Τι συμβαίνει στον εγκέφαλο των βρεφών και των νηπίων όταν αρχίζουν να μαθαίνουν την μητρική τους γλώσσα; Ποιές είναι οι διεργασίες με τις οποίες αρχίζουν να μαθαίνουν λέξεις και φράσεις της μητρικής γλώσσας και όταν λίγο αργότερα αρχίζουν να αντιλαμβάνονται και να καταγράφουν τις συντακτικές της δομές και τους γραμματικούς της κανόνες; Προφανώς, η εκμάθηση της μητρικής γλώσσας αρχίζει με την γέννηση του ανθρώπου και βασίζεται εκ ολοκλήρου στην πρόσληψη και επεξεργασία των ερεθισμάτων και των γλωσσικών πληροφοριών που δέχεται από το οικογενειακό του περιβάλλον. Από την πρώτη ημέρα που το παιδί θα ανοίξει τα μάτια του, τόσο οι γονείς του παιδιού όσο και τα υπόλοιπα πρόσωπα του περιβάλλοντός του αρχίζουν να του μιλούν και να αλληλεπιδρούν μαζί του. Εννοείται πως, η πρώιμη αυτή επικοινωνία περισσότερο μεταφέρει συναισθήματα στο παιδί παρά νοήματα. Τα συναισθήματα όμως αυτά έχουν τεραστία αξία για την ψυχοσωματική ανάπτυξη του νέου ανθρώπου και θέτουν την βάση πάνω στην οποία θα αναπτυχθεί ο λογικός νους του. Άλλωστε, όπως θα δούμε στη συνέχεια τα θετικά συναισθήματα θα συνεχίσουν και στη συνέχεια της ζωής του ανθρώπου να έχουν μεγάλη αξία για την μάθηση γενικότερα αλλά και πιο συγκεκριμένα για την εκμάθηση γλωσσών, που είναι και αυτό που μας ενδιαφέρει στο project Patrologos. Αλλά ας επιστρέψουμε στην εκμάθηση της μητρικής γλώσσας γιατί εκεί βρίσκεται η βάση ολόκληρης της έλλογης νόησης του ανθρώπου.
Μετά τον πρώτο χρόνο της ζωής του, το παιδί αρχίζει αργά και σταδιακά να αναπαράγει λόγο. Αρχίζει, όπως λέμε, να λέει λεξούλες! Δεν χρειάζεται να είναι κάποιος ειδικός επιστήμονας για να καταλάβει πως οι πρώτες λέξεις που το παιδί θα αρχίσει σιγά σιγά να αναπαράγει, είναι λέξεις που έχει κατ' επανάληψη ακούσει κατά τη διάρκεια του πρώτου άλαλου χρόνου της ζωής του. Γιατί το γεγονός πως το παιδί δεν μιλούσε στους πρώτους μήνες της ζωής του, δεν σημαίνει πως δεν άκουγε και δεν κατέγραφε τα φωνητικά ερεθίσματα που ελάμβανε απ' το περιβάλλον του. Καθόλη τη διάρκεια του πρώτου χρόνου το παιδί καταγράφει και αποθηκεύει μέσα στους νευρώνες του αναπτυσσόμενου εγκεφάλου του τόσο τις αντιλήψεις και τα ερεθίσματά του για τον κόσμο γύρω του όσο και τους ήχους των ονομάτων των αντικειμένων της καθημερινότητάς του όπως τα προφέρουν οι γονείς του και τα υπόλοιπα πρόσωπα του περιβάλλοντός του. Καταγράφει τα πάντα, από τα ονόματα των αγαπημένων του προσώπων έως τα ονόματα των διαφόρων τροφών, των παιχνιδιών του, αλλά και των απαγορευμένων και επικίνδυνων αντικείμενων και δραστηριοτήτων που οι γονείς του επιμένουν να το προτρέπουν με κάπως πιο έντονο και αυστηρό ύφος να αποφεύγει. Όλα αυτά τα αντικείμενα και συμβάντα καταγράφονται στο μυαλό του παιδιού μαζί με τον ήχο των λέξεων καί φράσεων που τα συνοδεύουν. Βέβαια, δεν είναι μόνο οι λέξεις και οι φράσεις που περιγράφουν και θεμελιώνουν τον κόσμο γύρω του. Είναι και η χροιά της φωνής κατά την απαγγελία αυτών των λέξεων και φράσεων. Γιατί άλλη είναι η χροιά της φωνής που συνοδεύει τα λόγια των γονέων και των αγαπημένων προσώπων όταν αυτοί εκφράζουν την αγάπη τους προς το παιδί και άλλη όταν το προειδοποιούν για κάποιο κίνδυνο ή όταν το ελέγχουν για κάποια αταξία ή παρακουή του. Έτσι λοιπόν, ο αναπτυσσόμενος εγκέφαλος του παιδιού δεν καταγράφει μόνο τις λέξεις και τις εκφράσεις αλλά ταυτόχρονα καταγράφει και τα συναισθήματα που συνοδεύουν και τις λέξεις και τις εκφράσεις ανα περίσταση. Ανελειπώς δηλαδή ο πανίσχυρος ανθρώπινος εγκέφαλος του παιδιού καταγράφει όχι μόνο τους ήχους και τα ονόματα αλλά και τα συμφραζόμενα, τα υπονοούμενα και το πλήθος των συναισθημάτων που συνοδεύουν κάθε λεκτική επικοινωνία από το περιβάλλον του. Όλα καταγράφονται με λεπτομέρεια και ταξινομούνται στα εκατομμύρια των νέων εγκεφαλικών νευρώνων που δημιουργούνται καθημερινά στο αναπτυσσόμενο μυαλό των νέων ανθρώπων ενώ αυτοί ακατάπαυστα μαθαίνουν τον λογικό κόσμο γύρω τους.
Αυτή η διαδικασία αναγνώρισης και ταξινόμησης του λογικού κόσμου γύρω μας είναι μία διαδικασία που αρχίζει από τις πρώτες ώρες της ζωής ενός ανθρώπου και συνεχίζεται μέχρι τον θάνατό του. Δεν σταματά δηλαδή ποτέ! Και η γλώσσα ενός ανθρώπου, ο λόγος δηλαδή, είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με αυτή τη διαδικασία. Χωρίς γλώσσα, χωρίς λέξεις, χωρίς εκφράσεις δεν υπάρχει ανθρώπινη νόηση. Μπορούμε επομένως να είμαστε σίγουροι πως η ανθρώπινη νόηση είναι χτισμένη πάνω στον λόγο και πως η ανάπτυξή της από την βρεφική ηλικία είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ανάπτυξη της γλωσσικής ικανότητας, την ικανότητά του δηλαδή του ανθρώπου να αποκωδικοποιεί τις έλλογες πληροφορίες που γραπτά ή προφορικά λαμβάνει σε νοήματα, αλλά και αντίστροφα, την ικανότητά του να κωδικοποιεί τις σκέψεις και τις επιθυμίες του σε γραπτό ή προφορικό λόγο. Παρόλη την πρόοδο της ιατρικής επιστήμης και της τεχνολογίας ο άνθρωπος δεν έχει ακόμα καταφέρει να εξερευνήσει αυτούς τους μηχανισμούς με τους οποίους το ανθρώπινο μυαλό αποκωδικοποιεί και κωδικοποιεί τον λόγο και αποθηκεύει τις ασύλληπτες σε μέγεθος και ποσότητα πληροφορίες και τις εικόνες και τα συναισθήματα και τα συμφραζόμενα που αποθηκεύονται στο δίκτυο των νευρώνων του.
Εφόσον λοιπόν η γλωσσική ανάπτυξη αρχίζει από τόσο νωρίς στη ζωή ενός ανθρώπου, μπορούμε να υποθέσουμε πως δεν υπάρχει στον άνθρωπο κάποιο συγκεκριμένο εγκεφαλικό κέντρο γλωσσικής αποθήκευσης και επεξεργασίας, αλλά αντίθετα, η γλωσσική ικανότητα μαζί με κάθε γλωσσική μνήμη είναι διασκορπισμένη σε όλο το πλάτος και βάθος του ανθρώπινου εγκεφάλου. Στην προσπάθειά μας όμως να κατανοήσουμε και να βελτιστοποιήσουμε τους μηχανισμούς εκμάθησης ανθρωπίνων γλωσσών, δεν είναι ανάγκη να γνωρίζουμε επακριβώς την ανατομία και τους φυσιολογία της γλωσσικής ικανότητας του ανθρωπίνου εγκεφάλου. Μπορούμε, προς χάριν απλούστευσης, να αναπαραστήσουμε την ανθρώπινη ικανότητα πρόσληψης και αναπαραγωγής της γλώσσας ως έναν επεξεργαστή με την διττή ικανότητα τόσο να αποκωδικοποιεί την εξωτερικά λαμβάνουσα γλωσσική πληροφορία στα νοήματα που περιέχει όσο και να κωδικοποιεί τις εσωτερικές σκέψεις του ανθρώπου σε γλωσσική επικοινωνία που είναι κατανοητή από άλλους συνανθρώπους που και αυτοί διαθέτουν τον αντίστοιχο επεξεργαστή της ίδιας ανθρώπινης γλώσσας. Δεν είναι ανάγκη να εξετάσουμε πως ακριβώς εργάζεται αυτός ο «γλωσσικός επεξεργαστής» ή που ακριβώς βρίσκεται και που αποθηκεύει τα δεδομένα που χρησιμοποιεί. Αυτό που θέλουμε να εξετάσουμε είναι ο τρόπος με τον οποίο εκπαιδεύεται, μαθαίνει και αναπτύσσεται αυτός ο «γλωσσικός επεξεργαστής» στο πέρασμα των χρόνων της ζωής ενός ανθρώπου από την γέννησή του και έπειτα. Και εφόσον κατανοήσουμε αυτούς τους μηχανισμούς για την εκμάθηση της μητρικής γλώσσας στα πρώτα χρόνια της ζωής ενός ανθρώπου, στη συνέχεια θα υποθέσουμε πως οι ίδιοι μηχανισμοί θα πρέπει μάλλον να επενεργούν και αργότερα για την εκμάθηση μιας δεύτερης ή τρίτης ξένης γλώσσας από κάποιον ενήλικο σπουδαστή.
Επανερχόμαστε λοιπόν στην πρώτη ερώτηση: Τι συμβαίνει στον εγκέφαλο των βρεφών και των νηπίων όταν αρχίζουν να μαθαίνουν την μητρική τους γλώσσα; Με ποιόν τρόπο εκπαιδεύεται ο «γλωσσικός επεξεργαστής» ενός βρέφους ενός ή δύο ετών ή ένα μεγαλύτερο νήπιο; Η λογική μας λέει πως τα πρώτα γλωσσικά ερεθίσματα τα οποία μπορεί να καταγράψει ένα βρέφος θα πρέπει να είναι απλά, βασικά και πρωτογεννή. Κανείς δεν μπορεί να φανταστεί πως ένα βρέφος μπορεί να σημειώσει πρόοδο στην γλωσσική του ικανότητα αν ο πατέρας δίπλα του αρχίσει να του απαγγέλει στίχους από την Οδύσσεια του Ομήρου ή κάποιο άλλο προχωρημένο κείμενο. Ναι, σίγουρα, το βρέφος θα ευφραίνεται και θα αισθάνεται ασφάλεια και σιγουριά στο άκουσμα της φωνής και την όψη του αγαπημένου γονέα, γλωσσικά όμως δεν πρόκειται να σημειώσει κάποια πρόοδο από το άκουσμα της απαγγελίας. Για ποιό λόγο; Επειδή η γλωσσική αυτή πληροφορία δεν είναι και δεν μπορεί να γίνει κατανοητή από τον ανώριμο και απαίδευτο «γλωσσικό επεξεργαστή» του. Το βρέφος σε τόση μικρή ηλικία δεν είναι ακόμα έτοιμο να επεξεργαστεί σύνθετη και πολύπλοκη γλωσσική πληροφορία. Είναι σε θέση βέβαια να αναγνωρίσει το πρόσωπο του πατέρα ή της μητέρας ή του παππού και της γιαγιάς και να αρχίσει να συνδέει τα πρόσωπα αυτά με τα ονόματα «μπαμπάς», «μαμά», «παππούς», «γιαγιά» αντίστοιχα. Είναι σε θέση να μάθει πως το οικιακό ζώο είναι ένα σκυλάκι ή ένα γατάκι, πως αυτό που τρώει είναι μια φρουτόκρεμα ή αυγουλάκι ή σούπα από κοτόπουλο ή μακαρόνια. Και έτσι, με αυτό τον τρόπο, αργά και σταδιακά αρχίσει να χτίζει τις ακουστικές βάσεις δεδομένων του «γλωσσικού επεξεργαστή» του, που στα επόμενα χρόνια της ζωής του μέχρι την ενηλικίωση θα αυξηθούν και θα γιγαντωθούν μέχρι το σημείο που θα είναι πια σε θέση να ακούει και να διαβάζει την Οδύσσεια του Ομήρου και να την κατανοεί. Και όταν μιλάμε για κατανόηση εννοούμε ακριβώς αυτό. Πως ο γλωσσικός επεξεργαστής θα είναι σε θέση να αποκωδικοποιήσει μια πληροφορία γλωσσικού περιεχομένου, να την ταξινομήσει και να την αποθηκεύσει για μελλοντική χρήση. Σε αυτό το σημείο μπορεί να εξαχθεί ένα πρώτο πολύ σημαντικό συμπέρασμα για τον τρόπο με τον οποίο μαθαίνουν τα παιδιά γλώσσες και όπως υποψιαζόμαστε και οι ενήλικες επίσης. Σημειώνουμε πρόοδο στην γλωσσική μας ικανότητα, όταν αυτό που προσλαμβάνουμε ως προφορική ή γραπτή πληροφορία είναι κατανοητό από εμάς. Σε αυτή την περίπτωση, ο «γλωσσικός επεξεργαστής» μας έχει την ικανότητα να αποθηκεύσει και να ταξινομήσει την πληροφορία και να την κάνει κτήμα του. Σε αντίθετη περίπτωση, σε περίπτωση δηλαδή που αυτό που ακούμε δεν γίνεται κατανοητό (όπως στην περίπτωση του πατέρα που διάβαζει Όμηρο στο βρέφος), τότε το πιθανότερο είναι ο ενσωματωμένος «γλωσσικός επεξεργαστής» να απορρίψει την πληροφορία και να μη την καταγράψει πουθενά!
Από τα παραπάνω καταλαβαίνουμε αυτό που ήδη γνωρίζουμε εκ πείρας. Για να φτάσει ένα παιδί σε ηλικία επτά ή οκτώ ετών να καταλαβαίνει και να μιλάει την μητρική του γλώσσα χρειάζεται πολύχρονη εκπαίδευση του «γλωσσικού επεξεργαστή» του με κατανοητή κάθε φορά για το επίπεδό του γλωσσική πληροφορία. Κάθε κατανοητή νέα λέξη, κάθε κατανοητή νέα έκφραση, προσλαμβάνεται από τα αυτιά και τα μάτια του μικρού μαθητή και με ταχύτατη επεξεργασία προστίθεται στην γλωσσική βάση δεδομένων του. Όταν το παιδί έρθει σε ηλικία να μάθει επίσης να διαβάζει και να γράφει, τότε πλέον η γλωσσική πληροφορία που καθημερινά προσλαμβάνει δεν είναι μόνο προφορική αλλά και γραπτή. Ο πρόοδος που σημειώνει καθημερινά το παιδί διαρκώς προστίθεται στην γλωσσική βάση του εγκεφάλου του και κάπως έτσι δημιουργείται και αναπτύσσεται το γλωσσικό δένδρο του λόγου μέσα του. Με χρήση αυτού του νοητικού γλωσσικού επεξεργαστή, οι άνθρωποι μπορούν καθόλη τη διάρκεια της ζωής τους να σπουδάσουν το αντικείμενο που θα επιλέξουν, να εργαστούν, να απολαύσουν λογοτεχνία και ποίηση, μία κινηματογραφική ταινία ή ένα ακουστικό βιβλίο, να επικοινωνήσουν τις σκέψεις και τα συναισθήματά τους σε συνανθρώπους τους και τέλος να γίνουν με τη σειρά τους γονείς και με τον ίδιο τρόπο να εκπαιδεύσουν κι αυτοί με τη σειρά τους τα δικά τους παιδιά στην χρήση της γλώσσας και του λόγου.
Αυτά σε γενικές γραμμές ισχύουν στην εκμάθηση της πρώτης γλώσσας. Τι ισχύει όμως για την εκμάθηση μιας δεύτερης γλώσσας; Και σε τι διαφέρει η εκμάθηση μιας δεύτερης γλώσσας σε σχέση με την εκμάθηση της μητρικής; Είναι αλήθεια αυτό που γενικά ακούγεται πως οι ενήλικες έχουν πια μειωμένη ικανότητα σε σχέση με τα παιδιά για πρόσληψη και αφομοίωση της γλώσσας; Με βάση τα προηγούμενα, υποστηρίζουμε πως η διαδικασία εκμάθησης μιας δεύτερης γλώσσας δεν διαφέρει σχεδόν σε τίποτα από την διαδικασία εκμάθησης της πρώτης γλώσσας. Και όχι μόνο δεν χάνουν οι άνθρωποι με το πέρασμα των χρόνων την ικανότητα εκμάθησης μιας γλώσσας, αλλά το αντίθετο ισχύει. Οι ενήλικες ήδη διαθέτουν ένα πλήρως ανεπτυγμένο «γλωσσικό επεξεργαστή» για την μητρική τους γλώσσα, κάτι που μας κάνει να πιστεύουμε πως εκμάθηση μιας δέυτερης ή τρίτης γλώσσας, η δημιουργία δηλαδή ενός δεύτερου ή τρίτου παράλληλου γλωσσικού επεξεργαστη μπορεί να συντομευτεί σημαντικά σε σχέση με τον χρόνο που χρειάστηκε το παρθενικό τους μυαλό να δημιουργήσει τις δομές της πρώτης γλώσσας. Όλα αυτά βέβαια με δύο σημαντικές προυποθέσεις:
Η πρώτη προυπόθεση είναι πως κάποιος ενήλικας θέλει πραγματικά να μάθει μια ξένη γλώσσα. Οχι απλά να χρειάζεται να την μάθει αλλά και να το θέλει! Κατ' αναλογία κάποιος πρέπει να θέλει να αποκτήσει ένα όμορφο καλογυμνασμένο σώμα. Οχι απλά να χρειάζεται να χάσει κάποια κιλά για ιατρικούς ή αισθητικούς λόγους αλλά και να το θέλει πραγματικά γιατί μόνο σε αυτή την περίπτωση θα μπορέσει να ακολουθήσει το πρόγραμμα εκγύμνασης που θα τον οδηγήσει στη επίτευξη του στόχου του. Και όπως ισχύει για την περίπτωση της εκγύμνασης όπου η κατασκευή ενός ωραίου σώματος προυποθέτει την δημιουργία νέου μυικού ιστού έτσι και η εκμάθηση νέων γνώσεων ή μιας νέας γλώσσας προυποθέτει τη δημιουργία νέων νευρώνων και νέων εγκεφαλικών συνδέσεων, που για να γίνουν απαιτείται θέληση και ενέργεια!
Η δεύτερη προυπόθεση είναι να έχουν στη διάθεσή τους οι ενήλικες την αναγκαία και ικανή ποσότητα κατανοητής γλωσσικής πληροφορίας στη γλώσσα που τους ενδιαφέρει να μάθουν. Σε αντίθεση με τα βρέφη οι ενήλικες ήδη κατέχουν έναν πλήρως ανεπτυγμένο γλωσσικό επεξεργαστή για την μητρική τους γλώσσα και μπορούν να χρησιμοποιήσουν αυτόν τον επεξεργαστή σε συνδυασμό με πιστές μεταφράσεις και λεξικά προκειμένου να μπορέσουν να αποκωδικοποιήσουν την γλωσσική πληροφορία της γλώσσας στόχου και με αυτόν τον τρόπο να εκπαιδεύσουν τον υπο ανάπτυξη γλωσσικό επεξεργαστή του εγκεφάλου τους για την γλώσσα αυτή. Έτσι, δεδομένου πως υπάρχει η θέληση και ο διαθέσιμος χρόνος, η πρόοδος των ενηλίκων στην εκμάθηση μιας ξένης γλώσσας μπορεί να είναι πολύ πιο γρήγορη σε σχέση με τα βρέφη και τα νήπια που χρειάζονται αρκετά χρόνια για να αποκτήσουν άνεση και ευχέρεια στη χρήση της μητρικής τους γλώσσας. Το γλωσσικό υλικό για την εκμάθηση μιας ξένης γλώσσας από ενήλικες θα πρέπει αναγκαστικά να περιέχει τον ήχο της αφήγησης των κειμένων του και οπως είπαμε θα πρέπει απαραίτητα να παρέχει τα μέσα για την αποκωδικοποίηση της γλωσσικής πληροφορίας μέσα από πιστές μεταφράσεις των λέξεων και των φράσεων των κειμένων ώστε ο υπό ανάπτυξη γλωσσικός επεξεργαστής των σπουδαστών να έχει τη δυνατότητα να εκπαιδεύεται και να αναπτύσσεται αποκωδικοποιώντας και καταγράφωντας το γλωσσικό υλικό, τόσο το προφορικό όσο και το γραπτό.
Το project Patrologos για την εκμάθηση της Ελληνικής γλώσσας έχει δημιουργηθεί γύρω από την θεωρία της ύπαρξης ενός γλωσσικού επεξεργαστή σε κάθε άνθρωπο ο οποίος είναι υπεύθυνος για την ικανότητα εκμάθησης τόσο της μητρικής γλώσσας όσο και των ξένων γλώσσων που οι άνθρωποι θα μάθουν κατα τη διάρκεια της ζωής τους. Τόσο για την πρώτη γλώσσα όσο και για τις υπόλοιπες αυτός ο γλωσσικός επεξεργαστής αναπτύσσεται και μαθαίνει διαρκώς μέσω από την διαρκή έκθεση του σε κατανοητή γλωσσική πληροφορία, προφορική ή γραπτή. Τα υποτιτλισμένα ακουστικά βιβλία ελληνικής λογοτεχνίας που παράγουμε αποτελούν μια χαρακτηριστική εφαρμογή αυτής της θεωρίας. Χρησιμοποιώντας έργα λογοτεχνίας σε τρία επίπεδα, για αρχάριους, ενδιάμεσους και προχωρημένους σπουδαστές παρέχουμε στους σπουδαστές την αναγκαία και ικανή ποσότητα γλωσσικής πληροφορίας για την εκπαίδευση και ανάπτυξη του γλωσσικού επεξεργαστή της ελληνικής γλώσσας στον εγκεφαλό τους. Το πλεονέκτημα που παρέχει η λογοτεχνία ως υλικό γλωσσομάθειας είναι η μεγάλη ποσότητα εικόνων, ιδεών και συναισθημάτων που περιέχει. Οι εικόνες, οι ιδέες και τα συναισθήματα παρέχουν τα συμφραζόμενα που συνοδεύουν τις έννοιες που οι λέξεις και οι φράσεις του κειμένου εκφράζουν και περιγράφουν. Οι σπουδαστές που με επιμονή και υπομονή θα χρησιμοποιήσουν την παράλληλη μετάφραση προκειμένου να κατανοήσουν τις εικόνες, τις ιδέες και τα συναισθήματα των έργων της οπτικοακουστικής ελληνικής λογοτεχνίας που βρίσκονται στην ιστοσελίδα μας, ουσιαστικά δίνουν την δυνατότητα στον πανίσχυρο ανθρώπινο εγκέφαλό τους να ταξινομήσει και να κατακτήσει μία τεράστια ποσότητα γλωσσικών δομών ελληνικής γλώσσας. Με τον καιρό, και με διαρκή ανάγνωση και εκπαίδευση οι σπουδαστές θα διαπιστώσουν μια αξιοσημείωτη πρόοδο στον βαθμό κατανόησης των λέξεων και των φράσεων της ελληνικής γλώσσας, καθώς πολλές από αυτές τις λέξεις και τις φράσεις θα τις συναντούν για πολλοστή πλέον φορά και θα βρίσκονται ήδη καταγεγραμμένες στο μυαλό τους.
Στο επόμενο στάδιο όλες αυτές οι εγγραφές του κατανοητού ελληνικού λογου μέσα στο μυαλό των σπουδαστών θα αρχίσουν να βρίσκουν πλέον τον δρόμο τους στις πρώτες αβίαστες προσπάθειες παραγωγής λόγου. Γιατί αν μπορούμε να είμαστε σίγουροι για κάτι, είναι αυτό: Όταν οι σπουδαστές μιας ξένης γλώσσας είναι πλέον έτοιμοι να μιλήσουν σε αυτή τη γλώσσα, στην πραγματικότητα δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να αναπαράγουν τις ακουστικές τους μνήμες από λέξεις και φράσεις που ήδη έχουν ακούσει, έχουν κατανοήσει και έχουν αποθηκεύσει στον νού τους με την βοήθεια του πανίσχυρου γλωσσικού επεξεργαστά που όλοι οι άνθρωποι διαθέτουμε. Αλλά θα πούμε περισσότερο για την παραγωγή του λόγου σε επόμενο κεφάλαιο.