Ὁ Κάϊν θὰ ἔλαβε βέβαια ὅλα τὰ μέτρα του διὰ νὰ μείνῃ κρυφὸν τὸ κακούργημά του.
Γρήγορα-γρήγορα θὰ ἔχωσεν εἰς τὴν γῆν τὸ ἅγιον λείψανον τοῦ ἀδελφοῦ του καὶ θὰ ἐσκέπασε τὸ αἷμα του, ποὺ ἐχύθη εἰς τὴν γῆν, διὰ νὰ μὴ φανῇ κανένα σημάδι τοῦ φοβεροῦ ἐκείνου ἐγκλήματος. Καὶ θὰ ἐνόμισεν ὁ ταλαίπωρος, ὅτι ἐκρύφθη.
Ἀλλ’ ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος πρὸ τοῦ φόνου εἶχε διακρίνει, τί ἐγίνετο εἰς τὴν καρδίαν τοῦ Κάϊν, εἶχεν ἴδει καὶ τώρα τὴν τρομερὰν αὐτὴν πρᾶξιν καὶ γίνεται ὄχι μόνον μάρτυρας ἀλλὰ καὶ δικαστὴς δι’ αὐτὴν.
Ἀκόμη δικαστήρια καὶ ἐξουσίαι καὶ ἀστυνομίαι καὶ ἀνακριταὶ δὲν ὑπῆρχαν διὰ νὰ φανερώσῃ ὁ Θεὸς τὸ κρυφὸν ἐκεῖνο ἔγκλημα εἰς αὐτὰς καὶ νὰ ἀναλάβουν αὐταὶ νὰ τὸ τιμωρήσουν εἰς τὴν παροῦσαν ζωήν, ὥστε νὰ μείνῃ εἰς τὸν Θεὸν ἡ τιμωρία τοῦ ἐγκλήματος εἰς τὴν ζωὴν τὴν μέλλουσαν.
Καὶ ἔτσι ὁ Θεός, εἰς τὸν Ὁποῖον ἀνήκει ἡ ἐκδίκησις διὰ κάθε παρεκτροπὴν τῶν ἀνθρώπων καὶ πρὸ παντὸς διὰ τὸ αἷμα ποὺ χύνεται σκληρὰ καὶ ἄγρια εἰς τὴν γῆν, μάλιστα δὲ διὰ τὸ αἷμα τῶν ἁγίων, δὲν ἀργεῖ νὰ ἀναλάβῃ τὸ ἔργον του καὶ νὰ καλέσῃ τὸν Κάϊν εἰς ἀνάκρισιν.
«Καὶ εἶπε Κύριος ὁ Θεὸς πρὸς Κάϊν· Ποῦ ἐστιν Ἄβελ ὁ ἀδελφός σου;».
Ὁ Ἄβελ ἔξαφνα ἐχάθη. Τί ἔγινεν; Ὁ Θεὸς ἀποτείνεται πρὸς τὸν Κάϊν, πρὸς τὸν ὁποῖον καὶ προτήτερα εἶχε μιλήσει διὰ τὸν Ἄβελ, ζητῶν νὰ τοῦ ἀποδιώξῃ ἀπὸ τὴν καρδίαν τὸ μῖσος τὸ ὁποῖον ὁ Κάϊν ᾐσθάνετο κατὰ τοῦ ἀδελφοῦ του.
Μιὰ φορὰ λοιπόν, ποὺ ὑπῆρχον προηγούμενα, ὁποιοσδήποτε ἀνακριτὴς εἰς τὸν Κάϊν θὰ ἀπευθύνετο καὶ τὸν Κάϊν θὰ ρωτοῦσε, τί γίνεται ὁ ἀδελφός σου. Πολὺ περισσότερον θὰ ἀπευθύνετο ὁ Θεός, ποὺ εἶχεν ἴδει καὶ ἐγνώριζε καλά, ὅτι ὁ Ἄβελ ἐσκοτώθηκεν ἀπὸ τὸν Κάϊν.
Γιὰ ἰδὲς ὅμως, πόσον ἡ ἁμαρτία σκοτίζει! Ὁ Κάϊν ἐξακολουθεῖ νὰ νομίζῃ ὅτι μπορεῖ νὰ γελάσῃ τὸν Θεὸν καὶ νὰ κρυφθῇ ἀπὸ τὸ μάτι Του.
Ἐνῶ προηγουμένως εἶχε λάβει πεῖραν ὅτι ὁ Θεὸς ἦτο εἰς θέσιν καὶ τὰ ἀφανῆ τῆς καρδίας του κινήματα νὰ τὰ γνωρίζῃ, φαντάζεται ὁ δυστυχισμένος, ὅτι ἕνα τόσον μεγάλο ἔγκλημα θὰ μποροῦσε νὰ ξεφύγῃ ἀπὸ τὸν Θεόν.
Καὶ ἀποκρίνεται δι’ αὐτὸ μὲ αὐθάδειαν καὶ μὲ ἀναισχυντίαν ἀπερίγραπτον. «Καὶ εἶπε Κάϊν, οὐ γινώσκω· μὴ φύλαξ τοῦ ἀδελφοῦ μού εἰμι ἐγώ;».
«Οὐ γινώσκω». Δὲν ξεύρω, ποῦ εἶναι ὁ Ἄβελ ὁ ἀδελφός μου. Δὲν ξεύρει! Ἀφοῦ αὐτὸς τὸν εἶχε σκοτώσει.
Καὶ ἔτσι τὸ ἕνα μεγάλο καὶ τρομερὸν ἔγκλημα προσθέτει ἄλλο μεγάλο καὶ ἀσυνείδητον ἁμάρτημα, ἕνα ψεῦδος ἀναίσχυντον ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.
Καὶ ὅπως σύμφωνα μὲ τοὺς λόγους τοῦ Χριστοῦ ὁ διάβολος, ποὺ γίνεται τώρα πατέρας τοῦ Κάϊν, εἶναι ἐξ ἀρχῆς ἀνθρωποκτόνος καὶ ψεύστης, ἔτσι καὶ ὁ Κάϊν, ποὺ ἐμπνέεται ἀπὸ τὸν πνευματικόν του πατέρα, τὸν διάβολον, ἀφοῦ ἔγινε φονιᾶς τοῦ ἀδελφοῦ του, γίνεται καὶ ἀναίσχυντος ψεύστης ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.
«Οὐ γινώσκω». Εἶναι λοιπὸν ὁ Κάϊν ζαλισμένος καὶ σκοτισμένος, ἀφοῦ νομίζει, ὅτι μπορεῖ νὰ γελάσῃ τὸν Θεόν. Ἀλλὰ εἶναι συγχρόνως καὶ σκληρυμμένος καὶ πωρωμένος.
Γιατί, βλέπεις, προτιμᾷ νὰ ψευσθῇ καὶ νὰ προσπαθήσῃ, ὅπως σκεπάσῃ τὸ ἕνα ἔγκλημα μὲ ἄλλο, τὸν φόνον μὲ τὸ ψέμα, παρὰ νὰ ταπεινωθῇ μπροστὰ εἰς τὸν Θεόν, νὰ ὁμολογήσῃ τὸ ἔγκλημά του, νὰ μετανοήσῃ καὶ νὰ κλαύσῃ δι’ αὐτὸ καὶ νὰ ζητήσῃ τὸ ἔλεος καὶ τὴν συγχώρησιν τοῦ Κυρίου.
Εἶναι σκληρυμμένος. Καὶ πῶς νὰ μὴν εἶναι, ἀφοῦ τὸν ἐγκατέλιπεν ὁ Θεός; Ὁ ἀγαθὸς Θεὸς ἐζήτησε νὰ τὸν σώσῃ. Ἐκεῖνος ὅμως περιεφρόνησε καὶ ἐκλώτσησε τὴν ἁγίαν καὶ ἐξαιρετικὴν ἐκείνην περίστασιν, ποὺ καὶ τὰ λιθάρια ἀκόμη θὰ ἐμαλάκωνε καὶ θὰ συνέτριβε.
Καὶ δι’ αὐτὸ ὁ δίκαιος Θεὸς τὸν ἐγκατέλιπε. Καὶ τὸ ἀποτέλεσμα ἦτο, ὅτι ὁ Κάϊν ἐσκληρύνθη. Ὅταν δὲ ὁ ἄνθρωπος σκληρυνθῇ, οὐδεμία πλέον ἐλπὶς μετανοίας καὶ σωτηρίας ὑπάρχει δι’ αὐτόν.
«Μὴ φύλαξ τοῦ ἀδελφοῦ μού εἰμι ἐγώ;». Μὴ πάει καὶ εἶμαι φύλαξ τοῦ ἀδελφοῦ μου; Τὸν ἀναίσχυντον! Τὸν αὐθάδη! Γιὰ ἰδές, πῶς ὁμιλεῖ; Εἶναι σὰν νὰ λέγῃ εἰς τὸν Θεόν: Δὲν ξεύρεις τί ζητᾷς. Μ’ ἐρωτᾷς, ποῦ εἶναι ὁ ἀδελφός μου. Ποῦ νὰ τὸ ξεύρω! Μήπως εἶμαι φύλακάς του;
Ἄθλιε καὶ ταλαίπωρε! Φύλακάς του καὶ προστάτης του ὤφειλες νὰ εἶσαι. Δὲν ἦτο μικρότερός σου; Δὲν εἶσαι σὺ ὁ μεγαλύτερος ἀπὸ τὰ παιδιὰ τοῦ Ἀδάμ; Δὲν ἦταν ἀδελφός σου; Ἂν οἱ μεγαλύτεροι ἀδελφοὶ δὲν εἶναι φύλακες καὶ προστάται τῶν μικροτέρων ἀδελφῶν των, τότε ποιὸς θὰ εἶναι φύλακας καὶ προστάτης αὐτῶν;
Ἢ μήπως ἤθελες καὶ ἕνα διορισμὸν τοῦ Θεοῦ διὰ νὰ ἀναγνωρίσῃς, ὅτι εἶσαι φύλακας καὶ προστάτης τοῦ ἀδελφοῦ σου;
Δὲν φθάνει τὸ φυσικὸν φίλτρον καὶ ἡ φυσικὴ ἀγάπη, ποὺ μόνη της, ἀπὸ τὴν φύσιν αὐτὴν, γεννᾶται εἰς τὴν καρδίαν τοῦ κάθε ἀδελφοῦ διὰ τὸν ἀδελφόν του, νὰ σὲ διδάξῃ ὅτι εἶσαι πράγματι καὶ ὀφείλεις νὰ εἶσαι φύλακας τοῦ ἀδελφοῦ σου;
Τοιαύτην λοιπὸν δεικνύων ἀδιαφορίαν διὰ τὸν ἀδελφόν σου προδίδεις τὸν ἑαυτόν σου ὅτι εἶσαι ἔνοχος ἀπέναντι αὐτοῦ. Διὰ τοῦτο, ἐνῶ ζητεῖς νὰ σκεπασθῇς καὶ νὰ καλύψῃς τὸ ἔγκλημά σου, ξεσκεπάζεσαι ἀκόμη περισσότερον.
Μάλιστα, ἀδελφέ μου· ὁ ἐγκληματίας καὶ ἔνοχος σκοτίζεται καὶ δὲν μπορεῖ νὰ κρυφθῇ. Προδίδεται μοναχός του. Καὶ ὅσῳ μεγαλύτερον εἶναι τὸ ἔγκλημά του, τόσῳ καὶ ὁ σκοτισμός του εἶναι βαθύτερος, καὶ ὁ συλλογισμός του περισσότερον ζαλισμένος, καὶ τὰ λόγια του περισσότερον παράλογα καὶ ἀσυνάρτητα.
«Μὴ φύλαξ τοῦ ἀδελφοῦ μου εἰμι ἐγώ;». Προσέξατε, ἀδελφοί, ὅσοι κατάγεσθε ἀπὸ τοὺς αὐτοὺς γονεῖς. Εἶναι καθῆκον σας νὰ ἐνδιαφέρεσθε διὰ τοὺς ἀδελφούς σας καὶ νὰ χρησιμεύετε ὡς φύλακες καὶ προστάται αὐτῶν.
Εἶναι ὑποχρέωσίς σας, ἐὰν ἐμπέσουν εἰς κανένα κίνδυνον οἱ ἀδελφοί σας, νὰ τρέξετε νὰ λάβετε ὅλα τὰ μέτρα, ποὺ περνοῦν ἀπὸ τὰ χέρια σας, διὰ νὰ προλάβετε τὸν κίνδυνον ποὺ διατρέχουν τὰ σώματά των.
Πολὺ περισσότερον πρέπει νὰ εἶσθε φύλακες τῆς ψυχῆς των. Προσέξατε μὴν εἴπητε ποτέ: «μὴ φύλαξ τοῦ ἀδελφοῦ μού εἰμι ἐγώ;». Μόνον ἀπὸ τὸ στόμα ἑνὸς Κάϊν εἰμπόρεσε νὰ βγῇ ὁ τρομερὸς αὐτὸς λόγος. Ποτὲ ὅμως ἂς μὴν ἔβγῃ ἀπὸ τὸ στόμα τὸ ἰδικόν σας.
Ὅταν ὁ Θεὸς ἐρωτᾷ τὸν Κάϊν: «Ποῦ εἶναι ὁ ἀδελφός σου;», δεικνύει ἀκόμη μίαν φορὰν τὴν μακροθυμίαν Του καὶ τὴν ἀγαθότητά Του πρὸς τὸν σκληρὸν καὶ ἄγριον ἐκεῖνον ἀδελφόν. Ἔρχεται νὰ τὸν δικάσῃ ὡς δικαστὴς ὑπέρτατος καὶ ἐξουσιαστὴς τοῦ παντός.
Καὶ ἐνῶ τὸ ἔγκλημα εἶναι τόσον φοβερόν, ποὺ θὰ ἔπρεπεν εὐθὺς ἀμέσως εἰς τὸν τόπον τοῦ ἐγκλήματος, χωρὶς καμμίαν προειδοποίησιν, νὰ ρίψῃ ὁ οὐρανὸς τὴν φοβερωτέραν τιμωρίαν κατὰ τοῦ κακούργου ἐκείνου, γιὰ ἰδὲς πόσον μακρόθυμος καὶ ἀγαθὸς δεικνύεται ὁ Θεός.
Καλεῖ τὸν ἔνοχον καὶ τὸν κατηγορούμενον. Καὶ δὲν τοῦ λέγει ἀμέσως: «Διατί ἔκαμες τὸ τρομερὸν αὐτὸ ἔγκλημα;». Ἀλλὰ τὸν ἐρωτᾷ: «Ποῦ εἶναι ὁ ἀδελφός σου;». Καὶ τοῦ δίδει ἔτσι τὴν εὐκαιρίαν νὰ ὁμολογήσῃ μόνος του τὸ ἔγκλημά του καὶ νὰ ἐλαφρώσῃ τὴν θέσιν του.
Μὰ ὁ κακοῦργος αὐτὸς δὲν ἐννοεῖ νὰ διορθωθῇ. Καὶ εἰς τὸ ἕνα ἔγκλημα προσθέτει ἄλλο καὶ ζητεῖ τὴν παρεκτροπὴν νὰ σκεπάσῃ μὲ ἄλλην παρεκτροπήν.
Τὸ ἕνα κακό, βλέπεις, εὔκολα σύρει μαζῆ του καὶ τὸ ἄλλο. Καὶ ὅταν σώσῃ νὰ γλυστρήσῃς εἰς τὸν κατήφορον τῆς κακίας, ἀπὸ τὸ ἕνα γλύστρημα καὶ σκόνταμμα εὔκολα πέφτεις καὶ εἰς ἄλλο.
Ὁ Κάϊν λοιπὸν διώχνει καὶ πάλιν τὴν εὐκαιρίαν, ποὺ τοῦ δίδει ὁ Θεός, καὶ ἀποδεικνύει ὅτι ἐννοεῖ νὰ μείνῃ γιὰ πάντα εἰς τὴν ἁμαρτίαν.
Τότε λοιπὸν καὶ ὁ Θεὸς ἀναλαμβάνει ἀδυσωπήτως τὸ ἔργον τῆς δικαιοσύνης Του. Τοῦ φανερώνει ἀμέσως τὸ ἔγκλημά του καὶ ἐκφέρει τὴν καταδίκην του.
Τὸν καταδικάζει. Καὶ τὸν καταδικάζει, ἀφοῦ προηγουμένως τοῦ ἔδωκε τὴν εὐκαιρίαν νὰ ἀπολογηθῇ, καὶ ἐὰν ἐταπεινοῦτο, νὰ ἐλαφρώσῃ κατὰ πολὺ τὴν θέσιν του.
«Καὶ εἶπε Κύριος. Τί πεποίηκας; φωνὴ αἵματος τοῦ ἀδελφοῦ σου βοᾷ πρός με ἐκ τῆς γῆς. Καὶ νῦν ἐπικατάρατος σὺ ἀπὸ τῆς γῆς...».
«Τί πεποίηκας;». Τί ἔκαμες; Ποίαν φοβερὰν καὶ κακοῦργον ἀπετόλμησας πρᾶξιν; Πόσον βαρὺ καὶ μαῦρον καὶ τρομερὸν συνετέλεσες ἔγκλημα;
Καὶ φαντάζεσαι, πὼς μπορεῖς νὰ σκεπάσῃς καὶ νὰ κρύψῃς τὸ κακούργημα αὐτό; «φωνὴ αἵματος τοῦ ἀδελφοῦ σου βοᾷ πρός με ἐκ τῆς γῆς».
Τὸ αἷμα τοῦ ἀδελφοῦ σου φωνάζει ὡσὰν νὰ εἶχε στόμα καὶ φωνήν, φωνάζει δυνατὰ καὶ βοᾷ πρός με ἐκ τῆς γῆς, εἰς τὴν ὁποίαν ἐχύθη καὶ ἡ ὁποία τὸ ἐρρόφησε.
Φωνάζει ἕως τὸν οὐρανὸν καὶ ζητεῖ ἐκδίκησιν καὶ τιμωρίαν. Φωνάζει καὶ εἶναι συγχρόνως καὶ μάρτυρας καὶ διώκτης τοῦ ἐγκλήματός σου. Φωνάζει πρὸς ἐμέ, ποὺ εἶμαι ἐκδικητὴς τῶν ἀδικουμένων καὶ τυραννουμένων.
Τὴν ὥραν ποὺ θὰ ἐσκότωνεν ἔξαφνα τὸν ἄοπλον Ἄβελ ὁ ἀδελφός του Κάϊν, ποῦ θὰ ἐγύριζε τὰ μάτια τὸ ἀθῶον ἐκεῖνο θῦμα ζητοῦν βοήθειαν καὶ προστασίαν; Εἰς τὸν Οὐρανόν.
Καὶ ποῦ στρέφει τὸ πρόσωπόν του καθένας ποὺ σκοτώνεται ἄδικα, μὲ δολιότητα καὶ πονηρίαν, χωρὶς νὰ μπορῇ νὰ προστατεύσῃ τὸν ἑαυτόν του καὶ νὰ ὑπερασπισθῇ τὴν ζωήν του; Πρὸς τὸν Θεόν.
Καὶ βγαίνει τότε μὲ παράπονον πικρὸν ἀπὸ τὸ στόμα του, τὴν ὥραν ποὺ ἄδικα πεθαίνει, ὁ φοβερὸς λόγος, ποὺ ἐβγῆκεν ἄλλοτε ἀπὸ τὰ χείλη τοῦ Ἀζαρίου, ὅταν ἄδικα τὸν ἐσκότωνεν ὁ Ἰωάς. «Ἴδοι Κύριος καὶ κρινάτω». Καὶ ὁ Θεὸς βλέπει καὶ κρίνει.
Ἡ φωνὴ καὶ τὸ παράπονον αὐτὸ φθάνει εἰς τὰ ὦτα Αὐτοῦ. Εἶναι ἡ φωνὴ τοῦ αἵματος τοῦ ἀδικοσκοτωμένου, ποὺ ζητεῖ ἐκδίκησιν καὶ τιμωρίαν.
Εἶναι ἡ φωνὴ τῶν ἀθώων θυμάτων, ποὺ φθάνει εἰς τὸ θυσιαστήριον τοῦ Θεοῦ κράζουσα: «Ὁ Θεὸς ὁ ἅγιος καὶ ἀληθινός, ἕως πότε οὐκ ἐκδικεῖς τὸ αἷμα ἡμῶν ἀπὸ τῶν κατοικούντων ἐπὶ τῆς γῆς;».
«Φωνὴ αἵματος τοῦ ἀδελφοῦ σου βοᾷ πρός με». Τὸ αἷμα φωνάζει. Τὸ αἷμα ζητεῖ καὶ μόνον του ἐκδίκησιν. Καὶ ὅταν ἀκόμη τὸ θῦμα δὲν ζητῇ ἐκδίκησιν, καὶ ὅταν ὁ ἄδικα σκοτωμένος συγχωρῇ καὶ δὲν θέλῃ νὰ τιμωρηθοῦν οἱ φονεῖς του, καὶ τότε τὸ αἷμα του φωνάζει.
Νά, δὲν βλέπεις τὸν Χριστὸν ἐπάνω εἰς τὸν Σταυρόν, ποὺ συγχωρεῖ τοὺς σταυρωτάς Του; Δὲν βλέπεις, ποὺ παρακαλεῖ τὸν Πατέρα Του δι’ αὐτοὺς καὶ ὡς νὰ ἦτο διωρισμένος δικηγόρος τους ἐμπρὸς εἰς τὸ φοβερὸν κριτήριον τῆς θείας δικαιοσύνης, πῶς ἀναλαμβάνει νὰ τοὺς δικαιολογήσῃ λέγων, «Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασι, τί ποιοῦσι»;
Καὶ μ’ ὅλα ταῦτα ἡ φωνὴ αὐτὴ τοῦ ἀγαπημένου παιδιοῦ τοῦ Θεοῦ δὲν φθάνει εἰς τὰ αὐτιὰ τοῦ μεγάλου Κριτοῦ. Ἡ φωνὴ ὅμως τοῦ αἵματός Του, ποὺ ἀδίκως χύνεται ἐπάνω εἰς τὸν Γολγοθᾶ, αὐτὴ φθάνει ἕως τὸν οὐρανὸν καὶ ἐπιφέρει τὴν τρομερὰν ἐκδίκησιν κατὰ τῶν σταυρωτῶν Του.
Τί τὰ θέλετε; Ὁ φόνος εἶναι τρομερὸν καὶ φοβερὸν ἔγκλημα.
Καὶ τὸ αἷμα, ὅταν μάλιστα εἶναι αἷμα ἀδικοσκοτωμένου καὶ ἀθώου καὶ ἀκάκου ἀνθρώπου, γίνεται φωτιὰ ποὺ καίει καὶ δὲν ἀφίνει ποτὲ ἥσυχον τὸν φονιᾶ. Γίνεται φωνὴ καὶ κραυγή, ποὺ ἐξεγείρει τὴν θείαν δικαιοσύνην καὶ τὴν ἐξοργίζει διὰ νὰ λάβῃ τὴν ἐκδίκησίν του.
Καὶ ὁσονδήποτε καὶ ἂν σκεπασθῇ τὸ αἷμα αὐτό, ὅσῳ βαθειὰ στὴ γῆ καὶ στὸ χῶμα, ἡ φωνή του δὲν πνίγεται, δὲν ἐξασθενεῖ, ἀλλ’ εἶναι κραυγὴ καὶ βοὴ καὶ βροντή, ποὺ φθάνει ἕως τὸν οὐρανόν.
Φωνάζει λοιπὸν καὶ τὸ αἷμα τοῦ ἀδικοσκοτωμένου Ἄβελ, καὶ ὁ Θεός, γρήγορα καὶ χωρὶς καμμίαν ἀναβολήν, ἔρχεται νὰ τὸ ἐκδικήσῃ.
Ἀφοῦ ὁ Θεὸς μὲ λίγα λόγια παρέστησεν εἰς τὸν Κάϊν, πόσον φοβερόν, πόσον τρομερόν, πόσον ἀξιοκατάκριτον καὶ ἀσυγχώρητον ἦτο τὸ ἁμάρτημά του, ἀμέσως ἀπαγγέλλει καὶ τὴν καταδίκην τοῦ ἀπαισίου ἀδελφοκτόνου.
Καὶ τοῦ ἐπιβάλλει τιμωρίαν βαρεῖαν, ὅσον βαρὺ ὑπῆρξε καὶ τὸ ἔγκλημά του.
«Καὶ νῦν, ἐξακολουθεῖ λέγων ὁ Θεός, ἐπικατάρατος σὺ ἀπὸ τῆς γῆς, ἣ ἔχανε τὸ στόμα αὑτῆς δέξασθαι τὸ αἷμα τοῦ ἀδελφοῦ σου ἐκ τῆς χειρός σου. Ὅτι ἐργᾷ τὴν γῆν, καὶ οὐ προσθήσει τὴν ἰσχὺν αὑτῆς δοῦναί σοι· στένων καὶ τρέμων ἔσῃ ἐπὶ τῆς γῆς».
Ὁ Θεὸς καταρᾶται τὸν Κάϊν. Τί φοβερὸν πρᾶγμα! Ὅταν προτήτερα ἐτιμωροῦσε τὸν Ἀδὰμ καὶ τὴν Εὔαν καὶ ἐξεφώνει τὴν καταδίκην των, μίαν τέτοιαν λέξιν ποὺ λέγει τώρα διὰ τὸν Κάϊν, δὲν τὴν εἶπεν ὁ Θεὸς καὶ διὰ τὸν Ἀδάμ.
Δὲν εἶπεν εἰς τὸν Ἀδάμ: νὰ εἶσαι ἐπικατάρατος. Κατηράσθη μόνον τὴν γῆν διὰ νὰ ἀγριέψῃ καὶ νὰ γίνῃ ἄγονος καὶ γεμάτη ἀπὸ τριβόλους. Τοῦ Ἀδὰμ καὶ τῆς Εὔας τὸ ἁμάρτημα εἶχε κάποιον ἐλαφρυντικόν, δι’ αὐτὸ καὶ ἡ τιμωρία του εἶχε κάποιαν συγκατάβασιν.
Μὰ τοῦ Κάϊν τὸ ἔγκλημα δὲν παίρνει δικαιολογίαν. Εἶναι ἔγκλημα φοβερόν, ἀνθρώπου ποὺ δὲν δέχεται διόρθωσιν, ποὺ τὸ ἐσκέφθη πρῶτα καλὰ καὶ ὕστερα τὸ ἔκαμε. Τί συγκατάβασιν λοιπὸν νὰ δείξῃ ὁ Μέγας Κριτής; Τὸν καταρᾶται δι’ αὐτὸ κατ’ εὐθεῖαν καὶ αὐτὸν τὸν ἴδιον.
Τρομάρα σου, ταλαίπωρε Κάϊν! Ποῖος σὲ καταρᾶται; Οὔτε ἄνθρωπος οὔτε κανένα ἄλλο κτίσμα. Σὲ καταρᾶται ὁ Θεός. Ἀλλοίμονον!
Ὅποιον καταρᾶται ὁ Θεὸς μένει καὶ εἶναι κατηραμένος εἰς τὸν αἰῶνα τὸν ἅπαντα. Καὶ μένει κατηραμένος μὲ μίαν κατάραν, ποὺ ἐμβαίνει βαθειά, ποὺ εἶναι βαρειὰ καὶ καταστρεπτική, ποὺ ξερριζώνει καὶ κάμνει στάχτη κάθε τι, εἰς τὸ ὁποῖον θὰ πέσῃ.
Ἐὰν ἔπεφτεν ἐπάνω σου φωτιά, θὰ ἦτο προτιμότερον διὰ σέ. Ἐὰν εὑρισκόσουν εἰς τὸ μέσον μιᾶς καμίνου, ποὺ νὰ εἶναι καϋμένη ἑπταπλασίως, ἡ θέσις σου θὰ ἦταν καλυτέρα.
Ἐπικατάρατος. Σὲ καταρῶμαι, λέγει ὁ Θεός. Καὶ ὄργανον τῆς κατάρας μου, τὸ ὁποῖον θὰ σὲ τιμωρῇ εἰς ὅλην σου τὴν ζωήν, δὲν ὁρίζω ἄγγελόν μου τινά, ἀλλὰ ὁρίζω τὴν γῆν.
Ἐπικατάρατος σὺ ἀπὸ τῆς γῆς. Ὁρίζω τὴν γῆν, ἡ ὁποία ἄνοιξε τὸ στόμα της διὰ νὰ δεχθῇ ἀπὸ τὰ ἄσπλαγχνα χέρια σου τὸ αἷμα τοῦ ἀδελφοῦ σου.
Ἄνοιξε τὸ στόμα της ἡ ἄψυχος καὶ ἀναίσθητος γῆ καὶ δὲν ἀφῆκε νὰ μείνῃ πλημμυρισμένο τὸ αἷμα τοῦ ἀδελφοῦ σου, ἀλλὰ τὸ ἐδέχθη. Τὸ ἐδέχθη ἀπὸ τὰ χέρια σου. Τὰ χέρια σου τὸ ἔχυναν καὶ ἡ γῆ τὸ ἐσυμμάζευεν. Ἐσὺ τὸ διεσκόρπιζες καὶ τὸ ἀπεδίωκες καὶ ἡ γῆ τὸ ἐδέχετο.
Ἡ γῆ λοιπὸν αὐτή, ποὺ ὑπῆρξεν ὁ μόνος μάρτυς τοῦ ἐγκλήματός σου, αὐτὴ θὰ εἶναι καὶ τὸ ὄργανον τῆς κατάρας μου κατὰ σοῦ. Αὐτὴ θὰ εἶναι ὁ ἐκτελεστὴς τῆς ὀργῆς μου ἐναντίον σου.
Καὶ τί λοιπὸν θὰ γίνῃ τώρα διὰ τὸν Κάϊν; Ὅταν θὰ ἐργάζεσαι τὴν γῆν, λέγει πρὸς αὐτὸν ὁ Θεός, «οὐ προσθήσει τὴν ἰσχὺν αὑτῆς δοῦναί σοι»· δὲν θὰ προσθέσῃ αὐτὴ εἰς τὴν ἰδικήν σου ἐργασίαν καὶ τὴν ἰδικήν της δύναμιν, διὰ νὰ σοῦ δώσῃ καρπὸν καὶ γεννήματα.
Ὅπου καὶ ἂν πᾷς καὶ ὁποιουδήποτε μέρος αὐτῆς καὶ ἂν καλλιεργήσῃς, θὰ σοῦ δεικνύῃ παντοῦ καὶ πάντοτε ἡ γῆ τὴν δυσαρέσκειαν καὶ τὴν ὀργήν, τὴν ὁποίαν πρὸς σὲ ἔχει ὁ Θεός.
Ἀπὸ ὅσα σὺ θὰ σπέρνῃς καὶ θὰ φυτεύῃς εἰς αὐτήν, τίποτε δὲν θὰ ριζοβολῇ οὔτε θὰ φυτρώνῃ εἰς τὸ χῶμα της. Καὶ παντοῦ, ὅπου θὰ ἁπλώνωνται τὰ φονικά σου χέρια, θὰ σκορπίζουν τὴν καταστροφὴν κάθε εὐφορίας τῆς γῆς καὶ κάθε πρασινάδας της.
Αὐτὸ θὰ εἰπῇ κατάρα Θεοῦ. Πέφτει ἐπάνω εἰς τὸν Κάϊν καὶ εἰς ὅλα ἐκεῖνα, ποὺ ἔχει ὁ Κάϊν· καὶ εἰς ὅλα ἐκεῖνα, ποὺ ἐργάζεται ὁ Κάϊν· καὶ εἰς ὅλα ἐκεῖνα, ποὺ ἐγγίζει καὶ πιάνει ὁ Κάϊν.
Καὶ αὐτὸ θὰ εἰπῇ ἐργασία τοῦ ἀνθρώπου χωρὶς τὴν εὐλογίαν τοῦ Θεοῦ. Ἂς ἐργάζεσαι ἀπὸ τὸ πρωῒ ὣς τὸ βράδυ. Ἂς ἱδρώνῃς καὶ ξεϊδρώνῃς. Ἂς ἔχῃς τὸ πιὸ παχὺ χωράφι καὶ τὴν πλέον εὔφορον γῆν. Ἂς ἐργάζεσαι τὸ πιὸ προσοδοφόρον καὶ πλούσιον ἐπάγγελμα.
Ἂν ὁ Θεὸς δὲν εὐλογήσῃ τὰ ἔργα σου, δὲν κάμνεις τίποτε. Ἂν μάλιστα καὶ σὲ καταρασθῇ ὁ Θεός, ὅλα πλέον ὑποκάτω τῶν ποδῶν σου καὶ τῶν χειρῶν σου γίνονται μπαροῦτι, διὰ νὰ κατακαύσουν τὴν εὐτυχίαν σου καὶ διὰ νὰ καταστρέψουν ὅλα τὰ ἀγαθά σου.
Καὶ ὅταν λοιπόν, ἀδελφέ μου, βλέπῃς, ὅτι οἱ κόποι σου, ποὺ καταβάλλεις εἰς τὴν γῆν ἢ εἰς ὁποιονδήποτε ἐπάγγελμά σου, πᾶνε χαμένοι καὶ σὲ μιὰ στιγμή, ποὺ περιμένεις σὺ νὰ θερίσῃς ἀπὸ αὐτοὺς τὸν πλοῦτον, θερίζεις τὴν καταστροφήν, ἕνα εἶναι τὸ καθῆκον σου εἰς τὴν περίστασιν ἐκείνην.
Σκέψου, πρόσεξε, ἀνάκρινε βαθειὰ τὸν ἑαυτόν σου· μήπως σὲ ὠργίσθη ὁ Θεός; Μήπως μὲ τὰ ἀγαθά, ποὺ σοῦ ἔδωκεν εἰς τὸ παρελθὸν ὁ Θεός, ἀντὶ νὰ γίνῃς χρήσιμος εἰς τὸν πλησίον σου, ἐμεθύσθης καὶ διεφθάρης καὶ τὰ ἐχρησιμοποίησες εἰς κακόν;
Ἐὰν συμβαίνῃ τοιοῦτον τι, πρόσεξε νὰ διορθωθῇς, διὰ νὰ ἔχῃς εἰς τὸ μέλλον τὴν εὐλογίαν τοῦ Θεοῦ ἐπὶ σοῦ καὶ ἐπὶ τῶν ἔργων σου.
Ἐὰν ὅμως ἡ συνείδησίς σου σὲ πληροφορῇ, ὅτι δὲν εἶσαι ἔνοχος εἰς τίποτε, τότε γνώριζε, ὅτι ὁ Θεὸς σὲ δοκιμάζει.
Καὶ ὑπόμεινον τότε, καὶ ἐγκαρτέρησον καὶ ὑποτάγηθι εἰς τὸν Θεόν. Διὰ τῆς ὑπομονῆς αὐτῆς θὰ καρποφορήσῃς εἰς ζωὴν αἰώνιον καὶ θὰ θησαυρίσῃς ὄχι ἐπὶ τῆς γῆς, ἀλλ’ ἐν τῷ οὐρανῷ.
Τὸ δεύτερον μέρος τῆς κατάρας τοῦ Θεοῦ εἶναι τρομερώτερον ἀπὸ τὸ πρῶτον.
Ἕνα κομμάτι ψωμὶ κάποιος θὰ εὑρίσκετο νὰ δώσῃ εἰς τὸν ἀπαίσιον ἀδελφοκτόνον, ὅταν θὰ κατήντα εἰς ἐσχάτην ἀνέχειαν καὶ φτώχειαν λόγῳ τοῦ ὅτι ἡ γῆ δὲν θὰ ἐκαρποφόρει ἀπὸ τὴν ἰδικήν του καλλιέργειαν.
Μὰ ἀπὸ τοὺς στεναγμοὺς καὶ τὴν τρομάραν, μὲ τὰ ὁποῖα ὁ Θεὸς τὸν καταδικάζει τώρα νὰ εἶναι συντροφευμένη ἡ ζωή του, ποῖος μπορεῖ νὰ τὸν γλυτώσῃ;
«Στένων καὶ τρέμων ἔσῃ ἐπὶ τῆς γῆς», προσθέτει ὁ Θεός. Θὰ εἶσαι, ἐν ὅσῳ ζῇς ἐπὶ τῆς γῆς, στενάζων καὶ τρέμων διαρκῶς.
Ἕνας φόβος ἀλλόκοτος, φόβος ποὺ θὰ καταλαμβάνῃ ὅλην τὴν ψυχήν σου καὶ ὅλα τὰ μέλη σου, φόβος ποὺ νὰ μὴν εἰμπορῇς νὰ τὸν ἀποδιώξῃς καὶ κατανικήσῃς, θὰ σὲ καταδιώκῃ πάντοτε καὶ θὰ σὲ κάμνῃ νὰ τρέμῃς.
Καὶ ἀπὸ τὴν ἀθλίαν ζωήν σου, ποὺ θὰ εἶναι γεμάτη ἀπὸ καρδιοκτύπια καὶ ἀπὸ ταραχήν, δὲν θὰ λείπῃ ποτὲ ὁ στεναγμός.
Ἡ πωρωμένη σου συνείδησις, ποὺ τὴν διέστρεψες μὲ τὴν κακήν σου γνώμην καὶ τὴν ἐπιμονήν σου εἰς τὸ κακόν, δὲν θὰ χάσῃ τὴν φωνήν της ὁλοτελῶς.
Θὰ ξυπνᾷ ἀπὸ καιροῦ εἰς καιρὸν γιὰ νὰ σοῦ φέρνῃ εἰς τὸν νοῦν τὴν εἰκόνα τοῦ ἀδικοσκοτωμένου ἀδελφοῦ σου· γιὰ νὰ σοῦ φέρνῃ εἰς τὰ αὐτιὰ τὸ φοβερό του βογγητό, ποὺ ἔκαμεν ὅταν ξεψυχοῦσεν ἀπὸ τὰ ἄγρια κτυπήματά σου· γιὰ νὰ σοῦ φέρνῃ ἐμπρὸς εἰς τὰ μάτια σου τὸ κόκκινον αἷμα του ποὺ χύθηκε μπροστά σου, ὅταν τὸν ἐσκότωνες.
Καὶ θὰ σοῦ φαίνεται, πὼς θ’ ἀκοῦς τότε τὴν πνιγμένην φωνὴν τοῦ ἀδελφοῦ σου νὰ σοῦ λέγῃ θλιβερά: Ἀδελφέ μου, ἡ αὐτὴ μάννα μᾶς ἐγέννησε καὶ τὸν αὐτὸν ἔχομεν πατέρα. Δὲν μὲ λυπᾶσαι; Πίε λοιπὸν τὸ αἷμα μου!
Καὶ θὰ σὲ πιάνῃ τρεμοῦλα καὶ φόβος καὶ ρῖγος καὶ σπασμοὶ ἀπὸ τὴν εἰκόνα αὐτὴν τὴν αἱματοβαμμένην, ποὺ θὰ παρουσιάζεται ἐνώπιόν σου, καὶ κρύος θὰ σὲ περιλούῃ ἱδρῶτας καὶ θὰ ἐξογκώνεται διαρκῶς τὸ στῆθος σου διὰ νὰ βγαίνουν στεναγμοί, ποὺ δὲν θὰ σὲ ἀνακουφίζουν καὶ δὲν θὰ σοῦ ἐλαφρώνουν τὸ ἀνυπόφορον μαρτύριόν σου.
Καὶ θὰ ξαφνιάζεσαι τὴν νύκτα εἰς τὸν ὕπνον σου ἀπὸ τὰ τρομερά σου ὄνειρα, ἀπὸ τὰ ὁποῖα δὲν θὰ λείπῃ ποτὲ ἡ φοβερὰ πλέον διὰ σὲ εἰκὼν τοῦ ἀδελφοῦ σου, καὶ θὰ ἐξυπνᾷς ἔξαφνα, διὰ νὰ ἐξακολουθήσῃ, καὶ ὅταν θὰ εἶσαι ἔξυπνος, τὸ ἀνυπόφορον βασανιστήριόν σου.
Τὸ σκοτάδι τῆς νυκτὸς θὰ σοῦ αὐξάνῃ τὴν φρίκην καὶ θὰ σοῦ πολλαπλασιάζῃ τὸν φόβον, θὰ σοῦ φαίνεται, ὅτι ἐχθροὶ σὲ καταδιώκουν καὶ ζητοῦν νὰ πάρουν ὀπίσω τὸ αἷμα τοῦ ἀδελφοῦ σου χύνοντες καὶ αὐτοὶ τὸ αἷμα σου, ὅπως καὶ σὺ ἔχυσες τὸ αἷμα ἐκείνου.
Καὶ θὰ τεντώνῃς τὰ αὐτιὰ διὰ νὰ ἀκούσῃς, ἐὰν πράγματι ὁ ἦχος τῶν βημάτων των εἶναι κοντά·
καὶ τὸν παραμικρὸν κρότον ἢ τὸν ἥσυχον τῶν δένδρων ψίθυρον ἡ ταραγμένη φαντασία σου θὰ τὸν παραγνωρίζῃ καὶ θὰ τὸν ἐξηγῇ ὡς κτύπον ποδῶν τοῦ πλησιάζοντος ἐκδικητοῦ, ποὺ ἔρχεται νὰ ἐκδικηθῇ τὸ αἷμα τοῦ ἀδελφοῦ σου. «Στένων καὶ τρέμων ἔσῃ ἐπὶ τῆς γῆς».
«Ἐπὶ τῆς γῆς». Εἰς ὅποιον μέρος τῆς γῆς καὶ ἂν εἶσαι, ὅπου καὶ ἂν πᾷς, ὁ στεναγμὸς καὶ ἡ τρεμοῦλα δὲν θὰ φύγῃ ἀπὸ κοντά σου. Δὲν θὰ αἰσθάνεσαι τὸν τρόμον καὶ τὸν φόβον μόνον ὅταν εἶσαι εἰς τόπον ἔρημον καὶ μοναχικόν.
Καὶ μέσα εἰς πυργωτὸν παλάτι ἐὰν εἶσαι, καὶ ἀπὸ λεγεῶνας καὶ συντάγματα ὑπασπιστῶν ἐὰν περιστοιχίζεσαι, βασιλικὸν στέμμα ἐὰν φορῇς εἰς τὸ κεφάλι σου καὶ αὐτοκρατορικὸν σκῆπτρον ἐὰν κρατῇς εἰς τὰ χέρια σου, τὸν φόβον καὶ τὸν τρόμον δὲν θὰ εἰμπορῇς μὲ ὅλα αὐτὰ νὰ τὸν ἀποδιώξῃς καὶ νὰ τὸν κατανικήσῃς.
Ὁ φονιᾶς μένει πάντοτε φονιᾶς καὶ ὁ φόνος δὲν χωρίζεται ποτὲ ἀπὸ τὴν κατάραν καὶ τιμωρίαν, μὲ τὰ ὁποῖα τὸν ἐσυντρόφευσεν ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ.
Δὲν ἔχεις ἀκούσει δι’ ἕνα αὐτοκράτορα τοῦ Βυζαντίου, ὁ ὁποῖος διὰ νὰ ἁρπάσῃ τὸν θρόνον ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ ἀδελφοῦ του ἔγινε Κάϊν καὶ τὸν ἐσκότωσε; Καὶ ὕστερα;
Ἔγινε βέβαια αὐτοκράτωρ ποὺ τὸν ἔτρεμεν ἕνα μεγάλο καὶ ἀπέραντο βασίλειον. Καὶ μ’ ὅλα ταῦτα αὐτὸς δὲν εἰμποροῦσε ποτὲ νὰ ἡσυχάσῃ ἀπὸ τὸν τρόμον καὶ τὸν φόβον, ποὺ τὸ αἷμα τοῦ ἀδικοσκοτωμένου ἀδελφοῦ του τοῦ ἐγέννα.
Σὲ παλάτι μέσα ἔμενεν, ἀπὸ φρουροὺς πολλοὺς ἐφυλάττετο, ταξείδια διαρκῶς ἔκαμνε, δὲν εἰμποροῦσε ὅμως νὰ ἡσυχάσῃ ποτέ, γιατὶ στὸν ὕπνον του ἐφανερώνετο ὁ ἀδικοφονευμένος ἀδελφός του, κρατῶν εἰς τὰ χέρια του φρικτὸν ποτήριον γεμᾶτον μὲ τὸ αἷμα του, καὶ τὸ προσέφερε διαρκῶς πρὸς τὸν φονέα ἀδελφόν του λέγων, «Ἀδελφέ, πίε».
«Στένων καὶ τρέμων ἔσῃ ἐπὶ τῆς γῆς». Ὅσον ὅμως βαρεῖα καὶ ἀνυπόφορος καὶ ἂν φαίνεται ἡ τιμωρία, ποὺ ἐπιβάλλει ὁ δίκαιος Θεὸς εἰς τὸν Κάϊν, δὲν εἶναι ἐν τούτοις ξένη πρὸς τοὺς οἰκτιρμοὺς καὶ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ.
Διότι ὁ Θεὸς θὰ μποροῦσε νὰ ἐξολοθρεύσῃ διὰ μιᾶς τὸν ἀπαίσιον Κάϊν καὶ νὰ τὸν παραδώσῃ κατ’ εὐθεῖαν εἰς τὰ περισσότερον ἀνυπόφορα τοῦ Ἅδου δεινά.
Δὲν τὸ κάμνει ἐν τούτοις, ἀλλὰ τὸν ἀφίνει εἰς τὴν ζωήν. Καὶ τὸν ἀφίνει, διὰ νὰ τοῦ δώσῃ ἄλλην μίαν ἀκόμη εὐκαιρίαν νὰ διορθωθῇ. Τοῦ μακραίνει τὴν ζωήν, μήπως καὶ μετανοήσῃ.
Θὰ μοῦ εἴπῃς, ὅτι ὁ Θεὸς ξεύρει ὅτι ὁ Κάϊν θὰ μείνῃ ἀμετανόητος. Τοῦτο ὅμως δὲν ἀποτελεῖ λόγον νὰ μὴ δείξῃ ὁ Θεὸς ἀκόμη μίαν φορὰν τὴν ἀγαθότητά Του πρὸς τὸν Κάϊν.
Καὶ ἔτσι δὲν σὲ ἀφίνει ἀπαρηγόρητον καὶ ἀπελπισμένον ὁ Θεός, ἀδελφέ μου, ἐὰν συνέβη νὰ παρασυρθῇς καὶ σὺ εἰς τὸ φοβερὸν ἁμάρτημα τοῦ φόνου.
Μὲ τὴν μακροθυμίαν ποὺ ἐξακολουθεῖ καὶ μετὰ τὴν ἀδελφοκτονίαν νὰ δεικνύῃ εἰς τὸν Κάϊν, σοῦ ἀποδεικνύει καθαρά, ὅτι ὑπάρχει καὶ διὰ τὸν φονιᾶν τόπος μετανοίας καὶ εἰμπορεῖ νὰ εὕρῃ καὶ αὐτὸς πάλιν τὸ ἔλεος καὶ τοὺς οἰκτιρμοὺς τοῦ Θεοῦ.
Ἐὰν προσφύγῃ μὲ συντριβὴν εἰς τὸν Πατέρα τῶν οἰκτιρμῶν, ἀσφαλῶς. Ἐκεῖνος θὰ τὸν συγχωρήσῃ.
«Καὶ ἐὰν ὦσιν αἱ ἁμαρτίαι αὐτοῦ ὡς κόκκινον, ὡς χιόνα λευκανεῖ, ἐὰν δὲ ὦσιν ὡς φοινικοῦν, ὡς ἔριον λευκανεῖ».
Τέλος 4ου κεφαλαίου