Στὴν Ἀθήνα, ἐκεῖ ποὺ ὑπάρχουν ὡραῖα σπίτια, ὑπάρχουν καὶ ἄθλιες, ἀνήλιες κατοικίες, μέσα στὶς ὁποῖες μὲ τοὺς πιὸ ἀνθυγιεινοὺς ὅρους ζοῦν πολλοὶ ἄνθρωποι. Στὴ σοφίτα μιᾶς τέτοιας κατοικίας ζοῦσε ἐγκαταλειμμένο σχεδὸν ἀπ’ ὅλους ἕνα φτωχό, κουτσὸ παιδί.
Μικρὸ ἀκόμα εἶχε χάσει τοὺς γονεῖς του κι ἔμενε μὲ μόνο του στήριγμα στὸν κόσμο αὐτὸ μιὰ μακρινὴ θεία του, γυναῖκα ψυχρὴ καὶ ἀδιάφορη. Καχεκτικὸ καὶ κουτσὸ ὑπόφερε ἀπὸ τότε ποὺ θυμᾶται τὸν ἑαυτό του.
Μικρότερο μποροῦσε νὰ περπατάει λίγο, νὰ κάνει ποὺ καὶ ποὺ κάτι μικροδουλίτσες, ἀπὸ τὶς ὁποῖες κέρδιζε ἐλάχιστα χρήματα. Ἐδῶ καὶ δυὸ χρόνια ὅμως ἔπεσε στὸ κρεβάτι ἀνίκανο νὰ συρθεῖ, ἀνίκανο νὰ ἐργαστεῖ.
Ἕνα ἀτύχημα τοῦ σακάτεψε τελείως τὰ πόδια καὶ τὸ καθήλωσε στὸ κρεβάτι του. Τὸ ψωμί του, τὸ κέρδιζε τώρα πλέκοντας καλάθια ἀπ’ αὐτὰ ποὺ χρησιμοποιοῦν στ’ ἀνθοπωλεῖα.
Στὴ σοφίτα, λοιπόν, φυλακισμένος ὁ Νικόλας, ποὺ τὴν εἶχε παραχωρήσει ὁ νοικοκύρης τοῦ σπιτιοῦ ἀπὸ φιλανθρωπία, χωρὶς ποτὲ νὰ τοῦ ζητήσει νοίκι.
Μικρὸς ἀκόμα εἶχε μάθει ἀπὸ τὴ μητέρα του λίγα γράμματα, ὥστε νὰ μπορεῖ νὰ διαβάζει καὶ νὰ γράφει, ἀλλὰ δὲν τοῦ εἶχε μιλήσει ποτὲ γιὰ τὸ Χριστὸ καὶ γιὰ τὴν Ἐκκλησία.
Κάποτε, μιὰ κρύα μέρα τοῦ χειμώνα, ὅταν τὸ χιόνι σκέπαζε τὶς στέγες τῶν σπιτιῶν καὶ τοὺς δρόμους καὶ ὁ παγωμένος ἀέρας τὸν ἔκανε νὰ τρέμει στὴν κρύα σοφίτα του, σύρθηκε ὁ Νικόλας κουτσά-κουτσὰ ὥς τὸ Κατηχητικὸ Σχολεῖο, ποὺ γινόταν σὲ μιὰ αἴθουσα, ἀπέναντι ἀπὸ τὸ «σπίτι» του.
Πῆγε ὄχι τόσο γιὰ νὰ ἀκούσει τὸ μάθημα, ὅσο γιὰ νὰ ἀπολαύσει τὴ ζέστη τῆς αἴθουσας, ἔστω καὶ γιὰ μιὰ ὥρα. Ἔπιασε μιὰ ἄκρη, κρύφτηκε ὅπως μποροῦσε, γιὰ νὰ μὴ φαίνονται τὰ ψτωχικά του χιλιομπαλωμένα ροῦχα καὶ κοίταζε τὰ παιδιὰ τοῦ Κατηχητικοῦ.
Σιγά-σιγὰ ἄρχισε νὰ προσέχει καὶ τὸ μάθημα. Ἄκουγε λόγια ποὺ πολλὰ δὲν τὰ καταλάβαινε. Μὰ κάτι ἔμπαινε στὴν ψυχή του καὶ ἔμενε στὸ μυαλό του. Κάτι ποὺ τὸν ζέσταινε μέσα του. Μ’ αὐτὴ τὴ ζεστασιὰ στὴν καρδιά του γύρισε στὴ σοφίτα του.
Πέρασαν μέρες. Ἔρημο κι ἀνήμπορο στό φτωχικό του, ἔρχονταν μέρα μὲ τὴ μέρα στὸ μυαλό του ὅλο πιὸ ζωηρὰ τὰ λόγια, ποὺ εἶχε ἀκούσει τότε. Ἄρχισε νὰ αἰσθάνεται ἕναν πόθο, ποὺ ὁλοένα μεγάλωνε, γιὰ νὰ μάθει καλύτερα ὅσα εἶχε ἀκούσει τότε γιὰ τὸ Χριστό.
Θυμόταν, ὅτι ὁ δάσκαλος μιλοῦσε τότε γιὰ τὴν Ἁγία Γραφὴ. Αὐτὴν εἶχε στὰ χέρια του, ἀπὸ αὐτὴν διάβαζε κι ἔλεγε στὰ παιδιά. Ἄν εἶχε κι αὐτὸς μιὰ Ἁγία Γραφή, τὶ ὡραῖα ποὺ θὰ ἦταν! Πόσα θὰ μάθαινε γιὰ τὸ Χριστὸ καὶ πόσο καλὰ θὰ περνοῦσε τὶς μέρες του!
Τόλμησε μιὰ μέρα νὰ ζητήσει μιὰ Ἁγία Γραφὴ ἀπὸ τὴ θειά του, ποὺ εἶχε ἔρθει νὰ τὸν δεῖ, γιὰ νὰ ἀκούσει ὅμως κοροϊδίες καὶ παρατηρήσεις, ποὺ ἔμοιαζαν μὲ βρισιές.
-Ἁγία Γραφή! Χαρὰ στὸ πράμα. Τέτοια βιβλία ἀπηρχαιομένα ἐγὼ δὲν τὰ βάζω στὸ σπίτι μου. Τὶ σοῦ ’ρθε τώρα νὰ ζητήσεις Ἁγία Γραφή! Ἀκοῦς ἐκεῖ! Νὰ κοιτάξεις τὴ δουλειά σου κι ἄστα αὐτά. Ὕστερα καὶ νὰ τὴ διαβάσεις δὲν θὰ καταλάβεις τίποτα.
Λυπήθηκε ἀπὸ τὰ λόγια αὐτὰ ὁ Νικόλας καὶ δὲν τόλμησε νὰ ξαναπεῖ τίποτε στὴ γριὰ θειά του. Μὰ ὁ πόθος του γιὰ τὴ Γραφὴ ὅλο μεγάλωνε, λὲς κι ἡ σκέψη του εἶχε καρφωθεῖ ἐκεῖ.
Κάποια μέρα ἄκουσε τρεχάτα βήματα στὴ σκάλα, καὶ σὲ λίγο εἶδε νὰ μπαίνει στὸ φτωχικό του ζωηρὸς καὶ γεμάτος κέφι ὁ μοναδικός του φίλος, ὁ καλόκαρδος Γιάννης, ὀρφανὸς σὰν κι αὐτόν, ποὺ δούλευε σὲ μιὰ βιοτεχνία.
-Γειά σου, Νικάκη, τὶ μοῦ γίνεσαι; Πῶς πέρασες; Ρώτησε μὲ τὴν παιδική του ἀφέλεια καὶ ζωηρότητα ὁ Γιάννης, ποὺ συχνὰ «σκαρφάλωνε» ὥς τὴ σοφίτα τοῦ Νικόλα.
Καὶ χωρὶς νὰ περιμένει ἀπάντηση: -Σοῦ φέρνω σήμερα ἕνα δῶρο, δικό σου, ὅλο δικό σου. Τὸ κέρδισα μὲ τὸν ἱδρώτα μου. Ἔκανα κάτι θελήματα καὶ μοῦ τὸ δώσανε. Πάρ’ το. Ὄχι σπουδαῖα πράγματα δηλαδή.
Ἔβγαλε ἀπὸ τὴν τσέπη του ἕνα χιλιάρικο καὶ τοῦ τὸ πρόσφερε. Ὁ καημένος ὁ Νικόλας συγκινήθηκε ἀπὸ τὴν προσφορὰ τοῦ καλοῦ, ἀλλὰ καὶ φτωχοῦ φίλου του.
Ἡ πρώτη του δουλειὰ ἦταν νὰ μὴ δεχτεῖ τὰ λεφτὰ ἐκεῖνα. Ἀλλὰ ἀμέσως, σὰν ἀστραπή, πέρασε ἀπὸ τὸ μυαλό του ἡ σκέψη, ὅτι μὲ αὐτὰ θὰ μποροῦσε νὰ πάρει μιὰ Ἁγία Γραφή, ποὺ τόσο τὴν ἤθελε.
-Γιάννη, σ’ εὐχαριστῶ πολύ, πάρα πολὺ γιὰ τὸ δῶρο σου. Δὲν εἶσαι καὶ κανένας πλούσιος. Ἀλλὰ σὲ παρακαλῶ νὰ μοῦ κάνεις μιὰ χάρη. -Ὅ,τι θέλεις, τοῦ εἶπε πρόθυμα ὁ Γιάννης. -Μὲ τὰ λεφτὰ αὐτὰ θέλω νὰ μοῦ πάρεις μιὰ Ἁγία Γραφή. Τὴ χρειάζομαι ξέρεις.
-Ἁγία Γραφή; Τὶ εἶναι αὐτό; Κανένα ἁγιωτικὸ ποὺ λένε; Ρώτησε μ’ ἐνδιαφέρον ὁ καημένος ὁ Γιάννης, ποὺ παρόλη τὴν καλή του καρδιὰ δὲν εἶχε μάθει γράμματα, οὔτε καὶ εἶχε πάει σὲ Κατηχητικὸ Σχολεῖο.
-Ἡ Ἁγία Γραφὴ εἶναι ἕνα βιβλίο τοῦ Θεοῦ. -Βιβλίο τοῦ Θεοῦ; Πρώτη φορὰ τ’ ἀκούω. Καὶ θέλεις τώρα αὐτὸ τὸ βιβλίο; Τὶ νὰ σοῦ πῶ... Περίμενα νὰ μοῦ ζητήσεις νὰ σοῦ ἀγοράσω τίποτε φαγώσιμο. Ἀλλά, ἄς εἶναι, γιὰ χάρη σου θὰ κάνω ὅ,τι θέλεις. Ποῦ πουλιέται αὐτό; Στὴν ἐκκλησία θαρρῶ.
Στὰ θρησκευτικὰ βιβλιοπωλεῖα. Ψάξε καὶ κάπου θὰ βρεῖς κανένα. -Ἀμέσως, κιόλας, εἶπε ὁ Γιάννης καὶ πετάχτηκε μὲ ὁρμὴ ἔξω ἀπὸ τὸ δωμάτιο. Τὰ βήματά του ἀκούστηκαν γρήγορα στὴ σκάλα καὶ ὕστερα ἔγινε πάλι ἡσυχία.
«Χρυσὸ παιδί!» σκέφτηκε ὁ Νικόλας. Περίμενε τώρα μὲ καρδιοχτύπι. Θὰ προλάβει ὁ Γιάννης τὰ βιβλιοπωλεῖα ἀνοιχτά; Θὰ βρεῖ τὸ πολύτιμο αὐτὸ βιβλίο; Μήπως καὶ κοστίζει περισσότερα λεπτά; Καὶ περίμενε... καὶ περίμενε... καὶ τὰ δευτερόλεπτα τοῦ φαίνονταν ὧρες. Κάτι νέο θὰ ἔμπαινε στὴ ζωή του!
Τέλος, ὕστερα ἀπὸ καμιὰ ὥρα, ἄκουσε πάλι τὰ βήματα τοῦ Γιάννη γρήγορα-γρήγορα στὴ σκάλα καί, πρὶν προλάβει νὰ ἀνακαθίσει στὸ κρεβάτι του, τὸν εἶδε νὰ μπαίνει χαρούμενος στὸ δωμάτιο. Κρατοῦσε ἕνα ὡραῖο βιβλίο στὸ χέρι.
-Λοιπόν, ποὺ λές, τὸ πέτυχα τὸ βιβλιοπωλεῖο. Πέτυχα καὶ καλὸ βιβλιοπώλη. Τοῦ εἶπα ὅτι εἶσαι χάμω, ὅτι σοῦ βρέθηκε τέλος πάντων χιλιάρικο καὶ σύ, σώνει καὶ καλά, θέλεις Ἁγία Γραφή κ.λ.π. κ.λ.π. Ὁ βιβλιοπώλης καλὸς ἄνθρωπος, εἴπαμε, μὲ κοίταζε μὲ προσοχὴ κι ἀφοῦ τελείωσα, μοῦ λέει, χαμογελαστά.
-Μπράβο, καὶ σὲ σένα καὶ στὸ Νικόλα. Σὲ σένα ποὺ μπῆκες στὸν κόπο, στὸ Νικόλα ποὺ θέλει τὴν Ἁγία Γραφή.
Ἄκου, Γιάννη, κανένα ἄλλο δῶρο δὲν ἀξίζει στὸν κόσμο αὐτὸν τόσο πολύ, ὅσο ἡ Ἁγία Γραφή. Αὐτὴ εἶναι ὁ καλύτερος φίλος, ποὺ μπορεῖ νὰ βρεθεῖ. Ἔχει κάτι περισσότερο ἀπὸ χιλιάρικο αὐτὴ ἡ ἔκδοση μὲ εἰκόνες. Ἀλλὰ δὲν πειράζει. Πὲς, πὼς τὴν προσφέρουμε καὶ οἱ δυὸ μαζὶ στὸν καλό σου φίλο.
-Κι ἔτσι σοῦ ’δωσε αὐτὸ τὸ βιβλίο. -Τὸ λένε, εἶπε, Καινὴ Διαθήκη ἤ Εὐαγγέλιο. Ἡ χαρὰ τοῦ Νικόλα ἦταν ἀπερίγραπτη.
-Ναί, ναί, τὸ ξέρω, σοῦ λέω, αὐτὸ τὸ βιβλίο. Τὸ θυμᾶμαι καλά. Τὸ εἶχε ὁ δάσκαλος τοῦ Κατηχητικοῦ καὶ διάβαζε ἀπ’ αὐτό. Εὐχαριστῶ πολύ, Γιάννη, εὐχαριστῶ. Δὲν ξέρεις πόση χαρὰ ἔχω. Αὐτὸ πραγματικὰ εἶναι τὸ καλύτερο δῶρο ποῦ μποροῦσες νὰ μοῦ κάνεις.
Δὲν ξανασυναντήθηκαν ἀπὸ τότε τὰ δυὸ παιδιά. Ὁ καλόκαρδος Γιάννης γύριζε ἐδῶ κι ἐκεῖ, κατὰ τὴ δουλειὰ ποὺ τοῦ παρουσιαζόταν. Ἄν ἤξερε ὅμως τὸ μεγάλο καλὸ ποὺ ἔκανε στὸ φίλο του, θὰ αἰσθανόταν πολὺ μεγάλη ἱκανοποίηση καὶ θὰ καταλάβαινε ἀκόμα καλύτερα, ὅτι τὰ χρήματά του ἔπιασαν πολὺ καλὰ τὸν τόπο τους. Καλύτερα δὲν γινόταν.
Ἡ Ἁγία Γραφὴ ἔγινε ὁ πολύτιμος φίλος τοῦ ἄρρωστου παιδιοῦ. Τὴ διάβαζε καὶ τὴν ξαναδιάβαζε. Στὴν ἀρχὴ δὲν καταλάβαινε πολλὰ πράγματα. Μὰ δὲν τὴν ἄφηνε ἀπὸ τὰ χέρια του. Ἐπέμενε διαβάζοντας.
Σιγά-σιγά, βδομάδα μὲ τὴ βδομάδα, μήνα μὲ τὸ μήνα, ἄρχισε νὰ τὴν καταλαβαίνει ὅλο καὶ καλύτερα. Καὶ ὅσο τὴν καταλάβαινε, τόσο καὶ περισσότερο ποθοῦσε νὰ τὴν διαβάζει. Διψοῦσε νὰ μάθει γιὰ τὸ Χριστό.
Καὶ πόσα δὲν ἔμαθε ἀπὸ τὸ ἅγιο αὐτὸ βιβλίο! Ἡ ψυχή του πλημμυροῦσε τώρα ἀπὸ χαρά. Ἡ ἀναπηρία δὲν τοῦ φαινόταν τώρα τόσο ἐνοχλητική. Αἰσθανόταν, ὅτι κάποιο φῶς μπῆκε στὴ ζωή του, ὅτι εἶχε τὸ Χριστὸ ἐκεῖ κοντά του. Καὶ μιλοῦσε στὸ Χριστὸ ἄλλοτε δυνατὰ καὶ ἄλλοτε σιγαλά, μὲ ἁπλὲς προσευχές, ποὺ ἔβγαιναν αὐθόρμητα μέσα ἀπὸ τὴν καρδιά του.
Ἔγινε μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ καὶ ἄρχισε νὰ ἐννοεῖ τὸ Εὐαγγέλιο πολὺ βαθύτερα ἀπ’ ὅ,τι τὸ ἐννοοῦν πολλοὶ γραμματισμένοι. Ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ τὸν φώτιζε. Καταλάβαινε, ὅτι ἡ ἀγάπη πρὸς τὸ Χριστὸ καὶ ἡ ἀγάπη πρὸς τοὺς ἄλλους κάνει τὸν ἄνθρωπο παιδὶ τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὁ Νικόλας ἀγαποῦσε τώρα τὸ Θεὸ καὶ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους.
Ἀλλὰ πῶς θὰ δείξει στοὺς ἄλλους τὴν ἀγάπη του; Κάτι ἔπρεπε νὰ κάνει γι’ αὐτούς, ἀλλὰ τὶ μποροῦσε νὰ κάνει; Παράλυτος σχεδὸν καθὼς ἦταν στὸ κρεβάτι του, δὲν εἶχε τὰ μέσα νὰ κάνει ἔργα ἀγάπης, ὅπως ἔλεγε τὸ Εὐαγγέλιο.
Ξαφνικὰ μιὰ ἰδέα φώτισε τὸ μυαλό του. Καθὼς κοίταζε τὸ παράθυρο καὶ ἄκουσε τὴν ὀχλοβοὴ τῶν ἀνθρώπων ποὺ περνοῦσαν κάτω, σκέφτηκε, ὅτι εἶχε καθῆκον νὰ κάνει γνωστὸ στοὺς ἀνθρώπους ἐκείνους τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Παρακάλεσε τὴ θεία του καὶ τοῦ ἔφερε χαρτὶ σὲ μικρὰ φύλλα, καὶ ἄρχισε ἐπάνω σ’ αὐτὰ νὰ γράφει τὰ ὡραῖα λόγια τοῦ Εὐαγγελίου, τὰ ὡραιότερα κατὰ τὴ γνώμη του.
Δίπλωνε τὸ κάθε χαρτάκι στὰ τέσσερα κι ἀπ’ ἔξω ἔγραφε: «Πρὸς τὸ διαβάτη ποὺ περνάει. Σᾶς παρακαλῶ διαβάστε το». Σκέφτηκε, ὅτι κάποια ἀπ’ αὐτὰ θὰ πέσουν στὰ χέρια τῶν ἀνθρώπων.
Κάθε πρωὶ λοιπὸν σὰν ἀπὸ τὸν οὐρανὸ ἔριχνε γράμματα τοῦ Θεοῦ πρὸς τοὺς διαβάτες. Δὲν παρέλειπε νὰ προσεύχεται στὸ Χριστό, γιὰ νὰ φωτίζει ἐκείνους, ποὺ θὰ διαβάσουν τὰ χαρτάκια ἐκεῖνα, νὰ τὰ προσέξουν καὶ νὰ τὰ ἐφαρμόσουν.
Δὲν ζητοῦσε τίποτα γιὰ τὸν ἑαυτό του σ’ αὐτὰ τὰ «γράμματα». Ἔγραφε ὅμως τὶ χαρὰ βρίσκει κανεὶς κοντὰ στὸ Θεό. Δοκίμαζε μιὰ μεγάλη χαρά, γιατὶ ἡ συνείδησή του τὸν πληροφοροῦσε, ὅτι ἔκανε μιὰ καλὴ πράξη. Ἔδειχνε στοὺς ἀνθρώπους τὸ δρόμο τῆς σωτηρίας. Κι ἔνιωθε γι’ αὐτὸ εὐτυχισμένος.
Αὐτὴ ἡ ὑπηρεσία τῆς ἀγάπης συνεχιζόταν τακτικά. Πολλὰ χαρτάκια τὰ ἔπαιρνε βέβαια ὁ ἀέρας καὶ χάνονταν, ἀλλὰ καὶ πολλὰ ἔπεφταν στὰ πόδια τῶν διαβατῶν, οἱ ὁποῖοι μᾶλλον ἀπὸ περιέργεια, τὰ ἔπαιρναν καὶ τὰ διάβαζαν.
Ἔτσι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ σπερνόταν στὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων. Ἔφερνε τάχα κανένα ἀποτέλεσμα; Αὐτὸ ὁ Θεὸς μόνον τὸ γνώριζε. Ὁ μικρὸς σποριὰς ἔσπερνε κι αὐτὸ τοῦ ἔφτανε.
Ὕστερα ἀπὸ μερικὲς βδομάδες ἄκουσε ὁ Νικόλας ἕνα βράδυ βαριὰ ἀνδρικὰ βήματα στὴ σκάλα τῆς σοφίτας του. Ἀμέσως εἶδε ἕνα ψηλὸ καλοντυμένο κύριο νὰ μπαίνει στὸ δωματιάκι του καὶ νὰ τὸν ρωτάει μὲ καλοσύνη.
-Ἐσὺ εἶσαι, μικρέ μου, ποὺ στέλνεις ἀπὸ ἐδῶ πάνω τὰ χαρτάκια μὲ τὰ ὡραῖα λόγια τῆς Ἁγίας Γραφῆς; -Ἐγὼ εἶμαι, μάλιστα, ἀπάντησε μὲ χαρὰ ὁ Νικόλας. Ξέρετε, κύριε, ἄν κανένα ἀπὸ τὰ χαρτάκια αὐτὰ διαβάστηκε ἀπὸ κανέναν ἄνθρωπο; Δὲν ἔτυχε ν’ ἀκούσω τίποτα ὥς σήμερα.
-Ξέρω ὅτι ἕνα τουλάχιστον ἀπὸ αὐτὰ διαβάστηκε ἀπὸ ἕνα ἄνθρωπο. Καὶ ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς, εἶμαι ἐγώ. -Πόσο χαίρομαι γι’ αὐτό!
-Χθὲς τὸ βραδάκι, καθὼς περνοῦσα -ἤμουνα μάλιστα καὶ στενοχωρημένος- εἶδα ἕνα χαρτάκι νὰ κατεβαίνει ἀπὸ τὸν οὐρανό. Τὸ ἅρπαξα μὲ περιέργεια, τὸ ἄνοιξα, τὸ διάβασα καὶ ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκείνη μοῦ φαίνεται, πὼς ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ κατέβηκε στὴν ψυχή μου.
Μικρέ μου, ἔρχομαι νὰ σ’ εὐχαριστήσω γιὰ τὸ καλὸ ποὺ μοῦ ἔκαμες, γιατὶ κατάλαβα, ὅτι κάποιος ἀπὸ δῶ πάνω τὸ εἶχε ρίξει τὸ χαρτί. Δὲν ἔπεσα ἔξω καὶ σ’ εὐχαριστῶ.
-Ὄχι ἐμένα κύριε, ἀλλὰ τὸ Χριστὸ νὰ εὐχαριστήσετε. Ἐγὼ ἔκανα μιὰ πράξη ἀγάπης. Τὴν μικρότερη ἀπὸ ὅσες θέλει ὁ Χριστός. Τά παραπέρα εἶναι δική του δουλειά. -Πῶς σὲ λένε, παιδί μου; -Νικόλα. -Καὶ δὲν μοῦ λές, Νικόλα, ρώτησε ὁ ξένος, εἶσαι εὐχαριστημένος μ’ αὐτὴ τὴ δουλειά, ποὺ κάνεις γιὰ χάρη τοῦ Χριστοῦ;
-Εἶμαι πολύ, πάρα πολὺ εὐχαριστημένος. Ἀπὸ τότε ποὺ γνώρισα τὸ Χριστό, θέλω νὰ Τὸν ὑπηρετῶ ὅσο μπορῶ. Ἡ μικρὴ αὐτὴ ὑπηρεσία ποὺ κάνω γι’ αὐτὸν καὶ τοὺς ἀνθρώπους, μοῦ γεμίζει τὴν ψυχὴ χαρά. Ὑποθέτω, ὅτι καὶ σεῖς, κύριε, τὴν ἴδια χαρὰ θὰ δοκιμάζετε, ὅταν ὑπηρετεῖτε τὸ Χριστό. Ἔτσι δὲν εἶναι;
-Παλικάρι μου, ἐγὼ εἶχα παραμελήσει τὴν ὑπηρεσία μου αὐτὴ πρὸς τὸ Χριστό. Ἀπὸ σήμερα ὅμως ἀρχίζω νὰ τὸν ὑπηρετῶ. Τὸ χαρτάκι σου μοῦ ἄνοιξε τὰ μάτια, μοῦ ἔδειξε τὸν καλὸ δρόμο κι ἔβγαλε ἀπὸ πάνω μου ἕνα μεγάλο βάρος.
Κάθομαι σὲ μιὰ ἔπαυλη, μακριὰ ἀπὸ τὴν πόλη. Τὸ μονάκριβό μου παιδὶ εἶναι πολὺ ἄρρωστο, σχεδὸν ἑτοιμοθάνατο. Τὸ ἄφησα μὲ βαριὰ καρδιά, γιὰ νὰ ’ρθῶ στὴν πόλη γιὰ μιὰ ἐξαιρετικὰ ἐπείγουσα δουλειά.
Ὅταν τὸ φίλησα καὶ τὸ ἀποχαιρέτησα γιὰ νὰ ’ρθῶ ἐδῶ, μοῦ εἶπε μὲ τὴν ἀδυνατισμένη φωνή του: «Πατέρα θέλω κάτι καλὸ νὰ κάνω γιὰ τὸ Χριστό. Δὲν εἶναι σωστὸ νὰ παρουσιαστῶ μπροστά του μὲ ἀδειανὰ τὰ χέρια». -Πρέπει νὰ ἔχετε ἕνα θαυμάσιο παιδί.
-Τὰ λόγια του μ’ ἔβαλαν σὲ σκέψεις πολὺ σοβαρὲς καὶ ἀνήσυχες. Ἔπρεπε κάτι νὰ κάνω γιὰ τὸ παιδί μου, μὰ καὶ γιὰ τὸν ἑαυτό μου. Τὶ ὅμως; Καὶ νά, ποὺ χθὲς τὸ βράδυ, καθὼς περνοῦσα κάτω στὸ δρόμο πικραμένος καὶ συλλογισμένος, ἔπεσε στὰ χέρια μου ἀπὸ τὸν οὐρανὸ τὸ χαρτάκι σου.
Σταμάτησα ἔκπληκτος. Εἶχε ἀπάντηση καὶ ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ στὴν ἐρώτησή μου. Νὰ τὶ ἔγραφε: «Ἐμὲ δεῖ ἐργάζεσθαι τὰ ἔργα τοῦ πέμψαντός με, ἕως ἡμέρα ἐστίν. Ἔρχεται νύξ, ὅτε οὐδεὶς δύναται ἐργάζεσθαι». -Ναὶ ξέρω εἶναι ἀπὸ τὸ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέλιο.
-Ἦταν μιὰ ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ νὰ ἐργαστῶ τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ. Τὴν νύχτα τὴν πέρασα σχεδὸν ὅλη μὲ προσευχὴ καὶ μὲ σκέψεις. Πολλὲς φορὲς γονάτισα, γιὰ νὰ παρακαλέσω θερμότερα τὸ Θεό. Καί ξέρεις, Νικόλα, ἐδῶ καὶ εἴκοσι χρόνια κάτι εἶχα τάξει νὰ κάνω κι ἐγὼ γιὰ τὸ Χριστό. -Μὰ τότε τὸ χαρτάκι ἔπεσε σ’ εὐσεβὴ ἄνθρωπο!
-Πρὶν εἴκοσι χρόνια ἤμουνα εὐσεβέστερος καὶ καλύτερος ἀπὸ ὅ,τι εἶμαι σήμερα. Οἱ φροντίδες ὅμως τοῦ κόσμου καὶ τῆς οἰκογένειας καὶ τόσα ἄλλα πράγματα, μὲ ἀπορρόφησαν καὶ μὲ ἀπομάκρυναν ἀπὸ τὸ Χριστό, χωρὶς σχεδὸν νὰ τὸ καταλάβω.
Μὰ τὸ χαρτάκι σου μ’ ἔφερε σὲ θεογνωσία. Χθὲς τὸ βράδυ πῆρα τὴν ἀπόφαση, ἀμέσως μόλις γυρίσω στὸ σπίτι, νὰ ἐργαστῶ γιὰ τὴν ἀγάπη. Σήμερα τὸ καλό σου παράδειγμα μοῦ δυναμώνει περισσότερο τὴν ἀπόφαση.
Δάκρυα συγκινήσεως καὶ χαρᾶς ἔτρεχαν ἀπὸ τὰ μάτια τοῦ ἀνάπηρου παλικαριοῦ. -Ὁ Θεὸς νὰ σᾶς βοηθήσει κύριε, εἶπε.
-Καὶ τώρα μοῦ ἔρχεται μιὰ ἀπορία, Νικόλα. Πῶς κατορθώνεις καὶ βρίσκεις τὸ χαρτὶ γιὰ νὰ στέλνεις τὰ γράμματά σου αὐτά; Βλέπω, ὅτι ζεῖς πολὺ φτωχικά! -Ἄ! Αὐτὸ τὸ κανόνισα εὔκολα. Ἡ θεία μοῦ φέρνει τ’ ἀποκόμματα ἀπὸ τὸ χαρτὶ ἑνὸς τυπογραφείου ποὺ ἐργάζεται σὰν καθαρίστρια.
-Κατὰ τὰ ἄλλα; Φάρμακα, δηλαδή, φαγητό, πῶς τὰ πᾶς; -Κάποιος γιατρὸς εἶπε ὅτι πρέπει νὰ πίνω γάλα, νὰ κάνω δίαιτα καὶ τόσα ἄλλα, ποὺ ἐγὼ δὲν μπορῶ βέβαια νὰ τὰ ἔχω.
Εἶπε ὅτι ἡ ἀρρώστια μου, ἄν δὲν προσέξω, θὰ ἐξελιχθεῖ ἄσχημα. Πόσον καιρὸ θὰ ζήσω ἀκόμα; Καὶ ὑγιὴς νὰ ἤμουν δὲν θὰ τὸ ἤξερα. Ὅσο ὅμως ζήσω πρέπει νὰ ὑπηρετήσω τὸ Χριστὸ καὶ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους ὅσο μπορῶ. Εἶμαι ἕνας ταχυδρόμος τοῦ Θεοῦ.
Ὁ εὐγενικὸς κύριος ἀναστέναξε βαθιὰ καὶ εἶπε: -Μικρέ μου, εἶσαι ἕνας μεγάλος ἥρωας. Τὸ φτωχικό σου κακοπεριποιημένο δωμάτιο εἶναι κατοικία τοῦ Χριστοῦ, γιὰ τὸν ὁποῖο τόσες θυσίες κάνεις.
Πόσο διαφορετικὸς θὰ ἦταν ὁ κόσμος, ἄν τὸ παράδειγμά σου τὸ ἐμιμοῦντο καὶ ἄλλοι. Ὑπάρχουν χιλιάδες καὶ χιλιάδες ἄνθρωποι, ποὺ λένε ὅτι εἶναι Χριστιανοί, ποὺ ἔχουν καὶ καιρὸ καὶ χρήματα καὶ ἱκανότητα καὶ δὲν κάνουν τίποτε, γιατὶ τοὺς λείπει ἡ προθυμία. Ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς εἶμαι κι ἐγώ. Δυστυχῶς...
-Ἄν ἤξεραν πόση χαρὰ θὰ ἔβρισκαν, ἄν ὑπηρετοῦσαν τὸ Χριστό, τότε πολλὰ πράγματα θὰ ἔκαναν. Φτάνει νὰ ἤθελαν.
-Ἔχεις δίκιο Νικόλα. Ἀλλὰ τώρα ἄς ἀσχοληθοῦμε μὲ σένα. Ἐγὼ ἔχω χρήματα. Ἔχω καὶ ὡραῖο σπίτι. Θὰ σὲ πάρω ἐκεῖ. Καλοὶ γιατροὶ θὰ σὲ κοιτάξουν. Δὲν θὰ σοῦ λείψει τίποτα. Σὲ λίγο θὰ πᾶμε μαζὶ μὲ τὸ αὐτοκίνητό μου. Νὰ εἶσαι ἕτοιμος.
Ὁ Νικόλας σκέφτηκε λίγο καὶ εἶπε: -Ὄχι, κύριε, σᾶς εὐχαριστῶ πολύ. -Πῶς; δὲν σοῦ ἀρέσει τὸ σπίτι μου; Γιατὶ τάχα; Τότε θὰ σὲ στείλω κάπου ἀλλοῦ.
Ὑπάρχει ἕνα ὡραιότατο ἵδρυμα μὲ ὡραῖες αἴθουσες, μὲ καλοὺς κήπους, μὲ δέντρα καὶ μὲ λουλούδια, στὸ ὁποῖο μένουν παιδιὰ σὰν κι ἐσένα, ἀνάπηρα.
Ἐκεῖ θὰ ἔχεις τὴν περιποίησή σου, καθαρὸ κρεβάτι κι ἐκλεκτὸ φαγητὸ. Θὰ βλέπεις τὰ δέντρα καὶ τὰ λουλούδια καὶ θ’ ἀκοῦς τὸ κελάϊδισμα τῶν πουλιῶν. Ἐκεῖ θὰ σὲ στείλω. Ἐκεῖ θὰ βρεῖς καὶ φίλους καὶ συντροφιές.
-Σᾶς εὐχαριστῶ πολύ, κύριε. Μὲ αὐτὰ ποὺ μοῦ λέτε, μὲ καταϋποχρεώνετε. Ἀλλὰ συγχωρῆστε με, ποὺ δὲν δέχομαι τὴν εὐγενικὴ προσφορά σας. -Μὰ γιατί; Μήπως φοβᾶσαι, ὅτι θὰ μὲ βάλεις στὰ ἔξοδα; Ἐγὼ εἶμαι πλούσιος, σοῦ εἶπα.
-Καὶ πάλι σᾶς εὐχαριστῶ, κύριε, γιὰ τὴν καλοσύνη σας. Ἀλλὰ προτιμῶ νὰ μείνω ἐδῶ, ποὺ μὲ ἔβαλε Ἐκεῖνος. Ὅσο ζήσω πρέπει νὰ ζήσω μὲ ὑπομονὴ ἐπάνω στὴ θλίψη μου. Καὶ Ἐκεῖνος ὑπέφερε γιὰ μᾶς.
Ἔπειτα, θέλω νὰ συνεχίσω ἀπὸ ἐδῶ τὸ μικρό μου ἔργο. Ποιὸς ξέρει! Ἴσως καὶ ἄλλοι νὰ διαβάσουν τὰ χαρτάκια καὶ νὰ ὠφεληθοῦν, σὰν καὶ σᾶς! Ἀφῆστε με λοιπὸν νὰ συνεχίσω.
Ὁ ξένος δοκίμασε μιὰ πολὺ μεγάλη συγκίνηση. Τέτοιο πράγμα πρώτη φορὰ τὸ συναντοῦσε στὴ ζωή του. -Πολὺ καλά, μικρέ μου, εἶπε. Ἐγὼ θὰ φροντίσω νὰ μὴν σοῦ λείψει τίποτα ἐδῶ ποὺ θά μείνεις.
Θὰ στείλω καὶ μιὰ καλὴ νοσοκόμα νὰ σὲ περιποιεῖται. Θὰ ἔχεις τὸ καλό σου φαγητό, καθαριότητα καὶ περιποίηση καὶ χαρτὶ γιὰ νὰ γράφεις τὰ γράμματά σου.
Καὶ τώρα, πρὶν φύγω, θὰ σὲ παρακαλέσω νὰ προσευχηθεῖς δυνατὰ γιὰ μένα, ποὺ ἔχω τόση ἀνάγκη ἀπὸ τὴ βοήθεια τοῦ Κυρίου.
Ἀφοῦ εἶπε αὐτὰ ὁ ξένος, γονάτισε κοντὰ στὸ κρεβάτι τοῦ παιδιοῦ, καὶ μισόπνιξε ἕνα λυγμὸ καθὼς σκέπαζε τὸ πρόσωπό του μὲ τὰ χέρια του. Ὁ μικρὸς ἄρρωστος συγκινήθηκε πολύ.
Ἀλλά, ὅταν εἶδε γονατισμένο τὸν εὐγενικὸ ἐκεῖνο ξένο, ὅταν ἄκουσε τὸ στεναγμό του, σκέφτηκε ὅτι πρέπει νὰ κάνει γι’ αὐτὸν μιὰ προσευχή. Κι ἀπὸ τὴν καθαρὴ καρδιά του ἀνέβηκε στὰ χείλη του ὁλόθερμη δέηση.
«Κύριε Ἰησοῦ, γνωρίζω, ὅτι μὲ ἀκοῦς αὐτὴ τὴ στιγμή... Σ’ εὐχαριστῶ, γιατὶ μοῦ ἔστειλες τὸ νέο αὐτὸ φίλο, νὰ μοῦ δώσει τὴ χαρὰ καὶ νὰ μὲ ἐνισχύσει στὸ ἔργο μου.
Κύριέ μου, αὐτὸς εἶναι λυπημένος, διότι ἕως τώρα δὲν δούλεψε γιὰ σένα. Βοήθησέ τον, Κύριε, νὰ ἐργαστεῖ ἀπὸ δῶ καὶ πέρα.
Φώτισέ μας ὅλους νὰ καταλάβουμε ποιὸ εἶναι τὸ θέλημά σου καὶ ἐνίσχυσέ μας νὰ τὸ ἐκτελέσουμε. Φώτισε καὶ ὅλους τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους νὰ κάνουν πάντοτε ἔργα καλά.
Σ’ εὐχαριστῶ γιὰ ὅλα τ’ ἀγαθὰ ποὺ μοῦ ἔστειλες, καὶ θὰ μοῦ στέλνεις, ὅσο ζῶ. Εὐλόγησε Κύριε, τὸν ἀγαπητό μου αὐτὸ φίλο σὲ ὅλη τὴ ζωή του καὶ σὲ ὅλα τὰ καλά του ἔργα. Ἀμήν».
Ὁ κύριος σηκώθηκε, χαιρέτησε μὲ ἀγάπη τὸ Νικόλα κι ἔφυγε γεμάτος ἀπὸ εἰρήνη καὶ χαρά. Τὸ χαρτάκι εἶχε κάνει τὴ σωτήρια δουλειά του.
Πρὶν ἐγκαταλείψει τὴν Ἀθήνα, κανόνισε τὰ σχετικὰ μὲ τὸν μικρὸ ἄρρωστο, ὅπως εἶχε ὑποσχεθεῖ. Γύρισε στὸ πλούσιο σπίτι του διαφορετικὸς ἀπ’ ὅ,τι ἔφυγε. Βρῆκε τὸ παιδί του ἀνασηκωμένο στὸ κρεβάτι του καὶ τοῦ διηγήθηκε ὅσα συνέβησαν στὴν Ἀθήνα καὶ τὸ ἔκανε νὰ χαρεῖ πολύ.
Σὲ λίγες μέρες τὸ παιδάκι του παρέδωσε τὴν ἀγγελική του ψυχὴ στὸ Θεό. Πόνεσε ὁ πατέρας πολύ. Ἀλλὰ τὸν παρηγοροῦσε τώρα ἡ πεποίθηση, ὅτι τὸ ἀγαπημένο του παιδὶ βρίσκεται στὸν οὐρανὸ μαζὶ μὲ τὸ Χριστὸ καὶ τοὺς ἀγγέλους. Εἶχε γίνει τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Ἦρθε ὁ χειμῶνας. Κρύος ἀέρας φυσοῦσε. Τὰ δέντρα ἔμειναν χωρὶς φύλλα, τὰ πουλιὰ ἔφυγαν σὲ ἄλλες χῶρες καὶ οἱ ἄνθρωποι αἰσθάνονταν τὸ δυνατὸ κρύο νὰ τοὺς τρυπάει ὥς τὸ κόκαλο.
Ὁ μικρὸς Νικόλας ἐξακολουθοῦσε μὲ ζῆλο τὸ ἱεραποστολικό του ἔργο. Ποιὸς ξέρει πόσοι ἄνθρωποι θὰ ὠφελήθηκαν ἀπὸ τὰ λόγια τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ποὺ τοὺς ἔστελνε.
Πολλοὶ πήγαιναν νὰ τὸν δοῦν. Τὰ παιδιὰ ἄκουσαν γι’ αὐτὸν πολλὰ καὶ τοῦ ἔκαναν τακτικὰ ἐπισκέψεις. Σὲ ὅλους ἔλεγε καὶ ἀπὸ μιὰ καλὴ συμβουλὴ ὁ Νικόλας. Ἀλλὰ σὲ ὅλους ἔκανε μεγάλη ἐντύπωση ἡ ἀρετή του, ἡ ὑπομονή του. Ὁ μικρὸς αὐτὸς φτωχὸς παράλυτος ἔγινε ὁ ἱεραπόστολος τῆς συνοικίας. Ἦταν ἕνας κατηχητὴς ἀπ’ τὸ κρεβάτι.
Τὶς μέρες τῶν Χριστουγέννων ἡ κατάστασή του εἶχε χειροτερεύσει. Κάποιο μικρόβιο εἶχε δημιουργήσει λοίμωξη στοὺς πνεύμονες. Τὸν μετέφεραν στὸ Νοσοκομεῖο. Τὴν ἡμέρα τῶν Θεοφανείων τὸν κάλεσε ὁ Χριστὸς κοντά του. Ὅλοι ὅσοι τὸν εἶχαν γνωρίσει, λυπήθηκαν γιὰ τὸ θάνατό του. «Πέθανε, ἔλεγαν, ἕνας ἱεραπόστολος».
Γιὰ τὸν προστάτη του ἦταν σὰ νὰ πέθανε κάποιο συγγενικό του πρόσωπο. Εἶχε ἀφιερωθεῖ, μετὰ τὸ θάνατο τοῦ παιδιοῦ του, στὸ Θεό. Τὴν περιουσία του τὴν διέθεσε γιὰ τὴ διάδοση τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ.
Συχνὰ ἔλεγε: «Μὲ ἔσωσε ἕνα ἄρρωστο παιδί. Μοῦ ἔδειξε τὸ δρόμο, ποὺ ἔπρεπε νὰ ἀκολουθήσω. Ἐκεῖνο ἦταν ἱεραπόστολος. Θὰ προσπαθήσω νὰ τοῦ μοιάσω». Καὶ πραγματικὰ μὲ τὰ λόγια καὶ μὲ τὰ ἔργα, κήρυττε καὶ αὐτὸς τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Καὶ ὁ Γιάννης τὶ ἔγινε; Ὁ Νικόλας φρόντισε καὶ γι’ αὐτόν. Λίγο πρὶν πεθάνει, παρακάλεσε τὴν καλὴ νοσοκόμα νὰ φροντίσει νὰ τὸν βρεῖ, νὰ τὸν εὐχαριστήσει ἐκ μέρους του καὶ νὰ τοῦ δώσει τὴν Ἁγία Γραφή, μὲ τὴν παράκληση νὰ τὴν διαβάζει κι ἐκεῖνος.
Δὲν πέρασε πολὺς καιρὸς καὶ ἡ νοσοκόμα συνάντησε τὸ Γιάννη, καλόκαρδο πάντοτε καὶ καλύτερα ντυμένο τώρα. Τῆς εἶπε ὅτι εἶχε ἀνοίξει κάποιο μικρὸ μαγαζάκι στὴν ἐπαρχία καὶ ζοῦσε καλά.
Ἐκείνη τοῦ διηγήθηκε τὴν ἱστορία τοῦ Νικόλα, τοῦ διαβίβασε τὶς εὐχαριστίες καὶ τὴν παράκλησή του, τοῦ ἔδωσε τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ τοῦ εἶπε: -Πρέπει νὰ θεωρεῖς τὸν ἑαυτό σου εὐτυχισμένο, ποὺ εἶχες ἕνα τόσο καλὸ καὶ ἅγιο φίλο.
Αὐτὰ ἔκαναν βαθιὰ ἐντύπωση στὸ Γιάννη. Βάλθηκε νὰ μάθει περισσότερα γράμματα, γιὰ νὰ μπορέσει καὶ αὐτὸς νὰ διαβάζει τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ ἄλλα θρησκευτικὰ βιβλία. Καὶ τὸ κατόρθωσε.
Σὲ λίγο μιὰ μεταβολὴ ἄρχισε νὰ γίνεται μέσα του. Τὸν τραβοῦσε ἡ ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου. Γνώρισε κι ἄλλους καλοὺς Χριστιανούς. Ἐνθουσιάστηκε μὲ τὴ νέα ζωή του. Ὅσο περισσότερο διάβαζε, τόσο καὶ καλύτερος γινόταν. Φοίτησε καὶ σὲ κάποιο νυχτερινὸ σχολεῖο.
Ἦταν τακτικὸς στὴν ἐκκλησία καὶ σὲ θρησκευτικὲς συγκεντρώσεις. Σὲ ὅλους ἔκανε ἐντύπωση ἡ σεμνή του ζωὴ καὶ τὰ καλά του λόγια. Ὕστερα ἀπὸ μερικὰ χρόνια ἔγινε ἱερέας. Κανένας δὲν παραξενεύτηκε γιὰ τὸ δρόμο ποὺ διάλεξε. Ὅλοι τὸ περίμεναν. Ἦταν μιὰ ἀπόφαση πολὺ σωστή.
Σὰν ἱερέας ἀγαποῦσε καὶ συμβούλευε ὅλους τοὺς ἐνορίτες του. Μὰ περισσότερο ἀγαποῦσε τὰ παιδιά. Τὰ μάζευε μὲ στοργὴ στὸ Κατηχητικὸ Σχολεῖο, πήγαινε νὰ τὰ ἐπισκεφτεῖ στὶς οἰκογενειές τους καὶ πολλὲς φορὲς τοὺς ἔλεγε τὴν ἱστορία τοῦ Νικόλα. Καὶ τελείωνε μὲ τὰ λόγια:
Ὁ Νικόλας, τὸ ἀνάπηρο αὐτὸ καὶ καχεκτικὸ παιδί, ὑπῆρξε ἕνας ἱεραπόστολος. Ἔσωσε πολλοὺς, κι ἐμένα. Ἄς τὸν μιμηθοῦμε ὅλοι στὸ ἱεραποστολικό του ἔργο. Αὐτὸς προσεύχεται γιὰ μᾶς ἀπὸ τὸν οὐρανό! Ἐξακολουθεῖ καὶ στέλνει γράμματα ἀπὸ κεῖ μὲ τὶς προσευχές του.