Πολὺ σύντομα οἱ δύο ἀδελφοὶ ἐνεθυμήθησαν τὸ καθῆκον, τὸ ὁποῖον εἶχαν εἰς τὸν Δημιουργὸν καὶ Δεσπότην τοῦ κόσμου.
Διδαγμένοι ἀπὸ τοὺς γονεῖς των τὸν σεβασμὸν καὶ τὴν λατρείαν πρὸς τὸν Θεόν, εὐθὺς ὡς ἔκαμαν τὰς πρώτας προόδους εἰς τὰ ἐπαγγέλματά των, ἔτρεξαν νὰ ἐκπληρώσουν τὸ καθῆκον τῆς εὐγνωμοσύνης καὶ νὰ προσφέρουν τὴν θυσίαν τῆς ὑποτελείας καὶ ὑποταγῆς των πρὸς τὸν Θεόν.
Λαμπρότατον δίδαγμα δι’ ὅλους μας, διὰ τοὺς γονεῖς καὶ διὰ τὰ τέκνα. Δίδαξε, πατέρα, τοὺς γυιούς σου νὰ φοβοῦνται τὸν Θεόν. Μάθε τους, σὺ μητέρα, νὰ εἶναι θεοφοβούμενοι καὶ ἀνάθρεψέ τους «ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσίᾳ Κυρίου».
Ὥστε μεθαύριον ποὺ θὰ μεγαλώσουν καὶ θὰ ἐπιδοθοῦν εἰς τὰ ἐπαγγέλματά των, ὅταν θ’ ἀρχίσουν νὰ κερδίζουν χρήματα καὶ νὰ εὐδοκιμοῦν, νὰ μὴ εἶναι ἡ πρώτη τους δουλειὰ τὸ γλέντι καὶ ἡ διασκέδασις καὶ ἡ ἀσωτία μὲ τοὺς κακοὺς φίλους, ἀλλὰ νὰ εἶναι ἡ ἐκδήλωσις τῆς εὐγνωμοσύνης των καὶ εὐχαριστίας των πρὸς τὸν Θεόν.
Νὰ μὴ μεθυσθοῦν τότε ἀπὸ τὰς ἐπιτυχίας τοῦ ἐπαγγέλματός των, ἀλλὰ νὰ θυμηθοῦν, ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ὁ αἴτιος τῆς προόδου των. Αὐτὸς τοὺς δίδει τὰ πλούτη, διὰ νὰ κάμουν καλὴν χρῆσιν αὐτῶν. Καὶ Αὐτὸν λοιπὸν πρέπει νὰ εὐχαριστήσουν πρῶτον ἀπὸ ὅλους, προσφέροντες εἰς Αὐτὸν καὶ εἰς σκοποὺς ἀγαθοεργοὺς μερίδιον ἀπὸ τὰ περισσεύματά των.
Καὶ πρόσεξε, ἀναγνῶστα μου. Ἡ Γραφὴ δὲν λέγει «ἐγένετο μετὰ μῆνας ἢ μεθ’ ἑβδομάδας». Ἀλλὰ τί λέγει; «Καὶ ἐγένετο μεθ’ ἡμέρας ἤνεγκε Κάϊν ἀπὸ τῶν καρπῶν τῆς γῆς εἰς θυσίαν τῷ Κυρίῳ».
Ὁ Κάϊν μὲ ὅλην τὴν διαστροφὴν καὶ κακίαν ποὺ δείχνει κατόπιν, δὲν ἀφήνει νὰ περάσουν ἑβδομάδες καὶ μῆνες, ἀλλ’ εὐθὺς ὡς τὸ χωράφι του τοῦ ἔδωκε τοὺς πρώτους καρπούς, «μεθ’ ἡμέρας» μόνον, προσέφερε θυσίαν πρὸς τὸν Κύριον.
Καὶ ἔτσι διδάσκεσαι καὶ ἀπὸ τὸ παράδειγμα ἀκόμη ἑνὸς φονιᾶ, ποὺ ἔβαψεν ὕστερον τὰ χέρια του εἰς τὸ ἀδελφικὸν αἷμα, ὅτι τὸ κυριώτερον καὶ σπουδαιότερον καθῆκον σου ποὺ πρέπει νὰ τὸ ἐκτελῇς προτοῦ ἀκόμη νὰ προφθάσῃς νὰ φάγῃς καὶ νὰ χορτασθῇς, καθῆκον σπουδαιότερον ἀπὸ τὰ καθήκοντα ποὺ ἔχεις εἰς τὸν ἑαυτόν σου, εἶναι τὸ καθῆκον τῆς λατρείας τοῦ Θεοῦ.
Τὸ καθῆκον αὐτὸ ἐπιτελοῦν σύντομα-σύντομα τὰ δύο παιδιὰ τοῦ Ἀδάμ, εὐθὺς ὡς τὸ χωράφι δίδει εἰς τὸν ἕνα τοὺς πρώτους καρπούς, προτοῦ ἀκόμη νὰ προφθάσῃ νὰ τοὺς ἀποθηκεύσῃ διὰ τὰς ἀνάγκας τῆς συντηρήσεώς του, καὶ εὐθὺς ὡς τὰ πρόβατα δίδουν εἰς τὸν ἄλλον τὰ πρῶτα ἀρνάκια, προτοῦ ἀκόμη προφθάσῃ νὰ ψήσῃ αὐτὸς κανὲν διὰ νὰ συμφάγῃ μὲ τοὺς γονεῖς του καὶ μὲ τὸν ἀδελφόν του. Καὶ προσφέρουν θυσίαν.
Καὶ βέβαια ὁ Θεὸς δὲν εἶχεν ἀνάγκην ἀπὸ τοὺς καρποὺς τῆς γῆς, ποὺ τοῦ προσφέρει ὁ Κάϊν, οὔτε ἀπὸ τὰ σφακτά, τὰ ὁποῖα κατακαίει ἐπὶ τοῦ θυσιαστηρίου ὁ Ἄβελ.
Μὰ αἱ θυσίαι αὐταὶ ὅμως πρέπει νὰ ἦσαν μία ἐκδήλωσις ἐξωτερικὴ τῆς εὐγνωμοσύνης, ποὺ ὤφειλαν τὰ δύο παιδιὰ τοῦ Ἀδὰμ εἰς τὸν Θεόν· ἕνα σημάδι φανερὸ τῆς ὑποταγῆς των εἰς Ἐκεῖνον· μία ἀπόδειξις, ποὺ μποροῦσε νὰ τὴν ἴδουν ὅλα τὰ μάτια, ὅτι αὐτοὶ ἀνεγνώριζαν τὸν Θεὸν ὡς Κυριάρχην καὶ Δεσπότην των, εἰς τὸν ὁποῖον ἦσαν ὀφειλέται διὰ κάθε ἀγαθόν, ποὺ εἶχαν.
Μόνον λοιπὸν ἐφ’ ὅσον αἱ ἐξωτερικαὶ αὐταὶ θυσίαι ἐφανέρωναν τὴν ἐσωτερικὴν αὐτὴν διάθεσιν, ποὺ ἐπεριγράψαμεν, μόνον τότε ἦσαν εὐάρεστοι καὶ δεκταὶ εἰς τὸν Θεόν.
Καὶ αὐτὴ εἶναι, ἀναγνῶστα μου, ἡ ἀληθινὴ λατρεία τοῦ Θεοῦ. Νὰ τὸ λέῃ ἡ καρδιὰ πρῶτα, καὶ ὕστερα τὰ χείλη. Νὰ ὑπάρχῃ τὸ αἴσθημα τῆς ἀγάπης, τῆς ὑποταγῆς, τοῦ φόβου, τῆς ἀφοσιώσεως πρὸς τὸν Θεόν.
Νὰ ὑπάρχῃ τὸ αἴσθημα αὐτὸ πολύ, ἄφθονον, πλούσιον καὶ νὰ πλημμυρῇ. Νὰ πλεονάζῃ καὶ νὰ ἐκχύνεται ἔξω καὶ νὰ φανερώνεται καὶ μὲ πράξεις ἐξωτερικάς. Τότε ἔχει ἀξίαν ἡ λατρεία τοῦ Θεοῦ. Ἄλλως καταντᾷ ξηρὸς καὶ ἄκαρπος τύπος.
Εἰμπορεῖ νὰ νηστεύῃς· εἰμπορεῖ νὰ κάμνῃς μακροὺς σταυροὺς καὶ στρωτὰς μετανοίας· εἰμπορεῖ νὰ προσφέρῃς δῶρα καὶ θυσίας εἰς τοὺς ναούς, εἰμπορεῖ νὰ ἀνάβῃς βαρειὲς καὶ ὑπερύψηλες λαμπάδες· εἰμπορεῖ νὰ ἀγρυπνῇς.
Ὅλα αὐτὰ δὲν ἔχουν καμμίαν ἀπολύτως ἀξίαν, ἐὰν καὶ μέσα εἰς τὸ βάθος τῆς καρδίας σου δὲν πλεονάζῃ τὸ αἴσθημα τῆς ταπεινώσεως, τῆς εὐσεβείας, τοῦ φόβου τοῦ Θεοῦ, τῆς ἀληθινῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ πλησίον.
Τὰ δύο παιδιὰ τοῦ Ἀδὰμ προσφέρουν θυσίαν. Καὶ ἔτσι λοιπόν, ἀδελφέ μου, ἡ λατρεία πρὸς τὸν Θεὸν εἶναι κάτι, ποὺ τὸ κάμνουν οἱ ἄνθρωποι ἀπὸ τὴν ἐποχὴν ποὺ ἐφάνησαν εἰς τὴν γῆν. Εἶναι τόσον ἀρχαία ἡ λατρεία πρὸς τὸν Θεόν, ὅσον ἀρχαῖος εἶναι καὶ ὁ ἄνθρωπος.
Ὁ Ἀδάμ, ὁ πρῶτος ἄνθρωπος, ἐδίδαξε τὰ παιδιά του νὰ λατρεύουν τὸν Θεόν. Καὶ ἐκεῖνα εὐθὺς ὡς εἶναι εἰς θέσιν νὰ Τοῦ προσφέρουν θυσίαν ἀπὸ τοὺς κόπους των καὶ τὸν ἵδρωτά των, Τοῦ τὴν προσφέρουν.
Καλὲς ἐφαίνοντο ἐκ πρώτης ὄψεως καὶ αἱ δύο θυσίαι ποὺ προσέφεραν εἰς τὸν Θεὸν τὰ δυὸ παιδιὰ τοῦ Ἀδάμ.
Καὶ ὁ πατέρας τους ὁ Ἀδάμ, ὁ ὁποῖος θὰ ἦτο παρὼν καὶ θὰ εἶχε τὴν πρώτην μάλιστα θέσιν κοντὰ ἐκεῖ εἰς τὸ θυσιαστήριον, ὅταν προσεφέρετο ἡ θυσία, θὰ ηὗρε καὶ τὶς δυὸ θυσίες καλὲς καί, καθὼς φαίνεται, καμμίαν εἰς κανένα ἀπὸ τοὺς γυιούς του δὲν θὰ ἔκαμε παρατήρησιν.
Ὁ Ἀδὰμ ἔβλεπε τὸ ἀπ’ ἔξω. Δὲν μποροῦσε ποτὲ νὰ εἰσχωρήσῃ εἰς τὰ βάθη τῆς καρδίας τοῦ Κάϊν διὰ νὰ ἴδῃ, τί αἰσθήματα ὑπῆρχον ἐκεῖ. Μὰ ὁ Θεὸς ὅμως δὲν βλέπει ὅπως βλέπει ὁ ἄνθρωπος. Διότι ὁ ἄνθρωπος «ὄψεται εἰς πρόσωπον, ὁ δὲ Θεὸς ὄψεται εἰς καρδίαν».
Ὁ ἄνθρωπος βλέπει τὸ ἀπ’ ἔξω· καθὼς φαίνονται τὰ ἀπ’ ἔξω πράγματα. Ὁ Θεὸς ὅμως βλέπει εἰς τὸ βάθος· ἀναγινώσκει τὰς καρδίας τῶν ἀνθρώπων· δὲν τοῦ ξεφεύγουν τὰ μυστικὰ αὐτῶν.
Βλέπει λοιπὸν καὶ τώρα τὰς μυστικὰς διαθέσεις τῆς καρδίας τοῦ Κάϊν. Καὶ ἐπειδή, ὡς ἐλέγαμεν, ἡ ἐξωτερικὴ λατρεία δὲν ἔχει καμμίαν ἀξίαν, ὅταν δὲν τὴν συντροφεύῃ καὶ ἡ ἐσωτερικὴ ἁγνὴ καὶ εἰλικρινὴς τῆς ψυχῆς διάθεσις, ὁ Θεὸς ἀπορρίπτει τὴν θυσίαν τοῦ Κάϊν. Τὴν ἀπορρίπτει καὶ δὲν τὴν δέχεται, ἐνῶ δέχεται τὴν θυσίαν τοῦ ἀγαθοῦ καὶ δικαίου Ἄβελ.
«Καὶ ἐπεῖδεν ὁ Θεός, λέγει ἡ Ἁγία Γραφή, ἐπὶ Ἄβελ καὶ ἐπὶ τοῖς δώροις αὐτοῦ, ἐπὶ δὲ Κάϊν καὶ ἐπὶ ταῖς θυσίαις αὐτοῦ οὐ προσέσχε».
Μὲ πῦρ, τὸ ὁποῖον ἄνωθεν ἦλθε καὶ κατέκαυσε τὴν θυσίαν τοῦ Ἄβελ, ὁ Θεὸς ἐφανέρωσε τὴν εὐχαρίστησίν Του εἰς τὴν θυσίαν αὐτὴν, ἐνῶ εἰς τὴν θυσίαν τοῦ Κάϊν δὲν ἐπρόσεξε διόλου. Διατί; Διότι προτήτερα εἶδεν ὁ Θεὸς τὰς καρδίας τῶν ἀδελφῶν. Καὶ εὗρε τὴν καρδίαν τοῦ Κάϊν ἀκάθαρτον καὶ πονηράν.
Τὴν στιγμὴν ποὺ ἐμοίραζε καὶ ἐξεχώριζεν ὁ καθένας ἀπὸ τοὺς δυό τους τὴν θυσίαν ποὺ θὰ προσέφερε, διάφοροι μυστικαὶ σκέψεις καὶ ἀποφάσεις ἀνέβησαν εἰς τὰς καρδίας αὐτῶν. Ὁ Θεὸς τὶς εἶδε, τὶς ἤκουσε, τὶς ἐγνώρισε. Καὶ ἀπὸ τὴν στιγμὴν ἐκείνην ἡ ἀπόφασίς Του εἶχεν ἐκδοθῆ.
Τί ἐσκέφθη καὶ πῶς ἐξεχώρισεν ὁ Κάϊν; Δὲν ἐσκέφθη, ὅτι κάθε τι, ποὺ εἶχε καὶ ἀπελάμβανε, τοῦ τὸ ἔδωκεν ὁ Θεός.
Δὲν ἐσυλλογίσθη, ὅτι τὴν βροχήν, ποὺ ἐπότισε τὸ χωράφι του, τὴν γῆν καὶ τὸ χῶμα, ποὺ ἐφύτρωσαν οἱ καρποί του, τὸν ἥλιον, ποὺ ἔψησε καὶ ἔκαμεν ὡρίμους τοὺς καρποὺς αὐτούς, τὸν καλὸν καὶ εὐνοϊκὸν καιρόν, χωρὶς τὸν ὁποῖον θὰ κατεστρέφοντο ἐντελῶς τὰ σπαρτά του, ὅλα αὐτὰ τὰ ἔδωκεν ὁ Θεός.
Ὁ Θεὸς τοῦ εἶχε δώσει ἀκόμη καὶ τὴν ζωὴν καὶ τὴν ὑγείαν καὶ τὴν δύναμιν διὰ νὰ ἐργάζεται καὶ καλλιεργῇ τὴν γῆν. Καὶ ἀφοῦ λοιπὸν τοῦ τὰ εἶχε δώσει ὅλα, τὰ ὥριζε καὶ ὅλα. Ἦταν Αὐτὸς ὁ Κύριος καὶ ὁ Δεσπότης ὅλων. Καὶ εἶχε λοιπὸν δικαίωμα ὄχι μόνον διὰ μίαν ἁπλῆν θυσίαν, ἀλλ’ εἶχε δικαίωμα ἐφ’ ὅλων ὅσα εἶχεν ὁ Κάϊν, ἀκόμη καὶ ἐπὶ τῆς ζωῆς τοῦ Κάϊν.
Αὐτὰ ὅλα δὲν τὰ αἰσθάνεται ὁ Κάϊν. Καὶ δὲν κάμνει, ὅ,τι κάμνει ἕνας ἐπιστάτης, ὅταν ἔρχεται ὁ ἀφεντικός του νὰ ἐπισκεφθῇ τὸ κτῆμα του καὶ νὰ γευθῇ ἀπὸ τοὺς καρπούς του.
Δὲν ξεδιαλέγει δηλαδὴ μὲ ἐπιμέλειαν τοὺς καλυτέρους καὶ ἐκλεκτοτέρους καρποὺς διὰ νὰ τοὺς προσφέρῃ εἰς τὸν αὐθέντην του, τὸν Θεόν. Ἀλλὰ παίρνει ἀπὸ τὴ σειρά, ἴσως μάλιστα καὶ μὲ κάποια τσιγκουνιά, ἴσως καὶ μὲ κάποιον φόβον μήπως ὀλιγοστεύσῃ ἡ ἐσοδεία του καὶ δὲν μείνουν καὶ δι’ αὐτὸν τὸν ἴδιον ἀρκετοὶ καρποὶ διὰ τὴν συντήρησίν του.
Κυττάει ὅπως-ὅπως νὰ οἰκονομήσῃ τὴν περίστασιν, καὶ μιὰ φορὰ ποὺ τοὺς εἶπεν ὁ πατέρας τους ὅτι πρέπει νὰ γίνῃ ἡ θυσία, νὰ γίνῃ καὶ αὐτὴ ὅπως-ὅπως καὶ μὲ τοὺς τυχαίους καρπούς. Καὶ ἔτσι ὁ Κάϊν προσφέρει θυσίαν ἀλλὰ δὲν ἔχει εἰς τὴν καρδίαν του τὴν πρέπουσαν καὶ ὀφειλομένην εἰς τὸν Θεὸν εὐγνωμοσύνην.
Πᾶν ὅ,τι πράττει, εἶναι μόνον ἐξωτερικόν. Προσφέρει θυσίαν, ἀλλ’ ὑποκρύπτει εἰς τὴν καρδίαν του αἰσθήματα ἄλλα. Προσφέρει θυσίαν, ἀλλὰ δὲν ξεχωρίζει καλὰ καὶ μὲ θεάρεστα αἰσθήματα ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον προσφέρει.
Καὶ διότι μὲν προσφέρει, καλὰ κάμνει, ἀλλὰ δὲν ξεχωρίζει καλῶς αὐτὸ ποὺ προσφέρει. Καὶ δι’ αὐτὸ ἀποδοκιμάζεται, διότι ὁ Θεὸς δὲν δέχεται τοιαύτην θυσίαν.
Ὁ Ἄβελ ὅμως εἶναι ἄλλος ἄνθρωπος. Αὐτὸς αἰσθάνεται ὅ,τι πρέπει νὰ αἰσθάνεται. Ξεχωρίζει μὲ εὐγνωμοσύνην ἀληθινὴν πρὸς τὸν Θεόν. Ξεχωρίζει ὡσὰν τὸν καλὸν ἐκεῖνον τσοπάνην ποὺ ξεδιαλέγει τὸ καλύτερο ψημάρνι τῆς στάνης διὰ νὰ περιποιηθῇ τὸν ἀφέντην του, ὅταν ἔρχεται διὰ νὰ ἐπισκεφθῇ τὰ πρόβατά του.
Καὶ παίρνει διὰ τὴν θυσίαν, ποὺ πρόκειται νὰ προσφέρῃ, τὰ καλύτερα ἀπὸ τὰ πλέον καλὰ ἀρνιὰ τῆς ποίμνης του. Ὄχι ἀπὸ τὰ ἰσχνὰ καὶ ἀδύνατα, ἀλλὰ ἀπὸ τὰ παχειὰ καὶ θρεμμένα.
Ὄχι ἀπὸ τὰ μικρόσωμα καὶ ἀπ’ ἐκεῖνα ποὺ εἶχε καὶ ἄλλα πολλά, ἀλλ’ ἀπὸ τὰ μεγαλόσωμα καὶ ἀπ’ ἐκεῖνα ποὺ δὲν θὰ τοῦ ἔμεναν ἄλλα. Ἔτσι θὰ ἐφανέρωνε τὴν θερμήν, τὴν ζωντανήν, τὴν καίουσαν εὐγνωμοσύνην, ποὺ αἰσθάνεται διὰ τὸν Θεόν.
Καὶ ὕστερα, πῶς ἦτο δυνατὸν ὁ Θεὸς νὰ μὴ εὐχαριστηθῇ εἰς τὴν θυσίαν τοῦ Ἄβελ καὶ νὰ μὴ τὴν δεχθῇ;
Ὅταν βλέπῃς, ὅτι ἀπεδοκιμάσθη καὶ ἀπεκηρύχθη ἀπὸ τὸν Θεὸν ἡ θυσία τοῦ Κάϊν, σοῦ ἔρχεται ἴσως εἰς τὸν νοῦν, ἀναγνῶστα μου, τί εἴδους θυσίας πρέπει νὰ προσφέρῃς εἰς τὸν Θεὸν καὶ μὲ ποίαν διάθεσιν καὶ μὲ ποῖα αἰσθήματα νὰ τὰς προσφέρῃς, διὰ νὰ μὴ ἀποδοκιμασθῇς καὶ σύ, ὅπως ὁ Κάϊν, ἀλλὰ νὰ γίνῃς εὐάρεστος καὶ εὐπρόσδεκτος, ὅπως ὁ Ἄβελ.
Καὶ διὰ τὴν ἀπορίαν σου αὐτὴν ἐρχόμεθα τώρα δι’ ὀλίγων νὰ ὁμιλήσωμεν, προτοῦ προχωρήσωμεν εἰς τὴν αἱματοβαμμένην ἱστορίαν τῶν δύο ἐκείνων ἀδελφῶν.
Πρέπει νὰ εἰξεύρῃς, καὶ θὰ τὸ εἰξεύρῃς ἀναμφιβόλως, ἀδελφέ μου, ὅτι ἀπὸ τὴν ἐποχὴν ποὺ προσέφερεν ὁ Χριστὸς τὸν ἑαυτόν Του θυσίαν ἐπάνω εἰς τὸν Σταυρὸν διὰ τὰς ἁμαρτίας μας, δὲν ζητεῖ πλέον ἀπὸ ἐμᾶς ὁ Θεὸς πρόβατα καὶ ἀρνιὰ καὶ καρποὺς τῆς γῆς νὰ τὰ καίωμεν ἐπάνω εἰς πέτρινα θυσιαστήρια πρὸς λατρείαν Του καὶ προσκύνησίν Του.
Ζητεῖ ὅμως κατι ἄλλο πολὺ σοβαρώτερον καὶ σπουδαιότερον. Ζητεῖ ὅλα ὅσα ἔχομεν μέχρι καὶ αὐτῆς ἀκόμη τῆς ζωῆς μας, ὁλόκληρον τὸν ἑαυτόν μας, μὲ ὅλα ὅσα ἐξουσιάζομεν, νὰ εἴμεθα ἕτοιμοι εἰς κάθε στιγμὴν καὶ εἰς κάθε ὥραν νὰ τὰ θυσιάζωμεν μὲ ὁποιονδήποτε τρόπον τὸ ζητήσῃ ἡ περίστασις πρὸς δόξαν τοῦ ὀνόματός Του καὶ πρὸς ὠφέλειαν τοῦ πλησίον μας.
Αὐτὸ ζητεῖ ἀπὸ σέ καὶ ἐμὲ ὁ Κύριος, ἀναγνῶστα μου. Τί λέγεις; Ἔχεις τὴν ἀπόφασιν αὐτὴν καί, ἐὰν ὁ Κύριος τὸ ζητήσῃ, εἶσαι ἕτοιμος τὰ πάντα δι’ Αὐτὸν νὰ θυσιάσῃς;
Ναί, δὲν ζητεῖ νὰ κατακαύσωμεν κανὲν ἀπὸ τὰ ζῶα μας ἢ τὰ κτήματά μας. Ζητεῖ ὅμως νὰ ἔχωμεν βαθεῖαν καὶ ζωντανὴν τὴν συναίσθησιν, ὅτι ὅλα ὅσα ἔχομεν εἶναι ἰδικά Του. Καὶ ἡμεῖς οἱ ἴδιοι ἀκόμη «οὐκ ἐσμὲν ἑαυτῶν», δὲν ἀνήκομεν οὐδὲ ὁρίζομεν τὸν ἑαυτόν μας.
Καὶ ὅταν λοιπὸν ἔρχεται διὰ τῶν περιστάσεων ὁ Θεὸς νὰ μᾶς ἀφαιρέσῃ κάτι τι, τὸ ὁποῖον θεωροῦμεν πολύτιμον δι’ ἡμᾶς, ὅταν λόγου χάριν στέλλῃ τὸν θάνατον νὰ ἁρπάσῃ ἀπὸ τὰς ἀγκάλας μας κάποιο προσφιλές μας πρόσωπον, ἂς εἴμεθα ἕτοιμοι νὰ ὑποταχθῶμεν εἰς τὸ θέλημά Του.
Εἶναι ἡ θυσία, τὴν ὁποίαν ζητεῖ ἀπὸ ἡμᾶς ὁ Κύριος εἰς τὴν περίστασιν ἐκείνην, τὸ ἀγαθὸν δὲ τὸ ὁποῖον ἀποστερούμεθα ἢ τὸ πρόσωπον, ἀπὸ τὸ ὁποῖον χωριζόμεθα, εἶναι τὸ θῦμα, τὸ ὁποῖον προθύμως πρέπει νὰ προσφέρωμεν ἐπὶ τοῦ θυσιαστηρίου τοῦ Θεοῦ πρὸς δόξαν Αὐτοῦ.
Πῶς σκέπτεσαι καὶ τί αἰσθάνεσαι, Χριστιανέ μου; Εἰς μίαν τοιαύτην περίπτωσιν θὰ ὑποταχθῇς ἄνευ ἀντιστάσεως εἰς τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὅπως ὑπετάχθη ὁ Ἀβραάμ, ὅταν ὁ Θεὸς τοῦ ἐζήτησε νὰ θυσιάσῃ τὸ ἀγαπημένο του παιδί;
Θὰ εἴπῃς ταπεινῶς «γενηθήτω τὸ θέλημά σου»; Ἢ θὰ γογγύσῃς κατὰ τοῦ Θεοῦ καὶ θὰ βλασφημήσῃς νομίζων, ὅτι σὲ τυραννεῖ καὶ σὲ βασανίζει; Ἀλλοίμονον τότε! ποῖον φοβερὸν καὶ τρομερὸν κακὸν σὲ περιμένει!
Μάλιστα· δὲν σοῦ ζητεῖ ὁ Θεὸς νὰ τοῦ προσφέρῃς τὸ αἷμα ζώων καὶ τὴν τσίκνα κατακαιομένων σφακτῶν. Ζητεῖ νὰ τοῦ προσφέρῃς τὴν καρδίαν σου. Τὴν καρδίαν σου γεμάτην ἀπὸ συναίσθησιν καὶ μετάνοιαν, γεμάτην ἀπὸ πίστιν καὶ εὐγνωμοσύνην καὶ ἀγάπην πρὸς Αὐτόν.
Ζητεῖ τὴν θέλησίν σου νὰ πειθαρχῇ καὶ νὰ ὑπακούῃ εἰς Αὐτόν. Σοῦ ζητεῖ μίαν θυσίαν ζωντανήν. Δηλαδὴ θυσίαν εἰς τὴν ὁποίαν ἐνῶ τὸ σῶμα σου εἶναι ζωντανόν, ἐν τούτοις μὲ ὅλα του τὰ μέλη νὰ πεθαίνῃ καὶ νὰ νεκρώνεται κάθε ἡμέραν καὶ κάθε στιγμήν.
Τουτέστι νὰ πεθαίνῃ ὡς πρὸς τὴν ἁμαρτίαν καὶ νὰ ζῇ ἐργαζόμενον τὴν ἀρετὴν. Ὅλας τὰς κακὰς συνηθείας σου, ὅλα τὰ ἄνομα πάθη σου σοῦ ζητεῖ μὲ μαχαῖρι κοπτερό, μὲ τὸ μαχαῖρι σιδηρᾶς καὶ ἀκάμπτου ἀποφάσεως, μιὰ γιὰ πάντα νὰ τὰ νεκρώσῃς ἐπάνω εἰς τὸ θυσιαστήριον τοῦ θείου θελήματος.
Καὶ τὸ χέρι σου, καὶ τὸ μάτι σου, καὶ τὸ αὐτί σου, καὶ ἡ γλῶσσα σου, καὶ τὸ σῶμα σου καὶ τὸ κάθε σου μέλος νὰ εἶσαι ἕτοιμος νὰ τὸ θανατώσῃς καὶ νὰ τὸ κόψῃς μὲ κοπτερὸ σπαθὶ μᾶλλον παρὰ νὰ τὸ μεταχειρισθῇς ὡς ὄργανον διὰ τὴν ἁμαρτίαν καὶ τὸ κακόν.
Καὶ ἔτσι νὰ εἶναι νεκρὸν τὸ σῶμα σου ὁλόκληρον διὰ τὴν ἁμαρτίαν. Νὰ μὴ κινῆται διόλου καὶ εἰς τὸ παραμικρὸν δι’ αὐτὴν, ὅπως δὲν κινεῖται ὁλοτελῶς καὶ τὸ σῶμα ἑνὸς πεθαμένου.
Τοὐναντίον νὰ εἶναι γεμᾶτον ἀπὸ κίνησιν καὶ δρᾶσιν καὶ ζωήν, ἀκούραστον καὶ πρόθυμον πάντοτε, ὅταν πρόκειται νὰ ἐργασθῇ τὴν ἀρετὴν καὶ τὸ ἀγαθόν.
Ναί, ἀδελφέ μου, αὐτὴ εἶναι ἡ θυσία ἡ ζῶσα, ὅπως τὴν λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος εἰς τὴν πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολήν του· ἡ θυσία ἡ εὐάρεστος, ἡ λατρεία ἡ λογική, τὴν ὁποίαν μὲ τὰ σώματά μας μᾶς καλεῖ ὁ Ἀπόστολος νὰ προσφέρωμεν εἰς τὸν Θεόν.
Τί λέγεις; Εἶσαι εἰς θέσιν καὶ ἔχεις τὴν δύναμιν νὰ προσφέρῃς τὴν θυσίαν αὐτὴν;
Ἐὰν αἰσθάνεσαι, ὅτι εἶσαι ἀδύνατος καὶ τὰ ἁμαρτωλὰ πάθη σὲ νικοῦν, κατάφυγε πρὸς Ἐκεῖνον διὰ τῆς προσευχῆς. Ζήτησέ του τὴν βοήθειαν, τὴν ἐνίσχυσιν, τὴν χάριν τοῦ Ἁγίου του Πνεύματος.
Ζήτησέ του διὰ τὸν ἑαυτόν σου, διὰ τοὺς φίλους σου, διὰ τοὺς συγγενεῖς σου, διὰ τοὺς γνωστούς, καὶ δι’ ἐμὲ αὐτὸν ποὺ γράφω τὰς γραμμὰς αὐτάς, ἀδελφέ μου.
Καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον εἶναι ἱκανὸν καὶ δυνατὸν γρήγορα νὰ μᾶς ἀξιώσῃ, ὅπως προσφέρωμεν καὶ ἡμεῖς τοὺς ἑαυτούς μας θυσίαν ζῶσαν καὶ λογικὴν καὶ εὐάρεστον πρὸς τὸν Ἐπουράνιον Θεὸν καὶ Πατέρα. Ἀμήν.
Καθὼς ἦτο ἑπόμενον, ἀφοῦ ὁ Θεὸς ἀπέρριψε καὶ δὲν ἐδέχθη τὴν θυσίαν τοῦ Κάϊν, ὁ δυστυχὴς αὐτὸς «ἐλυπήθη λίαν». Ἐλυπήθη πάρα πολύ. «Καὶ συνέπεσε τῷ προσώπῳ αὐτοῦ». Δηλαδὴ ἐσκυθρώπασε καὶ ἐσκουντούφλιασε καὶ ἔρριξε τὰ μοῦτρα.
Ἐλυπήθη. Εἴθε ἡ λύπη αὐτὴ νὰ ἦταν λύπη εἰς μετάνοιαν καὶ διόρθωσιν. Εἴθε ἡ λύπη αὐτὴ νὰ ἐγεννοῦσε εἰς τὴν ψυχὴν τοῦ Κάϊν τὴν ταπείνωσιν καὶ τὴν ἀπόφασιν τοῦ νὰ προσφέρῃ καὶ μίαν ἄλλην θυσίαν, ὅπῳς τὴν ἤθελεν ὁ Θεός.
Δυστυχῶς ὅμως ἡ λύπη του εἶναι λύπη ὑπερηφανείας. Εἶναι ἡ δυσαρέσκεια καὶ πικρία, ἡ ὁποία γεννᾶται εἰς τὴν ψυχὴν τοῦ ἐγωϊστοῦ ἀνθρώπου, ὅταν προσβληθῇ ὁ ἐγωϊσμός του.
Εἶναι ἕνα εἶδος ὀργῆς καὶ ἐξεγέρσεως παραλόγου βέβαια καὶ μωρᾶς, τὴν ὁποίαν ὅμως δικαιολογεῖ εἰς τὴν ψυχὴν τοῦ ἐγωϊστοῦ ὁ σκοτισμός, ποὺ τοῦ φέρει ἡ ὑπερηφάνειά του καὶ ἡ σκληρότης του.
Τὸ λογικὸν καὶ τὸ σωστὸν θὰ ἦτο ὁ Κάϊν νὰ ταπεινωθῇ, νὰ ὁμολογήσῃ τὴν ἁμαρτίαν του καὶ νὰ ζητήσῃ τὴν διόρθωσίν του. Αὐτὸς ὅμως λυπεῖται καὶ ὀργίζεται καὶ σκυθρωπάζει.
Ἂς ψυχολογήσωμεν ὀλίγον τὴν λύπην καὶ τὴν ὀργὴν καὶ τὸν σκυθρωπασμὸν τοῦ προσώπου τοῦ Κάϊν, διὰ νὰ ἴδωμεν τί μαρτυροῦν καὶ ποίαν ἔννοιαν ἔχουν ταῦτα.
Ὁ Κάϊν λυπεῖται. Λυπεῖται, διότι ὁ Θεὸς δὲν ἔκαμε δεκτὴν τὴν θυσίαν του. Καὶ δὲν ἐλεεινολογεῖ τὸν ἑαυτόν του διὰ τοῦτο. Διότι, ἂν τὸν ἐλεεινολογοῦσεν, ἀσφαλῶς θὰ ἐταπεινοῦτο καὶ θὰ ἐδιωρθώνετο.
Ὁ Κάϊν δικαιολογεῖ τὸν ἑαυτόν του. Καὶ ἡ λύπη του λοιπὸν κρύπτει ἕνα παράπονον ἄδικον καὶ παράλογον κατὰ τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος ἀπέρριψε τὴν θυσίαν του.
Ὡσὰν ὁ Θεὸς νὰ τὸν ἠδίκησεν. Ὡσὰν νὰ ἐφάνη χαριστικὸς εἰς τὸν Ἄβελ. Ὡσὰν νὰ μὴ ἦτο ἀπροσωπόληπτος καὶ δίκαιος ὁ Θεός.
Ἀντὶ λοιπὸν νὰ στραφῇ καὶ νὰ ὀργισθῇ κατὰ τοῦ ἑαυτοῦ του ὁ Κάϊν συναισθανόμενος βαθειά, ὅτι δὲν ὑπῆρξεν εἰλικρινὴς καὶ πράγματι πιστὸς εἰς τὴν θυσίαν του, στρέφεται κατὰ τοῦ Θεοῦ.
Καὶ ἐνῶ ὁ Θεὸς ζητεῖ νὰ τὸν διορθώσῃ καὶ νὰ τὸν φέρῃ εἰς μετάνοιαν, ἐκεῖνος ἀγανακτεῖ καὶ χειροτερεύει τὴν θέσιν του.
Δὲν τὸν ἀφίνει ὁ ἐγωϊσμός του νὰ ἴδῃ τὸ σφάλμα του καὶ ἐνῶ ὁ Θεὸς ζητεῖ, μὲ ἐκεῖνο ποὺ τοῦ ἔκαμε, νὰ τὸν ἐλέγξῃ εἰς σωτηρίαν, ἐκεῖνος σκοτίζεται περισσότερον.
Ἄχ! ὁ ταλαίπωρος ἐγώ. Πόσες φορὲς χείλη καὶ γλῶσσαν τιμίαν, τὴν ἀλήθειαν λαλοῦσαν, ἡ ὁποία μοῦ ὑπέδειξε τὰ ἐλαττώματά μου πρὸς διόρθωσιν καὶ σωτηρίαν, περιεφρόνησα· καὶ ἀντὶ νὰ συντριβῶ εἰς μετάνοιαν, ἐλυπήθην λίαν καὶ συνέπεσα τῷ προσώπῳ μου, ὡς ἄλλοτε καὶ ὁ Κάϊν!
Καὶ πόσες φορὲς ἀντὶ νὰ στραφῶ κατὰ τοῦ ἑαυτοῦ μου διὰ τὰ ἐλαττώματά μου αὐτά, ἐστράφην ἐναντίον ἐκείνων οἱ ὁποῖοι ἐξ ἀγάπης μὲ ἤλεγξαν, ὡσὰν νὰ μὴ ἦσαν πρόσωπα ἐνδιαφερόμενα δι’ ἐμέ, εἰλικρινῶς ἀγαπῶντα με, ὡσὰν νὰ ἦσαν ἐχθροί μου, οἱ ὁποῖοι μὲ ἠδίκουν καὶ μὲ ἐπίεζον!
Ἄχ, κατηραμένε ἐγωϊσμέ! Πῶς τυφλώνεις καὶ σκοτίζεις τὸν νοῦν μας, εἰς τὸ νὰ μὴ δύναται νὰ διακρίνῃ τὴν ἀλήθειαν καὶ φωτισθῇ ἀπὸ τὰς ζωογόνους της ἀκτῖνας εἰς σωτηρίαν.
Μὰ ἡ λύπη τοῦ Κάϊν στρέφεται ἀκόμη καὶ κατὰ τοῦ Ἄβελ. Καθὼς ἀποδεικνύεται ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ συνέβησαν ὕστερα, ὁ Κάϊν φθονεῖ καὶ μισεῖ τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ Ἄβελ. Καὶ τὸν μισεῖ, χωρὶς νὰ ὑπάρχῃ κανένας λόγος καὶ καμμία ἀφορμή.
Διότι ὁ Ἄβελ δὲν ἔκαμε καμμίαν προσβολὴν εἰς τὸν ἀδελφόν του, τὸν ὁποῖον μάλιστα ὡς μεγαλύτερον θὰ τὸν ἐσέβετο ὡρισμένως καὶ θὰ τὸν ἐτίμα. Οὔτε τὸν ὕβρισεν ὁπωσδήποτε, οὔτε τὸν ἠτίμασεν, οὔτε τὸν ἐπροκάλεσε μὲ κανένα τρόπον, ὥστε νὰ γίνῃ αὐτὸς ἐχθρός του καὶ ἀντίζηλός του.
Μιὰ φορὰ ὅμως ποὺ τὸ κέντημα τοῦ φθόνου καὶ τῆς ζήλειας εἰσεχώρησεν εἰς τὴν καρδίαν τοῦ Κάϊν, ὅλα τὰ ἀνεστάτωσε καὶ τὰ ἀναπόδιασεν. Ὁ Κάϊν δὲν μπορεῖ νὰ ἀνεχθῇ ὁ μικρότερος ἀδελφός του νὰ εἶναι εὐάρεστος εἰς τὸν Θεὸν περισσότερον ἀπὸ τὸν ἑαυτόν του.
Καὶ ἐνῶ εἶναι εἰς τὸ χέρι τοῦ Κάϊν νὰ ἔμβῃ εἰς τὸν ἴσιον τῆς ἀρετῆς δρόμον διὰ τῆς μετανοίας, προτιμᾷ νὰ πάρῃ τὸν γκρεμὸν καὶ τὸν κατήφορον τῆς κακίας. Ζηλεύει καὶ φθονεῖ τὸν ἀδελφόν του καὶ μετ’ ὀλίγον ὁ φθόνος αὐτὸς θὰ τὸν ὁδηγήσῃ εἰς πρᾶξιν τρομερὰν καὶ κακοῦργον, τὸν φόνον.
Μισεῖ τὸν ἀδελφόν του, διότι ὁ ἐγωϊσμός του ὁ πληγωμένος τοῦ παριστάνει, πὼς εἶναι ταπεινωμένος αὐτὸς ὁ μεγαλύτερος ἀδελφὸς ἐμπρὸς εἰς τὸν νεώτερον καὶ μικρότερον, πὼς εἶναι ὑποδεέστερος. Καὶ αὐτὸ δὲν μπορεῖ νὰ τὸ ἀνεχθῇ· εἶναι ἀδύνατον νὰ τὸ ὑποφέρῃ. Δι’ αὐτὸ δὲ καὶ θυμώνει κατὰ τοῦ Ἄβελ καὶ μισεῖ αὐτόν.
Καὶ ἔτσι, ἀναγνῶστα μου, ἐμβαίνει εἰς τὴν καρδίαν τοῦ Κάϊν τὸ πικρὸν τῆς ἁμαρτίας σπέρμα, τὸ ὁποῖον ἀμέσως ἀρχίζει νὰ ἀναπτύσσεται. Ἕνα εἶδος ἐγκυμοσύνης γίνεται μέσα εἰς τὴν ψυχήν του.
Πόσον εὔκολον θὰ ἦτο εἰς τὴν ἀρχὴν νὰ προλάβῃ ὁ Κάϊν ἢ ἀφοῦ εἰσῆλθε νὰ πολεμήσῃ καὶ νὰ ἀποδιώξῃ τὸ μεγάλο αὐτὸ κακό, ποὺ πρόκειται νὰ γίνῃ!
Μὰ αὐτὸς δὲν θέλει. Καὶ ἔτσι σιγά-σιγὰ τὸ μῖσος καὶ ἡ ὀργὴ καὶ ἡ ζήλεια αὐτή, ποὺ φιλοξενεῖ εἰς τὴν καρδιά του ὁ Κάϊν, θὰ γεννήσουν ὕστερα ἀπὸ λίγο μίαν τρομερὰν καὶ φοβερὰν καὶ φρικώδη πρᾶξιν, ἡ ὁποία θὰ προκαλῇ εἰς τὸν αἰῶνα τὸν ἅπαντα τὴν φρίκην καὶ τὴν ἀποστροφὴν ὅλων τῶν γενεῶν τῆς γῆς.
Εἶναι ἀκόμη καιρὸς νὰ προληφθῇ τὸ μεγάλο αὐτὸ κακό, ποὺ πρόκειται νὰ γεννηθῇ ἀπὸ τὸν φθόνον καὶ τὸ μῖσος τοῦ Κάϊν κατὰ τοῦ ἀδελφοῦ του Ἄβελ.
Καὶ ὁ Θεός, ὁ Ὁποῖος εἶναι πανάγαθος Πατέρας καὶ δὲν ἀνέχεται νὰ βλέπῃ τὰ παιδιά του νὰ τρέχουν εἰς τὸν γκρεμὸν καὶ τὴν ἄβυσσον τῆς καταστροφῆς, ζητεῖ νὰ προλάβῃ τὸν Κάϊν ἀπὸ τὸ χάος τῆς κολάσεως, εἰς τὸ ὁποῖον πηγαίνει μόνος του νὰ πέσῃ, τυφλὸς καὶ σκοτισμένος ἀπὸ τὸν ἐγωϊσμόν του καὶ τὸν φθόνον του.
Καὶ ὁ ἀγαθὸς Θεὸς συνομιλεῖ μὲ τὸν πονηρὸν καὶ διεστραμμένον Κάϊν. Συνομιλεῖ καὶ τὸν συμβουλεύει, ὅπως ὁ φιλόστοργος πατέρας τὸ παιδί του, ὅπως ὁ φίλος συζητεῖ μὲ τὸν φίλον του, ὅπως ὁ ἀγαθὸς διδάσκαλος διδάσκει τὸν μαθητὴν του.
Ἀληθῶς ἀγαθὸς καὶ μακρόθυμος ὁ Θεός. Γιὰ ἰδές, ἀδελφέ μου, μὲ ποῖον καταδέχεται νὰ συνομιλῇ καὶ διὰ ποίαν βρωμερὰν καὶ ἐλεεινὴν καὶ μαύρην ὑπόθεσιν συνομιλεῖ. Δὲν συνομιλεῖ ἁπλῶς ὁ Μέγας καὶ Παντοδύναμος Θεὸς μὲ ἕνα τιποτένιον καὶ ἀδύνατον ἄνθρωπον, ὁ Κύριος τοῦ παντὸς μὲ τὸ σκουλῆκι τῆς γῆς.
Συνομιλεῖ ὁ ἅγιος καὶ πανάγαθος Θεὸς μὲ τὸν τόσον διεστραμμένον καὶ κακὸν καὶ μοχθηρὸν Κάϊν· μὲ ἕνα κακοῦργον ποὺ πρόκειται σὲ λίγο νὰ σκοτώσῃ τὸν ἀδελφόν του. Καὶ συνομιλεῖ ἀκριβῶς διὰ τὰς κακούργους ἐκείνας σκέψεις καὶ διαθέσεις, αἱ ὁποῖαι θὰ τὸν ὁδηγήσουν εἰς τὸ τρομερὸν κακούργημα, διὰ τὸ ὁποῖον θὰ φρίξῃ ὅλος ὁ κόσμος.
Συνομιλεῖ. Δὲν ὀργίζεται. Δὲν τὸν ἀπειλεῖ. Δὲν τὸν φοβερίζει. Ζητεῖ νὰ τὸν πείσῃ, ὅτι δὲν σκέπτεται καλὰ καὶ δὲν ἔχει δίκαιον νὰ στενοχωρῆται καὶ νὰ ὀργίζεται.
«Ἵνα τί περίλυπος ἐγένου; Καὶ ἵνα τί συνέπεσε τὸ πρόσωπόν σου;», λέγει ὁ Θεὸς πρὸς τὸν Κάϊν. «Οὐκ ἐὰν ὀρθῶς προσενέγκῃς, ὀρθῶς δὲ μὴ διέλῃς, ἥμαρτες; Ἡσύχασον· πρὸς σὲ ἡ ἀποστροφὴ αὐτοῦ καὶ σὺ ἄρξεις αὐτοῦ».
Γιατί, τοῦ λέγει, ἐσκυθρώπασες καὶ λύπη μεγάλη κατέλαβε τὸ πρόσωπόν σου; Γιατί ἔρριξες τὰ μοῦτρα καὶ ἐσκουντούφλιασες; Δὲν ἔχεις δίκαιον νὰ παραπονῆσαι ἐναντίον Μου, ἐπειδὴ δὲν ἔκαμα δεκτὴν τὴν θυσίαν σου.
Διότι σὲ ἐρωτῶ: Δὲν ἀμαρτάνεις, ὅταν προσφέρῃς μὲν καλὰ τὴν θυσίαν, ἀλλὰ προηγουμένως δὲν ἐξεχώρισες καλὰ μὲ διάθεσιν εἰλικρινῆ ἀληθινῆς εὐγνωμοσύνης καὶ εὐσεβείας ἐκεῖνο ποὺ προσφέρεις ὡς θυσίαν;
Ξεχώρισε καλά, διάλεξε, ὅπως ἐδιάλεξεν ὁ ἀδελφός σου Ἄβελ, τοὺς καλυτέρους ἀπὸ τοὺς καρπούς σου καὶ τότε θὰ ἴδῃς πῶς θὰ δεχθῶ τὴν θυσίαν σου.
Ἐν τούτοις ὅ,τι ἔγινεν ἔγινεν. «Ἡσύχασον». Διατί εἶσαι ταραγμένος κατὰ τοῦ ἀδελφοῦ σου; Ἡσύχασε. Δὲν σοῦ πταίει τίποτε ὁ καϋμένος αὐτός.
«Πρὸς σὲ ἡ ἀποστροφὴ αὐτοῦ καὶ σὺ ἄρξεις αὐτοῦ». Αὐτὸς πάντοτε θὰ σὲ ἀναγνωρίζῃ μεγαλύτερόν του· θὰ σὲ σέβεται καὶ θὰ σὲ τιμᾷ σὰν μικρότερος καὶ νεώτερος ποὺ εἶναι. Καὶ σὺ θὰ εἶσαι ὁ ἄρχοντας καὶ ἀφέντης δι’ αὐτόν.
Αὐτὰ λέγει ὁ Θεὸς εἰς τὸν Κάϊν, ἀναγνῶστα μου, ζητῶν νὰ προλάβῃ τὸ μεγάλο κακό, ποὺ πρόκειται νὰ γίνῃ.
Καὶ βλέπεις πολὺ καθαρά, ἀδελφέ μου, πὼς πράγματι ὁ Θεὸς δὲν θέλει τὸν θάνατον τοῦ ἁμαρτωλοῦ. Λυπεῖται ὡσὰν φιλόστοργος πατέρας, ὅταν μᾶς βλέπῃ νὰ τρέχωμεν ἀκράτητοι πρὸς τὴν ἁμαρτίαν καὶ ζητεῖ μὲ κάθε τρόπον νὰ προλάβῃ τὴν καταστροφήν μας.
Καὶ ἐὰν ὁ διάβολος ἐργάζεται μὲ κάθε μέσον νὰ μᾶς παρασύρῃ εἰς τὸ κακόν, μὴν ἀμφιβάλλῃς ὅτι καὶ ὁ Θεὸς ἐργάζεται ἀκαταπαύστως καὶ πολὺ περισσότερον διὰ νὰ μᾶς σώσῃ.
Καὶ παρατήρησε μὲ πόσην μακροθυμίαν, μὲ πόσην ἀνοχήν, μὲ πόσην συγκατάβασιν ὁμιλεῖ ὁ δίκαιος καὶ ἅγιος Θεὸς εἰς τὸν τόσον πολὺ παρεκτρεπόμενον Κάϊν.
Ἡ μάννα, ὅταν τὸ παιδί της πταίῃ εἰς κάτι, δὲν εἶναι δύσκολον καὶ νὰ τὸ καταρασθῇ ἀκόμη. Ὁ φίλος, ὅταν ὁ φίλος του τὸν ὑβρίζῃ, ἑπόμενον εἶναι καὶ αὐτὸς μὲ λέξεις πικρὰς ν’ ἀποκριθῇ. Τὸ ἀνδρόγυνον δὲν εἶναι δύσκολον καὶ εἰς τὰ χέρια ἀκόμη νὰ ἔλθῃ.
Ἐδῶ ὁ Κάϊν ὑβρίζει τὸν μέγαν Θεόν. Τὸν νομίζει ἄδικον, παραπονεῖται κατ’ Αὐτοῦ, καὶ ὁ Θεὸς τοῦ ὁμιλεῖ μὲ τὴν μεγαλυτέραν γλυκύτητα, χωρὶς νὰ θυμώνῃ, χωρὶς νὰ ἀντιπαθῇ ἐναντίον του.
Παρηγοριὰ μεγάλη αὐτὸ δι’ ὅλους τοὺς ἁμαρτωλούς. Ὅσῳ κακὸς καὶ ἂν εἶσαι, Κάϊν ἀκόμη ἐὰν εἶσαι εἰς τὴν διάθεσιν καὶ εἰς τὴν προαίρεσιν, ὁ Θεὸς σὲ θέλει, ἐνδιαφέρεται διὰ σέ, δὲν θέλει τὴν καταστροφήν σου. Πρόσεξε. Ὁ Θεὸς δὲν ὀργίζεται κατὰ σοῦ. Εἶναι μακρόθυμος.
Καὶ μόνον ὅταν φθάσῃς μόνος σου μὲ τὴν ἀμετανοησίαν σου καὶ πεισμονήν σου εἰς τὸ ἔσχατον τῆς κακίας, μόνον ὅταν καταντήσῃς πλέον νὰ γίνῃς ἀδιόρθωτος, τότε ἀλλοίμονον!
Ὁ Θεὸς θὰ σὲ ἐγκαταλείψῃ καὶ θὰ σὲ ὀργισθῇ, διότι σὺ ὁ ἴδιος ὠργίσθῃς τὸν ἑαυτόν σου. Τὸ ἠθέλησες σὺ καὶ ἔγινεν ἔτσι. Ποῖος σοῦ πταίει;
Ὁ ἀγαθὸς Θεὸς ὁμιλεῖ πρὸς τὸν Κάϊν. Ὁμιλεῖ καὶ πρὸς σὲ καὶ πρὸς ἐμὲ καὶ πρὸς ὅλους μας ἐν γένει, ἀδελφέ μου, ὅταν παραβαίνωμεν τὸ θέλημά Του καὶ κινδυνεύωμεν ἀπὸ παραβάσεως εἰς παράβασιν παρασυρόμενοι νὰ φθάσωμεν εἰς καταστροφήν.
Μᾶς ὁμιλεῖ μὲ τοὺς λόγους τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Μᾶς ὁμιλεῖ ἀκόμη καὶ μὲ μίαν φωνήν, ποὺ ἔβαλεν αὐτὸς ὁ ἴδιος εἰς τὰ βάθη τῆς ψυχῆς μας καὶ ἡ ὁποία λέγεται συνείδησις. Πρόσεξε διὰ τοῦτο τὰς φωνὰς αὐτὰς νὰ μὴ περιφρονήσῃς ποτέ.
Δὲν ἐπρόσεξεν ὁ Κάϊν τοῦ Θεοῦ τὴν ὁδηγίαν καὶ συμβουλήν, καὶ ποῦ κατὴντησεν ὕστερα! Κακὸν καὶ ὀλέθριον θὰ εἶναι καὶ τὸ ἰδικόν μας κατάντημα καὶ τέλος, ἐὰν κωφεύσωμεν εἰς τοὺς λόγους τοῦ Θεοῦ καὶ εἰς τὸν ἔλεγχον τῆς συνειδήσεώς μας καὶ δὲν συμμορφωθῶμεν πρὸς τὰς ἀξιώσεις αὐτῆς.
Ἀλλοίμονον! Θὰ ἔλθῃ καιρὸς ποὺ ἡ φωνὴ αὐτὴ θὰ σιγήσῃ καὶ ἡμεῖς σκληροὶ καὶ πεπωρωμένοι πλέον θὰ εἴμεθα ἱκανοὶ καὶ τὰ μεγαλύτερα νὰ πράξωμεν ἐγκλήματα. Ὦ Κύριε, Κύριε, φύλαξέ μας ἀπὸ μίαν τοιαύτην ἐγκατάλειψιν.
Δὲν περιμένει ὁ Θεὸς ἀπὸ τὸν Κάϊν νὰ τοῦ φανερώσῃ τί γίνεται εἰς τὴν ψυχήν του. Τὸ ξεύρει ὁ Θεός. Ὁ Κάϊν φαίνεται σκουντουφλιασμένος καὶ στενοχωρημένος.
Τί σκέπτεται, τί αἰσθάνεται, τί συλλαμβάνει μέσα του δὲν τὸ ξεύρει κανείς, οὔτε μπορεῖ νὰ τὸ διακρίνῃ κανείς. Τὸ ξεύρει ὅμως καὶ τὸ διακρίνει ὁ Θεός. Τί μπορεῖ νὰ κρυβῇ ἀπὸ τὸ μάτι Του; Καὶ τί δὲν εἶναι φανερὸν ἐνώπιον Αὐτοῦ;
Τίποτε λοιπόν, ἀναγνῶστα μου, δὲν διαφεύγει, δὲν μπορεῖ νὰ διαφύγῃ ἀπὸ τὸ μάτι τοῦ Θεοῦ.
Οὔτε ἕνα κίνημα ἀγανακτήσεως τῆς ψυχῆς μυστικόν· οὔτε ἕνα κέντημα φθόνου λεπτὸν καὶ ἀφανές· οὔτε μία ἐπιθυμία τῆς καρδίας βαθεῖα καὶ σκεπασμένη. Ὅλα εἶναι φανερὰ ἐμπρός Του καὶ δι’ ὅλα θὰ μᾶς ἐρωτήσῃ μίαν ἡμέραν, ὅπως ἐρωτᾷ τώρα καὶ τὸν Κάϊν.
Θὰ μᾶς ἐρωτήσῃ καὶ δι’ ὅλα. Καὶ ἐὰν ἡμεῖς δὲν ἐπρολάβαμεν μὲ τὸ λουτρὸν τῆς μετανοίας νὰ καθαρισθῶμεν, κατὰ τὴν φοβερὰν ἐκείνην τῆς κρίσεως ἡμέραν, ποὺ θὰ μᾶς ἐρωτᾷ ζητῶν λόγον τῶν πράξεών μας ὁ Θεός, θὰ εὑρεθῶμεν εἰς πολὺ δυσκολωτέραν θέσιν ἀπὸ ἐκείνην, εἰς τὴν ὁποίαν εὑρέθη τώρα ὁ Κάϊν.
Διότι ἐπὶ τέλους ὁ Κάϊν εἶχεν ἀκόμη καιρόν, ἐὰν ἤθελε, νὰ μετανοήσῃ καὶ νὰ διορθωθῇ. Ἀκριβῶς δὲ δι’ αὐτὸ καὶ τὸν καλεῖ καὶ συζητεῖ μαζῆ του ὁ Θεός, διὰ νὰ τὸν διορθώσῃ καὶ τὸν σώσῃ.
Ἐνῶ δι’ ἡμᾶς τότε δὲν ὑπάρχει οὐδεμία σωτηρίας ἐλπίς, κανὲν ἐλέους καὶ οἰκτιρμῶν καταφύγιον, ἐὰν δὲν προφθάσωμεν ἀπὸ τοῦδε νὰ διορθωθῶμεν.
Ἀκόμη βλέπεις ἐδῶ, ἀναγνῶστα μου, ὅτι μὲ λίγα λόγια ὁ Θεὸς ἀποδεικνύει εἰς τὸν Κάϊν, ὅτι δὲν εἶχε κανένα δίκαιον καὶ κανένα λόγον νὰ στενοχωρῆται καὶ νὰ ὀργίζεται.
Καὶ εἶναι τόσον μεγάλο τὸ ἄδικόν του, ὥστε καὶ ὁ ἴδιος ὁ Κάϊν δὲν ἀνοίγει τὸ στόμα του νὰ ἀποκριθῇ ἔστω καὶ ἕνα λόγον. Ἀποστομώνεται καὶ μένει μὲ τὸ στόμα κλειστόν, βωβὸς καὶ ἄφωνος, διότι δὲν εἰμπορεῖ νὰ εὕρῃ, οὔτε ὑπάρχει διὰ νὰ εὕρῃ, δικαιολογίαν τινά.
Καὶ ἀπὸ τὸ συμβὰν αὐτὸ δύο μεγάλας ἀληθείας διδάσκομαι, ὅταν τὸ σκέπτωμαι.
Πρῶτα-πρῶτα, ὅτι τὶς περισσότερες φορὲς ποὺ θυμώνω καὶ ὀργίζομαι καὶ ἀγανακτῶ κατὰ τοῦ πλησίον, διὰ νὰ μὴ εἴπω ὅλες τὶς φορές, ἔχω ἄδικον·
καὶ ἂν σκεφθῶ κάπως ψυχραιμότερον καὶ βαθύτερον, θὰ εὕρω ὅτι δὲν ὑπάρχει κανεὶς λόγος νὰ θυμώνω καὶ ὅτι τοὐναντίον ὑπάρχουν πολλοὶ λόγοι, ποὺ πρέπει νὰ μὲ πείθουν καὶ νὰ μένω ἀτάραχος καὶ εἰρηνικός.
Γιὰ ἰδὲς ἐδῶ ἕνα ὁλόκληρο βουνὸ στενοχωρίας καὶ πικρίας εἶναι ἐπάνω στὴν καρδιὰ τοῦ δυστυχισμένου Κάϊν. Χωρὶς κανένα λόγον καὶ χωρὶς καμμίαν αἰτίαν.
Καὶ λυπεῖται καὶ στενοχωρεῖται ὁ ταλαίπωρος καὶ ἀποφασίζει μετ’ ὀλίγον τὸ ἔγκλημα καὶ κακούργημα διὰ τὸ τίποτε, σὲ μιὰ στιγμὴ μάλιστα ποὺ θὰ μποροῦσε διὰ τῆς μετανοίας νὰ γίνῃ καὶ αὐτὸς εὐάρεστος εἰς τὸν Θεὸν καὶ φίλος Αὐτοῦ.
Ἔτσι καὶ ἀπὸ ἕνα μόνον λόγον, διὰ τὸν ὁποῖον, ἐὰν τὸν ἤκουε κανεὶς ψυχρῶς, θὰ ἔπρεπε μᾶλλον νὰ γελᾷ, χωρίζονται ἀνδρόγυνα, τσακώνονται φίλοι, ἔρχονται εἰς τὰ χέρια συγγενεῖς, καὶ γίνονται πολλὰ καὶ μεγάλα πράγματα ἀπὸ ἀφορμὴν ἀσήμαντον καὶ τιποτένιαν.
Καὶ ἐν μέσῳ ἀκόμη τῶν ἀστείων καὶ τῶν φιλικῶν περιποιήσεων μία ματιά, μία ἀπροσεξία εἰμπορεῖ νὰ δημιουργήσῃ παρεξήγησιν, ποὺ νὰ ὁδηγήσῃ εἰς σωστὸ αἱματοκύλισμα. Τέτοιους μᾶς ἔκαμεν ἡ ἁμαρτία, ἀδελφέ μου, τόσον κουτούς, τόσον ἀνοήτους, τόσον αἰχμαλώτους καὶ δούλους της.
Ἡ ἄλλη ἀλήθεια, ποὺ μᾶς διδάσκει τὸ συμβὰν αὐτό, διὰ τὸ ὁποῖον ὁμιλοῦμεν, εἶναι ἡ ἑξῆς:
Ὅταν ὁ Θεὸς κρίνῃ καὶ ἀνακρίνῃ τὸν ἄνθρωπον, ὁ ἄνθρωπος μένει βωβός. Εἶναι τόσον δίκαιος ὁ Θεός, εἶναι τόσον σωσταὶ αἱ ἀποφάσεις Του, ποὺ ὁ ἄνθρωπος δὲν εἰμπορεῖ νὰ εὕρῃ κάτι, τὸ ὁποῖον νὰ κατηγορήσῃ ἢ νὰ ἀρνηθῇ ἀπὸ ἐκεῖνο ὅπου λέγει ὁ Θεός.
Θὰ μᾶς κατηγορήσῃ ὁ Θεὸς δι’ ἐκεῖνο, ποὺ εἴμεθα ἔνοχοι. Τὴν ἐνοχήν μας τὴν εἰξεύρομεν ἡμεῖς. Διὰ νὰ κρυβῶμεν ἐμπροστά Του, δὲν θὰ εἰμπορέσωμεν.
Διὰ νὰ τὸν γελάσωμεν, οὔτε εἶναι δυνατόν, ἀλλ’ οὔτε καὶ θὰ λάβωμεν τὸ θάρρος νὰ ἀποπειραθῶμεν. Διὰ νὰ δικαιολογηθῶμεν, θὰ εἶναι πάλιν ἀδύνατον, διότι ὁ δίκαιος Κριτὴς θὰ μᾶς ἀποδείξῃ ἀδικαιολογήτους.
Καὶ ἔτσι θὰ ρίξωμεν τὸ κεφάλι κάτω μουντζουρωμένοι καὶ καταντροπιασμένοι, χωρὶς νὰ μποροῦμεν οὔτε λέξιν νὰ ἀρθρώσωμεν. Ποία ὥρα φοβερὰ καὶ ποία στιγμὴ φρικτὴ τότε, ἀδελφοί μου! Ποῖον κριτήριον τρομερὸν καὶ ποῖος Κριτὴς ἀδέκαστος καὶ ἀδυσώπητος!
Ἀλλ’ ἰδού· ὅτι μπορεῖ νὰ εὕρωμεν δικηγόρον, ποὺ νὰ μᾶς ὑπερασπίσῃ καὶ νὰ μᾶς ἀποδείξῃ ἀθώους ἐκεῖ. Ἀρκεῖ νὰ τὸν πιάσωμεν φίλον ἀπὸ τὴν παροῦσαν ζωήν, ὥστε τὴν στιγμὴν ποὺ θὰ εὑρισκώμεθα ἐμπρὸς εἰς τὸ κριτήριον ἐκεῖνο τὸ φοβερὸν νὰ μᾶς ἀναγνωρίσῃ ἰδικούς Του.
Εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Ἂς πλησιάσωμεν ὅλοι πρὸς Αὐτὸν μὲ πίστιν, μὲ ἀφοσίωσιν, μὲ ὑπακοὴν καὶ ἀσφαλῶς τότε ἀντὶ τοῦ τρόμου θὰ δοκιμάσωμεν χαρὰν καὶ ἀντὶ τῆς ἐντροπῆς ἀγαλλίασιν.
Τέλος 2ου κεφαλαίου