Μὲ τοὺς λόγους αὐτοὺς «γῆ εἶ καὶ εἰς γῆν ἀπελεύσῃ» τελειώνει ἡ δικαία ἀπόφασις, τὴν ὁποίαν ὁ δίκαιος Θεὸς ἐξέδωκεν ἐναντίον τοῦ Ἀδὰμ καὶ τῶν ἀπογόνων του.
Ἡ Εὔα καὶ ὁ Ἀδὰμ ἡμάρτησαν. Ἦτο ποτὲ δυνατὸν ὁ Θεὸς νὰ μὴ τοὺς τιμωρήσῃ; Εἶναι τόσο μισητὸν καὶ βδελυρὸν πρᾶγμα εἰς τὰ μάτια τοῦ Θεοῦ ἡ ἁμαρτία, ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ γίνῃ διαφορετικά, παρὰ νὰ τιμωρηθῇ ὁ Ἀδάμ, ἀφοῦ παρεσύρθη εἰς αὐτήν.
Ξέρε το καλά, Χριστιανέ μου· ἡ ἁμαρτία θὰ τιμωρηθῇ καὶ ὁ ἁμαρτωλὸς εἶναι μισητὸς ἐμπρὸς εἰς τὸν Θεόν. Δὲν μισεῖ καὶ δὲν τιμωρεῖ καὶ δὲν βδελύσσεται ὁ Θεὸς τίποτε ἄλλο τόσον πολὺ ὅσον τὴν ἁμαρτίαν.
Καὶ δὲν βλέπεις; Ἀπὸ τὴν μαύρην ἐκείνην τῆς παραβάσεως ἡμέραν ἕως σήμερον, πῶς ἡ ποινὴ αὐτή, ποὺ μᾶς ἐπέβαλεν ὁ Θεός, πιέζει τὰ στήθη ὅλου τοῦ ἀνθρωπίνου γένους καὶ πῶς τὰ δάκρυα καὶ οἱ στεναγμοὶ καὶ οἱ μόχθοι καὶ οἱ ἱδρῶτες καὶ οἱ ἀρρώστιες καὶ ὁ τρομερὸς θάνατος εἶναι κληρονομιά, τὴν ὁποίαν ὁ καθένας μας παίρνει ἀπὸ τὸν πατέρα του, καὶ τὴν ὁποίαν ὁ καθένας μας ἀφίνει στὸ παιδί του;
Βέβαια. Ὁ Θεὸς μισεῖ καὶ ἀποστρέφεται καὶ τιμωρεῖ τὴν ἁμαρτίαν.
Δὲν βλέπεις, πῶς καὶ ὁ μονάκριβος Υἱός Του, ὁ Ἰησοῦς Χριστός, μιὰ φορὰ ποὺ ἔγινεν ἄνθρωπος καὶ ἠθέλησε νὰ πάρῃ ἐπάνω Του τὰ βάρη τὰ ἰδικά μας, τὰς ἁμαρτίας μας, δὲν βλέπεις, πῶς τιμωρεῖται καὶ ὑποφέρει καὶ Αὐτός, καὶ πῶς τὰ βάσανα, ποὺ ἐπιβάλλει ὁ Θεὸς εἰς τὸν Ἀδὰμ διὰ τὴν ἁμαρτίαν του, τὰ τραβᾷ καὶ τὰ ὑποφέρει καὶ Αὐτὸς ὁ Υἱός Του;
Δές τον, Χριστιανέ μου. Εἶναι ἄνθρωπος τῆς θλίψεως καὶ τῆς ὀδύνης. Εἰς ἕνα κῆπον ὁ Ἀδὰμ ἤκουσε τότε, ὅτι μὲ ἱδρῶτας πολλοὺς θὰ ἔτρωγεν εἰς τὸ ἑξῆς τὸ ψωμί του καὶ μὲ δάκρυα καὶ λύπας πολλὰς θὰ ἐπέρνα τὴν ζωήν του.
Εἰς ἕνα κῆπον καὶ ὁ Ἰησοῦς ὡς ἀντιπρόσωπος ἰδικός μας ἀρχίζει νὰ πληρώνῃ τὸ χρέος μας καὶ νὰ δοκιμάζῃ τὴν ποινήν, ποὺ ἀνήκει εἰς ἡμᾶς.
Εἰς τὸν κῆπον τῆς Γεθσημανῆ τρέχει ὁ ἱδρῶτας ἀπ’ ἐπάνω Του τόσον ἄφθονος καὶ πυκνός, ὡσὰν νὰ ἦτο αἷμα πηγμένον. Καὶ φθάνει ἐκεῖ ἡ ἀγωνία Του καὶ ἡ θλῖψις Του εἰς τὸ κατακόρυφον, εἰς σημεῖον ὅπου κανεὶς ἀπὸ τοὺς θνητοὺς ἀνθρώπους δὲν ἐδοκίμασεν ἀκόμη.
Ἐπληρώνοντο, ἀδελφέ μου, τὰ λύτρα διὰ τὴν ἁμαρτίαν μας. Καὶ τὰ δάκρυα καὶ οἱ στεναγμοὶ καὶ οἱ ἱδρῶτες, ποὺ κατεδικάσθη νὰ χύνῃ ὁ ἄνθρωπος διὰ τὴν ἁμαρτίαν του, ἔπρεπε νὰ τοὺς χύσῃ καὶ ὁ Ἰησοῦς. Καὶ τοὺς χύνει.
Καὶ περιεκύκλωσαν Αὐτὸν «ὠδῖνες θανάτου». Τὰς ὠδῖνας, ποὺ κάθε γυναῖκα πρέπει διὰ τὴν ἁμαρτίαν τῆς Εὔας νὰ δοκιμάζῃ, ἔπρεπε νὰ τὰς γευθῇ καὶ Ἐκεῖνος, ποὺ ἦλθε ν’ ἀπολυτρώσῃ ὄχι μόνον τοὺς ἄνδρας, ἀλλὰ καὶ τὰς γυναῖκας.
Πόνους αἰσθάνεται ἡ γυναῖκα ὅταν γεννᾷ, καὶ κινδυνεύει πολλὲς φορὲς ν’ ἀποθάνῃ εἰς τὴν γένναν της ἐπάνω. Πόνους ἀνυποφόρους, δριμυτάτους, φοβερούς, φρικτοὺς ἐδοκίμασε καὶ ὁ Ἰησοῦς, ὁ ὁποῖος δὲν ἀποθνήσκει ἁπλῶς ὅπως ἀποθνήσκουν οἱ περισσότεροι ἀπὸ ἡμᾶς, ἀλλ’ ἀποθνήσκει μέσα εἰς τρομερὸν πόνων μαρτύριον.
Ἔτσι ἔπρεπε νὰ πληρωθῇ ἡ ἁμαρτία. Ἡ ἀπόφασις τοῦ Θεοῦ εἶναι ἐκτελεστή. Ὅ,τι εἶπεν ὁ Θεός, πρέπει νὰ γίνῃ. Καὶ ἔγινε χωρὶς νὰ λυπηθῇ ὁ Θεὸς οὐδὲ αὐτὸν τὸν ἀγαπημένον καὶ μονάκριβον Υἱόν Του. Καὶ περιμένεις τώρα σύ, ἁμαρτωλὲ ἀδιόρθωτε, νὰ ξεφύγῃς τὸ κρῖμα τῆς θείας δικαιοσύνης καὶ νὰ γλυτώσῃς ἀπὸ τὴν φοβερὰν καταδίκην τοῦ Οὐρανίου κριτηρίου;
Ὁ Θεὸς παιδεύει καὶ τιμωρεῖ τὸν Ἀδὰμ καὶ τὴν Εὔαν, ἀλλὰ δὲν τοὺς ἀποκηρύττει ἐντελῶς. Εἶναι παιδιά Του. Ἀπειθῆ καὶ ἄτακτα παιδιά, τὰ ὁποῖα ζητεῖ νὰ τὰ ἐπαναφέρῃ εἰς τὸν δρόμον τῆς ἀρετῆς, ἀλλὰ τὰ ὁποῖα δὲν τὰ κάμνει ἀπόπαιδα. Καὶ δι’ αὐτὸ βλέπομεν καὶ τώρα, ὅτι ὁ Θεὸς ἐξακολουθεῖ νὰ φροντίζῃ διὰ τοὺς πρωτοπλάστους καὶ σὰν Πατέρας νὰ προστατεύῃ αὐτούς.
«Καὶ ἐποίησε Κύριος ὁ Θεὸς τῷ Ἀδὰμ καὶ τῇ γυναικὶ αὐτοῦ χιτῶνας δερματίνους καὶ ἐνέδυσεν αὐτούς».
Ὄχι· ὁ Θεός, ὅταν ἐκφωνοῦσε τὴν καταδικαστικήν Του ἀπόφασιν κατὰ τοῦ Ἀδὰμ καὶ τῆς Εὔας δὲν ἐσκόπευε ποτὲ νὰ ἐξοντώσῃ καὶ νὰ καταστρέψῃ αὐτούς. Διότι ἂν ἤθελε νὰ τοὺς ἐξοντώσῃ, πῶς θὰ ἐφρόντιζεν ὕστερα ἀπὸ λίγο νὰ τοὺς ἐνδύσῃ μὲ «χιτῶνας δερματίνους», διὰ νὰ μὴ μένουν γυμνοὶ καὶ κρυώνουν ἀπὸ τὸ ψῦχος τοῦ χειμῶνος;
Βλέπεις ὅμως καθαρά, ἀδελφέ μου, ὅτι τὰ ροῦχα, ποὺ φοροῦμεν εἶναι καὶ αὐτὰ μιὰ κληρονομιὰ καὶ ἕνα ἔνδυμα, ποὺ μᾶς τὸ ἔδωκεν ἡ ἁμαρτία.
Ἂν οἱ προπάτορές μας, ὁ Ἀδὰμ καὶ ἡ Εὔα δηλαδή, δὲν ἡμάρταναν, δὲν θὰ εἴχαμεν ἀνάγκην ἀπὸ ἐνδύματα, οὔτε θὰ ἐπιβαρυνόμεθα ἀπὸ τοὺς τόσους κόπους, ποὺ κάμνομεν τώρα διὰ νὰ ὑφάνωμεν, διὰ νὰ κόψωμεν, διὰ νὰ ράψωμεν τὰ ροῦχα, ποὺ φοροῦμεν.
Οὔτε θὰ ἐκρυώναμεν, ὥστε νὰ μᾶς εἶναι τὸ ἔνδυμα ἀπαραίτητον, ὅπως προφυλαχθῶμεν ἀπὸ τὸ κρύο, οὔτε θὰ εἴχαμεν τὴν πονηρίαν αὐτήν, ποὺ μᾶς κάμνει νὰ ἐντρεπώμεθα, ὅταν εἴμεθα γυμνοὶ καὶ νὰ ἔχωμεν λοιπὸν πάλιν ἀνάγκην τοῦ ἐνδύματος διὰ νὰ σκεπάσωμεν τὴν γύμνωσίν μας.
Ὥστε ἀντὶ νὰ ὑπερηφανεύεσαι, ἀδελφέ μου, διὰ τὰ λαμπρὰ ροῦχα ποὺ φορεῖς, δικαιότερον εἶναι νὰ ἐντρέπεσαι.
Φορεῖς μεταξωτά. Φορεῖς κοστοῦμι σύμφωνα μὲ τὴν τελευταίαν μόδαν. Φορεῖς ροῦχα πολυτελέστατα καὶ φανταχτερὰ, μὲ χρώματα χτυπητὰ καὶ ζωηρά. Καὶ σοῦ φαίνεται, ὅτι κάτι εἶσαι. Σοῦ φαίνεται, πῶς τὰ ροῦχα σὲ κάνουν καλύτερον ἀπὸ ὅ,τι εἶσαι, ἀνώτερον ἀπὸ τὸν ἄλλον ποὺ δὲν ἔχει καὶ αὐτὸς νὰ τὰ φορέσῃ, ἀλλὰ περιπατεῖ ντυμένος πτωχότερα.
Πόσον ὅμως πλανᾶσαι, ἀδελφέ μου! Τὰ ροῦχα δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ ἕνα ἀκόμη σημάδι τῆς πτωχείας καὶ τῆς ἀρρώστιας καὶ τῆς ἀδυναμίας καὶ τῆς ἐντροπῆς καὶ τῆς ἀτιμίας, ποὺ μᾶς ἔδωκεν ἡ ἁμαρτία.
Πόσον καὶ σὺ καὶ ἐγὼ καὶ ὅλοι μας θὰ ἤμεθα εὐτυχέστεροι καὶ ἡσυχώτεροι, ἂν δὲν εἴχομεν ἀνάγκην νὰ ἐνδυθῶμεν· ἂν ἤμεθα εἰς τὴν κατάστασιν, ὅπου μᾶς ἔπλασεν εἰς τὴν ἀρχὴν ὁ Θεός, ἀθῶοι καὶ ἄφθαρτοι, καὶ μόνον ἰσόβιον καὶ διαρκὲς καὶ πάντοτε νέον ἔνδυμά μας τὸ γυμνόν μας δέρμα!
Πρόσεξε δέ. Δὲν τοὺς ἐνέδυσε μὲ μεταξωτὰ καὶ χρυσοκέντητα ροῦχα ὁ Θεός, ἀλλὰ μὲ χιτῶνας δερματίνους. Μὲ ροῦχα στερεά, τὰ ὁποῖα ἀντεῖχον, διότι ἦσαν ἀπὸ δέρμα· καὶ μὲ ροῦχα θερμὰ καὶ ζεστά, διότι εἶχον τὸ μαλλὶ τῶν ζώων, τῶν ὁποίων ἦσαν τὰ δέρματα. Ἦσαν ροῦχα φτιασμένα μόνον καὶ μόνον διὰ νὰ σκεπάζουν τὸ σῶμα. Ὄχι ροῦχα πρὸς ματαίαν καὶ ἀνόητον ἐπίδειξιν.
Σήμερον οἱ ἄνθρωποι φτιάνουν τὰ ροῦχα περισσότερον διὰ νὰ τοὺς παρουσιάζουν κομψοτέρους καὶ πιὸ εὐμόρφους, παρὰ διὰ νὰ καλύπτουν τὴν γύμνωσιν τοῦ σώματος καὶ διὰ νὰ τὸ προφυλάττουν ἀπὸ τὸ ψῦχος.
Ροῦχα μεταξωτά, ἐλαφρά, πολὺ λεπτά, ποὺ εἰμπορεῖ ἀκόμη νὰ φαίνεται ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον σκεπάζουν· ροῦχα, ποὺ ἀφίνουν πολλὰ μέρη τοῦ σώματος ξέσκεπα καὶ γυμνά·
ροῦχα ποὺ γίνονται καὶ φοροῦνται χωρὶς καμμίαν ἐντροπὴν καὶ συστολήν, αὐτὰ εἶναι τὰ ροῦχα, μὲ τὰ ὁποῖα αἱ θυγατέρες τῆς Εὔας ἀντικατέστησαν τοὺς δερματίνους χιτῶνας, τοὺς ὁποίους εἰς ἐκείνην ἔδωκεν ὁ Θεός.
Καὶ βέβαια δὲν θὰ εἶχε κανεὶς τὴν ἀξίωσιν μὲ δερματίνους νὰ περιπατοῦν χιτῶνας καὶ μέχρι σήμερον αἱ γυναῖκες καὶ οἱ ἄνδρες. Θὰ μποροῦσε ὅμως ὁ καθένας νὰ θεωρῇ φρόνιμον καὶ σωστὸν καὶ ἐπιβεβλημένον κάθε ἄνδρας καὶ κὰθε γυναῖκα νὰ ἔχῃ καὶ νὰ φορῇ ἔνδυμα σοβαρόν, στερεόν, σεμνόν, ὅπως ἦσαν καὶ τὰ δερμάτινα ἐκεῖνα φορέματα.
Ἔνδυμα, ποὺ νὰ μὴ πετιέται κατὰ μέρος μόνον καὶ μόνον, διότι δὲν εἶναι τῆς τελευταίας μόδας. Ἔνδυμα, ποὺ νὰ μὴν ἐκθέτῃ εἰς τὰ βλέμματα τῶν ἀνδρῶν, ὅ ,τι θὰ ἦτο σεμνότερον νὰ εἶναι σκεπασμένον.
«Καὶ ἐποίησε χιτῶνας δερματίνους». Διατί ὁ Θεὸς ἔδωκε τοὺς δερματίνους χιτῶνας εἰς τοὺς πρωτοπλάστους; Διότι αὐτοὶ μετὰ τὴν ἁμαρτίαν ἐντρέποντο νὰ περιπατοῦν γυμνοί. Σήμερον ὅμως; Ἀντεστράφησαν βλέπετε οἱ ὅροι.
Αἱ θυγατέρες τῆς Εὔας, ὡσὰν νὰ ἔφθασαν εἰς τὴν κατάστασιν τῆς ἀναμαρτησίας, εἰς τὴν ὁποίαν ἦσαν οἱ πρωτόπλαστοι πρὸ τοῦ νὰ ἁμαρτήσουν, ὁπότε ἐπεριπατοῦσαν γυμνοὶ καὶ δὲν ἐντρέποντο, οὕτω καὶ αὐταὶ σήμερον σιγά-σιγὰ ἀφίνουν περισσότερον μέρος τοῦ σώματός των ἀκάλυπτον καὶ δὲν αἰσθάνονται καμμίαν ἐντροπήν!
Ἐνῶ ἡ ἁμαρτία, ποὺ αὐξάνει κάθε ἡμέραν καὶ ἁπλώνει περισσότερον τὰ δίκτυά της, ἔπρεπε νὰ συντελῇ εἰς τὸ νὰ καλύπτωνται αἱ γυναῖκες περισσότερον, αὐταὶ ἀπογυμνοῦνται περισσότερον.
Ἀλλ’ ἐσυλλογίσθητε ἆρα γε σεῖς ποὺ ἀδιάντροπα γυρίζετε εἰς τοὺς δρόμους μὲ τὸν τράχηλον καὶ τὴν ράχιν καὶ τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια ἀκόμη γυμνὰ ἢ σκεπασμένα μὲ ἀραχνοΰφαντα μεταξωτά, ἐσυλλογίσθητε τὸ μέγα κακὸν ποὺ κάμνετε;
Ἐσυλλογίσθητε πόσον βλάπτετε τὸν ἑαυτόν σας, ἀπὸ τὸν ὁποῖον ἀφαιρεῖτε κάθε συστολὴν καὶ κάθε ἐντροπήν; Ἐσυλλογίσθητε πόσον βλάπτετε καὶ τοὺς ἄνδρας, καὶ μάλιστα τοὺς νέους, διὰ τὰς παρεκτροπὰς τῶν ὁποίων θὰ ἔχετε βαρυτάτην τὴν εὐθύνην;
Ἂς συνέλθωμεν λοιπὸν ὅλοι. Ἂς συλλογισθῶμεν ὅλοι, ἄνδρες καὶ γυναῖκες, ὅτι τὸ ἔνδυμα, τὸ ὁποῖον ἀπὸ πατρικὴν στοργὴν ἔδωκεν ὁ οὐράνιος Πατέρας εἰς τὰ ἀπειθῆ παιδιά Του, διὰ τὰ ὁποῖα ἐν τούτοις δὲν ἔχασε ποτὲ τὸ ἐνδιαφέρον Του, ἂς συλλογισθῶμεν ὅτι τὸ ἔνδυμα αὐτὸ ἐδόθη διὰ νὰ καλύπτῃ τὴν γύμνωσίν μας καὶ νὰ ἀποδιώκῃ τὴν ἐντροπήν, ἡ ὁποία ἐπήγασεν ἐκ τῆς γυμνότητος μετὰ τὴν ἁμαρτίαν.
Ἐὰν λοιπὸν δὲν ἐντρέπεται κανείς, ὅταν γυρίζῃ γυμνὸς εἰς τοὺς δρόμους, τοῦτο σημαίνει ὅτι ἡ ἁμαρτία ἐπέφερε πλέον τέλειον σκοτισμὸν καὶ παραλογισμόν.
Τὸν θαυμάσιον κῆπον τῆς Ἐδὲμ εἶχε φυτεύσει ὁ Θεὸς διὰ νὰ εἶναι κατοικία τοῦ Ἀδάμ, ἐφ’ ὅσον οὗτος θὰ ἔμενεν εἰς τὴν ὑπακοὴν τοῦ Πλάστου του.
Μὰ τώρα, ποὺ ὁ Ἀδὰμ ἐδείχθη ἀπειθὴς εἰς τὸν Δημιουργόν του, δὲν τοῦ ἤξιζε πλέον νὰ μείνῃ εἰς τὸν τόπον ἐκεῖνον τῆς ἀναπαύσεως καὶ ἀνέσεως. Δὲν τοῦ ἤξιζε, διότι ἦτο ἔνοχος καὶ ὡς ἔνοχος δίκαιον καὶ πρέπον ἦτο νὰ τιμωρηθῇ.
Δὲν τοῦ ἤξιζε ἀκόμη, διότι ἡ ἁμαρτία τώρα τὸν διέστρεψε καὶ συνεπῶς ἔτσι διεστραμμένος, καθὼς ἦτο ὁ Ἀδάμ, μέσα εἰς τὸν τόπον ἐκεῖνον τῆς τρυφῆς θὰ ἐβλάπτετο καὶ θὰ διεφθείρετο ἀκόμη περισσότερον.
Ὡμοίαζε πρὸς τὸν ἀνόητον ἐκεῖνον καὶ ἀκυβέρνητον καὶ ἄμυαλον νέον, ὁ ὁποῖος ὅσῳ περισσότερα μέσα καὶ πλούτη ἔχει εἰς τὰ χέρια του, τόσῳ περισσότερον διαφθείρεται καὶ καταστρέφεται.
Δι’ αὐτὸ λοιπὸν καὶ ὁ Θεὸς ἀποφασίζει νὰ τὸν ἐκδιώξῃ ἀπὸ τὸν Παράδεισον. Τὸ ἀποφασίζει ὡς δίκαιος καὶ ἀπροσωπόληπτος Κριτής. Τὸ ἀποφασίζει ὅμως καὶ ὡς φιλόστοργος καὶ σοφὸς καὶ συνετὸς Πατέρας.
«Ἰδού», λέγει ὁ Θεός, «Ἀδὰμ γέγονεν ὡς εἷς ἐξ ἡμῶν, τοῦ γινώσκειν καλὸν καὶ πονηρὸν καὶ νῦν μήποτε ἐκτείνῃ τὴν χεῖρα αὐτοῦ καὶ λάβῃ ἀπὸ τοῦ ξύλου τῆς ζωῆς καὶ φάγῃ καὶ ζήσεται εἰς τὸν αἰῶνα».
Ὁ Ἀδὰμ τώρα δὲν εἶναι, ὁποῖος ἦτο πρὸ τῆς ἀπειθείας καὶ παραβάσεώς του. Ἔχει ἄλλας ἰδέας καὶ ἀξιώσεις τώρα.
«Γέγονεν ὡς εἷς ἐξ ἡμῶν», λέγει ὁ Θεός. Ἐξετροχιάσθη ὁ Ἀδὰμ καὶ δὲν ξεύρει πλέον τὴν θέσιν του. Δὲν ξεύρει ὅτι εἶναι πλάσμα καὶ Δημιούργημα τοῦ Θεοῦ, τὸ ὁποῖον ὀφείλει ταπεινῶς νὰ πειθαρχῇ εἰς τὸν Κυριάρχην του, ὁ Ὁποῖος τὸν ὁρίζει.
Ἡ ἁμαρτία τὸν ἔκαμεν ἐγωϊστὴν καὶ ὑπερήφανον. Θὰ τὸν κάμῃ ἐντὸς ὀλίγου νὰ λησμονήσῃ τὸν Θεόν του καὶ νὰ λατρεύσῃ τὸ ἴδιόν του ἐγὼ ὡς θεόν. Θεὸς τοῦ ἀνθρώπου, ὅταν αὐτὸς σκοτισθῇ καὶ κυριευθῇ ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν, γίνεται ἡ κοιλία του καὶ τὸ ἐγώ του.
Ἐμβαίνει πλέον ὁ ἄνθρωπος εἰς τὸν δρόμον τῆς ἀποστασίας καὶ τοῦ φαίνεται, ὅτι εἰμπορεῖ νὰ δημιουργήσῃ ἰδικόν του βασίλειον, ξεχωριστὸν ἀπὸ ἐκεῖνο ποὺ βασιλεύει ὁ Ὕψιστος Θεός.
«Γέγονεν ὡς εἷς ἐξ ἡμῶν». Ὄχι ὅτι πραγματικῶς ὁ Ἀδὰμ καὶ ὁ ἄνθρωπος ἐν γένει διὰ τῆς ἁμαρτίας γίνεται θεός. Μὴ γένοιτο νὰ ὑποθέσωμεν τοιοῦτόν τι.
Ἀλλ’ ἡ ἁμαρτία σκοτίζει τόσον πολὺ τὸν ἄνθρωπον, ὥστε τὸν κάμνει νὰ λησμονῇ, ὅτι εἶναι ὑποτελὴς εἰς τὸν Θεὸν καὶ τοῦ ἐμπνέει ἓν φρόνημα ὑπερήφανον, ἐγωϊστικόν, εἰδωλολατρικόν, ἕνεκα τοῦ ὁποίου ἀρέσκεται καὶ ἔχει τὴν ἀξίωσιν ὅλοι καὶ ὅλα νὰ ὑπηρετοῦν καὶ νὰ λατρεύουν τὸ ἐγώ του καὶ ὡσὰν νὰ ἦτο εἴδωλον θεοῦ τινος νὰ τὸν κολακεύουν καὶ νὰ τὸν προσκυνοῦν ὅλοι καὶ τίποτε νὰ μὴ ὑπάρχῃ, τὸ ὁποῖον νὰ ἀντιτίθεται εἰς τὰ θελήματά του καὶ τὰς ὀρέξεις του.
Ὁ Ἀδὰμ ἔπρεπε νὰ φύγῃ ἀπὸ τὸν παράδεισον. Ὄχι μόνον διότι ἦτο δίκαιον νὰ φύγῃ, ἀλλὰ καὶ διότι δὲν ἦτο πλέον οὐδὲ συμφέρον νὰ παραμείνῃ ἐκεῖ.
Ἐὰν πράγματι ἐπρόκειτο νὰ διορθωθοῦν τὰ πράγματα καὶ νὰ ὁδηγηθῇ καὶ πάλιν ὁ Ἀδὰμ μὲ τοὺς ἀπογόνους του εἰς τὸ ὕψος ἐκεῖνο, ἀπὸ τὸ ὁποῖον ἡ παράβασις τοὺς ἔρριψεν, ὁ Ἀδὰμ ἔπρεπε νὰ φύγῃ ἀπὸ τὸν Παράδεισον.
Ἐὰν ἔμενεν ἐκεῖ μέσα, πολὺ εὔκολα θὰ ἐξέχανε τὴν θέσιν του καὶ πολὺ δύσκολα θὰ ἐλάμβανε γνῶσιν τῆς δυστυχίας, εἰς τὴν ὁποίαν τὸν ὡδήγησεν ἡ ἁμαρτία. Ἔπρεπε νὰ ἐξορισθῇ ἀπὸ τὸν Παράδεισον, διὰ νὰ λάβῃ πέρας καὶ ἡ ζωὴ τῆς ἀνέσεως καὶ ἀναπαύσεως, ποὺ ἐπέρνα ἐκεῖ μέσα.
Ἔπρεπε νὰ ἐξορισθῇ ἀπὸ τὸν κῆπον ἐκεῖνον τὸν θαυμάσιον καὶ νὰ πέσῃ μέσα εἰς τὴν γῆν τὴν ἀκαλλιέργητον διὰ νὰ καταλάβῃ καλὰ τί θὰ εἴπῃ τὸ «ἐν ἱδρῶτι τοῦ προσώπου σου φαγῇ τὸν ἄρτον σου».
Ἔπρεπε νὰ διωχθῇ ἀπὸ τὸν τόπον ἐκεῖνον, ὅπου ὑπῆρχε κάθε δένδρον καὶ κάθε καρπός, διὰ νὰ ἀρχίσῃ δι’ αὐτὸν ἕνας βίος στερήσεων, πτωχείας, φροντίδων, στενοχωριῶν, ὁ ὁποῖος θὰ τοῦ ἔδιδε νὰ καταλάβῃ, πόσον μέγα κακὸν εἶναι ἡ ἁμαρτία καὶ ποίας ἀβύσσου δυστυχίας τὴν πόρταν ἤνοιξεν εἰς αὐτὸν καὶ εἰς τὸ γένος του ἡ παράβασις.
Ὁ Ἀδὰμ ἔπρεπε νὰ ἐξορισθῇ ἀπὸ τὸν Παράδεισον. Ἡ παιδαγωγία, τῆς ὁποίας τώρα ὁ Ἀδὰμ εἶχεν ἀνάγκην, ἀπαιτοῦσε τοῦτο ὡς ἀπαραίτητον.
Διότι, ἐὰν ὁ Ἀδὰμ δὲν ἐξωρίζετο ἀπὸ τὸν Παράδεισον, θὰ ἔμενεν ἀδιόρθωτος, καὶ ἀντὶ παιδαγωγούμενος νὰ αἰσθανθῇ τὸ λάθος του, θὰ ἐγίνετο χειρότερος καὶ θὰ ὡδηγεῖτο ἀπὸ παραβάσεως εἰς παράβασιν καὶ ἀπὸ ἀπειθείας εἰς ἄλλην ἀπείθειαν.
«Καὶ νῦν μή ποτε ἐκτείνῃ τὴν χεῖρα αὐτοῦ καὶ λάβῃ ἀπὸ τοῦ ξύλου τῆς ζωῆς καὶ φάγῃ καὶ ζήσεται εἰς τὸν αἰῶνα».
Αὐτὴν τὴν ἔννοιαν ἔχουν οἱ λόγοι αὐτοὶ τοῦ Θεοῦ. Ὁ Ἀδὰμ ἐὰν ἔμενεν εἰς τὸν Παράδεισον, θὰ ἐπροχώρει ἀπὸ τὴν μίαν ἀποστασίαν εἰς τὴν ἄλλην. Πλούσιος καθὼς θὰ ἦτο μέσα εἰς τὸν Παράδεισον, εὔκολα θὰ ἐξέχανε τὸν τρόμον, τὸν ὁποῖον ἐδοκίμασεν, ὅταν ὁ Θεὸς τὸν ἔκρινε καὶ τὸν κατέκρινε διὰ τὴν ἁμαρτίαν του.
Καὶ ἀφοῦ δὲν ὑπῆρξεν ἀδύνατον τότε, ὁποῦ ἦτο ἀθῶος, νὰ ἁπλώσῃ τὸ χέρι του καὶ νὰ φάγῃ τὸν καρπὸν τῆς παραβάσεως, δὲν ἦτο διόλου δύσκολον τώρα, ὁποῦ τὸν διέφθειρεν ἡ ἁμαρτία, νὰ προχωρήσῃ καὶ εἰς κάτι ἄλλο καὶ νὰ χειροτερεύσῃ τὴν θέσιν του.
Δηλαδὴ νὰ ἀποστατήσῃ ἐξ ὁλοκλήρου ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ νὰ εἴπῃ: Ὁ Θεὸς μὲ κατεδίκασε νὰ ἀποθάνω. Ἀλλὰ διατί νὰ ἀποθάνω; Ἂς φάγω ἀπὸ τὸ ξύλον τῆς ζωῆς διὰ νὰ ζήσω. Ἂς φάγω διὰ νὰ ματαιώσω τὴν βουλὴν καὶ τὴν ἀπόφασιν τοῦ Θεοῦ. Ἂς φάγω διὰ νὰ μὴ ἀποθάνω ποτέ.
Ἔφαγεν ὁ Ἀδὰμ ἀπὸ τὸ δένδρον τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ. Ἔφαγε τὸν καρπὸν τῆς παραβάσεως. Ἠμποροῦσε τώρα νὰ φάγῃ καὶ ἀπὸ τὸ δένδρον τῆς ζωῆς.
Τοὺς ζωηφόρους καρποὺς τοῦ δένδρου αὐτοῦ, ποὺ θὰ τοῦ ἔδιδαν τὴν ἀθανασίαν, τότε μόνον ἐδικαιοῦτο ὁ Ἀδὰμ νὰ γεύεται, ὅταν ἔμενε πιστὸς εἰς τὴν ὑπακοὴν τοῦ Θεοῦ.
Καὶ τότε οἱ καρποὶ αὐτοί, εἰς τοὺς ὁποίους ὁ Θεὸς μίαν τέτοιαν θαυμασίαν δύναμιν εἶχε δώσει, τότε θὰ διετήρουν διὰ τὸν Ἀδὰμ τὴν ζωογόνον αὐτὴν δύναμίν των, ὅταν οὗτος δὲν ἡμάρτανε καὶ δὲν ἅπλωνε τὸ χέρι του εἰς τὸν καρπὸν τῆς παραβάσεως.
Τώρα ὅμως; Δὲν πρέπει κατ’ οὐδένα λόγον ὁ Ἀδὰμ νὰ γευθῇ τὸν καρπὸν τοῦ δένδρου τῆς ζωῆς. Πρωτίστως δὲν εἶχε τίποτε νὰ κερδίσῃ πλέον ἀπὸ τὸν καρπὸν ἐκεῖνον.
Ἀφοῦ ὁ Θεὸς ἔδιδεν εἰς τὸν καρπὸν αὐτὸν τὴν δύναμιν ἐκείνην τὴν ζωοποιὸν καὶ ἀφοῦ δὲν τὴν εἶχεν ἀπὸ μόνος του τὴν δύναμιν αὐτὴν ὁ καρπὸς ἐκεῖνος, πῶς θὰ ἐζωοποιεῖτο δι’ αὐτοῦ ὁ Ἀδάμ, διὰ τὸν ὁποῖον πλέον ὁ Θεὸς εἶχε βγάλει τὴν ἀπόφασίν του νὰ ἐπιστρέψῃ εἰς τὸ χῶμα καὶ νὰ ἀποθάνῃ;
Ἀλλ’ ἐὰν ἁπλῶς δὲν εἶχε τίποτε νὰ κερδίσῃ ὁ Ἀδὰμ τρώγων τὸν καρπὸν τῆς ζωῆς, τὸ πρᾶγμα δὲν θὰ ἦτο καὶ τόσον σπουδαῖον, ἐὰν ἐπρόφθανε καὶ τὸν ἐγεύετο. Μὰ τώρα πρόκειται νὰ βλαβῇ καὶ «νὰ ζήσῃ μὲν εἰς τὸν αἰῶνα», ὅπως θὰ ἐφαντάζετο ἐκ πρώτης ὄψεως αὐτός, πραγματικῶς ὅμως νὰ ἀποθάνῃ εἰς τὸν αἰῶνα καὶ νὰ καταστραφῇ χωρὶς καμμίαν ἐλπίδα σωτηρίας.
Μὴν ἐκπλήττεσαι, ἀναγνῶστα μου. Τὸ ποτήριον τῆς εὐλογίας καὶ τῆς τραπέζης τοῦ Κυρίου, εἰς τὸ ὁποῖον ἐμπερικλείεται τὸ Αἷμα καὶ τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, δὲν εἶναι ποτήριον ζωῆς καὶ ἀθανασίας;
Καὶ ὅμως, ὅταν μὲ χείλη ἀκάθαρτα καὶ βέβηλα πλησιάσῃς εἰς αὐτό, ἀντὶ νὰ ἀντλήσῃς ἐκεῖθεν τὴν ζωήν, ἀποκομίζεις τὸν θάνατον καὶ τὴν καταδίκην. Καὶ ἀντὶ νὰ ὠφεληθῇς λοιπόν, βλάπτεσαι μεγάλως.
Παρομοίαν βεβήλωσιν θὰ ἔπραττε τώρα καὶ ὁ Ἀδάμ. Ἀνάξιος, καθὼς ἦτο, θὰ ἐπλησίαζε τὰς μολυσμένας του χεῖρας καὶ τὰ ἀκάθαρτα χείλη του διὰ νὰ μετάσχῃ ἑνὸς μυστηρίου τῆς ἁγίας καὶ καθαρωτάτης δυνάμεως καὶ χάριτος τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ.
Διότι ὁμολογουμένως μυστήριον ἱερὸν ὑπέκρυπτον οἱ καρποὶ ἐκείνου τοῦ ξύλου τῆς ζωῆς, ἀναγνῶστα μου. Μυστήριον, εἰς τὸ ὁποῖον ὑποκάτω ἀπὸ τὸν ὑλικὸν καρπὸν ἑνὸς δένδρου θὰ μετεδίδετο εἰς τὸν Ἀδάμ, ἐὰν δὲν ἡμάρτανεν, ἡ ἀόρατος χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ποὺ θὰ τὸν ἔκαμνεν ἀθάνατον καὶ κατὰ τὸ σῶμα.
Καὶ ἡ βεβήλωσις αὐτὴ τοῦ Ἀδὰμ ἐκινδύνευε τώρα νὰ γίνῃ τέτοια ποὺ νὰ μὴ εἰμποροῦσε καμμία ἄλλη βεβήλωσις νὰ τὴν φθάσῃ εἰς ἀσέβειαν καὶ εἰς πώρωσιν. Διατί;
Διότι ὁ Ἀδὰμ ἦτο ἑπόμενον νὰ ἁπλώσῃ τὸ χέρι του εἰς τὸ ξύλον τῆς ζωῆς μὲ τὸν σκοπὸν νὰ ζήσῃ εἰς τὸν αἰῶνα.
Ἐνῶ εἶχεν ἀκούσει καλὰ ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Θεοῦ τὸ «θὰ ἀποθάνῃς» ἐνῶ ἤξευρεν, ὅτι ὁ θάνατος ἦτο ἡ καταδίκη, εἰς τὴν ὁποίαν ὁ Θεὸς τὸν κατεδίκασε, βλέπων τώρα τὸ ξύλον τῆς ζωῆς θὰ ἔμβαινεν εἰς ἕνα τρομερὸν πειρασμόν.
Δὲν τρώγω, θὰ ἔλεγε, διὰ νὰ ζήσω εἰς τὸν αἰῶνα; Μὰ ὁ Θεὸς μὲ κατεδίκασε ν’ ἀποθάνω. Καὶ τί πειράζει; Ἂς φάγω ἀπὸ τὸν καρπὸν αὐτὸν διὰ νὰ ζήσω. Ἂς ματαιωθῇ ἡ βουλὴ τοῦ Θεοῦ. Ἂς μείνῃ ἀνεκτέλεστος ἡ καταδίκη εἰς τὴν ὁποίαν μὲ κατεδίκασε.
Καὶ θὰ ἥπλωνε τὸ χέρι του ὁ Ἀδάμ. Βέβαια δὲν θὰ μποροῦσε ποτὲ καὶ κατ’ οὐδένα λόγον νὰ μεταβάλῃ τὴν τύχην του. Θὰ ἐχειροτέρευε ὅμως ψυχικῶς.
Θὰ ὑπέπιπτεν εἰς νέαν παράβασιν χειροτέραν τῆς πρώτης. Καὶ ἂν ὑπῆρχεν ἀκόμη κάποια ἄκρα τῆς καρδίας του, τὴν ὁποίαν ἡ πρώτη παρακοὴ νὰ μὴ διέφθειρε, τώρα ἡ δευτέρα αὐτὴ παράβασις θὰ εἰσεχώρει καὶ εἰς αὐτήν.
Ὁ Ἀδὰμ θὰ διεφθείρετο ὁλοτελῶς. Θὰ ἐγίνετο πλέον ἀποστάτης. Καὶ θὰ ἔπιπτεν εἰς τὴν ἄβυσσον τοῦ ὁριστικοῦ καὶ τελειωτικοῦ ὀλέθρου, ἀπὸ τὴν ὁποίαν κανεὶς πλέον δὲν θὰ μποροῦσε νὰ σώσῃ αὐτόν.
Ὁ Θεὸς λοιπὸν ἐκδιώκει τὸν Ἀδὰμ ἀπὸ τὸν Παράδεισον. Καὶ τὸ κάμνει ὄχι μόνον ἕνεκα λόγων δικαιοσύνης, ἀλλὰ καὶ λόγῳ τοῦ ἐνδιαφέροντος καὶ τῆς ἀγάπης, τὴν ὁποίαν ὁ Θεὸς τρέφει ἀκόμη διὰ τὸν Ἀδάμ.
Θέλει ὡς πατὴρ φιλόστοργος νὰ παιδαγωγήσῃ τὸ παιδί του, τὸ ὁποῖον ἠτάκτησε καὶ παρεξετράπη. Καὶ δι’ αὐτὸ τὸν ἀποδιώκει ἀπὸ τὸν Παράδεισον καὶ «κατώκισεν αὐτὸν ἀπέναντι τοῦ παραδείσου τῆς τρυφῆς».
Τὸν ἔβαλε νὰ κάθηται εἰς ἕνα μέρος, ἀπὸ τὸ ὁποῖον ἔβλεπε τὸν Παράδεισον, τὴν παλαιάν του αὐτὴν καὶ τερπνὴν καὶ εὐχάριστον κατοικίαν, εἰς τὴν ὁποίαν δὲν εἰμποροῦσε πλέον νὰ ἔμβῃ καὶ πάλιν.
Ἔβλεπε τὸν Παράδεισον καὶ ἐνεθυμεῖτο τὰς ὡραίας ἡμέρας ποὺ ἐπέρασεν ἐκεῖ μέσα. Ἔβλεπε τὸν Παράδεισον τὸ βράδυ ποὺ θὰ γύριζεν ἀπὸ τὴν ἐργασίαν του κατακοπιασμένος καὶ ἐνεθυμεῖτο τὴν ἀνάπαυσιν, τὴν ὁποίαν εἶχεν εἰς τὸν θαυμάσιον ἐκεῖνον κῆπον.
Ἔβλεπε τὸν Παράδεισον καὶ θὰ ἔκλαιε πολλὲς φορές, διότι τὸν ἔχασεν, ἀλλὰ καὶ ἐδιδάσκετο κάθε ἡμέραν, τί κακὸ πρᾶγμα ποὺ εἶναι νὰ ἀπειθῇ κανεὶς εἰς τὸν Θεὸν καὶ νὰ ἀποχωρίζεται ἀπὸ τὸν Θεόν.
Ἔβλεπε τὸν Παράδεισον ὡσὰν τὸν ξεπεσμένον ἐκεῖνον ἄρχοντα, ποὺ κατήντησεν εἰς μεγάλην πτωχείαν καὶ ὁ ὁποῖος πεινασμένος καὶ στερημένος περνᾷ ἀπ’ ἔξω ἀπὸ τὰ ἀνάκτορα, ποὺ ἄλλοτε ἦσαν ἰδικά του καὶ μέσα εἰς τὰ ὁποῖα ἐπέρνα ἄλλοτε ἡμέρας εὐτυχίας, καὶ τώρα δὲν τολμᾷ οὐδὲ τὴν ἐξώπορταν αὐτῶν νὰ διαβῇ.
Ὁ ἀγαθὸς Θεὸς ἐξεπίτηδες ἔβαλε τὸν Ἀδὰμ ἐκεῖ νὰ κάθεται. Ἐξεπίτηδες διὰ νὰ τὸν παιδαγωγήσῃ, διὰ νὰ τὸν διδάξῃ μὲ τὰ πράγματα αὐτά, πόσον κακὸν εἶναι ἡ ἁμαρτία καὶ πόσον φοβερὸν εἶναι διὰ τὸν ἄνθρωπον νὰ ἔλθῃ εἰς σύγκρουσιν μὲ τὸν Πλάστην του.
Πόσες φορές, ἀναγνῶστα μου, θὰ ἠθέλησεν ὁ Ἀδὰμ νὰ ξαναέμβῃ, ἔστω καὶ δι’ ὀλίγας ὥρας, μέσα εἰς τὴν παλαιάν του κατοικίαν, τὸν κῆπον ἐκεῖνον τῆς τρυφῆς! Μὰ δὲν ἠμποροῦσεν ὁ ταλαίπωρος. Διότι ὁ Θεὸς «ἔταξε τὰ Χερουβὶμ μὲ τὴν φλογίνην ρομφαίαν, τὴν στρεφομένην φυλάσσειν τὴν ὁδὸν τοῦ ξύλου τῆς ζωῆς».
Μία φρουρά, τῆς ὁποίας ἡ δύναμις ἦτο ἀκαταγώνιστος, ἓν ἀπόσπασμα ὄχι στρατιωτικὸν ἀλλὰ ἀγγελικόν, φρουρὰ τὴν ὁποίαν ἀπετέλουν ἄγγελοι ἐκ τοῦ τάγματος τῶν Χερουβίμ, αὐτὴ εἶχε ταχθῆ ἐκεῖ διὰ νὰ ἐμποδίζῃ τὴν εἴσοδον εἰς τὸν Παράδεισον.
Καὶ εἰς τὴν διάθεσιν τῆς φρουρᾶς αὐτῆς ὡς ὅπλον ὑπηρετικὸν εἰς ἐκτέλεσιν τῆς ἐντολῆς, ἡ ὁποία τῆς εἶχε δοθῆ, ἐτέθη ἡ φλογίνη ρομφαία. Ρομφαία ὄχι σιδηρᾶ· ρομφαία ὄχι ἀπὸ κάποιον μέταλλον κατασκευασμένη· ρομφαία καὶ μάχαιρα ὄχι ὑλική ἀλλὰ ρομφαία φλογίνη.
Ἦτο ἡ δύναμις τοῦ Θεοῦ, ἡ δραστικὴ ὡς φλὸξ καὶ πῦρ· ἦτο ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ ἡ ὁποία ἦτο ἕτοιμος νὰ κατακαύσῃ πάντα ἀποστάτην, ὅστις θὰ ἐτόλμα νὰ παραβιάσῃ τὰς εἰσόδους τοῦ Παραδείσου.
Πάει πλέον, Ἀδάμ· ἔσβησε κάθε σου ἐλπίδα νὰ ξαναέμβῃς εἰς τὸν Παράδεισον, καὶ νὰ φάγῃς ἀπὸ τὸν καρπὸν τῆς ζωῆς.
Ὁ πρῶτος δρόμος, ποὺ σοῦ ἤνοιξεν ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ διὰ νὰ γίνῃς ἀθάνατος καὶ εὐτυχὴς κοντὰ εἰς τὸν Πλάστην σου, ἔκλεισε γιὰ πάντα. Δὲν μπορεῖς πλέον νὰ ξαναέμβῃς εἰς τὸν Παράδεισον καὶ καθήμενος ἐκεῖ νὰ μορφωθῇς διὰ τῆς ὑπακοῆς εἰς τὸν Πλάστην σου εἰς ὁμοίωμα αὐτοῦ.
Ἕνας ἄλλος δρόμος σοῦ ἀνοίγεται τώρα. Δρόμος στενόχωρος, πικρός, φαρμακερός, ἀλλὰ καὶ δρόμος εἰς τὸν ὁποῖον ἡ ἀγαθότης τοῦ Θεοῦ δὲν θὰ σὲ ἀφήσῃ μοναχόν.
Εἶναι ὁ δρόμος τῶν δοκιμασιῶν, τῶν θλίψεων, τῶν κόπων καὶ τῶν ἀναστεναγμῶν, τῶν ἀσθενειῶν καὶ τοῦ θανάτου, εἰς τὰ ὁποῖα, ταλαίπωρε Ἀδάμ κατεδικάσθης μετὰ τοῦ γένους σου ἀπὸ τὸν Θεόν.
Βάδιζέ τον μὲ ὑπομονὴν καὶ μὲ ἐλπίδα καὶ πολὺ γρήγορα θὰ ἴδῃς πάλιν, ὅτι ὁ Θεὸς ἐνδιαφέρεται διὰ τὸν ἄνθρωπον ὡς Πατέρας καὶ θέλει νὰ τὸν ὑψώσῃ πάλιν εἰς τὸ σημεῖον ἀπὸ τὸ ὁποῖον ἐξέπεσε καὶ νὰ τὸν ὁδηγήσῃ ἀκόμη ὑψηλότερον.
Ἐβγήκαμεν μαζῆ μὲ τὸν Ἀδὰμ ἀπὸ τὸν Παράδεισον, ἀναγνῶστα μου. Ἐγλυστρήσαμεν εἰς τὴν θάλασσαν αὐτὴν τῆς δυστυχίας, καὶ ἐχάσαμεν τὸν τόπον ἐκεῖνον τῆς τρυφῆς καὶ τῆς ἀναπαύσεως. Εἴμεθα ἐξόριστοι. Ἰδοὺ ἡ ἱστορία μας καὶ ἰδοὺ ἡ καταγωγή μας.
Δὲν εἴμεθα ζῶα ἄλογα. Εἴμεθα εὐγενῆ πλάσματα τοῦ Θεοῦ. Δὲν εἴμεθα πλασμένοι διὰ τὸ χῶμα καὶ τὴν ὕλην. Οὔτε σκοπός μας εἶναι νὰ τρώγωμεν καὶ νὰ κοιμώμεθα καὶ ν’ ἀπολαμβάνωμεν τῆς παρούσης ζωῆς τὰς ἡδονὰς καὶ εὐχαριστήσεις.
Εἴμεθα εὐγενεῖς ἀπόγονοι ἑνὸς ἐκπτώτου καὶ ἐξορίστου βασιλέως, τοῦ γενάρχου μας Ἀδάμ, τὸν ὁποῖον ὁ Θεὸς ἔπλασε βασιλέα τῆς ἐπιγείου δημιουργίας Του. Εἴμεθα ἐξόριστοι ἀπὸ τὸ λαμπρὸν ἀνάκτορον τοῦ Παραδείσου, ἀπὸ τὸ ὁποῖον μᾶς ἐξεδίωξεν ἡ ἁμαρτία.
Ποῖον δὲ εἶναι τὸ ὄνειρον τοῦ ἐξορίστου; Νὰ ἐπανέλθῃ μίαν ἡμέραν εἰς τὸν τόπον του. Καὶ ποῖος εἶναι ὁ ἄσβεστος πόθος ἑνὸς ἐκπτώτου βασιλέως; Νὰ ἀναβῇ καὶ πάλιν εἰς τὸν θρόνον του.
Αἴ, λοιπόν, ἰδοὺ τὸ ὄνειρον, μὲ τὸ ὁποῖον πρέπει νὰ ξυπνᾷς, ἀγαπητέ μοι Χριστιανέ. Ἰδοὺ ὁ πόθος, ὁ ὁποῖος δὲν πρέπει νὰ σὲ ἀφίνῃ νὰ κοιμᾶσαι. Νὰ ἐπανέλθῃς εἰς τὸ βασίλειον, ἀπὸ τὸ ὁποῖον ἐξέπεσες. Νὰ ἀποκτήσῃς πάλιν τὴν ζωὴν τῆς εὐτυχίας καὶ τῆς χαρᾶς, ἡ ὁποία ἔφυγεν ἀπὸ τὰς χεῖρας τῶν προπατόρων μας.
Διότι, ἀδελφέ μου, ναὶ μὲν ὁ Παράδεισος ἐκεῖνος τῆς τρυφῆς ἔκλεισε διὰ παντὸς πλέον καὶ δὲν εἶναι δυνατὸν εἰς τὸ ἑξῆς νὰ εὕρωμεν πάλιν Παράδεισον, ἐφ’ ὅσον εἴμεθα κάτοικοι τῆς γῆς καὶ περιπατοῦμεν εἰς τὴν σφαῖραν αὐτήν, δὲν ἐχάθη ὅμως δι’ ἡμᾶς ὁ Παράδεισος τοῦ οὐρανοῦ.
Διότι ὑπάρχει καὶ εἰς τὸν Οὐρανὸν Παράδεισος, ἀδελφέ μου. Μάλιστα ὁ Παράδεισος ἐκεῖνος εἶναι ὁ μόνος ἀληθινὸς Παράδεισος, ὁ πνευματικὸς καὶ ἄφθαρτος καὶ αἰώνιος Παράδεισος, τοῦ ὁποίου μία εἰκὼν καὶ μία σκιὰ μόνον ἦτο ὁ Παράδεισος τῆς Ἐδέμ.
Παράδεισος ἀληθινῆς μακαριότητος, εἰς τὸν ὁποῖον δὲν ὑπάρχει δένδρον μὲ καρποὺς ἀπηγορευμένους, οὐδὲ πειρασμός τις ποὺ νὰ μπορῇ νὰ μᾶς ρίψῃ εἰς τὸ κακὸν καὶ τὴν ἁμαρτίαν.
Παράδεισος αἰωνίας χαρᾶς, εἰς τὸν ὁποῖον καὶ αὐτὸς ὁ Ἀδὰμ θὰ μετετίθετο ἀπὸ τὸν κῆπον τῆς Ἐδέμ, ἐὰν δὲν ἡμάρτανεν, ἀλλ’ ἔμενε πιστὸς εἰς τὴν ὑπακοὴν τοῦ Κυρίου.
Εἶναι ἀλήθεια, ὅτι καὶ τοῦ οὐρανίου αὐτοῦ Παραδείσου ἔκλεισαν οἱ πόρτες δι’ ἡμᾶς, ὅταν ὁ Ἀδὰμ ἔφαγε τὸν ἀπηγορευμένον καρπόν.
Ἀλλὰ δόξα εἰς τὸν Θεόν! Δόξα εἰς τὴν ἀγάπην Του καὶ εἰς τὸ ἔλεός Του!
Δι’ αὐτὸ ἀκριβῶς παρέδωκεν εἰς Σταυρικὸν θάνατον τὸν Υἱόν Του, διὰ νὰ μᾶς ἀνοίξῃ καὶ πάλιν τὴν θύραν τοῦ Οὐρανοῦ καὶ διὰ νὰ χρησιμεύσῃ ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς δρόμος καὶ γέφυρα, διὰ μέσου τῆς ὁποίας ἡμεῖς ἀσφαλῶς μεταπηδῶμεν ἀπὸ τὴν κοιλάδα αὐτὴν τῶν στεναγμῶν καὶ τῶν δακρύων εἰς τὸν τόπον τῆς αἰωνίας χαρᾶς καὶ μακαριότητος.
Ἰδοὺ ὁ δρόμος, Χριστιανέ μου. Ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Εἶναι ἕτοιμος νὰ ἀγωνισθῇ διὰ σέ. Σὲ περιμένει, ἀδελφέ μου. Περιμένει νὰ πάρῃ τὸ χέρι σου καὶ νὰ σὲ ὁδηγήσῃ Αὐτὸς εἰς τὸν τόπον τῆς αἰωνίας καὶ μακαρίας ζωῆς. Ἀρκεῖ σὺ ν’ ἁπλώσῃς πρὸς Αὐτὸν τὸ χέρι σου ζητῶν τὴν βοήθειάν του.
Τί κάθησαι, Χριστιανέ μου; Ἐνθυμήσου τοῦ προπάτορός μας Ἀδὰμ τὰ δάκρυα, ὅταν ἐκάθητο ἔξω ἀπὸ τὸν Παράδεισον καὶ δὲν ἠμποροῦσε νὰ ἔμβῃ εἰς αὐτόν. Ἔκλαιεν, ἂν καὶ τοῦ εἶχεν ὑποσχεθῆ ὁ Θεός, ὅτι μιὰ μέρα θὰ ἐγιατρεύετο τὸ κακὸ ποὺ τοῦ εἶχε συμβῆ καὶ θὰ συνετρίβετο τὸ κεφάλι τοῦ πονηροῦ ὄφεως ποὺ τὸν ἔρριψεν εἰς τὴν ἁμαρτίαν.
Ἄχ! ἀλλοίμονον· ποῖα θὰ εἶναι τὰ δάκρυά μας ἐὰν χάσωμεν τὸν οὐρανόν; Νὰ χάσωμεν ἐκεῖνον τὸν Παράδεισον! Ποία ἐλπὶς πλέον θὰ μᾶς μένῃ; Καμμία. Πάει πλέον· διὰ παντὸς θὰ εἴμεθα καταδικασμένοι.
Ἐχάσαμεν διὰ πάντα τὸν θρόνον μας, τὴν χαράν μας, τὴν ζωήν μας, τὸν πλοῦτον μας, τὴν εὐδαιμονίαν μας. Γιὰ πάντα, χωρὶς νὰ ὑπάρχῃ ποτὲ ἐλπίς, ὅτι θὰ διορθωθῇ τὸ κακόν, ποὺ ἐπάθαμεν.
Χριστιανοί, διατί κοιμώμεθα; Εἰς τὴν ἀφιλόξενον αὐτὴν γῆν εἴμεθα διαβάται. Εἴμεθα ξένοι καὶ ἐξόριστοι. Ὁ Οὐρανός, ἰδοὺ ἡ πατρίς μας καὶ τὸ πατρικόν μας σπίτι, τὸ ὁποῖον μᾶς περιμένει ἀνοικτὸν τώρα, κατάκλειστον καὶ ἀδιάβατον μεθαύριον.
Θὰ ἀφήσωμεν λοιπὸν νὰ φύγῃ ἀπὸ τὰς χεῖρας μας ἡ μεγάλη αὐτὴ κληρονομία, τὴν ὁποίαν ἐπεφύλαξεν εἰς ἡμᾶς ὁ Θεός; Καὶ θὰ προτιμήσωμεν τὴν ζωὴν τῆς αἰωνίας δυστυχίας καὶ τοῦ ἀκαταπαύστου κλαυθμοῦ καὶ βρυγμοῦ τῶν ὀδόντων; Ὁ Θεὸς νὰ μᾶς φυλάξῃ ἀπὸ ἕνα τέτοιο μεγάλο καὶ ἀνυπόφορον κακόν.
Τέλος 6ου κεφαλαίου