Τὰ κλωσοπούλια
Ἡ κυρα-Μαριγὼ βγῆκε πρωὶ πρωὶ ἀπὸ τὸ σπίτι. Πίσω της ἀκολουθοῦσαν τὰ δυό της ἀγοράκια. Πέρασε τὴν αὐλὴ καὶ πῆγε καὶ στάθηκε μπροστὰ στὴ φωλιὰ τῆς κλώσας. Τὴν ἀνασήκωσε μὲ τὰ χέρια της λιγάκι καὶ κοίταξε μὴν εἶχε βγεῖ κανένα πουλί. Μὰ δὲν εἶδε τίποτε.
Ἡ κλώσα ἀνησύχησε κι ἄρχισε νὰ φωνάζη ἄγρια. Ἡ κυρα-Μαριγὼ λοιπὸν τὴν ἄφησε καὶ τράβηξε κατὰ τὸ χωράφι ν’ ἀρμέξη τὶς κατσίκες της. Τὰ παιδιὰ ὅμως δὲν πῆγαν μαζί της αὐτὴ τὴ φορά. Στάθηκαν ἐκεῖ καὶ κοίταζαν τὴν κλώσα μὲ περιέργεια.
- Εἶδες ποτέ σου, Γιάννο, πῶς τὰ πουλιὰ βγαίνουν ἀπ’ τ’ αὐγά; ρώτησε ὁ Μανολιός. - Ὄχι, δὲν εἶδα! Πᾶμε κοντά της νὰ περιμένωμε. Μὰ νὰ μὴ τὴν πειράξης καθόλου! Ἄκουσες πῶς ἔκανε, ὅταν ἡ μάνα πῆγε κοντά της; - Καλά, δὲν τὴν πειράζω. Πῶς θὰ ἰδοῦμε ὅμως; Τ’ αὐγὰ τάχει κρυμμένα ἀποκάτω ἀπὸ τὶς φτεροῦγες της.
Τὰ παιδιὰ πῆγαν καὶ κάθισαν κοντὰ στὴ φωλιά, ἔτσι ὅμως, ποὺ ἡ κλώσα νὰ μὴν τὰ βλέπη καὶ τρομάζει.
Σὲ λίγο ὁ Γιάννος λέει τοῦ Μανολιοῦ: - Η κλώσα ἔσκυψε τὸ κεφάλι ἐπάνω ἀπὸ τ’ αὐγά της. - Μπά! Σὰν τί νὰ κοιτάζη; - Δὲν κοιτάζει, καλέ. Ἀκούει. - Τί ἀκούει; Ἐγὼ δὲν ἀκούω τίποτε. Ἐσύ; - Οὔτε κι ἐγώ. Μὰ σώπα τώρα. Θὰ τὴν τρομάξης μὲ τὴ φωνή σου.
Ξαφνικὰ ἡ κλώσα χτύπησε μὲ τὴ μύτη της ἕνα ἀπὸ τ’ αὐγά. Τὸ τσόφλι ἔσπασε κι ἀπὸ μέσα βγῆκε ἕνα κλωσοπούλι. - Γιάννο, Γιάννο, σκύψε νὰ ἰδῆς! Βγῆκε ἕνα πουλάκι. Πῶς τρέμει τὸ κακόμοιρο! - Κοίτα πῶς τρικλίζει! - Δὲν ἔχει φτερά, καλέ! - Μόνο χνούδι ἔχει ἐπάνω του κι εἶναι σὰ βρεγμένο. Ἄκου! Φωνάζει κιόλας. Τσίου, τσίου!
- Τί μικρούλα μυτίτσα! - Κοίτα πῶς τὸ σπρώχνει ἡ κλώσα ἀποκάτω της. Φοβᾶται φαίνεται μὴν τῆς τὸ πάρωμε. - Ὄχι, θέλει νὰ τὸ ζεστάνη. - Γιατί δὲ σπάει καὶ τ’ ἄλλα τ’ αὐγά; - Ποιός ξέρει, δὲ θάναι ἡ ὥρα τους ἀκόμη. - Πᾶμε νὰ τὸ ποῦμε στὴ μητέρα.
Ἔτρεξαν κατὰ τὸ χωράφι. Ἡ μητέρα τους καταχάρηκε γιὰ τὸ νέο, ποὺ τῆς ἔφεραν. Ἄρμεγε, ἀκόμη τὶς κατσίκες καὶ τὰ παιδιὰ χασομέρησαν ἐκεῖ κοντά της. Ὕστερ’ ἀπὸ κάμποση ὥρα γύρισαν ὅλοι μαζὶ κοντὰ στὴν κλώσα. Δώδεκα κλωσοπούλια βρίσκονταν κάτω ἀπὸ τὰ φτερά της.
Τὰ παιδιὰ ξεφώνιζαν τώρα ἀπὸ τὴ χαρά τους. - Γιατί, μητέρα, παίρνει καὶ πετᾶ τὰ τσόφλια μὲ τὴ μύτη της; - Τὰ πετᾶ, γιὰ νὰ καθαρίση τὴ φωλιά της καὶ νὰ κάνη τόπο στὰ μικρά. - Ἴδια εἶν’ ὅλα. - Τὸ ἴδιο φωνάζουν. - Καὶ τὸ ἴδιο κρυώνουν, τοὺς εἶπε ἡ μητέρα τους.
Τὰ κλωσοπούλια κάνουν μιὰ νὰ βγάλουν τὸ κεφάλι, μὰ ἀμέσως ξανατρυπώνουν. - Μὴν ψοφήσουν μητέρα; Ἐκείνη γέλασε κι ἔσκυψε νὰ χαϊδέψη τὴν κλώσα, ποὺ φούσκωνε τὰ φτερά της καὶ τ’ ἅπλωνε ὅσο μποροῦσε περισσότερο.
Ἔπειτα ἡ μητέρα γύρισε καὶ εἶπε τοῦ Μανολιοῦ, ποὺ φοβόταν μὴν ψοφήσουν τὰ πουλάκια: - Κάτω ἀπ’ αὐτὸ τὸ ζεστὸ σκέπασμα τῆς μητέρας τους, παιδί μου, δὲν ἔχουν τέτοιο φόβο.
Τὰ χελιδόνια γυρίζουν στὴν πατρίδα
Ἡ Ἑλενίτσα ἔπαιζε στὸ περιβόλι. Ἡ μαρτιάτικη βροχὴ τὸ εἶχε πλύνει τὸ βράδυ καὶ τὰ δέντρα ἦταν τώρα μιὰ χαρὰ νὰ τὰ βλέπης. Μικρὰ φυλλαράκια ἄρχιζαν κιόλας νὰ σκεπάζουν τὰ γυμνά τους κλαδιά. Μιὰ μυγδαλιὰ γεμάτη ἄσπρα λουλουδάκια καμάρωνε στολισμένη σὰ νυφούλα κι ἡ Ἑλενίτσα δὲ χόρταινε νὰ τὴν κοιτάζη.
Ἔξαφνα εἶδε νὰ περνᾶ ἐπάνω ἀπὸ τὸ περιβόλι ἕνα ὁλόκληρο κοπάδι ἀπὸ πουλιά. - Τὰ χελιδόνια! Ἔρχονται τὰ χελιδόνια! Φώναξε καὶ χτυποῦσε τὰ χέρια της μὲ χαρά. Ἕνα ἀπ’ αὐτὰ σταμάτησε τὸ δρόμο του κι ἄρχισε νὰ φτερουγίζη ἐκεῖ κοντά της.
- Χελιδόνι, χελιδονάκι, καλῶς μᾶς ἦρθες, τοῦ εἶπε ἡ Ἑλενίτσα. Κόπιασε, ἀγαπητέ μου ξενιτεμένε. Ἔλα νὰ μοῦ πῆς πῶς τὰ πέρασες στὸ ταξίδι σου. - Καλῶς σὲ βρῆκα, παιδάκι μου ἀγαπητό, ποὺ τόσην ἔννοια ἔχεις γιὰ μένα, τῆς ἀπαντᾶ τὸ χελιδόνι. Κι ἔφερε δυὸ γύρους πετώντας χαρούμενο ἐπάνω ἀπὸ τὸ κεφαλάκι της.
- Ἔλα χελιδονάκι νὰ μοῦ πῆς, γιὰ ἐκεῖνα τὰ μέρη, ποὺ ἔχεις ἰδεῖ. Γιὰ ἐκεῖνα τὰ μακρινὰ κι ὡραῖα μέρη! - Ἔρχομαι μαζὶ μὲ τ’ ἄλλα χελιδόνια ἀπὸ μιὰ χώρα, ἀλήθεια, πολὺ ὡραία. Ἀπὸ τὴ χώρα τῆς αἰώνιας ζέστης. Μήτε βρέχει ἐκεῖ, μήτε χιονίζει.
- Ἄχ! τί εὐτυχισμένα ποὺ θάσαστε ἐκεῖ πέρα! - Ὄχι, παιδάκι μου, δὲν εἴμαστε εὐτυχισμένα. Ἀναγκαστήκαμε νὰ πᾶμε, γιὰ νὰ ζεσταθοῦμε. Μὰ τίποτ’ ἄλλο δὲ μᾶς τραβᾶ κατὰ κεῖ.
- Τίποτε; Μὰ ἀφοῦ σ’ ἐκείνη τὴ χώρα δὲ χειμωνιάζει, ὁ οὐρανὸς θάναι φωτεινὸς κι ὁ κάμπος πάντα πράσινος. - Ναί, εἶν’ ὄμορφα, μὰ γιὰ ἐκείνους, ποὺ ἔχουν γεννηθῆ ἐκεῖ. Ἐμεῖς γεννηθήκαμε ἐδῶ πέρα. Ἐδῶ εἶναι ἡ δικιά μας πατρίδα.
- Κι ἐγὼ γεννήθηκα ἐδῶ, χελιδονάκι μου, μὰ θάθελα πολὺ νὰ φύγω καὶ νὰ πάω στὶς μεγάλες πολιτεῖες, ποὺ ἔχουν παλάτια καὶ μαγευτικὰ περιβόλια, ποὺ ἔχουν ποτάμια καὶ λίμνες κι ὅλα τ’ ἀγαθά τοῦ κόσμου. - Ὅταν μεγαλώσης, θὰ πᾶς. Θὰ ἰδῆς τὰ παλάτια τους καὶ τὰ ποτάμια κι ὅλα τ’ ἀγαθά τους, μὰ ἀφοῦ τὰ ἰδῆς, θὰ ἐπιθυμήσης νὰ γυρίσης πάλι ἐδῶ, στὸ μικρό σου τὸ χωριό.
Ἡ Ἑλενίτσα ἔμεινε λίγο σκεπτική, σὰ νὰ μὴν καταλάβαινε καλὰ αὐτὰ ποὺ τῆς ἔλεγε τὸ μικρὸ χελιδονάκι καὶ ξαναρώτησε: - Γιατί θὰ τὸ ἐπιθυμήσω, ἀφοῦ ἐκεῖ θάναι τόσο πιὸ ὡραῖα; - Γιατὶ τότε μόνο θὰ καταλάβης πόσο τ’ ἀγαπᾶς τὸ χωριό σου.
Πές μου, εἶναι τίποτε στὸν κόσμο καλύτερο ἀπὸ τὴ μάνα; - Ὄχι, τίποτε δὲν εἶναι σὰν αὐτή! Πόσο τὴν ἀγαπῶ τὴ μανούλα μου! - Λοιπόν, ὅταν βρεθῆς μακριὰ ἀπὸ τὸν τόπο σου, θὰ νιώσης ἐκεῖνο, ποὺ νιώθει κανείς, ὅταν φεύγη ἀπὸ τὴν ἀγκαλιὰ τῆς μάνας του.
- Μὰ εἶναι λοιπὸν τόσο γλυκιὰ ἡ πατρίδα; εἶπε τὸ κοριτσάκι. - Ἐδῶ γεννήθηκαν οἱ παπποῦδες σου, ἐδῶ οἱ γονεῖς σου, ἐδῶ κι ἐσύ. Μὰ εἶσαι πολὺ μικρὴ ἀκόμη, γιὰ νὰ καταλάβης τί ἀξίζει αὐτὴ ἡ μεγάλη μας Μάνα. Κοίταξε ὅμως ἐμένα! Εἶμαι τρελὸ ἀπὸ τὴ χαρά μου, ποὺ ξαναγύρισα στὸν κόρφο της. Θὰ πάω νὰ κουβεντιάσω μὲ τὸ φίλο μου τὸ γέρο πλάτανο. Θὰ ξαναπιῶ δροσερὸ νεράκι ἀπ’ τὴν πηγή.
Θὰ πετάξω ψηλά, στὸ παλιὸ καμπαναριό, γιὰ ν’ ἀγναντέψω ἀπὸ μακριὰ τὸ λιμανάκι μας μὲ τὶς βαρκοῦλες. Κι ὕστερα θὰ ψάξω νὰ βρῶ τὴν περσινή μου τὴ φωλιά. Θάναι χαλασμένη ἀπὸ τὸν ἄνεμο καὶ τὶς βροχές, μὰ μὲ πόση χαρὰ θὰ τὴν ξαναχτίσω! Χαῖρε γιὰ τὴν ὥρα, καλό μου κοριτσάκι. Ἔχω τόσα νὰ ἰδῶ καὶ νὰ κάνω!
Αὐτὰ εἶπε τὸ χελιδόνι καὶ πέταξε μακριά. Ἡ Ἑλενίτσα τὸ παρακολουθοῦσε μὲ τὰ μάτια της, ὥσπου χάθηκε. - Ἄχ! φώναξε τότε. Γιατί νὰ μὴν τοῦ πῶ νάρθη νὰ χτίση τὴ φωλιά του ἔξω ἀπὸ τὸ παράθυρό μου; Ἔτσι θὰ τόβλεπα καὶ θὰ τάκουγα κάθε μέρα, ὅσο θὰ βρίσκεται στὴ γλυκιά μας τὴν πατρίδα!
Ἡ Λαμπρὴ
Ὁ Μανολάκης καὶ ἡ Πόπη περίμεναν ἀνυπόμονα ὅλη τὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα πότε νὰ φτάση τὸ Μεγάλο Σάββατο. Ἡ μητέρα τους τοὺς εἶχε τάξει νὰ τοὺς πάρη ἐφέτος στὴν Ἀνάσταση. Ἦταν πιὰ ἀρκετὰ μεγάλα παιδιὰ καὶ μποροῦσαν ν’ ἀγρυπνήσουν ὡς τὰ μεσάνυχτα.
Ὅλη ἐκείνη τὴν ἑβδομάδα λοιπὸν ἦταν φρόνιμα· τὴ βοήθησαν μάλιστα μαζὶ μὲ τὴν ὑπηρέτρια στὸ συγύρισμα τοῦ σπιτιοῦ, ὅσο μποροῦσαν. Ὅλο τὸ σπίτι ἔπρεπε νὰ καθαριστῆ, νὰ λάμπη γιὰ τὸ Πάσχα. Βοήθησαν καὶ στὸ βάψιμο τῶν αὐγῶν. Ἡ μαμά τους τὰ ἔβαφε κι αὐτὰ ἔπειτα τὰ σκούπιζαν μ’ ἕνα πανάκι λαδωμένο. Αὐτὸ τὰ διασκέδαζε πολύ.
Ἐκτὸς ἀπὸ τὰ κόκκινα, ἡ μητέρα τους τοὺς ἔβαψε κι ἄλλα αὐγὰ μὲ διάφορα χρώματα καὶ τὰ παιδιὰ δὲν μποροῦσαν νὰ καταλάβουν πῶς τὸ κατάφερνε αὐτό. Νόμιζες, πὼς ἦταν ζωγραφισμένα. Εἶχαν ἐπάνω κάτι σὰ δέντρα, λουλούδια καὶ πουλιά. Χαιρόταν κανεὶς νὰ τὰ βλέπη!
Ἔπειτα παραστάθηκαν στὸ ζύμωμα τῶν κουλουριῶν. Ἡ μητέρα ἔδωσε καὶ σ’ αὐτὰ ἀπὸ ἕνα κομμάτι ζύμη νὰ τὴν πλάσουν. Τὴ δούλεψαν πολύ, μ’ ὅλη τους τὴ δύναμη.
Ὁ Μανολάκης μὲ τὸ ζυμάρι του ἔφτιασε ἕναν ἀετό. Γιὰ μάτια τοῦ ἔβαλε δυὸ γαρούφαλα κι ἦταν πολὺ ὡραῖος. Ἡ Πόπη πάλι μὲ τὸ δικό της ζυμάρι ἔφτιαξε μιὰ κουκλίτσα, ποὺ κρατοῦσε στὸ χέρι ἕνα καλαθάκι καμωμένο ἀπ’ τὸ ἴδιο ζυμάρι, μ’ ἕνα αὐγὸ πολύχρωμο μέσα.
- Δὲ θὰ τὴ φάω τὴν κουκλίτσα μου, μαμά. Θὰ τὴ φυλάξω νὰ παίζω μαζί της, εἶπε ἡ Πόπη. - Κι ἐγὼ δὲ θὰ τὸν φάω τὸν ἀετό μου, λέει ὁ Μανολάκης. - Νὰ ἰδοῦμε πόσο θὰ βαστάξετε, εἶπε ἡ μητέρα τους γελώντας.
Τὸ Μεγάλο Σάββατο ἔφτασε. Ὅλα εἶναι ἕτοιμα. Τὸ μεσημέρι, ἀφοῦ ἔφαγαν, τὰ παιδιὰ ἔπεσαν νὰ κοιμηθοῦν λίγο, γιὰ νὰ μὴ νυστάζουν τὸ βράδυ. Ἀλλὰ δὲν τὰ κατάφερναν. Ὁ νοῦς τους ταξίδευε κατὰ τὴν ἐκκλησία.
Οἱ ἄσπρες λαμπάδες, ποὺ ὁ πατέρας τους ἀγόρασε, περίμεναν ἐπάνω στὸν κομὸ καὶ δίπλα ἕνα χαρτὶ μὲ βεγγαλικά. Ἔχουν μεγάλη ἐπιθυμία νὰ τ’ ἀνοίξουν καὶ νὰ τὰ ἰδοῦν λιγάκι, μὰ ὁ πατέρας τοὺς τόχει ἀπαγορεύσει. Θὰ τὰ κάψουν ἔξω ἀπὸ τὴν ἐκκλησία, ὅταν θ’ ἀναστηθῆ ὁ Χριστός.
Σὲ λίγο μιὰ εὐωδιὰ ξεχύθηκε σ’ ὅλο τὸ σπίτι. Ἦρθαν τὰ κουλούρια ἀπὸ τὸ φοῦρνο. Ἀμέσως πετάχτηκαν νὰ πᾶνε νὰ τὰ ἰδοῦν. Στὴ μέση τοῦ ταψιοῦ ξεχώριζε τὸ κουκλάκι καὶ ὁ ἀετός, τὰ κουλουράκια ποὺ ἔκαμαν τὰ παιδιά. - Καλὲ μαμά, κοίτα πῶς μεγάλωσαν! Καὶ τί ροδοψημένα ποὺ εἶναι! Φώναξαν τὰ παιδιά.
Τὰ πῆραν, τὰ μύριζαν, τὰ φιλοῦσαν. Ὁ Μανολάκης μάλιστα τὸν παραφιλοῦσε τὸν ἀετό του, τόσο ποὺ ἡ μαμὰ τοῦ εἶπε: - Φοβοῦμαι, Μανολάκη, πὼς ὁ ἀετός σου θὰ κάμη φτερά. Δός μου τον νὰ σοῦ τὸν φυλάξω.
Τὸ βράδυ τὰ παιδιὰ πῆραν τὸ βιβλίο μὲ τὰ παραμύθια καὶ διάβαζαν, γιὰ νὰ μὴ νυστάξουν, ὥσπου νὰ φτάση ἡ ὥρα, γιὰ νὰ πᾶνε στὴν ἐκκλησία. Μὰ γρήγορα τὸ διάβασμα ἔφερε τὸ ἀντίθετο ἀποτέλεσμα. Σὲ λίγο εἶχαν ἀποκοιμηθῆ καὶ τὰ δυό. Μὰ νὰ ποὺ οἱ καμπάνες ἄρχισαν νὰ χτυποῦν.
- Παιδιά, παιδιά, σηκωθῆτε, ἂν θέλετε ναρθῆτε στὴν ἐκκλησία! Φώναξε ἡ μητέρα τους. Στὴ στιγμὴ πετάχτηκαν ἐπάνω. Φόρεσαν τὰ πανωφόρια τους, πῆρε καθένας τὴ λαμπάδα του καὶ ξεκίνησαν ὅλοι μαζί.
Ὥσπου νὰ φτάσουν, ἡ ἐκκλησία εἶχε κιόλας σχεδὸν γεμίσει. Γυναῖκες, ἄντρες, νέοι, γέροι καὶ παιδιὰ ἔμπαιναν μ’ εὐλάβεια, ἔκαναν τὸ σταυρό τους καὶ στέκονταν σὲ μιὰ θέση. Ὁ παπὰς ἄρχισε νὰ ψάλλη. Ποτὲ ἡ φωνή του δὲν εἶχε φανῆ στὰ παιδιὰ τόσο ὡραία!
Ξαφνικὰ ἀκούστηκε τὸ «Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν» καὶ ἡ ἐκκλησία ἔλαμψε μεμιᾶς. Ὅλοι ἄναψαν τὶς λαμπάδες τους κι ὅλοι ἔψαλλαν μαζὶ μὲ τὸν παπὰ καὶ τοὺς ψάλτες τὸ «Χριστὸς ἀνέστη!». Ἔψαλλαν καὶ τὰ παιδιά. Ὁ πατέρας κι ἡ μητέρα τους τὰ φίλησαν κι ἔπειτα τὰ πῆγαν ν’ ἀσπαστοῦν τὸ Χριστό.
Τὰ παιδιὰ τάβλεπαν ὅλα ἐκεῖ μέσα σὰ γιὰ πρώτη φορά. Τ’ ἀγγελάκια ἀπὸ τὰ εἰκονίσματα τοὺς φαίνονταν, πὼς τοὺς χαμογελοῦσαν καὶ τοὺς ἔγνεφαν μυστικὰ μὲ ἀγάπη. Ὅλος ὁ κόσμος τοὺς φαινόταν ἀλλιώτικος. Φιλιοῦνται ὅλοι καὶ δίνει ὁ ἕνας στὸν ἄλλον τὸ φιλὶ τῆς ἀγάπης κι ὅλοι γελοῦν καὶ χαίρονται καὶ δίνουν εὐχές. - Τί ὡραῖα ποὺ εἶναι, μαμά, τί ὡραῖα! Φώναζαν τὰ παιδιά.
Ἔπειτα βγῆκαν ἔξω. Ὁ πατέρας ἄναψε βεγγαλικὰ καὶ τοὺς τὰ ἔδωσε νὰ τὰ κρατοῦν. Πετιόνταν ἀπὸ μέσα χρωματιστὲς σπίθες, γαλάζιες, κόκκινες, κίτρινες, πράσινες, χρυσές. Τὰ μάτια τους θαμπώνουν, καθὼς τὰ κοιτάζουν. Ἀνάβουν κι ἄλλα κι ἄλλα. Κι ὅλοι γύρω τους ἀνάβουν βεγγαλικὰ πολλά. Πετοῦν καὶ τράκες, ποὺ κάνουν δυνατοὺς κρότους. Ὁ πατέρας ὅμως αὐτὰ τὰ θεωρεῖ ἐπικίνδυνα καὶ δὲν τοὺς ἀγόρασε.
Μὲ τὶς λαμπάδες ἀναμμένες γύρισαν στὸ σπίτι. Ἀπὸ τὸ φῶς τους ἄναψαν τὸ καντήλι, ποὺ κρεμόταν μπροστὰ στὰ εἰκονίσματα κι ἔπειτα πῆγαν ὅλοι στὴν τραπεζαρία.
Τὸ τραπέζι ἦταν στρωμένο. Στὴ μέση ἕνα μεγάλο ἀνθοδοχεῖο μὲ πασχαλιὲς σκορποῦσε τὴ μοσκοβολιά του σ’ ὅλη τὴν κάμαρα. Τὰ κόκκινα αὐγὰ στόλιζαν τὸ τραπέζι καὶ ἡ μαγειρίτσα ἄχνιζε μέσα στὰ πιάτα. Ἔφαγαν μὲ μεγάλη ὄρεξη καὶ εὐθυμία, τσούγκρισαν τ’ αὐγά τους καὶ ὁ Μανολάκης ἔσπασε μὲ τὸ δικό του ὅλα τ’ αὐγὰ τῶν ἄλλων.
Σὲ λίγο ἔπεσαν νὰ κοιμηθοῦν στὰ καθαρά τους τὰ κρεβατάκια. Κοιμοῦνται ἥσυχα καὶ βαθιά, μ’ ἕνα χαμόγελο στὰ χείλη. Χωρὶς ἄλλο θὰ βλέπουν στ’ ὄνειρό τους ἐκεῖνα τ’ ἀγγελάκια, ποὺ τοὺς ἔγνεφαν στὴν ἐκκλησία μὲ τόση ἀγάπη!
Ὁ παπαγάλος
Χάρισαν τῆς Λέλας ἕνα μικρὸν καταπράσινο παπαγάλο. Τί χαρές, ποὺ ἔκανε ἡ Λέλα! Ἀμέσως ἡ Λέλα τὸν ἔβγαλε Κοκό. Τοῦ ἀγόρασε ἕνα χρυσὸ κλουβὶ καὶ τὸν ἔβαλε μέσα.
Ὅλη τὴν ἡμέρα δὲν κάνει τίποτ’ ἄλλο, παρὰ νὰ περιποιῆται τὸν παπαγάλο της. Πότε τὸν ταΐζει, πότε τὸν ποτίζει, πότε τὸν χαϊδεύει, πότε παίζει μαζί του.
Μὰ καὶ τὴ νύχτα ἀκόμη ἡ Λέλα δὲν κοιμᾶται, ἂν δὲν πάρη τὸ κλουβὶ μὲ τὸν παπαγάλο κοντὰ στὸ κρεβάτι της. Γιατὶ μόλις ξυπνήση τὸ πρωὶ καὶ πρὶν ἀκόμη ντυθῆ, ἐννοεῖ νὰ παίξη πρῶτα μὲ τὸν Κοκό της.
Μ’ αὐτὸν ὅμως τὸν κύριο ἡ Λέλα παραμέλησε τὰ μαθήματά της καὶ ὅλα. Ἡ δασκάλα, ποὺ πηγαίνει σπίτι καὶ τῆς κάνει μάθημα, ἔχει μεγάλα παράπονα. Ποτὲ ἡ Λέλα δὲν καταλαβαίνει τὴν ἀριθμητικὴ καὶ ποτὲ δὲν προσέχει, ὅταν ἡ δασκάλα τῆς ἐξηγῆ τὴ γραμματική.
- Μὰ ποῦ ἔχεις λοιπὸν τὸ νοῦ σου; τὴ ρωτᾶ ἡ δασκάλα της. - Ποῦ ἀλλοῦ παρὰ στὸν Κοκό της! Ἀποκρίνεται ἡ μαμά.
Τὴ μαλώνουν, τῆς βάζουν τιμωρίες, μὰ γι’ αὐτὸ ἡ Λέλα δὲν πολυσκοτίζεται. Ἕνα μόνο πράμα συλλογίζεται τώρα τὸ μικρό της μυαλό: Θὰ μιλήση ὁ παπαγάλος της ἢ δὲ θὰ μιλήση; Ἄλλοι τῆς λένε ναί, ἄλλοι ὄχι. Καὶ ἡ Λέλα πότε ἐλπίζει καὶ πότε ἀπελπίζεται.
Ὡστόσο ὁ Κοκὸς μένει βουβός. Ξεφωνίζει μόνο καὶ κάπου κάπου σφυρίζει. Καμιὰ ὅμως λέξη δὲν πρόφερε ἀκόμη, ἂν καὶ ἡ Λέλα τοῦ τρώει τ’ αὐτιά ὅλη μέρα, γιὰ νὰ τὸν μάθη νὰ λέη: «Καλημέρα, Λέλα!... Παπαγάλο, θέλεις καφέ;»
Μιὰ μέρα ἔτυχε νὰ πάη στὸ σπίτι της ἕνας καθηγητὴς τῆς Ζωολογίας. - Αὐτὸς θὰ ξέρη νὰ σοῦ πῆ, ἂν θὰ μιλήση ὁ Κοκός, τῆς ψιθυρίζει ἡ μητέρα της. Ἀμέσως ἡ Λέλα τοῦ φέρνει τὸν παπαγάλο, γιὰ νὰ τὸν ἰδῆ.
- Τί λέτε, κύριε, θὰ μιλήση; - Ναί, ναί, ἀπαντᾶ ὁ καθηγητής· οἱ παπαγάλοι αὐτῆς τῆς ράτσας μιλοῦν. Μὰ ὁ δικός σας εἶναι μικρὸς ἀκόμη. Δὲν πιστεύω νὰ εἶναι παραπάνω ἀπὸ δυὸ χρονῶ. Ἅμα πάη ἑπτά, τότε θὰ μιλήση.
- Μπά! φώναξε ἡ Λέλα καταλυπημένη. Πρέπει νὰ γίνη ἑπτὰ χρονῶ, γιὰ νὰ μιλήση; τὰ παιδάκια ἀπὸ ἑνὸς χρόνου μιλοῦν. - Μὰ ὁ παπαγάλος σας δὲν εἶναι παιδάκι.
Ἡ Λέλα νομίζει, πὼς πρέπει νὰ περάσουν ὀκτὼ χρόνια ἀκόμα, γιὰ ν’ ἀκούση μιὰ λέξη ἀπὸ τὸν Κοκό της· γιατὶ δὲν ξέρει νὰ κάμη τὸ λογαριασμό, ν’ ἀφαιρέση δηλαδὴ ἀπὸ τὰ ἑπτά, ποὺ χρειάζονται, τὰ δυὸ ποὺ ἔχει ζήσει ὁ παπαγάλος. Τὸ διάστημα τῆς φαίνεται πολὺ μεγάλο.
Ἐλπίζει ὅμως, πὼς καὶ ὁ σοφὸς καθηγητὴς μπορεῖ νὰ κάνη λάθος. - Δὲ βαριέσαι! Λέει. Μπορεῖ καὶ τώρα νὰ μιλήση. Ἔπειτα, ποιός ξέρει πόσο χρονῶ εἶναι; Μήπως τὸν εἴδαμε, ποὺ γεννήθηκε;
Ἔτσι τὸ ζήτημα τῆς ἡμέρας στὸ σπίτι τῆς Λέλας ἦταν, ἂν θὰ μιλήση ὁ παπαγάλος ἢ ὄχι.
Ἔξαφνα μιὰ μέρα ἀκούστηκε νὰ μιλῆ... ποιός; ὁ Κοκός;... Ὄχι, ἕνας ἄλλος παπαγάλος. Τὴν ἡμέρα ἐκείνη ἡ Λέλα ἔκανε μάθημα μὲ τὴ δασκάλα της. Ἔτυχε νὰ εἶναι μπροστὰ καὶ ἡ μαμὰ κι ἔξω στὸ διάδρομο τὸ χρυσὸ κλουβὶ μὲ τὸν παπαγάλο.
- Ἔλα, πὲς τὴν ἀριθμητική σου, εἶπε ἡ δασκάλα. Κι ἡ Λέλα ἄρχισε σὰν παπαγάλος: - Δύο οἱ δύο τέσσερεις, δύο οἱ τρεῖς ἕξι, δύο οἱ τέσσερεις ὀκτώ.
- Στάσου! Ἡ δασκάλα της τὴ σταμάτησε. Σιγὰ σιγά. Γιά πές μου; Ἂν πάρης δυὸ αὐγά, ἀπὸ δυὸ δραχμὲς τὸ ἕνα, πόσο θὰ πληρώσης; Ἡ Λέλα μιλιά!
- Μὰ τώρα δὲν τὸ εἶπες, παιδί μου; Δύο οἱ δύο τέσσερεις; Ἡ Λέλα ἐξακολουθεῖ νὰ σωπαίνη.
- Ὁρίστε λοιπὸν ποὺ ὁ παπαγάλος μίλησε, λέει ἡ μητέρα περιπαιχτικά. Ἡ Λέλα πετάχτηκε: - Μίλησε; πότε; ἐγὼ δὲν τὸν ἄκουσα.
- Ἄ, Λέλα μου, εἶπε ἡ μητέρα. Ὁ καλύτερος παπαγάλος εἶσαι σύ! Ἅμα μαθαίνης ἔτσι παπαγαλίστικα τὴν ἀριθμητική σου, τί θέλομε ὁ Κοκός νὰ μιλήση; Ἔτσι κι αὐτὸς θὰ λέη λόγια, χωρὶς νὰ τὰ καταλαβαίνη. Τὰ λὲς ἐσύ, δὲν πειράζει. Γειά σου, Λέλα μου, παπαγαλάκι μου.
Ἡ Λέλα ἔμεινε μὲ τὸ στόμα ἀνοιχτὸ κι ὁ Κοκὸς ἀπὸ τὸ κλουβί του ἔβγαλε μιὰ στριγγιὰ φωνή, σὰ νὰ τὴν περίπαιζε. Ἀπὸ τὴν ἡμέρα ἐκείνη ἡ Λέλα προσέχει περισσότερο στὴ δασκάλα της καὶ δὲ λέει τὸ μάθημά της παπαγαλίστικα.
Ἡ Κατινούλα καὶ τὰ λουλούδια
Ἡ Κατινούλα ἦταν ἕνα μικρὸ κοριτσάκι στὴν ἡλικία σας. Ἦταν κι ἐκείνη ὀχτὼ χρονῶ κι εἶχε πολλὰ προτερήματα. Ἦταν καλὴ μαθήτρια καὶ ἐπιμελής. Ἄκουε πάντα τοὺς μεγαλυτέρους της καὶ δὲν ἔλεγε ψέματα ποτὲ. Εἶχε ὅμως κι ἕνα φοβερὸ ἐλάττωμα. Ἀγαποῦσε πολὺ τὰ λουλούδια.
Καὶ θὰ πῆτε: Ἐλάττωμα εἶναι ν’ ἀγαπάη κανεὶς τὰ λουλούδια; Καὶ βέβαια εἶναι ἐλάττωμα, γιὰ ὅποιον ἀγαπάει τὰ λουλούδια σὰν τὴν Κατινούλα.
Ἡ Κατινούλα ἀγαποῦσε τὰ λουλούδια καὶ τὰ ἔκοβε. Βέβαια θὰ πῆτε μὲ τὸ νοῦ σας, πὼς ἔκοβε τὰ λουλούδια, γιὰ νὰ τὰ βάλη στὰ ἀνθοδοχεῖα καὶ νὰ στολίση τὸ σπίτι. Γιὰ νὰ μπορῆ ἔτσι νὰ χαίρεται ἀπὸ κοντὰ τὰ ὄμορφα χρώματά τους καὶ τὴ γλυκιὰ μυρωδιά τους. Ἔ λοιπόν, ἡ Κατινούλα ἔκοβε τὰ λουλούδια, μόνο γιὰ νὰ τὰ κόβη καὶ γιὰ κανέναν ἄλλο σκοπό. Κι ἐδῶ ἴσα ἴσα εἶναι τὸ ἐλάττωμά της.
Γέμιζε τὰ χέρια της, τὴν ποδιά της, τὸ καλαθάκι της κι ὕστερα τὰ σκόρπιζε κάτω, καὶ μὲ χορούς, μὲ πηδήματα, μὲ γέλια καὶ χαρὲς τὰ τσαλαπατοῦσε καὶ τάκανε λιῶμα.
Μιὰ μέρα, ἀφοῦ ἔκαμε τὸν περίπατό της στὸν κάμπο καὶ στὰ χωράφια, ἀφοῦ ἔκοψε καὶ θέρισε ἄφθονα λουλούδια, κουράστηκε καὶ κάθισε κάτω ἀπὸ ἕνα μεγάλο πεῦκο. Ἦταν τόσο κουρασμένη, ὥστε πρὶν περάσουν δυὸ λεπτὰ τῆς ὥρας, τὴν πῆρε ὁ ὕπνος...
Ἅμα ἔκλεισε τὰ μάτια της, τῆς φάνηκε πὼς βρέθηκε μέσα σ’ ἓναν ὡραῖο κῆπο μεγάλο καὶ ἀπέραντο. Ἐκεῖ ἦταν φυτρωμένα χίλιες χιλιάδες λουλούδια. Ὅλα ἦταν τόσο ὡραῖα καὶ δροσερά, ποὺ ἡ Κατινούλα δὲν κρατήθηκε. Ἔτρεξε κι ἔκοψε ἕνα κι ὕστερα ἄλλο κι ἄλλο κι ἄλλο... Γέμισε τὴν ἀγκαλιά της κι ἔσκυψε νὰ κόψη μιὰ μεγάλη μαργαρίτα.
Ξαφνικὰ ἄκουσε μιὰ φωνή. Τρόμαξε καὶ στάθηκε νὰ κοιτάξη δεξιά, ἀριστερά, τριγύρω, γιατὶ ἡ φωνὴ ἐκείνη ἔμοιαζε μὲ ἀνθρώπινη. Μὰ δὲν εἶδε κανένα. Πρόσεξε καλύτερα καὶ τότε κατάλαβε, πὼς ἡ φωνή, ποὺ τῆς μιλοῦσε, ἔβγαινε μὲς ἀπὸ τὸ λουλούδι, ποὺ ἐκείνη τὴ στιγμὴ ἦταν ἕτοιμη νὰ κόψη.
Κι ἡ φωνὴ ἔλεγε: - Στάσου, κακὸ κορίτσι! Ἄφησέ με νὰ ζήσω λιγάκι ἀκόμη. Ἀρκετὰ ἀδερφάκια μου ἔχεις κόψει κι ἔχεις καταστρέψει ὡς τώρα! Ἂν τὰ ἔβαζες τουλάχιστο μέσα στὸ νερό, θὰ μποροῦσαν νὰ μοσκοβολοῦν καὶ δυὸ καὶ τρεῖς μέρες ἀκόμα, νὰ μένουν δροσερὰ κι ὅσοι τὰ βλέπουν νὰ τὰ καμαρώνουν. Ἐσὺ ὅμως, ἀσυλλόγιστο κορίτσι, μᾶς κόβεις καὶ μᾶς καταστρέφεις ἀμέσως.
Γιὰ ποιό λόγο ἔχεις τόση κακία μὲ μᾶς; ἐμεῖς ποτὲ δὲ σὲ βλάψαμε. Συλλογίσου λιγάκι! Θὰ σοῦ ἄρεσε ἐσένα νὰ σὲ πετάξουν καταγῆς καὶ νὰ σὲ τσαλαπατήσουν, ὅπως μᾶς τσαλαπατᾶς ἐμᾶς; Ὄχι βέβαια! Γιατί λοιπὸν κάνεις σὲ μᾶς τὰ κακόμοιρα ὅ,τι δὲ θέλεις οἱ ἄλλοι νὰ κάμουν σὲ σένα;... Κι ἐμεῖς ψυχὴ ἔχομε καὶ πονοῦμε!
Τὴ στιγμὴ ἐκείνη ἡ Κατινούλα ἄνοιξε τὰ μάτια. Ὅλα εἶχαν χαθῆ ἀπὸ μπροστά της. Εἶδε, πὼς βρισκόταν καθισμένη, ὅπως πρίν, κάτω ἀπὸ τὸ μεγάλο πεῦκο καὶ πὼς κείτονταν χάμω, ἀνακατωμένα μὲ τὸ χῶμα καὶ τὰ χαλίκια, τὰ ἄνθη ὅλου τοῦ ἀγροῦ, ποὺ εἶχε κόψει πρωτύτερα. Οἱ παπαροῦνες, οἱ μαργαρίτες, οἱ ἀγριοβιολέτες, πεταμένες ὅλες καὶ μαδημένες. Αὐτὴ τὶς εἶχε μαδήσει καὶ τσαλαπατήσει.
- Ἄχ! τὰ κακόμοιρα τὰ λουλουδάκια! Εἶπε, καθὼς μάζευε μὲ ἀγάπη τὰ λίγα, ποὺ εἶχαν ἀπομείνει στὸ καλαθάκι της. Τί κακὴ ποὺ ἤμουν μαζί σας! Ἀπὸ τώρα ὅμως σᾶς ὑπόσχομαι πὼς θὰ διορθωθῶ.
Κι ἀληθινά. Ἡ Κατινούλα ἀπὸ τότε κράτησε τὴν ὑπόσχεσή της. Ἀγαποῦσε τὰ λουλούδια κι ὅταν τῆς ἄρεσε νὰ κόψη κανένα, τὸ ἔκοβε μὲ προσοχὴ καὶ τὸ κρατοῦσε μὲ ἀγάπη. Κι ὅταν ἔφτανε στὸ σπίτι της, ἔτρεχε γρήγορα νὰ βάλη τὰ λουλούδια μέσα στὰ ἀνθοδοχεῖα.
Τὰ λόγια τῆς μαργαρίτας, ποὺ εἶδε στὸ ὄνειρό της, ποτὲ δὲν τὰ λησμόνησε. Σκεπτόταν τότε πόσο θὰ ὑπέφερε αὐτή, ἂν κανένα κακὸ παιδὶ τὴν ἔριχνε κάτω καὶ τὴν πατοῦσε, ὅπως αὐτὴ ἄλλοτε ἔκανε στὰ κακόμοιρα τὰ λουλουδάκια!
Ἡ ἐλεημοσύνη τοῦ Γιαννάκη
Μέσα σὲ μιὰν αὐλὴ παίζουν τρία παιδιά. Ἡ μητέρα τους, φτωχὴ γυναικούλα, τὰ κοιτάζει καὶ κάθε τόσο στενάζει. Πῶς θὰ τὰ μεγαλώση τὰ τρία τ’ ἀγόρια της; Ὁ ἄντρας της ἔχει πεθάνει καὶ πρέπει νὰ παλέψη μονάχη της. Μὰ καὶ τί δουλειὲς μπορεῖ νὰ βρῆ στὸ χωριό; Κάνει θελήματα, ξενοπλένει, σκοτώνεται, μὰ δὲν τὰ βγάζει πέρα. Εἶναι παιδιὰ καὶ θέλουν νὰ φᾶνε.
Νά κιόλας ὁ μεγάλος, ὁ Γιαννάκης, ποὺ τῆς φωνάζει: - Μάνα, πεινοῦμε, δῶσε μας ψωμάκι. Ἐκείνη σηκώνεται καὶ πάει καὶ φέρνει ὅσο ψωμὶ ἀπόμεινε ἀπὸ τὸ μεσημέρι. Τὸ κόβει στὰ τρία καὶ τοὺς τὸ δίνει.
- Πᾶμε στὸ γεφυράκι νὰ παίξωμε! λέει ὁ Μῆτσος, ποὺ ἦταν ὁ μικρότερος ἀπὸ τοὺς τρεῖς. - Πᾶμε, λένε τ’ ἄλλα δυό.
- Σὰν ἔφτασαν στὸ γεφυράκι, κάθισαν λίγο, γιὰ νὰ φᾶνε τὸ ψωμί τους. Ἀπὸ κάτω ἔτρεχε ἕνα μικρὸ ποταμάκι. Δυὸ τρία παπιὰ βγήκανε ἀπὸ τὸ νερὸ κι ἔψαχναν ἐδῶ κι ἐκεῖ, γιὰ νὰ βροῦν λίγη τροφή, κανένα σκουληκάκι ἢ τίποτ’ ἄλλο.
Ὁ Γιαννάκης ἔκοψε λίγο ἀπ’ τὸ ψωμί του καὶ τοὺς τὸ ἔδωσε ψίχουλο ψίχουλο. Ἐκεῖνα τόφαγαν μονομιᾶς κι ὕστερα ζυγώνοντας περισσότερο τὸν κοίταζαν στὰ μάτια λαίμαργα καὶ περίμεναν. Ἐκεῖνος κατάλαβε, πὼς πεινοῦσαν πολὺ καὶ τοὺς ἔδωσε ἀκόμη κάμποσο.
Ἔ, Γιαννάκη, τί κάνεις, πάει τὸ ψωμί σου, τοῦ φώναξε ὁ Πάνος σὲ λίγο. Δὲν πεινᾶς ἐσύ; - Πεινῶ, μὰ κι αὐτὰ πεινοῦν. Δῶστε τους καὶ σεῖς λιγάκι. - Ἐγὼ τόφαγα κιόλας, εἶπε ὁ Πάνος, καταβροχθίζοντας καὶ τὸ τελευταῖο κομμάτι του.
Ὁ Μῆτσος ἄρχισε κι αὐτὸς νὰ τὸ τρώη γρήγορα γρήγορα σὰ νὰ φοβόταν μὴ τοῦ τὸ πάρουν. Ὁ Γιαννάκης ὅμως ἕνα ἔτρωγε καὶ δυὸ ἔριχνε στὰ πουλιά. Σὲ λίγο δὲν τοῦ ἔμεινε πιὰ τίποτε.
- Πᾶμε, παιδιά, στὸ σπίτι, τοὺς εἶπε. Ἡ μητέρα θὰ μᾶς περιμένη. - Καὶ τί θὰ φᾶς τώρα; τοῦ λέει ὁ Πάνος σὲ λίγο. - Ἡ μητέρα δὲν ἔχει ἄλλο ψωμάκι, τοῦ λέει κι ὁ Μῆτσος.
- Ἄ! δὲ βαριέσαι! Τί θὰ πάθω κι ἂν μείνω νηστικὸς ἕνα βράδυ! Φαινόταν τόσο εὐχαριστημένος! Τ’ ἀδέρφια του, σὰν ντροπιασμένα δὲν τοῦ εἶπαν τίποτ’ ἄλλο. Βουβάθηκαν.
Ὥσπου νὰ πᾶνε στὸ σπίτι, ἦρθε τὸ βράδυ καὶ τὰ παιδιά, σὰν ἔφτασαν ἐκεῖ, ἔπεσαν νὰ κοιμηθοῦν. Ὁ Γιαννάκης κοιμήθηκε νηστικός. Μὰ τί μ’ αὐτό; Ἔκαμε τὰ πουλιὰ εὐτυχισμένα μὲ τὸ ψωμάκι του. Κι εἶναι τόσο ὡραῖο νὰ δίνης στοὺς ἄλλους, ἐκεῖνο ποὺ σοῦ λείπει ἐσένα!
Τί διηγεῖται ἡ ἐλιὰ
Τὸν Κώστα τὸν ἔστειλε ἡ μητέρα του μιὰ μέρα σὲ θέλημα, ἔξω ἀπ’ τὸ χωριό. Ἔπρεπε νὰ φτάση γρήγορα καὶ περπατοῦσε βιαστικά. Ἦταν ὅμως καλοκαίρι κι ἀπομεσήμερο. Τὸ παιδὶ ζεστάθηκε, κουράστηκε κι εἶπε νὰ σταματήση λίγο.
Κοίταξε τριγύρω μὴν ἰδῆ κανένα δέντρο σκιερό, γιὰ νὰ ξαποστάση ἀπὸ κάτω. Μὰ ὡς ἐκεῖ ποὺ ἔφτανε ἡ ματιά του, δὲν ἔβλεπε τίποτ’ ἄλλο παρὰ ἐλιές. Πῆγε λοιπὸν καὶ ξαπλώθηκε κάτω σὲ μιὰ ἀπ’ αὐτές.
- Ἄχ! εἶπε μὲ στενοχώρια. Θὰ μὲ ψήση ὁ ἥλιος. Δὲν κάνει ἴσκιο ἡ ἐλιά. Τὴν κοίταζε καὶ γκρίνιαζε. - Κοίτα ζάρες πούχει! Κοίτα ρόζους! Κοίτα κουφάλα!
Σὲ λίγο ὁ Κώστας ἔνιωσε τὰ βλέφαρά του νὰ κλείνουν βαριὰ ἀπὸ τὸν ὕπνο. Τότε τοῦ Κώστα τοῦ φάνηκε, πὼς ἄκουσε μιὰ φωνὴ νὰ λέη: - Εἶμαι πολὺ γριά! - Ποιός μιλεῖ; ρώτησε τὸ παιδί τρομαγμένο. - Ἐγώ, ἡ ἐλιά! Λυποῦμαι ποὺ δὲν μπορῶ νὰ σὲ δροσίσω μὲ τὴ σκιά μου! Μὰ ἂν θέλης, θὰ σοῦ κουβεντιάσω λιγάκι, γιὰ νὰ σὲ διασκεδάσω. - Καὶ τί ξέρεις ἐσύ νὰ πῆς;
- Τὰ χρόνια μ’ ἔμαθαν πολλὰ πράματα, παιδάκι μου. Εἶδα τόσους ἀνθρώπους νὰ γεννιῶνται, νὰ γερνοῦν καὶ νὰ πεθαίνουν! Γνώρισα τὸν παπποὺ τοῦ προσπάππου σου. Κι ἀκόμα ζῶ, καθὼς βλέπεις.
- Τί μικρὰ ποὺ εἶναι τὰ φύλλα σου, ἐλιά! Κοντὰ στὸ ποταμάκι φυτρώνουν πλατάνια. Κάθε φύλλο τους κάνει γιὰ ἑκατὸ δικά σου. Καὶ τί ὡραῖο χρῶμα ποὺ ἔχουν! Ἐσένα εἶναι σὰν ξεθωριασμένα. - Τὸ μεγαλύτερο καλό δὲν εἶναι τὸ μέγεθος, μήτε τὸ χρῶμα, εἶπε ἡ ἐλιά.
- Ἔχομε μεῖς κάτι πορτοκαλιὲς στὴν αὐλή μας! Τὴν ἄνοιξη βγάζουν ἄσπρα λουλουδάκια. Μυρίζουν τόσο δυνατά! Λὲς καὶ ὅλη ἡ γειτονιὰ νὰ εἶναι ἕνα ἀπέραντο περιβόλι. Ἐσὺ δὲ μοσκοβολᾶς, ἐλιά. - Δὲν εἶναι ἡ εὐωδιὰ τὸ μεγαλύτερο καλό ξαναεῖπε ἡ ἐλιά.
- Ἂμ ἡ ὀμορφιά τους; Τὰ πορτοκάλια μας λάμπουν σὰν τὸν ἥλιο! - Μήτε ἡ ὀμορφιὰ δὲν εἶναι τὸ μεγαλύτερο καλὸ γιὰ ἕνα δέντρο, τοῦ εἶπε πάλι ἡ ἐλιά. - Δὲν εἶναι μόνο ὄμορφα τὰ πορτοκάλια! Φώναξε τὸ παιδὶ μὲ θυμό. Ἔχει ὁ καρπός σου τὴ γλύκα τους;
- Ὁ καρπός μου ὄχι, μὰ ἐκεῖνο ποὺ βγαίνει ἀπ’ τὸν καρπό μου, ξαναεῖπε ἥσυχα ἐκείνη. Κάτω ἀπ’ τὴ βαριὰ πέτρα τοῦ λιοτριβιοῦ ὅλος ὁ χυμός του στραγγίζει. Κι αὐτὸς ὁ χυμὸς εἶναι τὸ χρυσὸ τὸ λάδι. Ἑκατοντάδες χρόνια τρέφω τοὺς ἀνθρώπους μ’ αὐτό. Κι ὅσο μὲ κόβουν καὶ μὲ μαδοῦν, τόσο περισσότερο καρπὸ βγάζω.
- Ἄ! ναί, τὸ λάδι! Εἶπε τὸ παιδί σὰν ντροπιασμένο. Ἡ μητέρα μου λέει, πὼς αὐτὸ εἶναι ὁ πλοῦτος τοῦ χωριοῦ μας.
- Ὁ ταπεινός μου καρπὸς εἶναι εὐλογημένος ἀπὸ τὸ Θεό. Ἐκεῖνος ἀνάβει τὰ λυχνάρια σας τὸ βράδυ καὶ παρηγορεῖ τοὺς στρατοκόπους τῆς νύχτας. Ἐκεῖνος σκορπίζει καὶ τὸ γλυκὸ φῶς, ποὺ τρεμοσβήνει μέσα στὰ καντήλια τῆς ἐκκλησίας.
Αὐτὰ εἶπε ἡ γέρικη ἐλιὰ σιγὰ σιγὰ καὶ σώπασε. Τὸ ἀεράκι, ποὺ φύσηξε ἁπαλὰ ἐκείνη τὴ στιγμὴ ἀνάμεσ’ ἀπ’ τὰ μικρὰ φυλλαράκια τῆς ἐλιᾶς, τὰ ἔκαμε νὰ μουρμουρίσουν ἐλαφρά. Ὁ Κώστας, ποὺ ἔνιωσε τὴ δροσιὰ νὰ τοῦ χαϊδεύη τὸ ἱδρωμένο του μέτωπο, ἀνάσανε ἀπὸ εὐχαρίστηση καὶ ξύπνησε.
Θυμήθηκε τ’ ὄνειρό του καὶ κοίταξε μὲ σεβασμὸ τὴν ἐλιά, ποὺ εἶχε γνωρίσει τοὺς παπποῦδες του. Καὶ καθὼς ὁ Κώστας σηκώθηκε, γιὰ νὰ φύγη, ψιθύρισε: - Ἔχεις δίκιο, ἐλιά. Τὸ βλέπω. Ἐσὺ εἶσαι ἡ ἀγαπημένη τοῦ Θεοῦ.
Οἱ μικροὶ φυλακισμένοι
Ἥσυχο, ἁπαλό, ζεστὸ φυσᾶ τὸ ἀεράκι. Ἡ χλόη πρασινίζει. Τὰ ματάκια τῶν δέντρων ἀνοίγουν καὶ πράσινα φυλλαράκια προβάλλουν. Ὕστερ’ ἀπὸ τὶς ἀνεμῶνες ἄνθισαν οἱ μενεξέδες καὶ τὰ λευκὰ ζαμπάκια. Σὲ λίγο μὲ τὴ σειρά τους θ’ ἀνοίξουν καὶ τ’ ἄλλα λουλούδια.
- Λάλα, λάλα, λά, λαρά! Ἀκούεται ἡ φωνὴ ἑνὸς κότσυφα. Μάρτης ἦρθε καὶ χαρά! Προτοῦ νὰ ἔρθουν τὰ χελιδόνια, θάχω χτίσει τὴ φωλιά.
Κι ἀλήθεια, ἔχτισε τὴ φωλιά του μὲ τὴ γυναίκα του κι αὐτὴ γέννησε πέντε αὐγά. Ἦταν ἄσπρα μὲ πράσινες καὶ καστανές κοκκίδες. Ἔπειτα ἡ μητέρα ἄρχισε νὰ κλωσᾶ κι ἐκεῖ κοντὰ ὁ κότσυφας καθισμένος κελαηδοῦσε, γιὰ νὰ τῆς κρατῆ συντροφιά. - Λά, λαρά! Μάρτης εἶναι καὶ χαρά! Ὤ, σὲ λίγο θάχωμε πουλάκια.
Καὶ δὲν ἄργησαν νὰ βγοῦν πέντε γυμνὰ πουλάκια μὲ μεγάλο κίτρινο ράμφος! Ἀμέσως ἄνοιξαν ἕνα μεγάλο στόμα καὶ φώναξαν: - Πεινοῦμε! Πεινοῦμε!
Τότε μητέρα καὶ πατέρας δὲν ἔβρισκαν ἡσυχία. Πετοῦσαν κι ἔφερναν μύγες καὶ σκουλήκια κι ἔτρεφαν τὰ μικρούλια τους. Ὁ πατέρας τους μόνο τὴ νύχτα ἔβρισκε καιρὸ νὰ κελαηδῆ τὴ χαρά του, νὰ νανουρίζη τ’ ἀγαπημένα του πουλάκια.
Ἕνα παιδὶ ἄκουσε τὸ κελάηδημα τοῦ κότσυφα κι ἔψαξε νὰ βρῆ τὴ φωλιά του. Ἄργησε νὰ τὴ βρῆ, ἀλλὰ τὴ βρῆκε. Ἀνέβηκε στὸ δέντρο κι ἅρπαξε τὰ τέσσερα κοτσυφάκια. Τὸ μεγαλύτερο κατόρθωσε νὰ ριχτῆ κάτω ἀπὸ τὴ φωλιά του καὶ νὰ κρυφτῆ στὰ χαμόκλαδα.
Ἦρθαν οἱ γονεῖς καὶ βρῆκαν τὴ φωλιά τους ἀδειανή. Φώναζαν κι ἔκλαιαν. - Οὔτε ἕνα δὲ μᾶς ἔμεινε, εἶπε ἡ μητέρα. - Ἐδῶ εἶμαι! Ἄκουσαν μιὰ φωνὴ καὶ εἶδαν κάτω νὰ βγαίνη ἀπὸ τὰ χαμόκλαδα τὸ μεγαλύτερό τους παιδάκι.
Πῆγαν, τὸ πῆραν κι αὐτὸ τοὺς εἶπε: - Ἕνας μεγάλος δράκοντας μὲ μεγάλα μάτια, ποὺ πετούσανε φωτιές, ἅπλωσε τὸ μεγάλο του χέρι κι ἅρπαξε μεμιᾶς καὶ τὰ τέσσερα ἀδερφάκια μου. Ἐγὼ ἀπὸ τὸ φόβο μου ρίχτηκα κάτω κι ἔτσι σώθηκα.
- Δόξα νάχη ὁ Θεός, ποὺ ἔστω κι ἕνα μᾶς ἔμεινε! Εἶπε ἡ μητέρα. Τὸ τραγούδι τοῦ πατέρα ἦταν πολὺ λυπητερὸ. Ὅποιος τὸ ἄκουγε καὶ γνώριζε γιατί θρηνοῦσε, δὲν μποροῦσε νὰ κρατήση τὰ δάκρυα.
Τὸ παιδί, ὁ δράκος, ὅπως τὸ εἶπε τὸ μικρὸ κοτσυφάκι, ἔβαλε τὰ τέσσερα κοτσυφάκια στὸ κλουβί. Τοὺς ἔφερνε σκουλήκια, ἔκοβε μικρὰ κομματάκια ἀπὸ κρέας, τὰ περνοῦσε σ’ ἕνα μυτερὸ καλαμάκι καὶ τάδινε στὰ πουλάκια. Στὴν ἀρχὴ αὐτὰ δὲν ἤθελαν νὰ φᾶνε τίποτε. Καλύτερα νὰ πέθαιναν, παρὰ νὰ εἶναι φυλακισμένα σ’ ὅλη τους τὴ ζωὴ.
Τὸ μεγαλύτερο ὅμως ἀπὸ τὰ τέσσερα εἶπε: - Πρέπει νὰ ζήσωμε. Ἅμα μεγαλώσουν τὰ φτερά μας, ποιός ξέρει τί γίνεται; Καὶ τὰ κοτσυφόπουλα ἔτρωγαν καὶ μεγάλωναν.
Τί χαρὰ εἶχαν, ὅταν δοκίμασαν τὶς φτεροῦγες τους κι εἶδαν, πὼς μποροῦσαν νὰ πετάξουν. - Ἄχ! ν’ ἄφηνε τὴν πορτούλα ἀνοιχτή, ἢ κανένας ἄλλος νὰ μᾶς ἄνοιγε! Ἔλεγαν.
Κι ὁ μεγαλύτερος ἀδερφὸς ἔλεγε: - Πρῶτα νὰ πετάξω ἐγὼ καὶ πίσω μου ἐσεῖς. Πρόσεξα τὸ δρόμο καὶ ξέρω μὲ κλειστὰ τὰ μάτια νὰ πετάξω ἴσια στὴ φωλιά μας.
- Ὁ καημένος ὁ πατέρας! Πρόσθεσε τὸ μικρότερο. Τὸ τραγούδι του μοιάζει μὲ κλάμα. Ἀλλὰ δὲν πιστεύω νὰ βγοῦμε. Τὸ κακόπαιδο προσέχει ὅλο καὶ περισσότερο νὰ μὴν ἀφήση τὴν πόρτα ἀνοιχτή!
Καὶ ὅμως ὑπῆρχε κάποιος, ποὺ τὰ λυπότανε τὰ τέσσερα ἀδερφάκια. Καταλάβαινε τὸν πόνο τους καὶ τὸν πόνο τοῦ πατέρα καὶ τῆς μητέρας τους. Κι ἕνα πρωί, ποὺ ὁ ἄγριος δράκοντας ἔλειπε, ἦρθε, ἄνοιξε τὴν πόρτα τῆς φυλακῆς κι ἄφησε τοὺς μικροὺς φυλακισμένους ἐλεύθερους.
Ἦταν ἡ μικρούλα ἀδερφὴ τοῦ παιδιοῦ. Δὲν εἶχαν προσέξει, πὼς τὰ κοίταζε θλιμμένη, οὔτε καταλάβαιναν, πὼς ἡ μικρούλα περίμενε πρῶτα τὶς φτεροῦγες τους νὰ μεγαλώσουν.
- Γρήγορα στὴ μανούλα σας! Εἶπε ἡ μικρούλα, καθὼς τοὺς ἄνοιξε τὸ κλουβί. Κι ἐκεῖνα κελάηδησαν χαρούμενα σὰ νὰ τῆς ἔλεγαν: - Ὁ Θεὸς νὰ σοῦ δώση ὅλα τὰ καλά!
Πέταξαν καὶ σὲ λίγο ἦταν στὴ φωλίτσα τους. Τί ἔγινε τότε, τὸ καταλαβαίνετε. Ὁ πατέρας κότσυφας τὴ νύχτα τοῦ Μάη ξανάλεγε χαρούμενος ὅ,τι εἶπαν τὰ πουλάκια: - Ὁ Θεός, μικρούλα, νὰ σοῦ δώση ὅλα τὰ καλά!
Στὴν ἀμμουδιὰ
Ὁ Πετράκης ἔπαιζε μοναχός του στὴν ἀκρογιαλιά. Εἶχε τὸ κουβαδάκι του καὶ τὸ φτυαράκι του κι ἔχτιζε ἕναν πύργο ἀπὸ ἄμμο. Καὶ τί ὄμορφος ποὺ ἦταν ὁ πύργος του! Ὁ ἥλιος δὲν ἔκαιγε καθόλου καὶ τὸ δροσερὸ ἀεράκι ἔπαιζε μὲ τὰ ξανθὰ μαλλάκια τοῦ Πετράκη.
Τὰ κυματάκια, καθὼς ἔφταναν στὴν ἁπαλὴ ἀμμουδιά, μουρμούριζαν ἕνα σιγανὸ φλὺ φλὺ καὶ χάνονταν. Ὁ Πετράκης ἦταν εὐχαριστημένος. Μάζευε ἄμμο μὲ τὸ φτυαράκι του, γέμιζε τὸ κουβαδάκι, τόφερνε γεμάτο λίγο παραπάνω καὶ τὸ ἄδειαζε. Ἂν τὸν ρωτοῦσε κανεὶς γιατί ἦταν χαρούμενος, δὲ θάξερε κι αὐτὸς τί νὰ πῆ.
Λίγο πιὸ πέρα, ἐπάνω σ’ ἕνα βραχάκι, καθόταν ἡ θείτσα τοῦ Πετράκη καὶ κεντοῦσε. Κάποτε, ποὺ γύρισε ἡ θείτσα νὰ ἰδῆ τί κάνει ὁ Πετράκης, τὸν ρώτησε: - Τί κάνεις αὐτοῦ, Πετράκη;
Ὁ Πετράκης, ποὺ ἐκείνη τὴ στιγμὴ ἦταν σκυμμένος, σηκώθηκε σοβαρὸς καὶ κοίταξε τὴ θείτσα. Ὕστερα στήριξε τὸ φτυάρι καὶ σταύρωσε τὰ παχουλά του χεράκια ἐπάνω στὸ χέρι τοῦ φτυαριοῦ. Ἔτσι εἶδε τὸν περιβολάρη νὰ κάνη στὸν κῆπο τους, ἅμα ἤθελε νὰ ξεκουραστῆ. - Ἔχω πάρα πολλὴ δουλειά, ἀποκρίθηκε ὁ Πετράκης στὴ θείτσα του. Χτίζω ἕνα κάστρο.
Ἡ θείτσα χαμογέλασε καὶ ξανάπιασε τὸ ἐργόχειρό της. Ὁ Πετράκης ἔσκυψε κι αὐτὸς καὶ ξανάρχισε τὴ δουλειά του.
Σὲ λίγο ἕνας μεγάλος σκύλος ἔτρεχε κι ἔπαιζε ἐπάνω στὴν ἀμμουδιά. Καθὼς ἔτρεχε, πήδησε ἐπάνω ἀπὸ τὸ ἀμμουδένιο κάστρο τοῦ Πετράκη καὶ τὸ γκρέμισε.
Ὁ Πετράκης ἦταν σκυμμένος λίγο παραπέρα, γιὰ νὰ γεμίση τὸ κουβαδάκι του μὲ ἄμμο. Ξαφνικὰ γύρισε καὶ εἶδε, πὼς ὁ σκύλος τοῦ χάλασε τὸ κάστρο του κι ἔβαλε τὰ κλάματα.
Ἔτρεξε τότε κοντὰ ὁ κύριος τοῦ σκύλου καὶ προσπαθοῦσε νὰ ἡσυχάση τὸν Πετράκη. Κοίταξε νὰ τὸν φιλιώση μὲ τὸ σκύλο του, μὰ ὁ Πετράκης δὲν ἄκουε τίποτα. Ἦταν θυμωμένος. - Δὲ σᾶς θέλω! Φύγετε! Δὲν παίζω μαζί σας! Φώναξε στὸν σκύλο καὶ στὸν κύριό του.
Θύμωσε ὁ Πετράκης κι ἔχασε τὴ χαρά του. Ἄφησε τὸ κάστρο του ἀτελείωτο καὶ πῆγε καὶ κάθισε κοντὰ στὴ θείτσα του. Ἡ θείτσα τότε, γιὰ νὰ τὸν παρηγορήση, ἔβγαλε ἕνα κουλούρι ἀπὸ τὴν τσάντα της καὶ τοῦ τόδωσε. Ὁ Πετράκης, καθὼς ἔτρωγε τώρα τὸ γλυκὸ κουλουράκι του, ξέχασε τὸ κάστρο του. Μάλιστα ξέχασε νὰ μαζέψη καὶ τὰ ἐργαλεῖα του.
Ὅταν τελείωσε τὸ κουλουράκι του, ἦταν πάλι χαρούμενος καὶ μιλοῦσε μὲ τὴ θείτσα του. Τὴ ρωτοῦσε γιὰ τὸν Κοντορεβιθούλη καὶ γύρευε νὰ μάθη πόσο μεγάλος θὰ ἦταν τώρα, ἂν παντρεύτηκε κι ἂν ἔκαμε παιδάκια.
Ἔτσι, καθὼς ὁ Πετράκης μιλοῦσε γιὰ τὸν Κοντορεβιθούλη, πέρασε ἀρκετὴ ὥρα. Στὸ μεταξὺ ἡ θάλασσα φούσκωσε, τὰ κυματάκια ἔγιναν μεγάλα κύματα κι ἀνέβαιναν παραμέσα στὴν ἀμμουδιά. Ὁ Πετράκης τὸ πρόσεξε αὐτὸ καὶ θυμήθηκε τὰ ἐργαλεῖα του. Μὰ ἦταν ἀργά. Τὸ φτυαράκι του κολυμποῦσε τώρα μέσα στὴ θάλασσα.
- Τὸ φτυάρι μου! Θέλω τὸ φτυάρι μου! Ξεφώνιζε ὁ Πετράκης μὲ κλάματα. Ὁ κύριος ποὺ εἶχε τὸ σκύλο, τ’ ἄκουσε αὐτὸ καὶ φώναξε: - Ἴσα, Ἀράπη! Πιάσ’ το Ἀράπη καὶ φέρ’ το!
Ὁ Ἀράπης - ἔτσι ἦταν τὸ ὄνομα τοῦ σκύλου - δὲν εἶχε ἀνάγκη νὰ τοῦ τὸ ποῦν δυὸ φορές. Ἔδωσε μιὰ βουτιὰ στὸ νερό, ἅρπαξε τὸ φτυαράκι μὲ τὸ στόμα του καὶ τὸ ἔβγαλε ἔξω. Τότε μ’ ἕνα νόημα, ποὺ ὁ κύριός του τοῦ ἔκαμε, τὸ ἄφησε ἐμπρὸς στὰ πόδια τοῦ Πετράκη.
Ὁ Πετράκης, γεμάτος χαρὰ τώρα, ἀγκάλιασε τὸ βρεγμένο Ἀράπη ἀπὸ τὸ λαιμὸ καὶ τοῦ εἶπε: - Τί καλὸς σκύλος ποὺ εἶσαι! Πόσο σ’ ἀγαπῶ! Σ’ εὐχαριστῶ, ποὺ μούφερες τὸ φτυάρι μου.
Ὁ Ἀράπης ἔβγαλε τὴ γλωσσάρα του κι ἔγλιψε τὸν Πετράκη στ’ αὐτί. Μὰ αὐτὸ γαργάλισε τὸν Πετράκη τόσο πολὺ, ποὺ δὲν μπόρεσε νὰ κρατήση τὰ γέλια.
Ὁ Πετράκης κι ὁ Ἀράπης ἔγιναν φίλοι. Ἀπὸ τότε ὁ Πετράκης δὲν παίζει μοναχός του στὴν ἀμμουδιά. Ἔχει τὸν Ἀράπη γιὰ σύντροφο. Δὲν ἔχει παρὰ νὰ τοῦ σφυρίξη μὲ τὴ σφυρίχτρα του. Ὁ Ἀράπης τρέχει ἀμέσως κι ἀρχίζουν μαζὶ τὰ τρελὰ παιγνίδια. Καμιὰ φορὰ μονάχα ὁ Πετράκης μαλώνει τὸν Ἀράπη, γιατὶ μὲ τοὺς πήδους του τοῦ γκρεμίζει πρόωρα τὰ ἀμμουδένια κάστρα του.
Πεταλοῦδες καὶ σκουλήκια
Ἡ μικρὴ Ἑλενίτσα εἶχε ἕνα βιβλίο στὰ γόνατά της καὶ συλλογιζόταν. Ξαφνικὰ σήκωσε τὰ ματάκια της καὶ ρώτησε τὴ μητέρα της: - Μαμά, θυμοῦνται, οἱ πεταλοῦδες, πὼς μιὰ φορὰ ἦταν σκουλήκια καὶ κάμπιες;
- Τί δύσκολα πράματα ρωτᾶς! Εἶπε ἡ μητέρα της. Ποτὲ δὲν τὸ σκέφθηκα αὐτό. Δὲ ρωτᾶς καλύτερα τὸ θεῖο σου, ποὺ διάβασε τόσα βιβλία;
Ἡ Ἑλενίτσα δὲν ἔχασε καιρὸ καὶ ρώτησε καὶ τὸ θεῖο της: - Θεῖε, θυμοῦνται οἱ πεταλοῦδες, πὼς μιὰ φορὰ ἦταν σκουλήκια καὶ κάμπιες;
Ὁ θεῖος χαμογέλασε καὶ τῆς εἶπε: - Ὄχι, δὲν τὸ θυμοῦνται. - Καὶ ποιός σοῦ τὸ εἶπε; ἡ Ἑλενίτσα ξαναρώτησε περίεργη. - Ἕνας σοφὸς ἄνθρωπος μοῦ τὸ εἶπε, ποὺ ἤξερε τὶς πεταλοῦδες πολὺ καλὰ. Μοῦ εἶπε μάλιστα καὶ μιὰ ἱστορία. - Μιὰ ἱστορία! Εἶπε πάλι ἡ Ἑλενίτσα κι ἄνοιξε τὰ μάτια της ἀπὸ περιέργεια. - Ἔλα νὰ σοῦ τὴν πῶ, εἶπε ὁ θεῖος, ποὺ κατάλαβε τὴν ἐπιθυμία της.
- Μιὰ μέρα, ἄρχισε ὁ θεῖος, ἕνα μικρὸ σκουλήκι σερνόταν μὲ τὴν κοιλιὰ ἐπάνω στὸ χῶμα, ζητώντας κάτι, γιὰ νὰ φάη. Ἀποπάνω του πεταλοῦδες κι ἄλλα ἔντομα πετοῦσαν ζωηρὰ καὶ τὰ φτερά τους ἔλαμπαν στὸν ἥλιο.
Τὸ σκουλήκι τὶς κοίταξε κι ἀναστέναξε: - Ζωὴ εἶναι κι αὐτὴ ἡ δική μας! Εἶπε. Μόλις μποροῦμε νὰ κουνηθοῦμε ἀπὸ τὴ θέση μας καὶ μὲ τόσον κόπο! Οὔτε μποροῦμε νὰ κάμωμε κανένα ταξίδι, οὔτε νὰ πᾶμε σὲ ἄλλους τόπους νὰ ἰδοῦμε κι ἄλλα πράματα.
Εἴμαστε καταδικασμένα νὰ κυλιώμαστε στὴ λάσπη, νὰ κινδυνεύωμε κάθε στιγμὴ νὰ σκοτωθοῦμε ἀπὸ τὸ παπούτσι κανενὸς ἀνθρώπου ἢ ἀπὸ τὴ ρόδα κανενὸς κάρου. Ἂν καμιὰ φορὰ σκαρφαλώσωμε σὲ κανένα φυτό, ὁ ἱδρώτας μας τρέχει σὰν ποτάμι. Καὶ μόλις βρίσκομε κανένα φυλλαράκι, γιὰ νὰ φᾶμε.
Τὸ μικρὸ σκουλήκι σύρθηκε λίγο στὸ ὑγρὸ χορτάρι καὶ ξαναεῖπε: - Καὶ ὅμως κανένας δὲ μᾶς λυπᾶται. Αὐτὰ τὰ περήφανα ἔντομα, ποὺ πετοῦν ἐπάνω ἀπὸ τὸ κεφάλι μας, οἱ χρυσόμυγες, οἱ πεταλοῦδες, οἱ μέλισσες, οὔτε κὰν μᾶς συλλογίζονται. Αὐτὲς περνοῦν ζωή! Πετοῦν τόσο εὔκολα! Ὅπου θέλουν, πηγαίνουν. Φτάνει ν’ ἁπλώσουν τὰ φτερά τους καὶ τὸ ἀεράκι τὶς πηγαίνει ἐδῶ κι ἐκεῖ.
Φοροῦν τόσο ὡραῖα φορέματα, παρδαλά, μὲ βοῦλες ὄμορφες καὶ ζωηρὰ χρώματα! Κάθε μέρα εἶναι μαζὶ μὲ τὰ λουλούδια. Ἔχουν ὅλες τὶς διασκεδάσεις καὶ βλέπουν τὰ καλύτερα πράματα. Κι ἔπειτα ἀπ’ αὐτά, ποῦ νὰ βροῦν καιρὸ νὰ φροντίσουν καὶ γιὰ μᾶς τὰ ἄθλια πλάσματα! Φροντίζουν μόνο γιὰ τὸν ἑαυτό τους.
Ἂν ἤμουν ἐγὼ στὴ θέση τους κι ἂν εἶχα φτερὰ νὰ πετάξω, θὰ συλλογιζόμουν κάποτε κι αὐτὰ τὰ δυστυχισμένα σκουλήκια. Θὰ τοὺς πήγαινα κάποτε μιὰ σταλιὰ μέλι ἢ τίποτε ἄλλο νόστιμο ἀπὸ τὰ λουλούδια τῶν κήπων, θὰ κατέβαινα κοντά τους θάλεγα ἕνα γλυκὸ λογάκι καὶ θὰ τὰ παρηγοροῦσα. Πόσα καλὰ θὰ μποροῦσα νὰ κάνω, ἂν εἶχα φτερά! Μὰ αὐτὲς οἱ σκληρὲς οὔτε γυρίζουν νὰ μᾶς ἰδοῦν!
Δὲν πέρασε ὅμως πολὺς καιρὸς καὶ τὸ σκουλήκι, ποὺ παραπονιόταν, ἔγινε μιὰ ὄμορφη πεταλούδα. Τί ὄμορφα χρωματιστὰ φτερὰ ποὺ εἶχε! Πετοῦσε ἀπὸ λιβάδι σὲ λιβάδι, ξεκουραζόταν ἐπάνω στὰ ὡραιότερα λουλούδια κι ἔτρεχε ἐπάνω κάτω χαρούμενη κι εὐτυχισμένη.
Ἕνα πρωί, ἐνῶ καθόταν ἐπάνω σ’ ἕνα τριαντάφυλλο καὶ μύριζε τὴ μοσκοβολιά του, κοίταξε κάτω κι εἶδε δυὸ σκουλήκια, ποὺ σέρνονταν μὲ τὴν κοιλιά.
- Δυστυχισμένα πλάσματα! Εἶπε. Τί βασανισμένη ζωὴ ποὺ κάνουν! Ζοῦν μέσα στὴ λάσπη καὶ κανένας δὲ βρίσκεται νὰ τὰ λυπηθῆ. Ἐγώ, ἂν δὲν εἶχα τόσες σκοτοῦρες, θὰ μποροῦσα κάτι νὰ κάνω γι’ αὐτά.
Τί νὰ κάνω ὅμως, ποὺ δὲ μπορῶ οὔτε στιγμὴ νὰ χάσω. Σήμερα τὰ τριαντάφυλλα γιορτάζουν καὶ ὅλες οἱ πεταλοῦδες πρέπει νὰ πᾶμε νὰ τὰ ἐπισκεφτοῦμε. Αὔριο γιορτάζουν τὰ κρίνα. Μποροῦμε νὰ λείψωμε; Μεθαύριο οἱ ἀκρίδες δίνουν μεγάλο χορὸ κι ἅμα δύση ὁ ἥλιος, θὰ τραγουδήσουν οἱ γρύλοι, σὰν καλοὶ μουσικοὶ ποὺ εἶναι. Στιγμὴ ἡσυχίας δὲ μοῦ μένει.
Ἔπειτα δυὸ πλούσιες πεταλοῦδες, ἡ κυρία Παρδαλοῦ καὶ ἡ κυρία Χρυσοφτέρη, δίνουν κι αὐτὲς χορὸ καὶ μ’ ἔχουν καλέσει ἀπὸ τὶς πρῶτες. Μπορῶ νὰ λείψω; Ἂν δὲν εἶχα νὰ φροντίσω γιὰ τόσες διασκεδάσεις, θὰ κοίταζα καὶ τὰ κακόμοιρα ἐκεῖνα τὰ σκουλήκια, ποὺ βασανίζονται ἐκεῖ κάτω. Ἔπειτα, ἂν πετάξω κοντά τους, μπορεῖ ν’ ἀκουμπήσουν ἐπάνω μου καὶ νὰ μοῦ λερώσουν τὰ φτερά μου.
Στὸ ὕστερο εἶναι καὶ φόβος, ἂν μιὰ φορὰ τοὺς κάμω ἐλεημοσύνη, νὰ θέλουν κάθε μέρα. Κι ἐγὼ βέβαια δὲν τόχω στὸ νοῦ μου νὰ γίνω ὑπηρέτριά τους. Καλὰ εἶναι, ὅπως εἶναι!
Κι ἀφοῦ ἡ περήφανη πεταλούδα ἔριξε μιὰ περιφρονητικὴ ματιὰ στὰ σκουλήκια, πέταξε κι ἔφυγε.
Ὁ θεῖος τῆς Ἑλενίτσας ἐδῶ σταμάτησε τὴν ἱστορία του καὶ κοίταξε τὴν ἀνιψούλα του στὰ μάτια.
- Ἔπειτα; ρώτησε ἡ Ἑλενίτσα. - Ἔπειτα τίποτε. Τελείωσε ἡ ἱστορία. - Ἡ πεταλούδα δὲ γύρισε πιὰ; - Ὄχι.
- Ἦταν κακή! - Γιατί; - Γιατὶ λησμόνησε, πὼς κάποτε ἦταν κι αὐτὴ σκουλήκι. Ἅμα ἔγινε πεταλούδα, περηφανεύτηκε κι ἔγινε ἀκατάδεχτη. - Λυπᾶσαι γι’ αὐτό; - Ναί. Δὲν τὶς ἀγαπῶ καθόλου αὐτὲς τὶς παλιοπεταλοῦδες, ποὺ ξέχασαν, πὼς ἦταν σκουλήκια! - Ἔλα λοιπὸν νὰ σὲ φιλήσω, ἀφοῦ δὲν ἀγαπᾶς τέτοια περήφανα πλάσματα.
Ἡ Ἑλενίτσα τότε ὁλόχαρη ἀνέβηκε στὰ γόνατα τοῦ θείου της. Κι ὁ θεῖος, εὐχαριστημένος γιὰ τὰ λόγια τῆς ἀνιψιᾶς του τῆς Ἑλενίτσας, τῆς εἶπε: - Κι οἱ ἄνθρωποι, παιδάκι μου, ὅταν εἶναι περήφανοι γίνονται κακοί.