὸ στὰ χέρια του γιὰ νὰ πλυθῆ.
Καὶ σὲ κάθε περίπτωση, φρόντισα νὰ εἶναι ὅλα ἀληθινὰ αὐτὰ ποὺ ἔγραψα, ὥστε ἂν κανεὶς ἀκούση περισσότερα ἀπὸ αὐτὰ νὰ μὴν ἀπιστήση, κι ἂν μάθη λιγότερα ἀπ’ αὐτὰ ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ μάθη νὰ μὴν περιφρονήση τὸν ἄνδρα.
1. Ὁ Ἀντώνιος ἦταν Αἰγύπτιος ὡς πρὸς τὴν καταγωγὴ. Οἱ γονεῖς του ἦταν ἀρχοντικῆς καταγωγῆς καὶ κάτοχοι ἀρκετῆς περιουσίας. Καὶ ἐφ’ ὅσον ἦταν αὐτοί Χριστιανοὶ, χριστιανικῶς ἀνετρέφετο καὶ ἐκεῖνος.
Ὅσο ἦταν μικρὸ παιδί, ἀνατρεφόταν κοντὰ στοὺς γονεῖς του καὶ τίποτε ἄλλο δὲν ἤξερε ἐκτὸς ἀπ’ αὐτοὺς καὶ ἀπὸ τὸ σπίτι του. Ὅταν ὅμως μεγάλωσε καὶ ἔγινε νέος καὶ ψήλωσε ἀρκετά, καθόλου δὲν ἐπεθύμησε νὰ μάθη γράμματα, διότι ἤθελε νὰ ἀποφύγη τὴν συναναστροφή μὲ τὰ ἄλλα παιδιά τῆς ἡλικίας του· ὅλη του ἡ ἐπιθυμία ἦταν νὰ μένη ἄπλαστος μέσα στὸ σπίτι του, ὅπως εἶναι γραμμένο στὴ Γραφὴ καὶ γιὰ τὸν Ἰακώβ.
Πήγαινε ὅμως στὴν ἐκκλησία μαζὶ μὲ τοὺς γονεῖς του καὶ οὔτε ραθυμοῦσε, στὰ παιδικά του χρόνια, οὔτε καταφρονοῦσε τίποτε ὅσο προχωροῦσε στὴν ἡλικία, ἀλλὰ καὶ πολὺ ὑπάκουος ἦταν εἰς στοὺς γονεῖς του καὶ μεγάλη προσοχὴ ἀφιέρωνε στὴν ἀνάγνωση τῶν ἱερῶν βιβλίων καὶ ἀπεκόμιζε μεγάλη ὠφέλεια γιὰ τὸν ἑαυτό του ἀπὸ τὰ ἀναγνώσματα αὐτά.
Οὔτε πάλι ἐνοχλοῦσε τοὺς γονεῖς του γιὰ ποικιλία καὶ πολυτέλεια τροφῆς, σὰν παιδὶ γονέων μὲ ἱκανή περιουσία, οὔτε ἐπιζητοῦσε τὶς ἡδονές τῶν φαγητῶν, ἀλλὰ τοῦ ἦσαν ἀρκετὰ αὐτὰ ποὺ εὕρισκε καὶ δὲν ζητοῦσε τίποτε ἐπὶ πλέον.
2. Μετὰ τὸ θάνατο τῶν γονέων του, ἔμεινε μόνος αὐτὸς μὲ μιὰ πολὺ μικρὴ ἀδελφή του. Ἦταν τότε δεκαοκτὼ ἕως εἴκοσι ἐτῶν καὶ φρόντιζε αὐτὸς πιὰ γιὰ τὸ σπίτι καὶ γιὰ τὴν ἀδελφή του.
Δὲν εἶχαν περάσει ἀκόμη ἕξη μῆνες ἀπὸ τὸν θάνατο τῶν γονιῶν του, ὅταν μιὰ Κυριακή πρωΐ ἐνῶ πήγαινε πρὸς τὴν ἐκκλησία, κατὰ τὴν συνήθειά του, συλλογιζόταν μες τὸ νοῦ του, καὶ καθὼς ἐβάδιζε σκεπτόταν, πῶς οἱ ἀπόστολοι ἐγκατέλειψαν τὰ πάντα καὶ ἀκολούθησαν τὸν Σωτῆρα·
καὶ πῶς οἱ Χριστιανοὶ τῶν Πράξεων πωλοῦσαν τὰ ὑπάρχοντά τους καὶ ἔφεραν καὶ ἀπέθεταν τὸ ἀντίτιμο στὰ πόδια τῶν ἀποστόλων γιὰ νὰ τὰ μοιράσουν ἐκεῖνοι στοὺς πτωχούς, καὶ ποία καὶ πόση ἀμοιβὴ τοὺς ἀναμένει εἰς τοὺς οὐρανούς.
Ἐνῶ λοιπὸν αὐτά συλλογιζόταν, εἰσῆλθε εἰς τὴν ἐκκλησία ὅπου συνέπεσε ἐκείνη τὴ στιγμὴ νὰ διαβάζεται τὸ Εὐαγγέλιο καὶ τότε ἄκουσε τὸν Κύριο νὰ λέγη εἰς τὸν πλούσιο· «Ἐὰν θέλης νὰ εἶσαι τέλειος πήγαινε καὶ πώλησε ὅλα τὰ ὑπάρχοντά σου καὶ μοίρασέ τα στοὺς πτωχοὺς καὶ ἔλα ἀκολούθησέ με καὶ θὰ ἔχης θησαυροὺς εἰς τοὺς οὐρανούς».
Καὶ ὁ Ἀντώνιος, σὰν νὰ τοῦ εἶχε δωθῆ ἀπὸ τὸν Θεὸ τὸ χάρισμα νὰ ἐνθυμῆται τοὺς ἁγίους καὶ σὰ νὰ εἶχε ἀναγνωσθῆ γι’ αὐτὸν καὶ μόνο τὸ εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα, βγῆκε ἀμέσως ἀπὸ τὴν ἐκκλησία, καὶ τὰ κτήματα ποὺ εἶχε ἀπὸ τοὺς προγόνους του, τὰ χάρισε στοὺς συγχωριανούς του, γιὰ νὰ μὴν ἐνοχλήσουν οὔτε αὐτὸν οὔτε τὴν ἀδελφή του σὲ τίποτε·
εἶχε περίπου τριακόσια καλλιεργήσιμα χωράφια, τὰ ὁποῖα ἦταν εὔφορα καὶ πολὺ καλὰ· καὶ ὅσα ἄλλα κινητὰ εἶχαν τὰ πούλησε ὅλα, κι ἀφοῦ συγκέντρωσε ἀρκετά χρήματα, τὰ ἔδωσε εἰς τοὺς πτωχούς. Ἐκράτησε μόνο λίγα γιὰ τὴν ἀδελφή του.
3. Καὶ ὅταν εἰσῆλθε καὶ πάλι στὴν ἐκκλησία καὶ ἄκουσε τὸν Κύριο νὰ λέγη «Μὴ μεριμνήσετε διὰ τὴν αὔριον», εἰς τὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα, δὲν ἄντεξε νὰ περιμένη ἄλλο καὶ ἀφοῦ ἐξῆλθε ἀπὸ τὸ ναό, τὰ ἐμοίρασε καὶ ἐκεῖνα εἰς τοὺς πτωχούς.
Τὴν ἀδελφὴ του τὴν ἐμπιστεύθηκε σὲ κάποιες γνώριμες καὶ πιστὲς παρθένους, καὶ ἀφοῦ τὴν παρέδωσε σὲ Παρθενῶνα γιὰ νὰ ἀνατρέφεται, ἄρχισε ὁ ἴδιος νὰ ἀσκητεύη πλησίον τῆς οἰκίας του, προσέχοντας καλὰ τὸν ἑαυτό του καὶ περνῶντας μὲ καρτερία τὴν ζωή του.
Καὶ βέβαια ἄρχισε νὰ ἀσκήτευει πλησίον τῆς οἰκίας του, διότι τότε δὲν ὑπῆρχαν ἀκόμη ὀργανωμένα μοναστήρια εἰς τὴν Αἴγυπτο καὶ κανεὶς μοναχὸς δὲν εἴχε ἀκόμη γνωρίσει τὴν μακρινὴ ἔρημο. Ἔτσι, ὁ καθένας ποὺ ἤθελε νὰ φυλάξει τὸν ἑαυτό του, ἀσκήτευε μόνος του ὄχι πολὺ μακρυὰ ἀπ’ τὸ χωριὸ του.
Ἐκεῖνο τὸν καιρό, λοιπόν, ὑπῆρχε ἕνας γέρων στὸ γειτονικὸ χωριὸ, ὁ ὁποῖος, ἀπ’ τὴ νεανική του ἡλικία, ζοῦσε ἀσκητικά ὡς μοναχός. Μόλις τὸν εἶδε ὁ Ἀντώνιος, ἀμέσως τοῦ ἄναψε ὁ ζῆλος νὰ τὸν μιμηθῆ. Καὶ στὴν ἀρχὴ, ἄρχισε κι αὐτὸς νὰ μένη στοὺς τόπους γύρω ἀπ’ τὸ χωριὸ.
Καὶ ὅταν ἀπὸ ἐκεῖ ἄκουγε ὅτι κάπου ὑπῆρχε κάποιος σπουδαῖος ἀσκητής, πήγαινε καὶ τὸν ἀναζητοῦσε, ὅπως ἡ σοφὴ μέλισσα. Καὶ δὲν ἐπέστρεφε στὸν τόπο ὅπου ἔμενε, ἂν πρῶτα δὲν τὸν ἔβλεπε καὶ δὲν ἐλάμβανε κάποιο πνευματικὸ ἐφόδιο ἀπ’ αὐτὸν, ποὺ θὰ τοῦ ἦταν χρήσιμο εἰς τὸν δρόμο τῆς ἀρετῆς.
Ἐνῶ λοιπὸν ζοῦσε ἐκεῖ τὴν ἀρχή τῆς ἀσκητικῆς του ζωῆς, συλλογιζόταν διαρκῶς πῶς νὰ μὴν ἀσχολῆται πλέον μὲ τὰ οἰκογενειακὰ θέματα, οὔτε νὰ θυμᾶται τοὺς συγγενεῖς του, ἀλλὰ καὶ πῶς νὰ συγκεντρώση ὅλον του τὸν πόθο καὶ ὅλον του τὸν ζῆλο εἰς τὴν ἔνταση τῆς ἀσκητικῆς ζωῆς.
Καὶ ἐργαζόταν χειρωνακτικά, διότι ἄκουσε πὼς αὐτὸς ποὺ δὲν ἐργάζεται δὲν πρέπει καὶ νὰ τρώγη. Καὶ ἕνα μέρος ἀπὸ τὸ προϊὸν τῆς ἐργασίας του τὸ διέθετε γιὰ τὴν διατροφή του, τὸ δὲ ὑπόλοιπο τὸ μοίραζε στοὺς πτωχούς.
Καὶ προσευχόταν διαρκῶς, σὰν ἔμαθε πῶς ὁ καθένας πρέπει νὰ προσεύχεται κατ' ἰδίαν καὶ ἀδιαλείπτως καθὼς ἐργάζεται. Καὶ ἐπρόσεχε πάρα πολὺ εἰς τὴν ἀνάγνωση τῆς Γραφῆς, ὥστε νὰ τὰ συγκρατῆ ὅλα καὶ νὰ μὴ τοῦ ξεφεύγη τίποτα ἀπὸ τὰ γεγραμμένα, καὶ νὰ χρησιμοποιῆ τὴ μνήμη του εἰς τὸ ἑξῆς ἀντὶ τῶν βιβλίων.
4. Ἔτσι, λοιπὸν, ζοῦσε ὁ Ἀντώνιος καὶ ἦταν ἀγαπητὸς ἀπ’ ὅλους. Ἀλλὰ καὶ αὐτὸς ἔκαμε εἰλικρινῆ ὑπακοὴ εἰς τοὺς σπουδαίους ἀσκητές, τοὺς ὁποίους ἐπεσκέπτετο καὶ ἐφάρμοζε εἰς τὸν ἑαυτό του τὰ πλεονεκτήματα τοῦ ζήλου καὶ τῆς ἀσκήσεως τοῦ καθενός ἀπ’ αὐτοὺς.
Σὲ κάποιον ἀσκητή ἔβλεπε τὸν χαριτωμένο του χαρακτῆρα, ἐνῶ σὲ ἄλλον ἔβλεπε τὴν ἔντονη προθυμία του στὶς προσευχές. Σὲ κάποιον ἐκτιμοῦσε τὴν ἀοργησία καὶ σὲ ἄλλον τὴν φιλανθρωπία. Ἔδιδε προσοχὴ τόσο εἰς ἐκεῖνον ποὺ ἔκαμε ἀγρυπνίες, ὅσο καὶ εἰς ἐκεῖνον ποὺ ἀγαποῦσε τὴν μάθηση καὶ τὰ γράμματα.
Καὶ ἄλλον μὲν ἐθαύμαζε γιὰ τὴν ὑπομονή του, ἄλλον δὲ γιὰ τὶς νηστείες καὶ τὴν κατὰ γῆς κατάκλιση. Καὶ τοῦ μὲν ἑνὸς παρατηροῦσε τὴν πραότητα, τοῦ δὲ ἄλλου τὴν μακροθυμία. Καὶ γιὰ ὅλους μαζὶ τοὺς μοναχοὺς σημείωνε τὴν εὐσέβεια πρὸς τὸν Χριστὸν καὶ τὴν ἀγάπη ποὺ εἶχαν μεταξύ τους.
Καὶ ἔτσι γεμάτος ἀπὸ πνευματική ὡφέλεια ἐπέστρεφε εἰς τὸ δικό του ἀσκητήριο, καὶ συνεχῶς τὰ ἀναπολοῦσε ὅλα αὐτὰ καὶ τὰ μελετοῦσε μὲ τὴν σκέψη του καὶ φρόντιζε νὰ τὰ ἐφαρμόζη ὅλα εἰς τὸν ἑαυτό του.
Μὲ τοὺς συνομηλίκους του μοναχοὺς δὲν φιλονικοῦσε γιὰ κανένα λόγο, καὶ ἡ μόνη εὐγενικὴ ἅμιλλα ποὺ ἔδειχνε ἀπέναντί τους ἦταν μόνο στὸ πῶς νὰ μὴ φαίνεται ὑποδεέστερος ἐκείνων εἰς τὶς ἀρετές. Καὶ τὸ ἔκαμε αὐτὸ μὲ τέτοιον τρόπο, ὥστε νὰ μὴ λυπῆ κανέναν ἐξ αὐτῶν, ἀλλὰ κι ἐκεῖνοι νὰ χαίρουν μαζί του γιὰ τὴν προσπάθειά του αὐτή.
Ὅλοι λοιπὸν οἱ συγχωριανοί του καὶ οἱ φιλόκαλοι ἄνθρωποι μὲ τοὺς ὁποίους συναναστρεφόταν, ὅταν τὸν ἔβλεπαν νὰ ζῆ κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο, τὸν ἀποκαλοῦσαν φίλο τοῦ Θεοῦ, καὶ ἄλλοι τὸν ἀγαποῦσαν σὰν παιδί τους, ἄλλοι σὰν ἀδελφό τους.
5. Ὁ φθονερὸς ὅμως διάβολος, ὡς μισόκαλος ποὺ εἶναι, δὲν ὑπέφερε νὰ βλέπη τέτοια πρόθεση καὶ ἀγαθὴ διάθεση σὲ αὐτόν τὸν νεαρό. Ἔτσι, ὅλα τὰ πονηρὰ τεχνάσματα, ποὺ ἔχει ἀπὸ παλαιὰ καλὰ μελετημένα, ἐπιχείρησε νὰ τὰ ἐφαρμόσει καὶ ἐναντίον τοῦ Ἀντωνίου.
Στὴν ἀρχὴ λοιπὸν τὸν πείραζε γιὰ νὰ τὸν ἀποσπάση ἀπὸ τὴν ἀσκητικὴ ζωή, ὑποβάλλωντας εἰς αὐτὸν τὴν ἀνάμνηση τῶν κτημάτων του, τὴν φροντίδα ὑπὲρ τῆς ἀδελφῆς του, τὴν ἀγάπη τῶν συγγενῶν, τὴν ἀγάπη τῶν χρημάτων, τὴν φιλοδοξία, τὴν ἡδονὴ τῆς ποικιλίας τῶν φαγητῶν καὶ τὶς ἄλλες ἀνέσεις τοῦ βίου, καὶ τέλος, τὴν αὐστηρότητα τῆς ἀρετῆς καὶ πὼς ἀπαιτεῖται μεγάλος μόχθος γιὰ τὴν ἀπόκτησή της.
Ἀκόμη τοῦ προέβαλλε τὴν ἀδυναμία τοῦ σώματος καὶ τὸ μήκος τῆς ζωῆς, ποὺ εἶναι ὡστόσω βραχύ γιὰ τὴν κατάκτηση τῆς ἀρετῆς. Γενικῶς, τοῦ προκαλοῦσε μεγάλη συσκότιση λογισμῶν στὴν διάνοιά του, μὲ τὴν πρόθεση νὰ τὸν ἀποσπάση ἀπὸ τὴν ὀρθὴ προαίρεση.
Σὰν εἶδε ὅμως ὁ ἐχθρὸς πὼς ἦταν ἐντελῶς ἀνίκανος νὰ καταβάλη τὴν ἀγαθὴ πρόθεση τοῦ Ἀντωνίου, καὶ μᾶλλον νὰ κατανικᾶται ἀπὸ τὴν σταθερότητα ἐκείνου, καὶ νὰ ἀνατρέπεται ἀπὸ τὴν πολλή του πίστη καὶ νὰ πέφτη νικημένος ἀπὸ τὶς συνεχεῖς προσευχές τοῦ Ἀντωνίου,
τότε λοιπόν, βασιζόμενος στὰ ὅπλα του ποὺ ἐστιάζουν τὴ δράση τους στὴν περιοχή τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος κάτω ἀπὸ τὸν ὀμφαλὸ τῆς κοιλίας καὶ καυχώμενος γι’ αὐτὰ, διότι αὐτὰ εἶναι οἱ πρῶτες παγίδες ποὺ στήνει ἐναντίον τῶν νεαρῶν ἀσκητῶν, προσέρχεται ξανὰ μὲ ἐχθρικές διαθέσεις κατὰ τοῦ νέου, θορυβῶντας τον τὴ νύχτα καὶ ἐνοχλῶντας τον τὴν ἡμέρα, ὥστε κι ἐκεῖνοι ποὺ τὸν ἔβλεπαν ν’ ἀντιλαμβάνωνται τὴν πάλη ποὺ γινόταν ἀνάμεσα στοὺς δυό τους.
Διότι ἐνῶ ὁ διάβολος τοῦ ὑπέβαλλε αἰσχροὺς λογισμούς, ὁ Ἀντώνιος τοὺς ἀπέκρουε μὲ τὶς προσευχές. Καὶ ἐνῶ ἐκεῖνος τὸν προέτρεπε γαργαλώντας του τὶς αἰσθήσεις, ὁ Ἀντώνιος γινόταν κατακόκκινος ἀπὸ ντροπή, κι ὀχύρωνε καλὰ τὸ σῶμα του, μὲ τὴν πίστη, τὶς προσευχὲς καὶ τὶς νηστείες.
Καὶ ὁ ἄθλιος διάβολος, εἶχε τὴν ὑπομονή νὰ μεταμορφώνεται ἀκόμα καὶ σὲ γυναῖκα τὴ νύχτα, καὶ νὰ μιμῆται ὅλα τὰ γυναικεῖα φερσίματα, μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ ἀπατήση τὸν Ἀντώνιο.
Ἐκεῖνος ὅμως ἔσβηνε μέσα του τὴν φλόγα ἐκείνης τῆς πλάνης τοῦ διαβόλου, ἐνθυμούμενος τὸν Χριστὸ καὶ τὴν εὐγενική του καταγωγή, τὴν ὁποία, ὡς χριστιανὸς, τὴν ὤφειλε εἰς Αὐτόν, καὶ σκεπτόμενος ἀκόμη πὼς, ἡ ψυχὴ εἶναι κάτι νοερὸ καὶ ἄυλο καὶ ὄχι σαρκικό.
Ἄλλοτε πάλι, ὁ ἐχθρὸς τοῦ ὑπέβαλλε μυστικῶς τὴν γλυκύτητα τῆς ἡδονῆς, αὐτὸς ὅμως προσποιοῦταν τὸν ὀργισμένο καὶ λυπημένο, καὶ ἐνθυμούμενος στὸ νοῦ του τὴν ἀπειλὴ τῆς κολάσεως καὶ τὴν δυστυχία ποὺ προκαλεῖ ὁ σκώληκας, καὶ ἀντιπαρατάσσοντας αὐτὰ στοὺς πειρασμούς, περνοῦσε ἀβλαβὴς ἀνάμεσά τους.
Κι ὅλα αὐτὰ γίνονταν γιὰ νὰ ἐξευτελίζεται ὁ ἐχθρός. Διότι ἐκεῖνος ποὺ νόμισε ὅτι θὰ γίνη ὅμοιος μὲ τὸν Θεό, περιπαιζόταν τώρα ἀπὸ ἕνα νεανίσκο. Κι ἐκεῖνος ποὺ καυχιόταν πὼς εἶναι κύριος τῆς σάρκας καὶ τοῦ αἵματος τῶν ἀνθρώπων, ἀνατρεπόταν τώρα ἀπὸ ἄνθρωπο ποὺ φοροῦσε σάρκα.
Γιατὶ ὁ Κύριος συνεργοῦσε στὸν Ἀντώνιο, ὁ Κύριος ποὺ φόρεσε σάρκα γιὰ ἐμᾶς καὶ μὲ τὸ σῶμα Tου μὰς ἔδωσε τὴ νίκη κατὰ τοῦ διαβόλου, ὥστε ὁ κάθε ἄνθρωπος ποὺ ἀγωνίζεται πραγματικὰ νὰ λέγη· «Ὄχι ἐγώ, ἀλλὰ ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ποὖναι μαζί μου».
6. Τέλος λοιπόν, ἀφοῦ δὲν κατώρθωσε ὁ διάβολος οὔτε καὶ μὲ αὐτόν τὸν τρόπο νὰ καταβάλη τὸν Ἀντώνιο, ἀλλὰ καὶ ἔβλεπε τὸν ἐαυτὸ του νὰ ἀποβάλλεται ἀπὸ τὴν καρδιά τοῦ νέου, τρίζοντας τὰ δόντια του, καθὼς τὸ λέει ἡ Γραφή, καὶ σὰν τρελλός, ἔτσι ὅπως εἶναι μαῦρος εἰς τὸν νοῦ, τέτοιος κατόπιν ἐμφανίζεται καὶ εἰς τὴν φαντασία αὐτοῦ, ὡς μαῦρο ἀραπάκι.
Καὶ σὰν νὰ ὑποχωροῦσε, δὲν ἔμπαινε πιὰ στοὺς λογισμοὺς, διότι ὁ δόλιος εἶχε ἐκδιωχθῆ ἀπὸ ἐκεῖ, ἀλλὰ παίρνοντας τώρα ἀνθρώπινη φωνὴ τοῦ ἔλεγε· Πολλοὺς βεβαίως ἀπάτησα καὶ περισσότερους κατανίκησα, μὰ τώρα ποὺ θέλησα νὰ προσβάλλω ἐσένα καὶ τοὺς πνευματικούς σου κόπους, νικήθηκα, σὰν νἆχα νὰ κάμω μὲ πολλούς.
Ἔπειτα, ὅταν ὁ Ἀντώνιος τὸν ρώτησε· «Ποῖος εἶσαι σὺ ποὺ στέκεσαι δίπλα μου καὶ λέγεις αὐτὰ τὰ λόγια;», εὐθὺς ἐκεῖνος ἔβγαλε ἀπαίσιες φωνές λέγοντας· «Ἐγώ εἶμαι τῆς πορνείας φίλος, ἐγὼ εἶμαι ποὺ στήνω τὶς παγίδες καὶ προκαλῶ γαργαλισμοὺς κι ἐρεθισμὸ εἰς τοὺς νέους, καὶ μ’ ἔχουν ὀνομάσει πνεῦμα πορνείας».
Πόσους ἀνθρώπους ποὺ ἤθελαν νὰ ζήσουν μὲ σωφροσύνη τοὺς ἐξαπάτησα! Πόσους ἀνθρώπους ποὺ ἤθελαν νὰ ζοῦν μὲ ἐγκράτεια ἐγὼ τοὺς μετέπεισα νὰ ἁμαρτήσουν μὲ γαργαλιστικὲς προτροπὲς καὶ ἐρεθισμούς!
Ἐγὼ εἶμαι ἐκεῖνο τὸ πνεῦμα, ἐξ αἰτίας τοῦ ὁποίου κατηγορεῖ ὁ προφήτης τοὺς Ἰσραηλίτες ποὺ ἔπεσαν καὶ λέγει· «Τὸ πνεῦμα τῆς πορνείας σᾶς πλάνεψε», διότι ἀπὸ μένα εἶχαν ἐκεῖνοι ὑποπέσει στὴν ἁμαρτία. Ἐγὼ εἶμαι ἐκεῖνος ποὺ πολλὲς φορὲς σὲ ἐνόχλησα καὶ ἄλλες τόσες φορὲς νικήθηκα ἀπὸ σένα.
Κι ἀφοῦ ὁ Ἀντώνιος εὐχαρίστησε τὸν Κύριο καὶ πῆρε μεγάλο θάρρος κατὰ τοῦ διαβόλου, τοῦ εἶπε·
Εἶσαι, λοιπόν, πολὺ ἀξιοκαταφρόνητος, γιατὶ ὄχι μόνο εἶσαι μαῦρος στὸ μυαλὸ ἀλλὰ εἶσαι καὶ ἀνίσχυρος σὰν μικρὸ παιδὶ. Στὸ ἑξῆς λοιπὸν δὲν πρόκειται ν’ ἀσχοληθῶ μαζί σου· «Διότι ὁ Κύριος εἶναι βοηθός μου κι ἐγὼ θὰ περιφρονήσω τοὺς ἐχθρούς μου».
Μόλις τ’ ἄκουσε αὐτὰ ὁ μαῦρος, ἔφυγε, πνίγοντας τὶς φωνές του, φοβούμενος ἀκόμη καὶ νὰ πλησιάση στὸν Ἀντώνιο.
7. Αὐτὸς ὑπῆρξε ὁ πρῶτος ἆθλος τοῦ Ἀντωνίου κατὰ τοῦ διαβόλου·
ἢ μᾶλλον, τὸ κατόρθωμα αὐτὸ ἔγινε μὲν μέσω τοῦ Ἀντωνίου ἀλλὰ ἦταν τοῦ Σωτῆρος, ὁ Ὁποῖος «Κατεδίκασε τὴν ἁμαρτία τῆς σάρκας ὥστε ἡ δίκαια ἀπαίτησις τοῦ νόμου νὰ ἐκπληρωθῆ ἀπὸ ἐμᾶς ποὺ δὲν βαδίζουμε σύμφωνα μὲ τὴν ἐπιθυμία καὶ τὶς ἀπαιτήσεις τῆς σάρκας, ἀλλὰ ὑπὸ τὴν καθοδήγηση τοῦ Πνεύματος».
Μὰ παρ’ ὅλο ποὺ νικήθηκε ὁ δαίμων, ὁ Ἀντώνιος στὴ συνέχεια δὲν ἀδρανοῦσε οὔτε ἀμελοῦσε νὰ ἐξετάζει τὸν ἐαυτὸ του· ἀλλὰ καὶ ὁ ἐχθρός, ἂν καὶ ἡττημένος, δὲν ἔπαψε νὰ τοῦ στήνη ἐνέδρες γιὰ νὰ τοῦ ἐπιτεθῆ. Ὅλο περιτριγύριζε καὶ πάλι σὰν τὸ λιοντάρι, ζητῶντας κάποια πρόφαση καὶ εὐκαιρία ἐναντίον του.
Ὁ Ἀντώνιος ὡστόσο, ἔχοντας μάθει ἀπὸ τὶς Γραφὲς ὅτι οἱ μεθοδεῖες τοῦ ἐχθροῦ εἶναι πολλὲς, δινόταν ἀκόμη ἐντονώτερα στὴν ἄσκηση, γιατὶ συλλογιζόταν πώς, ἀκόμη κι ἂν ὁ διάβολος δὲν κατόρθωσε νὰ τοῦ ἀπατήση τὴν καρδιὰ μὲ τὴν ἡδονή τοῦ σώματος, σίγουρα θὰ προσπαθοῦσε νὰ τοῦ στήση ἐνέδρα μὲ κάποια ἄλλη μέθοδο· γιατὶ ὁ δαίμονας εἶναι φίλος τῆς ἀμαρτίας.
Ὅλο καὶ περισσότερο λοιπὸν σκληραγωγοῦσε τὸ σῶμα του καὶ τὸ ὑποδούλωνε στὴ θέλησή του φοβούμενος μήπως, ἐνῶ κάποιους πειρασμοὺς τοὺς νίκησε ἀπὸ ἄλλους τελικὰ παρασυρθῆ. Ἀποφασίζει λοιπὸν νὰ συνηθίση τὸν ἑαυτό του σὲ σκληρότερες ἀσκήσεις.
Καὶ ἐνῶ πολλοὶ τὸν θαύμαζαν, αὐτὸς εὐχαρίστως ὑπέμενε τὸν κόπο τῆς ἀσκήσεως· γιατὶ ἡ προθυμία του ποὺ παρέμεινε σταθερὴ ἐπὶ πολὺ χρόνο μέσα στὴν ψυχή του ἤδη παρήγαγε εἰς αὐτὸν μιὰν ἀγαθὴ συνήθεια, ὥστε ἀκόμη κι ἂν ἐλάμβανε μικρὴ ἀφορμὴ ἢ πρόταση ἀπὸ τοὺς ἄλλους, νὰ δεικνύη μεγάλο ζῆλο στὸ κάθε τι.
Γιατὶ ἀγρυπνοῦσε πολύ καὶ πολλὲς φορὲς παρέμενε ἄϋπνος ἀκόμη καὶ ὅλη τὴ νύχτα. Κι αὐτὸ δὲν τὸ ἔκαμε μία φορά μόνο ἀλλὰ πολύ συχνὰ, καὶ προκαλοῦσε τὸν θαυμασμό τῶν ἀνθρώπων.
Ἔτρωγε μία φορὰ τὴν ἡμέρα, μετὰ τὴν δύση τοῦ ἡλίου. Κάποιες φορὲς ἔτρωγε κάθε δύο ἡμέρες, καὶ πολὺ συχνὰ κάθε τέσσερεις ἡμέρες. Τὸ φαγητό του ἦταν ψωμὶ κι ἁλάτι, καὶ τὸ ποτό του μόνο νερό.
Γιὰ κρέατα καὶ γιὰ κρασὶ εἶναι περιττὸ ἀκόμη καὶ νὰ μιλήσουμε. Γιατὶ βεβαίως αὐτὰ δὲν τὰ συναντοῦσε κανεὶς οὔτε καὶ εἰς τοὺς ἄλλους σπουδαίους ἀσκητές. Γιὰ τὸν ὕπνο τοῦ ἀρκοῦσε μιὰ ψάθα· ἀλλὰ τὶς πιὸ πολλὲς φορὲς πλάγιαζε χωρὶς τίποτα καὶ κοιμόταν ἐπάνω στὸ χῶμα.
Ἀπέφευγε νὰ ἀλείφεται μὲ λάδι, καὶ ἔλεγε ὅτι οἱ νέοι ἀσκητές, πρέπει νὰ ἐπιδίδωνται εἰς τὴν ἄσκηση μὲ περισσότερη προθυμία καὶ νὰ μὴν ἐπιζητοῦν ἐκεῖνα ποὺ καθιστοῦν τὸ σῶμα νωθρό, ἀλλὰ ἀντίθετα, νὰ τὸ συνηθίζουν στὴν φιλοπονία, φέροντες εἰς τὸν νοῦν των τὸ ρητὸ τοῦ ἀποστόλου·
«Ὅταν εἶμαι ἀδύνατος, τότε εἶμαι δυνατός». Διότι ὅπως ἔλεγε, ὁ τόνος τῆς ψυχῆς εἶναι ἰσχυρός, μόνο ὅταν οἱ ἡδονὲς τοῦ σώματος ἐξασθενοῦν.
Μὰ εἶχε ἐπίσης ὁ Ἀντώνιος κι ἕναν ἄλλο θαυμαστὸ λογισμό· πὼς οὔτε ὁ δρόμος τῆς ἀρετῆς, οὔτε ἡ ἀναχώρηση ἀπὸ τὸν κόσμο ποὺ γίνεται πρὸς χάριν αὐτῆς, δὲν πρέπει νὰ προσμετρᾶται μὲ βάση τὴν παρέλευση τοῦ χρόνου, ἀλλὰ μὲ βάση τὸν ζῆλο καὶ τὴν προαίρεση.
Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Ἀντώνιος δὲν μνημόνευε τὸ παρελθὸν ἀλλὰ τὴν κάθε ἡμέρα ποὺ ξημέρωνε τὴν θεωροῦσε νέα ἀρχὴ τῆς ἀσκητικῆς του ζωῆς, κοπιάζοντας ὅλο καὶ περισσότερο γιὰ τὴν πνευματικὴ του προκοπή καὶ φέρνοντας συνέχεια στὴ μνήμη του τὸ ρητό τοῦ Παύλου·
«Λησμονῶ κι ἀφήνω πίσω μου ὅσα ἔγιναν εἰς τὸ παρελθόν, καὶ τρέχω διαρκῶς πρὸς ἐκεῖνα ποὺ εἶναι μπροστά μου». Θυμόταν ἀκόμη καὶ τὴ φωνή τοῦ Προφήτου Ἠλία, ποὺ ἔλεγε· «Ζῆ Κύριος, καὶ σήμερα παρουσιάστηκα ἐνώπιόν Του».
Παρατηροῦσε λοιπὸν ὁ Ἀντώνιος, σχετικά μὲ τὴν ρήση αὐτὴ τοῦ προφήτη Ἠλία, πώς, μὲ τὸ νὰ λέγη «σήμερα», δὲν ἐλογάριαζε τὸ παρελθόν, ἀλλά, θεωρῶντας τὴν κάθε στιγμή ὡς νέα ἀρχὴ, ἐφρόντιζε μὲ ζῆλο κάθε ἡμέρα νὰ παρουσιάζη τὸν ἑαυτό του ὅπως πρέπει στὸν Θεό, καθαρὸ στὴν καρδιὰ καὶ ἕτοιμο νὰ ὑπακούη στὸ θέλημα Του μόνο καὶ σὲ κανενὸς ἄλλου.
Ἔλεγε λοιπὸν μέσα του, πὼς πρέπει ὁ ἀσκητὴς πάντοτε νὰ μελετᾶ τὴν πολιτεία τοῦ μεγάλου Ἠλιού ἔχοντάς της ὡς καθρέφτη τοῦ ἰδικοῦ του βίου.
8. Ἀφοῦ λοιπὸν ὁ Ἀντώνιος ἰσχυροποίησε ἔτσι τὸν ἑαυτό του, ἀνεχώρησε καὶ πῆγε εἰς τὰ μνήματα, τὰ ὁποῖα βρίσκονταν μακριὰ ἀπὸ τὸ χωριὸ, καὶ ἔχοντας παραγγείλει σὲ κάποιον γνωστό του νὰ τοῦ φέρνη ψωμὶ γιὰ πολλές ἡμέρες, εἰσῆλθε σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ μνήματα. Ἔπειτα, ὁ γνωστός του ἐκεῖνος τοῦ ἔκλεισε τὴν πόρτα ἀπ’ ἔξω καὶ ἔμενε μοναχός του ἐκεῖ μέσα.
Τότε λοιπόν, μὴ μπορῶντας ὁ ἐχθρός νὰ ὑποφέρει τὴν κατάσταση αὐτὴ, ἀλλὰ κυρίως ἐπειδὴ φοβόταν μήπως σιγὰ - σιγὰ γεμίση τὴν ἔρημο μὲ ἀσκητές, ἦρθε στὸ κοιμητήρι μιὰ νύκτα μαζὶ μὲ πλῆθος δαιμόνων καὶ τὸν κατεπλήγωσε τόσο πολύ, ὥστε νὰ πέση καταγῆς ἄφωνος καὶ ἀναίσθητος ἀπὸ τὰ βασανιστήρια.
Καὶ ὅπως ὁ Ἀντώνιος μᾶς διαβεβαίωνε ἀργότερα, οἱ πόνοι ἦσαν τόσο σφοδροὶ, ποὺ νὰ μπορεῖ κάποιος νὰ πεῖ πὼς τὰ χτυπήματα τῶν ἀνθρώπων, δὲν θὰ μποροῦσαν ποτὲ νὰ προξενήσουν τόσο μεγάλο βάσανο.
Μὲ τὴν πρόνοια ὅμως τοῦ Θεοῦ, διότι ὁ Κύριος ποτὲ δὲν παραβλέπει ὅσους ἐλπίζουνε σ’ Αὐτόν, τὴν ἄλλη μέρα ἦρθε ἐκεῖ ὁ γνώριμός του γιὰ νὰ τοῦ φέρη τοὺς ἄρτους·
Μόλις ἄνοιξε τὴν πόρτα, καὶ τὸν εἶδε χάμω πεσμένο σὰν νεκρὸ, ἀμέσως τὸν φορτώθηκε καὶ τὸν μετέφερε στὴν ἐκκλησία τοῦ χωριοῦ, ὅπου τὸν ἀπόθεσε κατὰ γῆς.
Τότε, πολλοὶ ἀπὸ τοὺς συγγενεῖς κι ἀπὸ τοὺς κατοίκους τοῦ χωριοῦ, ἦλθαν καὶ παρακάθισαν τριγύρω σὰν νὰ ἦταν ὁ Ἀντώνιος νεκρός.
Κατὰ τὰ μεσάνυχτα ὅμως, ὁ Ἀντώνιος συνῆλθε καὶ μόλις σηκώθηκε, ὅπως τοὺς εἶδε ὅλους νὰ κοιμῶνται καὶ μόνο τὸν γνωστό του νὰ εἶναι ἄγρυπνος, τοῦ ἔκαμε νόημα νὰ ἔρθη κοντά του, καὶ τοῦ ζήτησε νὰ τὸν φορτωθῆ πάλι καὶ νὰ τὸν μεταφέρη στὰ μνήματα, χωρὶς νὰ ξυπνήση κανέναν.
9. Ὁ ἄνδρας λοιπὸν ἐκεῖνος τὸν μετέφερε, καὶ ἀφοῦ, ὡς συνήθως, τοῦ ἔκλεισε τὴν πόρτα ἀπ’ ἔξω, ἔμεινε καὶ πάλι μέσα μόνος του.
Δὲν μποροῦσε βεβαία νὰ στέκεται ὄρθιος λόγω τῶν πληγῶν τοῦ σώματός του, ἀλλὰ καθὼς ἦταν ξαπλωμένος, προσηύχετο. Καὶ ὅταν τελείωσε ἡ προσευχή, ἐφώναξε δυνατά· «Ἐδῶ εἶμαι ἐγὼ ὁ Ἀντώνιος· δὲν ἀποφεύγω τὶς πληγὲς ποὺ μοῦ προξενεῖτε. Διότι, ἀκόμη κι ἐὰν μοῦ προξενήσετε περισσότερες, τίποτε δὲν θὰ μὲ χωρίση ἀπ’ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ».
Ὕστερα μάλιστα ἔψαλλε· «Ἀκόμη κι’ ἂν στρατὸς ὁλόκληρος παραταχθῆ ἐναντίον μου, ἡ καρδιά μου δὲν θὰ φοβηθῆ». Αὐτὰ λοιπὸν ἐπίστευε ὁ ἀσκητής κι αὐτὰ ἔλεγε.
Ὁ μισόκαλος ἐχθρός ὡστόσο, ἔκπληκτος ποὺ μετὰ ἀπὸ τόσες πληγὲς εἶχε ὁ Ἀντώνιος τὸ θάρρος νἄρθη καὶ πάλι στὰ μνήματα, μάζεψε ὅλους μαζὶ τοὺς δαίμονες, σὰν τὰ σκυλιά, καὶ ἀνάβοντας ἀπὸ θυμὸ, εἶπε·
Βλέπετε, ὅτι δὲν τὸν σταματήσαμε οὔτε μὲ τὸ πνεῦμα τῆς πορνείας, οὔτε μὲ τὶς πληγὲς τοῦ σώματος· ἀλλὰ ἀντίθετα, τώρα δείχνει ἀκόμη περισσότερη θρασύτητα ἀπέναντί μας. Γι’ αὐτό, ἂς τοῦ ἐπιτεθοῦμε μὲ ἄλλη μέθοδο.
Τότε λοιπόν οἱ δαίμονες, κατὰ τὴ διάρκεια τῆς νύκτας, δημιουργοῦσαν τέτοιον χτύπο, ὥστε νὰ νομίζη κανείς, πὼς ὅλος ἐκεῖνος ὁ τόπος ἐσείετο.
Καὶ ὅπως οἱ μετασχηματισμοί σὲ διάφορα σχήματα κακίας εἶναι εὔκολοι στὸν διάβολο, οἱ δαίμονες ἔδιναν τὴν ἐντύπωση, ὅτι εἴχαν τρυπήση τοὺς τέσσαρες τοίχους τοῦ μικροῦ κτιρίου καὶ πὼς ἦταν ἔτοιμοι νὰ ὁρμήσουν μεταμορφωμένοι σὲ θηρία καὶ ἑρπετά, πλάσματα τῆς φαντασίας.
Ἀμέσως τότε ὅλος ὁ χῶρος γέμισε ἀπὸ φανταστικὰ λιοντάρια, ἀρκοῦδες, λεοπαρδάλεις, ταῦρους, φίδια, σκορπιοὺς καὶ λύκους. Καὶ τὸ καθένα ἀπὸ αὐτὰ κινοῦταν καὶ ἐνεργοῦσε κατὰ τὸν δικό του τρόπο ἀνάλογα μὲ τὸ εἴδος του.
Ὁ λέων ἐβρυχᾶτο, θέλοντας νὰ τοῦ ὁρμῆσει, ὁ ταῦρος φαινόταν νά προσπαθῆ νὰ τὸν τρυπήσει μὲ τὰ κέρατα, τὸ φίδι σερνόταν πρὸς τὸ μέρος του χωρὶς ὅμως νὰ τὸν φθάνη κι ὁ λύκος φαινόταν σὰν νἄθελε νὰ ἐφορμήση μὰ συγκρατιόταν. Καὶ γενικὰ, οἱ θόρυβοι ὅλων αὐτῶν τῶν θηρίων μαζὶ ἦσαν φοβεροὶ, καὶ ἡ ἀγριότητά τους ἀνυπόφορη.
Καὶ ἐνῶ τὰ ζὼα αὐτὰ δάγκωναν τὸν Ἀντώνιο καὶ τὸν κακοποιοῦσαν, αἰσθανόταν βέβαια αὐτὸς ἰσχυρό σωματικὸ πόνο, ἀλλὰ παρέμενε ἀτρόμητος καὶ διατηροῦσε τὸν ἐαυτό του σὲ ψυχικὴ ἐπαγρύπνηση.
Καὶ ἐνῶ βογγοῦσε λόγω τοῦ σωματικοῦ πόνου, ἡ σκέψη του ὅμως ἦταν νηφάλια καὶ σὰν νὰ τοὺς χλευάζη, ἔλεγε· Ἂν εἴχατε πραγματική δύναμη, καὶ ἕνας μόνο ἀπὸ σᾶς θὰ ἀρκοῦσε νὰ ἔλθη.
Ἐπειδὴ ὅμως ὁ Κύριος σᾶς ἔχει ἀποδυναμώσει, διὰ τοῦτο, ἀκόμη κι ἂν προσπαθεῖτε νὰ μὲ φοβίσετε μὲ τὸ πλῆθος σας, τὸ γεγονὸς ὅτι μιμῆσθε τὶς μορφὲς καὶ τὶς φωνὲς τῶν ἀλόγων ζώων, εἶναι γνώρισμα τῆς ἀδυναμίας σας.
Καὶ γεμάτος μὲ θάρρος, τοὺς ἔλεγε καὶ πάλι· Ἐὰν μπορῆτε κι ἂν ἔχετε λάβει ἐξουσία ἐναντίον μου, μὴν ἀργῆτε, ἀλλὰ ἐπιτεθῆτε· ἐὰν ὅμως δὲν μπορῆτε, γιατί ταράζεστε μάταια; Διότι ἡ πίστη μας στὸν Κύριο εἶναι γιὰ μᾶς σφραγίδα ἀσφαλείας καὶ τεῖχος ἀπόρθητο ποὺ μᾶς προστατεύει.
Ἔκαναν λοιπὸν πολλὲς προσπάθειες, καὶ ἔτριζαν τὰ δόντια τους ἐναντίον του, ἀλλὰ μᾶλλον ἐνέπαιζαν τὸν ἑαυτό τους καὶ ὄχι ἐκεῖνον.
10. Ὁ Κύριος βέβαια δὲν λησμόνησε τὸν ἡρωϊκὸ ἀγώνα τοῦ Ἀντωνίου, ἀλλὰ πρόστρεξε νὰ τὸν βοηθήση καὶ σ’ αὐτὸν τὸν πειρασμὸ.
Ὅταν λοιπὸν ὁ Ἀντώνιος ὕψωσε τὰ μάτια του, εἶδε τὴν στέγη σὰ νὰ ἀνοίγει καὶ κάποια ἀκτῖνα φωτὸς νὰ κατεβαίνη πρὸς αὐτόν. Τότε ξαφνικὰ οἱ δαίμονες ἔγιναν ἄφαντοι καὶ ὁ πόνος τοῦ σώματος εὐθὺς σταμάτησε, καὶ ὁ οἶκος ἤταν καὶ πάλι ἀκέραιος.
Ὅταν ἔνοιωσε ὁ Ἀντώνιος τὴν θεία παρουσία καὶ βοήθεια, καὶ πῆρε βαθεῖα ἀναπνοὴ κι ἀνακουφίστηκε ἀπὸ τοὺς πόνους, ἀπηύθυνε δέηση πρὸς τὴν θεία αὐτὴ ὀπτασία ποὺ τοῦ παρουσιάσθη, καὶ ἔλεγε· Ποῦ ἤσουν; Γιατί δὲν φάνηκες ἀπ’ τὴν ἀρχή, γιὰ νὰ μοῦ παύσης τὶς ὀδύνες μου;
Ἀκούστηκε τότε μιὰ φωνὴ νὰ λέγη πρὸς αὐτόν· Ἀντώνιε, ἐδῶ ἤμουν, ἀλλὰ περίμενα νὰ δῶ τὸ ἀγώνισμά σου. Ἐπειδή, λοιπόν, τὰ πέρασες ὅλα μὲ ὑπομονὴ καὶ δὲν νικήθηκες, θὰ σοῦ εἶμαι πάντοτε βοηθὸς καὶ θὰ σὲ κάμω παντοῦ ὀνομαστό.
Μόλις τὰ ἄκουσε αὐτά, σηκώθηκε καὶ προσευχόταν καὶ τόσο πολὺ δυνάμωσε, ὥστε ἔνοιωσε μέσα του πὼς τὸ σῶμα του ἔλαβε πολὺ περισσότερη δύναμη ἀπ’ ὅση εἶχε προτήτερα. Ἡ ἡλικία του τότε πλησίαζε τὰ τριάντα πέντε χρόνια.
11. Τὴν ἐπόμενη μέρα, ποὺ βγῆκε ἀπὸ τὸ μνῆμα, ἦταν ἀκόμη πιὸ πρόθυμος στὴν θεοσέβεια καὶ πηγαίνοντας σ’ ἐκεῖνον τὸν ἡλικιωμένο γέροντα, τὸν παρακαλοῦσε καὶ τοῦ ζητοῦσε νὰ πᾶνε μαζί στὴν ἔρημο νὰ κατοικήσουνε .
Ὅταν ὅμως ἐκεῖνος ὁ γέροντας λόγω τῆς ἡλικίας του ἀρνήθηκε κι ἐπειδὴ δὲν ὑπῆρχε ἀκόμη τέτοια συνήθεια, εὐθὺς αὐτὸς ἔφυγε μόνος του εἰς τὸ ὄρος.
Ἀλλὰ καὶ πάλι ὁ ἐχθρός, βλέποντας τὸν ζῆλο του καὶ θέλοντας νὰ τὸν ἐμποδίση, τοῦ ὑπέβαλε στὴν φαντασία του πῶς πάνω στὸν δρόμο ὑπῆρχε ἕνας μεγάλος ἀσημένιος δίσκος.
Ὁ Ἀντώνιος ὅμως ποὺ κατάλαβε τὸ τέχνασμα τοῦ μισόκαλου ἐχθροῦ σταμάτησε, καὶ βλέποντας τὸν δίσκο ἤλεγξε τὸν διάβολο ποὺ ἦταν σ’ αὐτόν, λέγοντας·
Πῶς βρέθηκε αὐτὸς ὁ δίσκος στὴν ἔρημο; Αὐτὸς ὁ δρόμος δὲν εἶναι πολυσύχναστος καὶ δὲν ὑπάρχουν ἴχνη ποὺ νὰ δεικνύουν ὅτι πέρασαν ἄνθρωποι ἀπὸ ἐδῶ. Διότι, ἐὰν εἶχε πέσει κανενός, δὲν θὰ μποροῦσε νὰ μὴ γίνη ἀντιληπτός, τόσο μεγάλος ποὺ εἶναι. Ἀλλὰ κι ἐκεῖνος ποὺ τὸν ἔχασε, ἐὰν ἐπέστρεφε καὶ τὸν ἀναζητοῦσε, θὰ τὸν εὕρισκε σίγουρα, γιατὶ ὁ τόπος εἶναι ἔρημος.
Ἄρα αὐτὸ εἶναι τέχνασμα τοῦ διαβόλου. Δὲν θὰ μοῦ ἐμποδίσης, διάβολε, μ’ αὐτό, τὴν προθυμία μου γιὰ τὴν ἔρημο. Ἀλλὰ ἐσύ κι ὁ δίσκος σου μαζί ὁδεύετε πρὸς τὴν ἀπώλεια. Κι ἐνῶ ὁ Ἀντώνιος ἀκόμη ἔλεγε αὐτὰ τὰ λόγια, ὁ δίσκος ἐξαφανίστηκε ὅπως ὁ καπνός τῆς φωτιᾶς.
12. Ἄλλοτε, καθὼς ἔφευγε πρὸς τὸ βουνό, εἶδε χρυσάφι σκορπισμένο στοὺς δρόμους, ὄχι φανταστικό χρυσάφι ἀλλὰ πραγματικὸ αὐτὴ τὴ φορά.
Δὲν γνωρίζουμε ἂν ἦταν ὁ ἐχθρός ποὺ σκόρπισε τὸ χρυσάφι αὐτὸ, ἢ κάποια ἀπ’ τὶς ἀνώτερες δυνάμεις, γιὰ νὰ γυμνάση τὸν ἀθλητὴ καὶ γιὰ νὰ δείξη στὸν διάβολο πὼς ὁ Ἀντώνιος δὲν ἐνδιαφερόταν οὔτε καὶ γιὰ τὰ ἀληθινὰ χρήματα· ὁ ἴδιος δὲν τὸ διευκρίνισε αὐτὸ τὸ ζήτημα, κι οὔτε ἐμεῖς τὸ μάθαμε, ἐκτὸς μόνον ὅτι αὐτὸ ποὺ φαινόταν ἤτανε πραγματικὸ χρυσάφι.
Ὁ Ἀντώνιος βέβαια ἐθαύμασε τὴν μεγάλη ποσότητα τοῦ χρυσοῦ, ἀλλὰ, ὅπως περνᾶ κανεὶς ἀπ’ τὴν φωτιά πηδῶντας ἀπὸ πάνω της, ἔτσι κι αὐτὸς προσπέρασε τὸ χρυσάφι κι οὔτε τὸ κεφάλι του δὲν ἔστρεψε γιὰ νὰ τὸ κυττάξη. Ἀντιθέτως, ἔτρεχε τόσο γρήγορα στὸν δρόμο, ὥστε ὁ τόπος ἐκεῖνος νὰ χαθῆ ἀπὸ τὰ μάτια του καὶ νὰ μὴν τὸν βρίσκη πιά.
Ὅλα αὐτὰ τὰ συμβάντα λοιπὸν ἐνίσχυσαν τὸ φρόνημά του πολὺ περισσότερο, κι ὁ Ἀντώνιος ὅρμησε πρὸς τὸ ὄρος.
Ἐκεῖ, πέρα ἀπ’ τὸν ποταμό, βρῆκε ἕνα κατάλυμα ἐρημωμένο τὸ ὁποῖο ἦταν γεμάτο ἀπὸ ἑρπετά, λόγω τοῦ ὅτι ἦταν ἐγκαταλελειμμένο ἐπὶ πολὺ χρόνο· ἐκεῖ ἐγκαταστάθηκε καὶ κατοίκησε μέσα σ’ αὐτό.
Κι ἀφοῦ τὰ ἑρπετὰ ἔφυγαν ἀμέσως ἀπ’ τὸ κατάλυμα, σὰν νὰ τὰ κατεδίωκε κανείς, ὁ Ἀντώνιος ἔφραξε τὴν εἴσοδο καὶ ἀποθήκευσε ψωμὶ γιὰ ἕξη μῆνες ὅπως οἱ κάτοικοι τῶν Θηβῶν τῆς Αἰγύπτου συνηθίζουν νὰ κάμουν, καὶ πολλὲς φορὲς, τὰ ψωμιὰ διατηροῦνται ἀκόμη κι ἕνα ὁλόκληρο ἔτος χωρὶς νὰ χαλάσουν·
ἔχωντας καὶ νερό μέσα μαζί του, ἔμενε ἐκεῖ μόνος του σὰν νὰ εἶχε βυθισθῆ εἰς τὰ τρίσβαθα τοῦ καταλύματος, καὶ οὔτε αὐτὸς ἔβγαινε ποτὲ ἔξω, οὔτε ἔβλεπε κανένα ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ἔρχονταν πρὸς αὐτὸν.
Ἔτσι λοιπόν, ὁ Ἀντώνιος πέρασε πολὺ καιρὸ σ’ αὐτὴ τὴ συνεχῆ ἀσκητικὴ ζωὴ, καὶ μόνο δύο φορὲς τὸν χρόνο παραλάμβανε τοὺς ἄρτους ποὺ τοῦ κατέβαζαν ἀπὸ τὴ στέγη τοῦ καταλύματος.
13. Οἱ γνωστοὶ του ποὺ ἔρχονταν γιὰ νὰ τὸν ἐπισκεπτοῦν, ἐπειδὴ δὲν τοὺς ἐπέτρεπε νὰ εἰσέλθουν στὸ κατάλυμα καὶ πολλὲς φορὲς διέμεναν ἔξω ὁλοκλήρες μέρες καὶ νύκτες, ἄκουγαν ἤχους ἀπὸ μέσα σὰν ἀπὸ πλήθη ἀνθρώπων ποὺ θορυβοῦσαν καὶ χτυποῦσαν καὶ ἔβγαζαν ἀπαίσιες φωνὲς καὶ κραύγαζαν· Φῦγε ἀπὸ τὰ μέρη μας! Τί σχέση ἔχεις ἐσὺ μὲ τὴν ἔρημο; Δὲν μπορεῖς νὰ ὑποφέρης τὴν κακία μας.
Οἱ ἐπισκέπτες στὴν ἀρχή νόμιζαν ὅτι αὐτοὶ ποὺ μάλωναν μαζί του, ἦσαν κάποιοι ἄνθρωποι ποὺ σκαρφάλωσαν μὲ σκάλες καὶ μπῆκαν μέσα στὸ κατάλυμα. Ὅταν ὅμως ἔσκυψαν σὲ μιὰ ὀπὴ τῆς πόρτας καὶ δὲν εἶδαν κανέναν, τότε πιὰ κατάλαβαν ὅτι ἦσαν δαίμονες, καὶ φοβήθηκαν, καὶ ζητοῦσαν τὴν βοήθεια τοῦ Ἀντωνίου.
Μὰ ὁ Ἀντώνιος νοιαζόταν περισσότερο γιὰ τοὺς ἐπισκέπτες του ποὺ ἦσαν ἔξω ἀπ’ ὅτι γιὰ τοὺς δαίμονες. Καὶ πλησιάζοντας στὴν πόρτα παρακαλοῦσε τοὺς ἀνθρώπους του νὰ φύγουν καὶ νὰ μὴν φοβοῦνται. Διότι ἔλεγε πὼς οἱ δαίμονες δημιουργοῦν φαντασίες σ’ ἐκείνους ποὺ δειλιάζουν. Ἐσεῖς ὅμως σφραγῖστε τοὺς ἑαυτούς σας μὲ τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ καὶ φεύγετε μὲ θάρρος, κι ἀφῆστε τους αὐτοὺς νὰ ἐμπαίζουν τοὺς ἑαυτούς τους.
Τότε ἐκεῖνοι ἔφευγαν ὀχυρωμένοι μὲ τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ, κι αὐτὸς ἔμενε χωρὶς καθόλου νὰ βλάπτεται ἀπὸ τοὺς δαίμονες, καὶ χωρὶς ποτὲ νὰ κουράζεται ἀπ’ τοὺς ἀσκητικοὺς του ἀγῶνες, γιατὶ ἡ ἐνίσχυση τῶν οὐράνιων ὀπτασιῶν ποὺ ἔβλεπε, καθὼς καὶ ἡ ἀδυναμία τῶν ἐχθρῶν, τοῦ παρεῖχαν μεγάλη ἀνακούφιση στὶς κακουχίες, καὶ τοῦ ἔδιναν περισσότερη προθυμία γιὰ τὴν ἀσκητικὴ ζωή.
Καὶ πράγματι, ἔρχονταν οἱ γνωστοί του διαρκῶς νομίζοντας ὅτι θὰ τὸν εὕρισκαν νεκρό, μὰ ἀντὶ γι’ αὐτὸ τὸν ἄκουγαν νὰ ψάλλη· «Ἂς ἐγερθῆ ὁ Θεὸς καὶ οἱ ἐχθροί του θὰ διασκορπισθοῦν ἀμέσως, καὶ ὅσοι τὸν μισοῦν θὰ ἐξαφανισθοῦν ἀπὸ μπροστά του».
«Ὅπως ἐξαφανίζεται ὁ καπνός, ἔτσι θὰ ἐξαφανισθοῦν κι αὐτοί. Ὅπως τὸ κερὶ λειώνει στὴν φωτιά, ἔτσι καὶ οἱ ἁμαρτωλοί θὰ χαθοῦν ἀπὸ τὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ».
Καὶ πάλι· «Ὅλοι οἱ ἐχθρικοὶ λαοὶ μὲ περιεκύκλωσαν καὶ μὲ τὴν ἐπίκληση τοῦ ὀνόματος τοῦ Κυρίου τοὺς ἀπέκρουσα».
14. Εἴκοσι περίπου ἔτη πέρασε μονάχος ἀσκητεύοντας ἔτσι, χωρὶς νὰ ἐπισκεφθῆ κανέναν καὶ χωρὶς νὰ ἔχει συχνὴ ἐπικοινωνία μὲ ἀνθρώπους.
Ὕστερα ὅμως ἀπὸ τὰ ἔτη αὐτά, πολλοὶ ἤθελαν νὰ μιμηθοῦν μὲ ζῆλο τὴν ἀσκητικὴ ζωή του, καὶ κάποιοι γνωστοί του ἦλθαν καὶ παραβίασαν τὴν πόρτα, κι ἀναγκάστηκε ὁ Ἀντώνιος νὰ βγῆ ἔξω μὲ τὴν ὄψη μεταρσιωμένη καὶ θεοφόρα σὰν νὰ εἶχε βγῆ ἀπὸ κάποιο ἄδυτο.
Αὐτὴ ἦταν ἡ πρώτη φορὰ, ἀφ’ ὅτου ἦλθε στὸ κατάλυμα, ποὺ παρουσιάστηκε σ’ αὐτοὺς ποὺ ἔρχονταν γιὰ νὰ τὸν δοῦν.
Ἐκεῖνοι τότε σὰν τὸν εἶδαν, θαύμαζαν βλέποντας ὅτι τὸ σῶμα του ἦταν στὴν ἴδια ἀκριβῶς κατάσταση καὶ οὔτε εἴχε παχύνει, σὰν ἀγύμναστο ποὺ ἦταν, οὔτε εἴχε ἀδυνατίσει ἀπ’ τὶς νηστεῖες κι ἀπὸ τὶς μάχες μὲ τοὺς δαίμονες.
Ἦταν ἀκριβῶς ὅπως τὸν γνώριζαν καὶ πρὶν ἀπ’ τὴν ἀναχώρησή του στὴν ἔρημο. Τὸ ἠθικὸ του φρόνημα ἦταν καθαρό ὅπως καὶ ἡ κατάσταση τῆς ψυχῆς του γιατὶ οὔτε ἦταν συνεσταλμένος ἀπ’ τὴν ἀνία, οὔτε ἦταν ὁ νοῦς του διασκορπισμένος ἀπὸ κάποια ἡδονή, καὶ δὲν ἦταν οὔτε σκυθρωπὸς οὔτε γελαστός.
Γιατὶ οὔτε ταράχτηκε καθὼς εἶδε τόσο πλῆθος, οὔτε καὶ ἐνθουσιάστηκε ἀπὸ τόσους ποὺ τὸν ἀσπάζονταν, ἀλλὰ ἦταν ἀπόλυτα ἰσορροπημένος, καθῶς τὸν κυβερνοῦσε ἡ λογικὴ καὶ ἦταν φυσικὸς στὴν συμπεριφορά του.
Ἔπειτα ὁ Κύριος θεράπευσε, διὰ μέσω τοῦ Ἀντωνίου, πολλοὺς ἀπὸ τοὺς παρόντες ποὺ ἔπασχαν σωματικὰ· καὶ ἄλλους τοὺς καθάρισε ἀπὸ τὰ δαιμόνια.
Ὁ Κύριος ἐπίσης ἔδιδε στὸν Ἀντώνιο καὶ τὸ χάρισμα τῆς ὁμιλίας κι ἔτσι παρηγοροῦσε, πολλοὺς ποὺ ἦσαν λυπημένοι καὶ ἄλλους τοὺς συμφιλίωνε, ἂν ἦσαν μαλωμένοι μεταξύ τους, καὶ σὰν ἐπίλογο ἔλεγε πρὸς ὅλους, πὼς δὲν πρέπει νὰ προτιμᾶμε τίποτε εἰς τὸν κόσμον αὐτὸν ἀπὸ τὴν ἀγάπη στὸν Χριστό.
Καὶ διαλεγόμενος μαζί τους ἔπεισε πολλοὺς νὰ προτιμήσουν τὸν ἀσκητικὸ βίο παρακινώντας τους νὰ ἀναλογίζωνται τὰ μέλλοντα ἀγαθὰ καὶ τὴν φιλανθρωπία ποὺ μᾶς ἔδειξε ὁ Θεός ὁ Ὁποῖος «Δὲν λυπήθηκε οὔτε τὸν ἴδιο του τὸ Υἱό, ἀλλὰ Τὸν παρέδωκε γιὰ τὴν δική μας σωτηρία».
Καὶ ἔτσι λοιπόν ἀπὸ τότε, ἱδρύθηκαν μοναστήρια καὶ στὰ βουνὰ καὶ ἡ ἔρημος μεταβλήθηκε σὲ πόλη, κατοικούμενη ἀπὸ μοναχούς ποὺ βγῆκαν ἀπ’ τὰ χωριά τους καὶ ἀπογράφηκαν πολῖτες τῆς πολιτείας τῶν οὐρανῶν.
15. Κάποτε ποὺ ὁ Ἀντώνιος χρειάστηκε νὰ περάση τὴν διώρυγα τοῦ Ἀρσενοΐτου, γιατὶ ἦταν ἀνάγκη νὰ ἐπισκεφθῆ τοὺς ἀδελφούς, ἡ διώρυγα ἦταν γεμάτη ἀπὸ κροκοδείλους. Ἔκανε τότε μόνο προσευχὴ καὶ μπῆκαν ὅλοι στὸ νερό, αὐτὸς καὶ οἱ συνοδοί του, καὶ πέρασαν σῶοι καὶ ἀβλαβεῖς.
Κι ὅταν ἐπέστρεψε εἰς τὸ μοναστήρι του, ἐξακολούθησε τοὺς πνευματικοὺς του κόπους τὸ ἴδιο σεμνὰ καὶ μὲ τὸν ἴδιο ζῆλο.
Μὲ τὶς συνεχεῖς ὁμιλίες του μεγάλωνε τὴν προθυμία σ’ ἐκείνους ποὺ ἦσαν ἤδη μοναχοί, καὶ παρακινοῦσε κι ὅλους τοὺς ἄλλους ποὺ παρευρίσκονταν ἐκεῖ στὸ νὰ ἀγαπήσουν μὲ πάθος τὴν ἀσκητικὴ ζωή.
Ἔτσι, πολὺ συντόμα, μὲ τοὺς ἑλκυστικούς του λόγους, ἔγιναν πάρα πολλὰ μοναστήρια, καὶ ὅλων αὐτῶν ἦταν ἡγούμενος καὶ πνευματικὸς τους πατέρας.
Τέλος πρῶτου μέρους