Ἀναμφιβόλως οἱ πρωτόπλαστοι θὰ κατελήφθησαν ὑπὸ φόβου ἀπὸ τὴν ἀπειλήν, τὴν ὁποίαν τοὺς ἔκαμεν ὁ Θεός. Καὶ ὡρισμένως θὰ ἔλαβον τὴν ἀπόφασιν νὰ μὴ ἐγγίσουν ποτὲ τὸ ἀπηγορευμένον ἐκεῖνο δένδρον, εἰς τὸ ὁποῖον ἐκρύπτετο ἕνας τόσον τρομερὸς καὶ θανατηφόρος κίνδυνος.
Ἀλλ’ ἡ ὑπακοή των πρὸς τὸν Θεὸν ἐπρόκειτο μετ’ ὀλίγον νὰ δοκιμασθῇ. Ἀρετὴ χωρὶς ἀντιδράσεις καὶ χωρὶς προσκόμματα δὲν ἔχει μεγάλην ἀξίαν.
Καὶ ὅταν κανεὶς ἔχῃ τὴν ἀξίωσιν νὰ λάβῃ εἰς τὴν κατοχήν του τὰ αἰώνια τοῦ Οὐρανοῦ ἀγαθὰ καὶ τὸν ἀμαράντινον τῆς δόξης στέφανον, πρέπει προηγουμένως νὰ ἀγωνισθῇ καὶ νὰ ἀποδείξῃ διὰ τῶν πραγμάτων ὅτι εἶναι ἄξιος νὰ τὰ κληρονομήσῃ.
Οἱ πρωτόπλαστοι λοιπὸν δίκαιον ἦτο ἀλλὰ καὶ ἀναγκαῖον διὰ τὴν πνευματικήν τους πρόοδον νὰ δοκιμασθοῦν. Καὶ ἔρχεται λοιπὸν ὁ σατανᾶς διὰ νὰ τοὺς δοκιμάσῃ.
Ἐζήτησεν ὁ κακοῦργος αὐτὸς νὰ φέρῃ ἀναστάτωσιν εἰς τὸν οὐρανόν. Καὶ ἔρχεται τώρα νὰ ρίψῃ τὸ σπέρμα τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς διχονοίας καὶ τῆς δυστυχίας καὶ μέσα εἰς τὴν γῆν.
Ὁ Θεὸς τὸν εἶχε δημιουργήσει ἄγγελον φωτεινὸν καὶ ἀγαθόν. Τὸν εἶχεν ἀνεβάσει εἰς μεγάλην δόξαν καὶ τιμὴν ἐν τῷ οὐρανῷ. Τοῦ εἶχε δείξει τὸν πλοῦτον τῆς ἀγαθότητός Του καὶ τῆς ἀπείρου ἀγάπης Του.
Ἀλλ’ αὐτὸς εἰς τὴν ἀγάπην αὐτὴν ἀνταπεκρίθη μὲ μῖσος καὶ εἰς τὴν ἀγαθότητα αὐτὴν μὲ μοχθηρίαν. Ἐν μέσῳ τῆς ἁγιότητος καὶ τῆς εὐτυχίας τοῦ οὐρανίου κόσμου, αὐτὸς συλλαμβάνει σκέψεις καὶ σχέδια μοχθηρὰ καὶ μαῦρα.
Τρέφει αἰσθήματα ὑπερήφανα καὶ λαμβάνει ἀποφάσεις ἀποστασίας κατὰ τοῦ Θεοῦ, δὲν στέργει πλέον νὰ πειθαρχῇ εἰς τὸν Θεόν. Δὲν ἀνέχεται τὸ μεγαλεῖον Του καὶ τὴν κυριαρχίαν Του. Δὲν παρατηρεῖ χωρὶς φθόνον καὶ χωρὶς μοχθηρίαν τὴν δόξαν Του.
Ζητεῖ νὰ στήσῃ τὸν θρόνον του ὑπεράνω τοῦ θρόνου τοῦ Θεοῦ! Ποῖος σκοτισμός! Ποῖος παραλογισμός! Ποία τύφλωσις! Καὶ ἐξεγείρεται λοιπὸν κατὰ τοῦ Θεοῦ καὶ γίνεται ἀποστάτης. Ἀλλὰ συγχρόνως ἀναδεικνύεται καὶ ὁ πρῶτος πειραστής.
Τί θὰ εἴπῃ κακόν, δὲν τὸ ἐγνώριζε κανεὶς μέχρι τῆς ἐποχῆς ἐκείνης. Ὁ ἄνθρωπος ἀκόμη δὲν εἶχε δημιουργηθῆ. Εἰς τὸν οὐρανὸν δὲ ὅπου ἔζων οἱ ἄγγελοι ἐπεκράτει ἁγιότης καὶ ἡ εὐλογία τοῦ ἀγαθοῦ.
Πρῶτος ὁ κακοῦργος ἐκεῖνος τὸ ἐπενόησε καὶ πρῶτος αὐτὸς ἀνέλαβε νὰ τὸ διαδώσῃ. Καὶ ἔγινεν οὕτως ὁ πατὴρ καὶ ἡ πηγὴ τοῦ κακοῦ καὶ ὁ κατάμαυρος πειραστής, ποὺ ἐζήτησε νὰ ἐπεκτείνῃ καὶ νὰ ἐξαπλώσῃ τοῦ κακοῦ τὸ κράτος.
Διότι ἀμέσως ἤρχισε νὰ παρακινῇ τοὺς ἀγγέλους νὰ συμμερισθοῦν τὸ σχέδιόν του καὶ νὰ στραφοῦν καὶ αὐτοὶ κατὰ τοῦ Θεοῦ, παρακολουθοῦντες αὐτόν. Καὶ παρέσυρε πολλούς.
Ὅλοι δὲ αὐτοὶ πλέον, οἱ ὁποῖοι ἐμιμήθησαν τὸν σατανᾶν, τὸν Ἑωσφόρον, τὸν πρῶτον ἀποστάτην καὶ παραβάτην, τοῦ ὡμοίασαν πλέον κατὰ πάντα καὶ ἐσκέπτοντο καὶ ᾐσθάνοντο καὶ ἐνήργουν ἀπαράλλακτα, ὅπως ἐνήργει, ᾐσθάνετο καὶ ἐσκέπτετο καὶ αὐτός.
Ἀλλ’ ὁ Θεὸς δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ ἀνεχθῇ ποτὲ ἕνα τοιοῦτον ἔγκλημα καὶ μίαν τοιαύτην ἐπανάστασιν.
Πρῶτα-πρῶτα τί ἐχρεωστοῦσαν οἱ ἄλλοι ἄγγελοι, οἱ ἀγαθοὶ καὶ φωτεινοί, νὰ ἀναστατώνωνται διαρκῶς καὶ νὰ ἐνοχλοῦνται ἀπὸ τὰ διεστραμμένα καὶ πονηρὰ καὶ ἀνήσυχα ἐκεῖνα πνεύματα;
Ἡ ἡσυχία λοιπὸν τῶν ἀγαθῶν πνευμάτων, τὰ ὁποῖα δίκαιον ἦτο διὰ τὴν ὑπακοὴν καὶ τὴν πίστιν των ποὺ ἔδειξαν εἰς τὸν Θεὸν νὰ ζῶσιν ἐν εὐτυχία, ἡ ἡσυχία λοιπὸν αὐτὴ ἀπαιτοῦσε νὰ χωρισθῇ ἡ ἦρα ἀπὸ τὸ σιτάρι· νὰ χωρισθοῦν οἱ ἀγαθοὶ ἀπὸ τοὺς πονηρούς, οἱ ἄτακτοι ἀπὸ τοὺς ἡσύχους.
Ἔπειτα ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ ἀπαιτοῦσε νὰ τιμωρηθοῦν οἱ ἔνοχοι καὶ οἱ πταῖσται. Ποῖοι δὲ ἦσαν ἔνοχοι καὶ πταῖσται ἐπὶ τοῦ προκειμένου;
Βέβαια ὁ ἀγαθὸς Θεὸς δὲν ἦτο πταίστης. Διότι αὐτὸς ἔπλασε καὶ τοὺς ἀποστάτας ἀγγέλους φωτεινοὺς καὶ ἀγαθούς. Ἔδειξε καὶ εἰς αὐτοὺς τὴν αὐτὴν ἀγάπην, ποὺ ἔδειξε καὶ εἰς τοὺς ἄλλους, οἱ ὁποῖοι ἔμειναν πιστοί.
Μάλιστα εἰς τὸν Ἑωσφόρον εἶχε δείξει πλεονάζουσαν ἀγαθότητα, διότι εἰς αὐτὸν ἐξαιρετικῶς εἶχε δώσει μεγαλυτέραν ἀπὸ τοὺς ἄλλους δόξαν καὶ τὸν εἶχεν ὑψώσει εἰς θέσιν καὶ εἰς ἀξίωμα ὑψηλότερον ἀπὸ πολλοὺς ἄλλους.
Ποῖοι λοιπὸν ἦσαν οἱ ἔνοχοι; Αὐτὰ τὰ πονηρὰ πνεύματα, τὰ ὁποῖα, ἐνῶ ὁ Θεὸς τὰ ἔπλασεν ἀγαθὰ καὶ ἐνάρετα, αὐτὰ διέστρεψαν μόνα των τὰς θελήσεις των, διότι ἔκαμαν κακὴν χρῆσιν τῆς ἐλευθερίας των καὶ ἔγιναν μόνα των ἀπὸ ἀγαθά, ὅπου ἦσαν, διεστραμμένα καὶ πονηρά.
Ἐν πάσῃ λοιπὸν δικαιοσύνῃ ὁ Θεὸς τοὺς τιμωρεῖ. Καὶ ὡς πρώτην τιμωρίαν ἀφαιρεῖ ἐξ αὐτῶν τὴν ἁγιότητα καὶ χάριν, μὲ τὴν ὁποίαν τοὺς εἶχε προικίσει προηγουμένως,
ἔπειτα δὲ καὶ κατακρημνίζει αὐτοὺς ἀπὸ τὸ ὕψος τοῦ οὐρανοῦ καταδικάσας αὐτοὺς εἰς αἰώνιον θλῖψιν καὶ βάσανον, ἡ ὁποία θὰ ἐκτελεσθῇ ἐπακριβῶς ἐν τῷ πρέποντι καιρῷ, δηλαδὴ κατὰ τὴν δευτέραν τοῦ Κυρίου παρουσίαν, ὁπότε θὰ ἔλθῃ ὁ Κύριος ἐν ὅλῃ τῇ δόξῃ Αὐτοῦ, ἵνα κρίνῃ ζῶντας καὶ νεκροὺς καὶ ἀποδώσῃ ἑκάστῳ κατὰ τὰ ἔργα αὐτοῦ.
Εἰσχωρεῖ λοιπὸν εἰς τὸν Παράδεισον τῆς τρυφῆς ὁ πονηρὸς δαίμων. Δὲν τὸν φθάνει ὅτι παρέσυρεν εἰς τὴν ἀποστασίαν τόσους ἀγγέλους. θέλει νὰ συμπαρασύρῃ καὶ τὸν ἄνθρωπον. Δὲν εἰμπορεῖ νὰ ἀνεχθῇ τὸ μεγαλεῖον καὶ τὴν δόξαν, διὰ τὰ ὁποῖα ὁ Θεὸς προώρισε τὸν ἄνθρωπον.
Χωρὶς νὰ τοῦ πάρωμεν τίποτε, μᾶς φθονεῖ· καὶ χωρὶς νὰ τὸν ἀδικήσωμεν εἰς τίποτε, μᾶς μισεῖ καὶ μᾶς ἐπιβουλεύεται.
Διατί τάχα νὰ ἔχῃ τόσην κακεντρέχειαν; Στερηθεὶς τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, ἔγινεν ὅλος κακὸς καὶ σκέπτεται καὶ νοεῖ καὶ θέλει πάντοτε, τὸ κακόν.
Καὶ ἄν, ὅτε ἦτο ἀγαθός, ἐποίησε κακὴν χρῆσιν τῆς ἐλευθερίας του καὶ ἔγινε πονηρὸς καὶ ἀποστάτης, πόσῳ μᾶλλον ηὔξησεν εἰς τέλειον βαθμὸν ἡ κακία του, ὅταν ἐστερήθη πάσης χάριτος τοῦ Θεοῦ καὶ ἐκρημνίσθη ἐκ τοῦ οὐρανοῦ;
Καὶ εἰσχωρεῖ λοιπὸν εἰς τὸν κῆπον τῆς Ἐδὲμ διὰ νὰ μᾶς βλάψῃ.
Ἀλλὰ τί λοιπόν; Ὁ Θεὸς δὲν τὸν βλέπει; Ὁ ἐχθρός Του ἐμβαίνει ἐκεῖ μὲ σκοποὺς κακούργους καὶ ἀνθρωποκτόνους. Διατί δὲν ἐξεγείρεται νὰ ματαιώσῃ αὐτούς; Καὶ διατί ἐπιτρέπει εἰς τὸν πειραστὴν σατανᾶν νὰ πειράσῃ τὸ πλάσμα τῶν χειρῶν Του;
Ἀναγνῶστα μου, οὔτε σύ, οὔτε ἐγώ, οὔτε κανεὶς ἄλλος δικαιολογεῖται νὰ ἐκφράσῃ ἀμφιβολίαν τινὰ διὰ τὴν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ.
Εἶναι τόσον μεγάλη ἡ ἀγάπη, τὴν ὁποίαν ἐπέδειξε καὶ ἐξακολουθεῖ νὰ ἐπιδεικνύῃ πρὸς ἡμᾶς, ὥστε μόνον τυφλοὶ καὶ ἀνόητοι καὶ τρελλοὶ πρέπει νὰ εἴμεθα, διὰ νὰ δεχθῶμεν ἔστω καὶ δι’ ὀλίγας στιγμὰς τὸν βλάσφημον λογισμόν, ὅτι ὁ Θεὸς δὲν ἔκαμε καλά, ποὺ ἐπέτρεψεν εἰς τὸν σατανᾶν νὰ μᾶς πειράσῃ.
Τί λέγεις, ἄνθρωπε; Καὶ τί δὲν ἔκαμεν ὁ Θεὸς καλά, διὰ νὰ μὴ κάμῃ καὶ αὐτό, διὰ τὸ ὁποῖον σοῦ γεννᾶται εἰς τὸ μυαλὸ ἀπορία;
Ποία πρᾶξις τοῦ Θεοῦ δὲν στηρίζεται ἐπάνω εἰς τὴν δικαιοσύνην Του καὶ εἰς τὴν ἀγαθότητά Του, διὰ νὰ δικαιοῦσαι σὺ νὰ τὸν κατηγορήσῃς, ὅτι ἐδῶ εἰς τὴν δοκιμασίαν τῶν πρωτοπλάστων ἐδείχθη ἄδικος, ἀδιάφορος καὶ σκληρός;
Ὅλα ὅσα ἔκαμεν ὁ Θεὸς τὰ ἔκαμεν ἐν ἀγαθότητι, ἐν σοφίᾳ, ἐν δικαιοσύνῃ. Καὶ αὐτὸ λοιπόν, ποὺ ἐπέτρεψεν εἰς τὸν σατανᾶν νὰ πειράσῃ τοὺς πρωτοπλάστους, ἐν δικαιοσύνῃ καὶ ἐν σοφίᾳ καὶ ἐν ἀγαθότητι τὸ ἐπέτρεψε.
Καὶ διὰ νὰ ἐννοήσῃς καλὰ τοῦτο, ἀγαπητέ μοι ἀναγνῶστα, πρέπει νὰ μὴ λησμονῇς, ὅτι ὁ Θεὸς ἐὰν ἀπὸ τὸ ἓν μέρος ἔβλεπε τὸν σατανᾶν νὰ ἐμβαίνῃ εἰς τὸν Παράδεισον καὶ νὰ ξεγελᾷ τὴν Εὔαν καὶ δι’ αὐτῆς ἔπειτα τὸν Ἀδάμ, ἔβλεπεν ὅμως ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος καὶ ὅτι μίαν ἡμέραν θὰ ἐξεγελᾶτο καὶ ὁ σατανᾶς αὐτὸς ἀπὸ τὸν Υἱὸν τῆς Παρθένου, ὁ Ὁποῖος θὰ ἤρχετο νὰ ἰατρεύσῃ τὴν πληγὴν καὶ τὸν πόνον τοῦ Ἀδὰμ καὶ ἐν γένει τοῦ ἀνθρωπίνου γένους.
Ἔβλεπε βέβαια ὁ Θεὸς ὅτι ὁ σατανᾶς ἐπήγαινεν ἐν μορφῇ ὄφεως νὰ κάμῃ μίαν μεγάλην καταστροφήν. Ἀλλ’ ἔβλεπε συγχρόνως ὅτι καὶ ὁ μονογενὴς Υἱός Του ἐν μορφῇ δούλου ἤρχετο νὰ ἐπανορθώσῃ τὴν καταστροφὴν αὐτὴν καὶ νὰ ἀνυψώσῃ τὸν ἄνθρωπον ἀκόμη παραπάνω τί λέγομεν; ἀσυγκρίτως καὶ ἀνυπολογίστως παραπάνω ἀπὸ ὅ,τι ἦτο προτοῦ νὰ τὸν ρίψῃ ὁ σατανᾶς.
Καὶ ἔτσι ὁ ἄνθρωπος εἰς τὸ τέλος ὄχι μόνον δὲν θὰ ἔβγαινε ζημιωμένος ἀπὸ τὴν ἐπιβουλὴν αὐτὴν τοῦ σατανᾶ, ἀλλὰ τοὐναντίον θὰ ἐκέρδιζε πολὺ περισσότερον.
Θὰ ἐκοπίαζε βέβαια καὶ θὰ ἐμόχθει καὶ θὰ ἐπόνει καὶ θὰ ἐστενοχωρεῖτο καὶ θὰ ἔκλαιε περισσότερον τώρα ὁ ἄνθρωπος. Ἀλλὰ καὶ θὰ ὑψώνετο τώρα διὰ τοῦ Χριστοῦ πολὺ περισσότερον, διότι θὰ ἐγίνετο σῶμα Χριστοῦ, ἀδελφὸς τοῦ Χριστοῦ, υἱὸς τοῦ Θεοῦ, συγκληρονόμος τοῦ Χριστοῦ.
Ἔπειτα σὲ ἐρωτῶ, ἀδελφέ μου, εἰς τί θὰ ὠφελεῖτο ὁ Ἀδὰμ καὶ οἱ ἀπόγονοί του, ἐὰν ὁ σατανᾶς δὲν τοὺς ἐπείραζε; Θὰ ἔπαιρναν χωρὶς κόπον καὶ χωρὶς στενοχωρίαν καὶ χωρὶς κίνδυνον τὴν δόξαν τοῦ οὐρανοῦ, θὰ μοῦ εἴπῃς.
Ἀλλὰ τοῦτο εἶναι πλάνη. Διότι δὲν θὰ ἦτο καὶ πάλιν τότε ἑπόμενον νὰ πέσῃ ἀπὸ τὸ ὕψος του ὁ ἄνθρωπος ὅπως ἔπεσεν ὁ Ἑωσφόρος;
Εἰς τὴν δόξαν τοῦ οὐρανοῦ δὲν ἦτο ἐκεῖνος; Ποῖος τὸν ἠνάγκασε ἢ ποῖος τὸν παρεκίνησε νὰ ἐπαναστατήσῃ κατὰ τοῦ Θεοῦ; Κανείς, ἀπολύτως οὐδείς.
Ἄλλο τόσον καὶ ὁ ἄνθρωπος, ἐὰν χωρὶς δοκιμασίαν καὶ χωρὶς ἀγῶνα ἐκέρδιζε τὸν οὐρανόν, ἦτο δυνατὸν νὰ πέσῃ ἀπ’ ἐκεῖ καὶ ἀλλοίμονον τότε! Ἀλλοίμονον, διότι πλέον δὲν θὰ ὑπῆρχε καμμία ἐλπὶς διορθώσεως δι’ αὐτόν.
Ἀπὸ ὅσον ὑψηλότερον πίπτει κανείς, τόσον ἡ καταστροφή του εἶναι μεγαλυτέρα καὶ τόσον ὁ κατασυντριμμός του εἶναι τρομακτικώτερος καὶ ὀλεθριώτερος.
Ἐνῶ τώρα, ναὶ μὲν μᾶς ἐξεγέλασεν ὁ κακοῦργος ἐκεῖνος καὶ ἡμαρτήσαμεν, ἀλλὰ δὲν διεστράφημεν καὶ δὲν διεφθάρημεν τελείως ὅπως ἐκεῖνος.
Καὶ μὲ τὸ ἔλεος τὸ ὁποῖον ἐσκόρπισεν ἡ θυσία τοῦ Χριστοῦ, παλαίομεν, ἀγωνιζόμεθα πρὸς τὴν ἁμαρτίαν, τυραννούμεθα καὶ στενάζομεν ὑπὸ τὰ κτυπήματά της, ἀλλὰ κάθε βῆμα ποὺ τῆς κερδίζομεν, μᾶς μένει κέρδος ἀσφαλές.
Ὅσοι τώρα κατακτήσουν τὸν οὐρανόν, δὲν ὑπάρχει πλέον φόβος νὰ τὸν χάσουν. Ἡ δοκιμασία, τὴν ὁποίαν ἐδῶ κάτω ἐπέρασαν, τοὺς ἐστερέωσε τὴν θέλησιν, τοὺς ἔκαμε νὰ ἀηδιάσουν καὶ νὰ μισήσουν διὰ παντὸς τὴν ἁμαρτίαν καὶ νὰ κολλήσουν διὰ παντὸς ἐπάνω εἰς τὸν Χριστόν.
Ὅσοι πάλιν δὲν κατακτήσουν τὸν οὐρανόν, καὶ ἂν ὑποτεθῇ ὅτι οἱ πρωτόπλαστοι δὲν ἐπειράζοντο καὶ δὲν ἡμάρτανον, συνεπῶς δὲ καὶ ἂν ὑποτεθῇ ὅτι ἔμβαιναν καὶ αὐτοὶ μέσα εἰς τὸν οὐρανόν, πάλιν θὰ ἐξέπιπτον κατόπιν, ὅπως ἐξέπεσεν ὁ Ἑωσφόρος. Ὥστε καὶ αὐτοὶ πάλιν τίποτε δὲν χάνουν καὶ κατ’ οὐδὲν ἀδικοῦνται.
«Ἀληθῶς, Κύριε, ἐν σοφίᾳ καὶ δικαιοσύνῃ καὶ ἀγάπῃ πάντα ἐποίησας ἡμῖν! Δοξασμένον ἂς εἶναι τὸ Ὄνομά Σου καὶ εὐλογημένη ἂς εἶναι ἡ Βασιλεία Σου».
Ὁ σατανᾶς εἰσελθὼν εἰς τὸν Παράδεισον δὲν παρουσιάζεται μὲ τὸ σχῆμα καὶ μὲ τὴν μορφὴν τὴν ἰδικήν του. Πονηρὸς καὶ πανοῦργος, καθὼς εἶναι, ἐννοεῖ ὅτι δὲν θὰ ἐπετύγχανε τὸν σκοπόν του, ἐὰν ἐνεφανίζετο μὲ τὴν τρομερὰν καὶ τὴν ἀπαισίαν ὄψιν του ὡς πνεῦμα πονηρόν, διεστραμμένον καὶ ἀπεχθὲς ὅπου εἶναι.
Τί κάμνει λοιπόν; Παρουσιάζεται μὲ ἄλλην μορφήν, τὴν μορφὴν τοῦ ὄφεως. Πῶς ἔγινε τὸ πρᾶγμα αὐτό, δὲν μᾶς τὸ περιγράφει λεπτομερῶς ἡ Ἁγία Γραφή.
Ἢ ἐμβῆκε μέσα εἰς κάποιο φεῖδι ὁ σατανᾶς καὶ τὸ φεῖδι αὐτὸ ἔγινε πλέον ὄργανόν του καὶ τὸ διηύθυνε ὅπου καὶ ὅπως ἤθελεν ἐκεῖνος· ἢ αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ σατανᾶς μετεσχηματίσθη, ἤλλαξε δηλαδὴ σχῆμα καὶ μορφὴν καὶ παρουσιάσθη ὡς ὄφις.
Καὶ τὸ πρῶτον καὶ τὸ δεύτερον δὲν ἦτο δύσκολον νὰ γίνῃ, ἐφ’ ὅσον ὁ Θεὸς θὰ τὸ ἐπέτρεπεν.
Ἐὰν εἰς ἕνα ὀργανισμὸν ἀνθρώπου μπορεῖ νὰ ἔμβῃ ὁ σατανᾶς καὶ ἐὰν ἓν λογικὸν καὶ ἐλεύθερον ὄν, ὅπως εἶναι ὁ ἄνθρωπος, μπορεῖ ὁ σατανᾶς κατὰ παραχώρησιν Θεοῦ νὰ τὸ καταλάβῃ καὶ νὰ τοῦ δεσμεύσῃ τὴν θέλησιν καὶ νὰ τοῦ διευθύνῃ τὴν γλῶσσαν διὰ νὰ λαλῇ καθ’ ὑπαγόρευσίν του, ὅπως συμβαίνει τοῦτο εἰς τοὺς δαιμονιζομένους, πολὺ περισσότερον μποροῦσε νὰ ἔμβῃ εἰς ἕνα φεῖδι, τὸ ὁποῖον δὲν εἶναι εἰκὼν τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ δημιούργημα κατώτερον.
Καὶ ἐάν, καθὼς μᾶς λέγει ὁ θεῖος Παῦλος, καὶ εἰς ἄγγελον ἀκόμη φωτὸς μπορεῖ νὰ μετασχηματισθῇ ὁ διάβολος, διατί δὲν θὰ μποροῦσε νὰ λάβῃ καὶ τὴν μορφὴν ἑνὸς ὄφεως;
Μία ἐν τούτοις ἀπορία μπορεῖ νὰ γεννηθῇ. Καὶ ἡ ἀπορία αὐτὴ εἶναι ἡ ἑξῆς: Διατί ὁ διάβολος νὰ λάβῃ τὴν μορφὴν ὄφεως καὶ νὰ μὴ προτιμήσῃ τὴν μορφὴν ἄλλου τινὸς ζώου ἢ πτηνοῦ;
Ὁ φίλος ἀναγνώστης πρέπει νὰ σημειώσῃ καλῶς αὐτό, τὸ ὁποῖον ἡ Ἁγία Γραφὴ λέγει διὰ τὸ φεῖδι. Τί λέγει; «Ὁ δὲ ὄφις ἦν φρονιμώτατος πάντων τῶν θηρίων τῶν ἐπὶ τῆς γῆς».
Φεῖδι ἀκούεις, ἀναγνῶστα μου, καὶ καταλαμβάνεσαι ἀπὸ κάποιαν φρίκην. Καὶ ἐξ αὐτοῦ, τὸ ὁποῖον τώρα αἰσθάνεσαι, σοῦ γεννᾶται ἡ ἀπορία αὐτή, περὶ τῆς ὁποίας ὁμιλοῦμεν.
Λάβε ὅμως ὑπ’ ὄψει σου, ὅτι τὸ αἴσθημα αὐτὸ τῆς φρίκης καὶ τοῦ τρόμου, ποὺ αἰσθανόμεθα διὰ τὸ φεῖδι, ἐμβῆκεν εἰς τὴν καρδίαν τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν καιρὸν τῆς παραβάσεως καὶ ἔπειτα. Ὅταν δηλαδὴ κατηράσθη ὁ Θεὸς τὸν ὄφιν, καθὼς θὰ ἴδωμεν ἀκολούθως.
Προτήτερα, προτοῦ νὰ γίνῃ δηλαδὴ ὁ ὄφις ὄργανον τοῦ σατανᾶ διὰ νὰ πλανηθοῦν οἱ πρωτόπλαστοι, εἰς τὸν Ἀδὰμ καὶ εἰς τὴν Εὔαν τὸ φεῖδι δὲν ἔκαμνε κακὴν ἐντύπωσιν. Δὲν ἦτο ἁπλῶς φρόνιμον, ἀλλὰ φρονιμώτατον. Δὲν εὕρισκε κανὲν ἄλλο θηρίον τόσον φρόνιμον, τόσον ἔξυπνον, τόσον πονηρόν, ὅπως ἦτο τὸ φεῖδι.
Ἡ Εὔα τὸ ἔβλεπε καθημερινῶς. Τὸ εἶχεν ἴδει πολλάκις νὰ κυλίεται εἰς τὴν χλόην, νὰ παίζῃ πολλὲς φορὲς εἰς αὐτήν, νὰ σύρεται ἐλαστικώτατα μὲ ταχύτητα ἀξιοθαύμαστον. Τὸ εἶχε λοιπὸν συνηθίσει.
Καὶ θὰ τῆς εἶχε κάμει ἐντύπωσιν μεγάλην ἡ προσοχή του εἰς τοὺς διαφόρους κινδύνους, ὅπου καὶ μέχρι σήμερον ἀκόμη προφυλάττει μὲ μεγάλην ἐπιδεξιότητα τὴν κεφαλήν του καὶ μὲ ταχύτητα ἀστραπῆς σὰν σφαῖρα γρήγορη καὶ σφυρίζουσα διαφεύγει τὸν θάνατον.
Ἀλλὰ καὶ ἡ πανουργία του, μὲ τὴν ὁποίαν ἐξεγελοῦσε καὶ ξεγελᾷ ὣς τώρα τὰ πτηνὰ καὶ τὰ μικρὰ ζῶα, διὰ νὰ τὰ ἁρπάσῃ καὶ χορτασθῇ μὲ τὰς σάρκας των, καὶ αὐτὸ δὲν θὰ εἶχεν ἑλκύσῃ ὀλιγώτερον τὴν προσοχὴν τῆς Εὔας.
Ὅσον διὰ τὸ δηλητήριον, τὸ ὁποῖον ὁ ὄφις ἔφερε μέσα εἰς τὸ στόμα του καὶ ὑποκάτω ἀπὸ τὰ δόντια του, ἡ Εὔα δὲν τὸ ἐφοβεῖτο.
Διότι ἐφ’ ὅσον οἱ πρωτόπλαστοι εὑρίσκοντο πλησίον τοῦ Θεοῦ καὶ δὲν εἶχον παραβῆ τὴν ἐντολήν του, δὲν εἰμποροῦσε ποτὲ τὸ φεῖδι νὰ χρησιμοποιήσῃ τὸ φαρμάκι του ἐναντίον αὐτῶν, ἀλλ’ οὔτε καὶ ἠδύνατο νὰ βλάψῃ αὐτοὺς τὸ φαρμάκι αὐτό. Ἐδάγκωνε καὶ ἐθανάτωνε τὰ μικρὰ πτηνὰ καὶ τὰ ζῶα, ἀλλὰ δὲν ἐτολμοῦσε ποτὲ νὰ δαγκώσῃ τὸν ἄνθρωπον, ἀλλ’ οὐδὲ καὶ νὰ βλάψῃ αὐτὸν ἠδύνατο.
Ὅταν λοιπὸν ὁ σατανᾶς θὰ ὡμίλει ἔπειτα ὡς ὄφις πρὸς τὴν Εὔαν, δὲν ὑπῆρχε κανεὶς λόγος νὰ τρομάξῃ καὶ νὰ φοβηθῇ αὕτη, ἀλλὰ τοὐναντίον, ἐπειδὴ ἐγνώριζε τὸ φεῖδι ὡς τὸ φρονιμώτατον μεταξὺ ὅλων τῶν θηρίων, ἑπόμενον ἦτο καὶ νὰ προσέξῃ εἰς αὐτὸ περισσότερον ἀπὸ ὅ,τι θὰ ἐπρόσεχεν εἰς οἱουδήποτε ἄλλου θηρίου ἢ ζώου τὴν φωνήν.
Ἀλλ’ ἐκτὸς τούτου, ἀναγνῶστα μου, ὅταν ὁ Θεὸς ἐπέτρεπεν εἰς τὸν σατανᾶν ὡς ὄφις νὰ εἰσέλθῃ εἰς τὸν Παράδεισον, ὑπῆρχε καὶ κάποιος ἄλλος πολὺ σπουδαῖος λόγος, διὰ τὸν ὁποῖον ἐπέτρεπε τοῦτο. Ὁ δὲ λόγος αὐτὸς εἶναι ὅτι κανὲν ἄλλο θηρίον δὲν θὰ μποροῦσε ζωηρότερον νὰ ἐξεικονίσῃ ἔπειτα εἰς ἡμᾶς, τὰ τέκνα τοῦ Ἀδάμ, τὸν θανάσιμον καὶ κακοῦργον μας ἐχθρόν, τὸν διάβολον δηλαδή, ὅσον ὁ ὄφις.
Ναί· εἶναι εἰκὼν ζωηρὰ τοῦ διαβόλου ὁ ὄφις· καὶ μὲ τὸ δηλητήριον, τὸ ὁποῖον εἰς τὸ στόμα κρύπτει, μᾶς ὑπενθυμίζει τὰ ἀπατηλὰ ψεύδη καὶ τὰς δολίας καὶ σοφιστικὰς πλεκτάνας, τὰς ὁποίας ὡς ἄλλο δηλητήριον, μεταχειρίζεται ὁ κακοῦργος ἐκεῖνος διὰ νὰ φαρμακώνῃ τὰς ψυχὰς καὶ μεταδίδῃ εἰς αὐτὰς τὸν θάνατον τὸν αἰώνιον.
Μὲ τὴν αὐτὴν καὶ ἀσυγκρίτως μεγαλυτέραν ὑπουλότητα εἰσχωρεῖ καὶ γλυστρᾷ ὁ διάβολος εἰς τὰς καρδίας τῶν ἀπροσέκτων ἀνθρώπων, σὰν φεῖδι πονηρὸν καὶ πανοῦργον καὶ χύνει ἐκεῖ τὴν παγωμάραν καὶ τὴν ψυχρότητα τοῦ ψυχικοῦ θανάτου, παγωμένος καὶ νεκρὸς πνευματικῶς καθὼς εἶναι καὶ αὐτός, ὅπως ψυχρὸν εἶναι καὶ τὸ φεῖδι.
Ἐμβῆκεν ὁ σατανᾶς εἰς τὸ φεῖδι. Ἐκεῖ ποὺ ὡμοίαζε καὶ ἐκεῖ ποὺ ἐταίριαζε νὰ ἔμβῃ. Εἰς τὸ φεῖδι, τὸ ὁποῖον ἐξ ἀρχῆς ἔπλασε τοιοῦτον ὁ Θεός, διὰ νὰ ἐξεικονίζῃ εἰς ἡμᾶς ὅλους τοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἀδὰμ τὸν κακοῦργον διάβολον.
Παραμονεύει λοιπὸν ὁ σατανᾶς ὑπὸ μορφὴν ὄφεως ἢ μέσα εἰς ἕνα φεῖδι κρυμμένος καὶ ζητεῖ τὴν κατάλληλον εὐκαιρίαν διὰ νὰ ἐπιχειρήσῃ τὸν πειρασμόν του. Καὶ ἡ εὐκαιρία ἐπὶ τέλους δίδεται. Εὑρίσκει μόνην τὴν Εὔαν, χωρὶς νὰ συνοδεύεται ἀπὸ τὸν ἄνδρα της, πλησίον τοῦ δένδρου τοῦ ἀπηγορευμένου.
Δὲν εἶναι μικρὰ ἡ εὐκαιρία. Ἡ Εὔα ὡς γυνὴ ἦτο σκεῦος ἀσθενέστερον. Βέβαια δὲν εἶχε κανένα ἀπὸ τὰ ἐλαττώματα αὐτά, τὰ ὁποῖα βαρύνουν τὰς σημερινὰς γυναῖκας. Ἐφ’ ὅσον εἶχεν ἐξέλθει ἀπὸ τὰς χεῖρας τοῦ Θεοῦ, ἦτο καλὴ καὶ ἀγαθὴ λίαν.
Πάντοτε ὅμως ὁ Ἀδὰμ εἶχε μεγαλυτέραν κρίσιν καὶ ἰσχυροτέραν θέλησιν ἀπὸ τὴν γυναῖκα του. Ὡς ἄνδρας, ὅπου ἦτο, ὡς κεφαλὴ καὶ κυβερνήτης τῆς γυναικός του, εἶχε προικισθῆ μὲ χαρίσματα διοικητικὰ καὶ κυβερνητικὰ πλουσιώτερα ἀπὸ τὴν Εὔαν.
Ὄχι ὅτι καὶ ἡ Εὔα ἦτο κανὲν πλάσμα μωρὸν καὶ ἀνόητον. Πλάσμα τοῦ Θεοῦ ἦτο καὶ αὐτὴ προικισμένη μὲ νοημοσύνην καὶ ἀθωότητα. Ἀλλὰ πάντοτε ἡ Εὔα δὲν ἔφθανε τὸν Ἀδὰμ εἰς τὸν ἀνδρισμὸν καὶ τὴν ἡγεμονικότητα.
Δι’ αὐτὸ λοιπὸν καὶ ὁ σατανᾶς ἀπευθύνεται εἰς τὴν γυναῖκα καὶ σχεδιάζει νὰ παρασύρῃ πρῶτα αὐτὴν ὡς ἀσθενεστέραν καὶ ἔπειτα νὰ τὴν μεταχειρισθῇ ὡς ὄργανον διὰ νὰ ξεγελάσῃ τὸν Ἀδάμ.
Μήπως καὶ εἰς τὸν Ἰὼβ ἔπειτα δὲν τὤκαμε κατὰ τὸν αὐτὸν ἀκριβῶς τρόπον; Ἀφοῦ ὁ σατανᾶς παρέσυρε τὴν γυναῖκα τοῦ Ἰὼβ εἰς τὴν ἀνυπομονησίαν καὶ εἰς τὸν γογγυσμὸν κατὰ τοῦ Θεοῦ, τὴν μεταχειρίζεται ἔπειτα ὡς ὄργανον διὰ νὰ πειράσῃ καὶ τὸν Ἰώβ.
Καὶ προτρέπεται λοιπὸν ὁ Ἰὼβ καὶ ἀναγκάζεται ἀπὸ τὴν σύζυγόν του, ἵνα βλασφημήσῃ κατὰ τοῦ Θεοῦ. Ἀλλ’ ἐκεῖνος, γνωρίζων τὸ μέγεθος τῆς ἁμαρτίας, δὲν ὑπήκουσεν, ἀλλὰ τοὐναντίον ἤλεγξε τὴν γυναῖκα αὐτοῦ διὰ τὴν ἀφροσύνην τὴν ὁποίαν ἔδειξεν.
Ὦ Κύριε, Κύριε· φύλαττέ μας ἀπὸ τοὺς πειρασμοὺς καὶ τὰς παγίδας, τὰς ὁποίας ὁ διάβολος διὰ τῶν ὁμοίων μας καὶ προσφιλῶν μας πολλάκις προσώπων μᾶς στήνει. Ἀκόμη, Κύριε, παρακαλοῦμεν, μὴ ἐπιτρέψῃς ποτὲ νὰ γίνωμεν καὶ ἡμεῖς ὄργανα τοῦ κακούργου ἐκείνου, διὰ νὰ πειράσωμεν καὶ βλάψωμεν ἄλλον τινὰ ἄνθρωπον.
Ἀλλὰ καὶ τὸ ὅτι παραμονεύει νὰ εὕρῃ μόνην, ὁλομόναχην τὴν Εὔαν δὲν εἶναι πρᾶγμα τυχαῖον καὶ ἀνάξιον προσοχῆς. Ἂν ἦτο ἐκεῖ πλησίον ὁ Ἀδὰμ καὶ ἤκουε συγχρόνως καὶ αὐτὸς τοὺς πειρακτικοὺς λόγους, ἀσφαλῶς ἡ Εὔα δὲν θὰ ἐτόλμα τόσον εὔκολα νὰ φάγῃ τὸν ἀπηγορευμένον καρπόν.
Ἡ μοναξιὰ ἐκείνη ἦτο ὀλεθρία. Ἔκαμε τὴν Εὔαν ἀκόμη πιὸ ἀδύνατη καὶ πιὸ εὔκολη εἰς τὸ νὰ παρασυρθῇ. Ἀληθῶς, «ἀδελφὸς ὑπ’ ἀδελφοῦ βοηθούμενος ὡς πόλις ὀχυρά». Σὰν φρούριον, ποὺ πίπτει πολὺ δύσκολα, γίνεται ὁ ἄνθρωπος, ὅταν ἔχῃ κοντά του καὶ κάποιον ἄλλον θεοφοβούμενον καὶ ἐνάρετον ἄνθρωπον, μὲ τὸν ὁποῖον νὰ συμβοηθοῦνται καὶ νὰ ἀλληλοστηρίζωνται καὶ νὰ προτρέπῃ ὁ ἕνας τὸν ἄλλον εἰς τὸν ἀγῶνα κατὰ τοῦ κακοῦ.
Δι’ αὐτό, ἀδελφέ μου, φρόντισε νὰ εὕρῃς καὶ ἄλλους Χριστιανούς, οἱ ὁποῖοι νὰ ἐργάζωνται εἰλικρινῶς καὶ ἐν φόβῳ Θεοῦ διὰ τὴν σωτηρίαν τῶν ψυχῶν των, καὶ σχετίσου μαζῆ των καὶ μὴ χωρίζεσαι ποτὲ ἀπὸ κοντά των.
Ὁ δεσμός σας αὐτός, ποὺ θὰ δημιουργῆται ἐν ὀνόματι καὶ πρὸς δόξαν τοῦ Κυρίου, θὰ σᾶς κάμνῃ ἰσχυροτέρους ἀπέναντι τοῦ σατανᾶ, ὁ ὁποῖος μὴ λησμονῇς ὅτι τακτικὴν ἔχει νὰ ξεμοναχιάζῃ τὰ πρόβατα τοῦ Χριστοῦ, διὰ νὰ τὰ κατασπαράττῃ ἕνα-ἕνα εὐκολώτερα.
Ἀλλὰ καὶ ἐκεῖ ποὺ εὑρίσκει τὴν Εὔαν ὁ ὄφις εἶναι μέρος πολὺ κατάλληλον διὰ νὰ ἐπιτύχῃ τὸν σκοπόν του. Καθὼς φαίνεται ἀπὸ τὴν ὅλην διήγησιν, τὴν ὁποίαν μᾶς κάμνει περὶ τοῦ πειρασμοῦ αὐτοῦ ἡ Ἁγία Γραφή, τὰ λόγια ποὺ εἶπε τὸ φεῖδι εἰς τὴν Εὔαν, τὰ εἶπε πλησίον τοῦ ἀπηγορευμένου δένδρου. Ὥστε ἐκεῖ κοντὰ εὗρε τὴν Εὔαν ὁ ὄφις.
Ἄχ! Εὔα, τί θέλεις ποὺ πλησιάζεις στὴ φωτιά; Γιατί δὲν φεύγεις μακρὰν ἀπὸ τὸν κίνδυνον; Γιατί περνᾷς κοντὰ ἀπὸ τὸ ἀπηγορευμένον δένδρον; Γιατί δὲν σὲ πιάνει φόβος καὶ τρόμος καὶ νὰ τὸ ἰδῇς ἀκόμη; Ἄχ! Εὔα. Ἡ ἀφοβία σου αὐτὴ τί μεγάλο κακὸ ἔκαμε καὶ εἰς σὲ καὶ εἰς ἡμᾶς!
Τοὐλάχιστον, ἀδελφέ μου, ἂς λάβωμεν ἀπὸ τὸ τρομερὸν πάθημα τῆς Εὔας τὸ σωτήριον δίδαγμα, νὰ φεύγωμεν ἀπὸ τὰς ἀφορμὰς καὶ τὰ αἴτια τῆς ἁμαρτίας.
Ἐπέρασεν ἡ Εὔα κοντὰ εἰς τὸ ἀπηγορευμένον δένδρον καὶ ἀμέσως ὁ σατανᾶς τὴν ἐπείραξε.
Περνᾷς καὶ σὺ ἢ ἐγὼ ἢ ὁποιοσδήποτε ἄλλος ἀπὸ τὸ αἴτιον, ποὺ μπορεῖ νὰ μᾶς κάμῃ νὰ ἁμαρτήσωμεν, ἢ ἀφίνεις τὰ μάτια σου ἐλεύθερα νὰ βλέπουν τὴν ἁμαρτίαν, ἢ δὲν κλείεις τὰ αὐτιά σου ὅταν ἀκούωνται λόγοι πονηροὶ καὶ ἀσεβεῖς, καὶ ἀσφαλῶς τότε ἐμπίπτεις εἰς πειρασμόν. Τί θὰ βγῇ ἀπὸ τὸν πειρασμὸν αὐτὸν δὲν τὸ ξεύρω. Ξεύρω ὅμως, ὅτι ὑποκάτω ἀπὸ αὐτὸν ἐγκρύπτεται ὁ Ἅδης καὶ τὸ αἰώνιον τῆς κολάσεως πῦρ.
Ὁ ὄφις ἀρχίζει νὰ ὁμιλῇ πρὸς τὴν Εὔαν. Τὸ θεωρεῖς ἀδύνατον, ἀγαπητέ μοι ἀναγνῶστα, τὸ νὰ μιλήσῃ ἕνα φεῖδι;
Δὲν εἶναι καθόλου δύσκολον. Καὶ διὰ νὰ τὸ καταλάβῃς, σὲ ἐρωτῶ· τί θὰ ἔλεγες, ἐὰν σὲ ἐβεβαίωνε κάποιον ἀξιόπιστον πρόσωπον, ὅτι εἰς μίαν ἔρημον, ἢ ἀπὸ τὸ βάθος ἑνὸς σπηλαίου ἢ ἑνὸς τοίχου ἠκούσθη μία φωνή, χωρὶς ἐκεῖ νὰ εἶναι κανένας ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος νὰ ὁμιλῇ;
Ἔκτακτον βέβαια θὰ ἐχαρακτήριζες τὸ γεγονός, θαυμάσιον ἀληθῶς, ἀλλ’ ὄχι καὶ ἀδύνατον. Κάποια αἰτία ὑπερφυσική, θὰ ἔλεγες, κάποιον πνεῦμα ἀσώματον, κάποιος ἄγγελος ἢ καὶ κάποιο πονηρὸν πνεῦμα ἐδημιούργησε τὴν φωνὴν αὐτήν.
Αἴ! καλὰ λοιπόν τὸ πνεῦμα αὐτὸ εἶναι ἱκανὸν νὰ παράγῃ μίαν φωνὴν καὶ μίαν ὁμιλίαν εἰς τὸ βάθος ἑνὸς τοίχου ἢ ἑνὸς σπηλαίου καὶ δὲν εἶναι ἱκανὸν τὴν ὁμιλίαν αὐτὴν νὰ τὴν παραγάγῃ εἰς τὸ βάθος ἑνὸς φειδιοῦ;
Δὲν εἰμπορεῖ νὰ ὁμιλήσῃ τὸ πνεῦμα αὐτὸ καὶ νὰ φαίνεται, πὼς ἡ φωνή του αὐτὴ βγαίνει ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ φειδιοῦ;
Ἕνας παπαγάλος μπορεῖ νὰ μιμηθῇ τὴν ὁμιλίαν τοῦ ἀνθρώπου καὶ νὰ σοῦ μιλήσῃ σὰν ἄνθρωπος. Καὶ ἕνας διάβολος δὲν μπορεῖ νὰ ὁμιλήσῃ μεταχειριζόμενος ὡς ὄργανον τὴν γλῶσσαν καὶ τὸ στόμα ἑνὸς φειδιοῦ;
Ἀλλ’ ἂς ἴδωμεν πῶς ὁμιλεῖ καὶ τί λέγει ὁ ὄφις. Ὁμιλεῖ μὲ μεγάλην ὑπόκρισιν, δολιότητα καὶ πονηρίαν. Ἐρωτᾷ εἰς τὰς ἀρχὰς δειλά-δειλὰ τὴν Εὔαν καὶ τῆς λέγει: Εἶναι ἀληθὲς ὅτι ὁ Θεὸς εἶπε νὰ μὴ φάγετε ἀπὸ πᾶν δένδρον, ποὺ εὑρίσκεται εἰς τὸν Παράδεισον;
Ἡ ἐρώτησις αὐτὴ φαίνεται ἀθώα καὶ ἀφελής, εἰς τὸ βάθος της ὅμως ἐγκλείει μεγάλην πονηρίαν. Τί ἤθελε καὶ τί ἐζήτει ὁ πανοῦργος ὄφις νὰ ἐπιτύχῃ μὲ τὴν ἐρώτησιν αὐτήν; Ἤθελε νὰ παρασύρῃ τὴν Εὔαν εἰς συζήτησιν καὶ σιγά-σιγὰ νὰ τὴν σπρώξῃ εἰς τὸ κακόν, χωρὶς καὶ αὐτὴ νὰ τὸ καταλάβῃ.
Ἀσφαλῶς δὲ ἐὰν ἀποτόμως τῆς ἔλεγεν ἐκεῖνο, ποὺ τῆς εἶπεν εἰς τὸ τέλος, ἐὰν δηλαδὴ τῆς ἔλεγεν ἀμέσως καὶ κατ’ εὐθεῖαν: «αὐτὸ ποὺ σᾶς εἶπεν ὁ Θεὸς δὲν εἶναι σωστό. Φάγετε ἀπὸ τὸν ἀπηγορευμένον καρπὸν καὶ θὰ γίνετε ἀμέσως θεοί», ἡ Εὔα θὰ ἔφευγε παρευθύς, χωρὶς νὰ ἔλθῃ εἰς καμμίαν συζήτησιν πρὸς τὸ φεῖδι.
Καὶ παρετήρησεν ἀμέσως τὴν δολιότητα τοῦ σατανᾶ. Διαστρέφει τὴν ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ. Δὲν λέγει: «Ἀλήθεια λοιπόν; Ἐνῶ σᾶς ἐπέτρεψεν ὁ Θεὸς ἀπὸ ὅλα τὰ ἄλλα δένδρα νὰ φάγετε, σᾶς ἀπηγόρευσε νὰ φάτε μόνον ἀπὸ αὐτό;».
Ἐὰν ὡμίλει εἰς τὴν Εὔαν οὕτω πως, θὰ ὑπενθύμιζεν εἰς αὐτὴν τὴν ἐξουσίαν ποὺ ἔδωκεν ὁ Θεὸς εἰς τοὺς πρωτοπλάστους νὰ τρώγουν ἀπὸ ὅλα τὰ δένδρα. Καὶ ἡ ἀπαγόρευσις τότε δὲν θὰ ἐφαίνετο βαρεῖα καὶ μεγάλη.
Ἀλλὰ τί λέγει; «Δὲν ἔχετε λοιπὸν δικαίωμα νὰ φάγετε ἀπὸ κάθε δένδρον τοῦ Παραδείσου;» Σὰν νὰ τῆς ἔλεγε: Δὲν εἶσθε λοιπὸν ἄρχοντες καὶ κύριοι ἐδῶ μέσα, ἀφοῦ δὲν ἔχετε τὴν ἐξουσίαν ἀπὸ ὅλα νὰ φάγετε.
Μὲ ἄλλας λέξεις ζητεῖ νὰ μεγαλοποιήσῃ τὴν ἀπαγόρευσιν καὶ νὰ παραστήσῃ αὐτὴν ὡς πιεστικὴν καὶ ἐπιβλαβῆ καὶ νὰ παραμερίσῃ εἰς τὴν ἄκρην ὡς ἀσήμαντον καὶ ἀνάξιον λόγου τὸ δικαίωμα, ποὺ εἶχον νὰ τρώγουν ἀπὸ ὅλα τὰ ἄλλα δένδρα.
Ἄχ! κακοῦργε, τὸ ἴδιο κάμνεις μέχρι σήμερον. Πόσες φορὲς ἔρχεσαι κρυφὰ καὶ μὲ τοὺς λογισμούς, ποὺ μᾶς ρίπτεις, μᾶς παριστᾷς ἀδύνατον τὴν σωτηρίαν μας, ἀκατόρθωτον τὸ ἔργον τῆς ἀρετῆς, βαρύτερον τὸν ζυγὸν τοῦ Κυρίου.
Καὶ προσπαθεῖς μὲ ὅλα αὐτὰ νὰ μᾶς παραλύσῃς τὰς δυνάμεις, νὰ μᾶς ἐξαναγκάσῃς νὰ ἀφήσωμεν τὰ ὅπλα τοῦ πνευματικοῦ ἀγῶνος καὶ νὰ παραδώσωμεν τὴν θέλησίν μας εἰς τὴν ἁμαρτίαν, νὰ τὴν παραδώσωμεν εἰς σέ.
«Τί ὅτι εἶπεν ὁ Θεός, οὐ μὴ φάγητε ἀπὸ παντὸς ξύλου τοῦ παραδείσου;», λέγει ὁ πονηρὸς πρὸς τὴν Εὔαν. Πρόσεξε ἀκόμη περισσότερον εἰς τὴν ἐρώτησιν αὐτήν, ἀναγνῶστα μου. Βλέπεις μὲ πόσην τέχνην ἀπευθύνει αὐτὴν ὁ ὄφις διὰ νὰ ρίψῃ κάποιαν ἀμφιβολίαν εἰς τὴν Εὔαν, περὶ τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ;
«Τί;». Εἶναι ἀλήθεια λοιπόν; Μήπως παρενοήσατε; Μήπως δὲν ἐκαταλάβατε; Πῶς εἶναι δυνατὸν ὁ Θεὸς νὰ σᾶς ἔδωκε μίαν τοιαύτην ἐντολήν; Ἀλλοίμονον ἐὰν σᾶς τὸ εἶπεν αὐτὸ ὁ Θεός. Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ σᾶς τὸ εἶπε. Πῶς εἰμπορεῖ νὰ σᾶς τὸ εἶπε;
Ζητεῖ νὰ κλονίσῃ τὴν Εὔαν. Εἰς μίαν στιγμὴν ποὺ φρονεῖ αὐτή, ὅτι ἡ ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀπολύτως δικαία καὶ πρέπει νὰ εἶναι ἀπολύτως σεβαστή, ἔρχεται αὐτὸς καὶ προσπαθεῖ νὰ τῆς ἐμβάλῃ ἕνα ἄλλο φρόνημα. Ποῖον φρόνημα; «Γιὰ νὰ δοῦμε, εἶναι ἆρα γε, ὅπως τὸ λέγει ὁ Θεός;». Αὐτὸ τὸ πνεῦμα ἔχει ὁ τόνος τῆς ἐρωτήσεως τοῦ ὄφεως.
Καὶ ἡ Εὔα τοῦ ἀποκρίνεται. Ἀντὶ νὰ φύγῃ ἀμέσως, κάθηται καὶ συζητεῖ. Ἀπὸ τὴν ἐρώτησιν αὐτήν, ἀπὸ τὴν ἀμφιβολίαν ποὺ ἐνέκλειεν ἡ ἐρώτησις αὐτή, μποροῦσε νὰ καταλάβῃ, ὅτι δὲν ἦτο καλὸς ὁ σκοπὸς τοῦ φειδιοῦ, τὸ ὁποῖον τὴν ἠρώτα. Ἡ περιέργειά της καὶ ἡ ἔκπληξίς της ὅμως, ποὺ ἔβλεπεν ἕνα φεῖδι νὰ τῆς ὁμιλῇ, τὴν παρακινοῦν νὰ μείνῃ.
Θαρρεύει ἡ Εὔα. Καὶ δι’ αὐτὸ ἀκριβῶς συλλαμβάνεται εἰς τὴν παγίδα. Τὸ θεωρεῖ ἀκίνδυνον νὰ ὁμιλήσῃ μὲ ἕνα φεῖδι, τὸ ὁποῖον προφανῶς μὲ τὸ ἐρώτημα, ποὺ τῆς ἔκαμεν, ἐξεδήλωνε δυσπιστίαν πρὸς τὸν Δημιουργὸν καὶ ἐνδιαφέρον διὰ τὴν Εὔαν.
Ἀλλ’ ἀκριβῶς διότι τὸ θεωρεῖ ἀκίνδυνον, ἐμπίπτει ὄχι μόνον εἰς τὸν κίνδυνον, ἀλλ’ ἀκόμη καὶ εἰς τὸν θάνατον. Ἀρχίζει νὰ συζητῇ. Ἐνῶ τῆς ἦτο εὔκολον νὰ φύγῃ καὶ φεύγουσα νὰ σωθῇ.
Πόσες φορὲς τὴν παθαίνομεν καὶ ἡμεῖς, ἀναγνῶστα μου, κατὰ τὸν ἴδιον ἀκριβῶς τρόπον! Θαρρεύομεν εἰς τὸν ἑαυτόν μας. Δὲν ἔχομεν τρόμον καὶ φόβον. Παίζομεν μὲ τὸ φεῖδι τῆς ἁμαρτίας καὶ περιεργαζόμεθα τὴν πυρὰν τῆς κακῆς ἐπιθυμίας.
Ἀντὶ νὰ ἐκδιώκωμεν ἀμέσως καὶ ἄνευ χρονοτριβῆς τὸν λογισμὸν τῆς ἁμαρτίας, καθήμεθα ἀφόβως καὶ συζητοῦμεν μαζῆ του. Καὶ εἰς τὸ τέλος, χωρὶς νὰ τὸ καταλάβωμεν, εὑρισκόμεθα δαγκωμένοι ἀπὸ τὸ κατηραμένο φεῖδι καὶ χιλιοκαμένοι ἀπὸ τὸ τρομερὸν αὐτὸ πῦρ. Ὦ Κύριε, Κύριε· φύλαξέ μας καὶ προστάτευσέ μας.
Τί ἀπαντᾷ καὶ τί ἀποκρίνεται ἡ Εὔα εἰς τὴν ἐρώτησιν αὐτὴν τοῦ ὄφεως;
Ἀφοῦ εἶπεν ὁ ὄφις εἰς τὴν Εὔαν, «Τί ὅτι εἶπεν ὁ Θεός...», ἡ Εὔα ἀπήντησεν. «Ἀπὸ καρποῦ τοῦ ξύλου τοῦ παραδείσου φαγούμεθα. Ἀπὸ δὲ τοῦ καρποῦ τοῦ ξύλου, ὅ ἐστιν ἐν μέσῳ τοῦ παραδείσου, εἶπεν ὁ Θεός, οὐ φάγεσθε ἀπ’ αὐτοῦ, οὐδὲ μὴ ἅψητε αὐτοῦ, ἵνα μὴ ἀποθάνητε».
Ὄχι, δὲν εἶναι ἀλήθεια, ὅπως τὸ λές, ἀπαντᾷ ἡ Εὔα. Ὁ Θεὸς μᾶς ἔδωκε τὸ δικαίωμα ἀπὸ κάθε καρπὸν τῶν δένδρων, ποὺ εὑρίσκονται μέσα εἰς τὸν Παράδεισον, νὰ τρώγωμεν. Μόνον δὲ ἀπὸ τὸ δένδρον τῆς γνώσεως, ποὺ εὑρίσκεται εἰς τὸ μέσον τοῦ Παραδείσου, μόνον ἀπὸ αὐτὸ μᾶς ἀπηγόρευσεν ὁ Θεὸς νὰ μὴ φάγωμεν, ἀλλ’ οὐδὲ νὰ ἐγγίσωμεν αὐτό, διὰ νὰ μὴ ἀποθάνωμεν.
Ἡ Εὔα λοιπὸν ἐννόησε καλά, τί τῆς ἔλεγε τὸ φεῖδι. Καὶ ἀπαντᾷ καλά. Μ’ ὅλα ταῦτα τὰ τελευταῖα της λόγια τὴν ἀποδεικνύουν κάπως κλονιζομένην ὡς πρὸς τὴν πραγματοποίησιν τῆς ἀπειλῆς τοῦ Θεοῦ.
Διότι ἐνῶ εἰς τὰς ἀρχὰς διακηρύττει ζωηρά, ὅτι εἶναι ἀπηγορευμένον ὄχι μόνον τὸ νὰ φάγουν, ἀλλὰ καὶ τὸ νὰ θίξουν ἀκόμη τὸ δένδρον τῆς γνώσεως, ὅταν ἔρχεται εἰς τὴν ἀπειλήν, ποὺ τοὺς ἔκαμεν ὁ Θεός, ἐκφράζεται μὲ κάποιαν χαλάρωσιν καὶ χλιαρότητα. Δὲν λέγει, τί ἀκριβῶς τοὺς εἶπεν ὁ Θεός, ἀλλ’ ἁπλῶς, «ἵνα μὴ ἀποθάνητε».
Ἐνῶ ὁ Θεὸς τοὺς εἶπε ρητῶς καὶ ὡρισμένως, «ἧ δ’ ἂν ἡμέρᾳ φάγητε ἀπ’ αὐτοῦ θανάτῳ ἀποθανεῖσθε», ἡ Εὔα σὰν νὰ τῆς μένῃ κάποιον κενὸν καὶ κάποιος δισταγμὸς εἰς τὸ βάθος τῆς ψυχῆς της, δὲν ἐπαναλαμβάνει τὰ ἴδια αὐτὰ λόγια τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ ὡσὰν μὲ ἀδιαφορίαν τινὰ προσθέτει τὸ «ἵνα μὴ ἀποθάνητε».
Καὶ ὁ πανοῦργος ὄφις ἀντιλαμβάνεται ἀμέσως τὴν ἀδυναμίαν αὐτὴν τῆς Εὔας ὡς πρὸς τὴν πραγματοποίησιν τῆς ἀπειλῆς τοῦ Θεοῦ. Καὶ διευθύνει ὁ πονηρὸς τὴν ἐπίθεσίν του ὁλόκληρον εἰς τὸ ἀσθενὲς αὐτὸ σημεῖον.
«Οὐ θανάτῳ ἀποθανεῖσθε», ἀπαντᾷ ἀμέσως εἰς τὴν Εὔαν. Δὲν τῆς λέγει ἁπλῶς «οὐκ ἀποθανεῖσθε». Τῆς τονίζει μὲ ζωηρότητα τὸ ὅτι «οὐ θανάτῳ ἀποθανεῖσθε».
Ὤ! ἀδελφέ μου. Μίαν μικρὰν ὑποχωρητικότητα νὰ συναντήσῃ εἰς τὴν ψυχήν μας ὁ κακοῦργος, πίπτει ἐπάνω ὡσὰν λυσσασμένος λύκος.
Εἶναι πανοῦργος. Εἶναι πονηρός. Διακρίνει ἀμέσως τὴν ἀδύνατον κλίσιν τῆς ψυχῆς καὶ ἐκεῖ διευθύνει ὁλόκληρον τὴν ἐπίθεσίν του. Ἀπ’ ἐκεῖ ἀρχίζει τὸν ἀγῶνα του. Καὶ ὅσῳ ἡμεῖς τοῦ δίδομεν ἀκρόασιν, τόσῳ αὐτὸς γίνεται αὐθαδέστερος καὶ ἀναισχυντότερος.
Προχωρεῖ δειλά-δειλὰ εἰς τὰς ἀρχὰς καὶ ἔπειτα ὁρμᾷ ἐπάνω μας ἀκράτητος καὶ βίαιος καὶ τραχύς. Δι’ αὐτὸ μὴν τοῦ ἀνοίξῃς ἐξ ἀρχῆς τὴν πόρταν, ἀγαπητέ μοι Χριστιανέ. Εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς ὡς σοῦ σφυρίξῃ κάποιον λογισμὸν ἁμαρτωλὸν εἰς τὸν νοῦν σου δίωξέ τον μὲ ἀποφασιστικότητα, χωρὶς χρονοτριβὴν καὶ χωρὶς καμμίαν συζήτησιν.
«Οὐ θανάτῳ ἀποθανεῖσθε». Τὸν ψεύστην! Ὡσὰν νὰ μὴν εἶχεν ἀποθάνει αὐτὸς ὁ ἴδιος τὸν αἰώνιον τῆς κολάσεως θάνατον ἕνεκα τῆς ἀπειθείας καὶ τῆς ἀποστασίας αὐτοῦ ἀπὸ τοῦ Θεοῦ.
Ὡσὰν νὰ μὴν εἶχε χάσει τὴν εὐδαιμονίαν καὶ τὴν δόξαν, τὴν ὁποίαν ὁ Θεὸς τοῦ εἶχε δώσει. Ὡσὰν νὰ μὴν ἤξευρε, τί κακὸν καὶ τί ὀλέθριον πρᾶγμα εἶναι τὸ ν’ ἀπειθῇ κανεὶς εἰς τὸν Θεόν.
Καὶ ὅμως, δὲν βλέπεις πόσον ἀναίσχυντος καὶ πόσον ἀδιάντροπος εἶναι; Τολμᾷ νὰ βεβαιώσῃ τὴν Εὔαν, ὅτι δὲν θὰ ἀποθάνῃ, ἐὰν φάγῃ ἀπὸ τὸν ἀπηγορευμένον καρπόν.
Ἄχ! τὸ ἴδιο κάμνει καὶ εἰς ἡμᾶς, ἀγαπητέ μοι ἀναγνῶστα. Σκεπάζει τὰς τρομερὰς συνεπείας ποὺ μπορεῖ νὰ ἔχῃ μία κακὴ πρᾶξις μας. Μᾶς ξεγελᾷ, μᾶς ἐξαπατᾷ, μᾶς συσκοτίζει.
Καὶ ὅταν πλέον ἡ πρᾶξις μας συντελεσθῇ, τότε βλέπομεν τὸ χάος καὶ τὴν καταστροφήν, εἰς τὴν ὁποίαν παρεσύρθημεν. Καὶ πόσοι ὕστερα σὰν τὸν Ἰούδαν διευθύνονται πρὸς τὴν ἀγχόνην, ὅπως ἐκεῖνος, σκοτισμένοι ἀπὸ τὴν ἀπόγνωσιν καὶ ζαλισμένοι ἀπὸ τὴν ἀπελπισίαν!
«Οὐ θανάτῳ ἀποθανεῖσθε». Καὶ ἐκεῖνο ποὺ εἶπεν ὁ Θεός; Ὤ! αὐτὸ εἶναι ψέμα, λέγει πρὸς τὴν Εὔαν ὁ ἀρχιψεύστης διάβολος. Διαβάλλει λοιπὸν καὶ συκοφαντεῖ τὸν Θεόν. Ὁ Θεός, Ὅστις εἶναι ἡ ἀλήθεια, παριστάνεται ἀπὸ τὸν πονηρὸν ὄφιν ὡς ψεύστης.
Ποῦ φθάνει ἡ ἀναισχυντία καὶ αὐθάδεια τοῦ διαβόλου! Ἀλλὰ τί ἐκπληττόμεθα καὶ τί ἀποροῦμεν, ἀναγνῶστα μου; Μήπως καὶ μέχρι σήμερον δὲν ἔρχεται αὐτὸς εἰς τὰ βάθη τῆς ψυχῆς μας καὶ μᾶς ὑποβάλλει λογισμοὺς βλασφημίας φρικιαστικούς, διὰ τῶν ὁποίων περιϋβρίζεται τὸ μεγαλεῖον τοῦ Ὑψίστου;
Καὶ νομίζομεν πολλὲς φορές, ὅτι τοὺς λογισμοὺς αὐτοὺς τοὺς γεννῶμεν μόνοι μας καὶ ταραττόμεθα διὰ τοῦτο, καὶ ἀδημονοῦμεν, καὶ ἀπελπιζόμεθα, διότι τολμῶμεν τοιαῦτα νὰ σκεπτώμεθα καὶ νὰ διαλογιζώμεθα.
Ἀδελφέ μου, εἰς τὴν περίπτωσιν αὐτὴν μὴ ταράττεσαι. Οἱ λογισμοὶ αὐτοὶ δὲν εἶναι ἰδικοί σου. Κάποιος ἄλλος τοὺς σφυρίζει καὶ κάποιος ἄλλος εἶναι ὁ ἔνοχος καὶ ὑπεύθυνος δι’ αὐτούς. Καὶ ὁ ἄλλος αὐτὸς εἶναι ὁ σατανᾶς.
Σὺ μίαν ἔχεις ἐπὶ τοῦ προκειμένου ὑποχρέωσιν· νὰ περιφρονῇς καὶ νὰ ἀδιαφορῇς πρὸς τοὺς λογισμοὺς αὐτούς. Τί θὰ κάμῃ ἐπὶ τέλους ὁ κακοῦργος ἐκεῖνος; Ὅταν πεισθῇ, ὅτι δὲν κατορθώνει τίποτε καὶ μὲ τοὺς λογισμοὺς αὐτούς, θὰ βαρυνθῇ καὶ θὰ σὲ ἀφήσῃ ἥσυχον.
Ἀπὸ τὴν πρώτην ὑποχώρησιν τῆς Εὔας ὁ ὄφις ἔγινε θρασύτερος καὶ ἀναιδέστερος. Καὶ δὲν ψεύδεται μόνον ἀναισχύντως, ἀλλὰ καὶ ἐκστομίζει εἰς τὸν τόπον ἐκεῖνον τῆς τρυφῆς συκοφαντίαν βλάσφημον καὶ ἀνίερον.
Διὰ πρώτην φορὰν τότε ἐσκορπίζετο εἰς τὴν ἀμόλυντον καὶ καθαρὰν ἀτμόσφαιραν τῆς γῆς τὸ δηλητήριον τοῦ ἁμαρτήματος τῆς συκοφαντίας, ποὺ ἐπρόκειτο τόσας καρδίας νὰ φαρμακώσῃ. Καὶ τὸ σκορπίζει ὁ διάβολος.
Ὤ! ἀπὸ τότε ἕως σήμερον πόσα στόματα ἀπογόνων τοῦ Ἀδὰμ μεταβάλλονται εἰς θανατηφόρους τάφους τῆς ὑπολήψεως καὶ τῆς τιμῆς τοῦ πλησίον!
Πόσαι γλῶσσαι γίνονται μαχαίρια δίκοπα διὰ νὰ φονεύσουν ἠθικῶς τὸν πλησίον διὰ τῆς συκοφαντίας καὶ διὰ νὰ ἀποδώσουν κατηγορίας καὶ εὐθύνας, τῶν ὁποίων αὐτὸς εἶναι καθ’ ὁλοκληρίαν ξένος καὶ ἀνένοχος!
Πόσαι ἀθῶαι περιστεραί, πόσοι ἀθῶοι ἄνθρωποι παρεστάθησαν ὡς κόρακες καὶ πόσα πρόβατα, πόσαι ἀγαθαὶ ὑπάρξεις ἐσφαγιάσθησαν ὡς νὰ ἦσαν λύκοι!
Ἆ! σύ, ὁ ὁποῖος δὲν δειλιᾷς νὰ πλέξῃς τῆς συκοφαντίας τὰς παγίδας· σὺ ὁ ὁποῖος ἔχεις τὴν ἀσυνειδησίαν νὰ ἐπινοῇς καὶ νὰ δημιουργῇς ψεύδη εἰς βάρος τοῦ πλησίον σου, δὲν βλέπεις, τίνος τὸ ἔργον ἐξακολουθεῖς καὶ ποίου μιμητὴς καθίστασαι;
Εἰς τὸ στόμα σου κάθηται ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος ἐξεστόμισε καὶ ἐπενόησε τὸ κατ’ ἀρχὰς τῆς συκοφαντίας τὸ ἁμάρτημα, καὶ αὐτὸς διευθύνει τὴν γλῶσσαν σου καὶ αὐτὸς κινεῖ τὰ χείλη σου εἰς ἀνομίαν.
Δὲν φοβεῖσαι; Δὲν ἐντρέπεσαι; Δὲν δειλιᾷς; Ἄχ! αὐτὸς εἶναι ὁ διάβολος, τοῦ ὁποίου ἔργον συστηματικὸν εἶναι νὰ φονεύῃ τὰς ψυχὰς τῶν ἀνθρώπων.
Ἀλλοίμονον! Μεταβάλλει αὐτὸς τὴν γλῶσσαν σου εἰς ὄργανον φονικόν, μὲ τὸ ὁποῖον δὲν πληγώνεις μόνον τὴν ὑπόληψιν τοῦ πλησίον σου, ἀλλὰ θανατώνεις καὶ τὴν ἰδικήν σου ψυχήν.
Διότι τὸ βαρὺ τῆς φοβερᾶς αὐτῆς ἁμαρτίας κρῖμα ποῖος θὰ τὸ βαστάσῃ; Καὶ ἡ μεγάλη εὐθύνη τῆς κακουργίας αὐτῆς ἀπὸ ποῖον θὰ ἐκζητηθῇ; Ἀπὸ τὴν ταλαίπωρον ψυχήν σου, ἀδελφέ μου Χριστιανέ.
Καὶ διαβάλλει καὶ συκοφαντεῖ ὁ διάβολος ποῖον; Τὸν Θεόν! Προσθέτει δὲ οὕτω εἰς τὸ κακούργημα τῆς συκοφαντίας τὸ ἔγκλημα τῆς βλασφημίας. Διότι ἡ συκοφαντία αὐτή, τὴν ὁποίαν πλάττει κατὰ τοῦ Θεοῦ, ἀποτελεῖ καὶ ὕβριν κατὰ τῆς ἀγαθότητος καὶ τῆς ἁγιότητος τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ βλασφημίαν.
Ὥστε ἀπὸ τὸ στόμα σου λοιπόν, κακοῦργε, ἤκουσε τὸ κατ’ ἀρχὰς καὶ τὴν βλασφημίαν ὁ ἄνθρωπος καὶ ἀπὸ σὲ ἐδιδάχθη νὰ δεικνύεται ἀνευλαβὴς πρὸς τὸ πανάγιον καὶ ἔνδοξον ὄνομα τοῦ Θεοῦ δυσφημῶν καὶ κακολογῶν αὐτό.
Σὺ μᾶς ἐσυνήθισες νὰ ὑβρίζωμεν τὸν Εὐεργέτην μας καὶ νὰ περιφρονῶμεν τὸν Κύριον καὶ Ἐξουσιαστήν μας. Ἀπὸ σὲ τὸ ἠκούσαμεν καὶ ἀπὸ σὲ τὸ ἐμάθομεν.
Καὶ χωρὶς νὰ κερδίζωμεν καὶ νὰ ἀπολαμβάνωμεν τίποτε ἀπὸ τὸ ἁμάρτημα αὐτό, γινόμεθα καὶ τῶν ἀλόγων ζώων ἀλογώτεροι καὶ ἀναισθητότεροι, δι’ ἀσημάντους αἰτίας καὶ διὰ πρόστυχα συμφέροντα, πολλάκις δὲ καὶ ἄνευ λόγου καὶ ἄνευ αἰτίας οὐδεμιᾶς στρεφόμενοι ἐναντίον Ἐκείνου, Ὅστις τὰ πάντα πάντοτε πρὸς τὸ συμφέρον ἡμῶν ἐνεργεῖ.
Ἄχ! Εὔα. Διατί ἤνοιξες τὰ αὐτιά σου κατὰ τὴν στιγμὴν ἐκείνην νὰ δεχθοῦν τῆς φοβερᾶς αὐτῆς συκοφαντίας καὶ τρομερᾶς βλασφημίας τὸν ἦχον;
Ἀπὸ τὰ αὐτιά σου ἐμβῆκεν εἰς τὰ βάθη τῆς ψυχῆς σου καὶ τῆς καρδίας σου, καὶ ἐπειδὴ ἡ θέλησίς σου δὲν τὸν ἀπέκρουσεν ἀλλ’ ἐφάνη διστακτικὴ ὡσὰν νὰ τὸν ἐδέχθη, ὁ ἦχος αὐτὸς ἐκόλλησε βαθειὰ ὅπως τὸ χάραγμα μιᾶς σφραγῖδος πυρωμένης, ἡ ὁποία καίει ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον μὲ αὐτὴν σφραγίζεται, καὶ χαράσσει ἀνεξαλείπτως ἐπ’ αὐτοῦ τὸ σημεῖον της.
Καὶ τώρα τὰ παιδιά σου, ὦ Εὔα, ἰδέ, πόσον εὔκολα παρασύρονται εἰς τῆς βλασφημίας τὸ ἄλογον καὶ ἀσεβέστατον ἁμάρτημα καὶ πόσον εὐχάριστος καὶ ἀνακουφιστικὸς τοὺς φαίνεται ἐπάνω εἰς τὰς παραφοράς των τῆς βλασφημίας ὁ ἀπαίσιος ἦχος.
Ὦ Κύριε, Κύριε· καθάρισε τὰς καρδίας μας ἀπὸ τῆς προπατορικῆς ἁμαρτίας μας τὸν δυσώδη ρύπον καὶ δὸς ἵνα αἱ γλῶσσαι ἡμῶν εὐλογοῦν πάντοτε καὶ δοξάζουν τὸ πάντιμον Ὄνομά Σου.
Καὶ ποίαν συκοφαντίαν πλάττει κατὰ τοῦ Θεοῦ; Πρόσεξε, ἀναγνῶστα μου, καὶ θὰ ἀντιληφθῇς ἄνευ δυσκολίας τινὸς τὸ ὑπερβάλλον μέγεθος τῆς ἀδικίας, τὴν ὁποίαν διὰ τοῦ ψεύδους του κατατολμᾷ κατὰ τῆς θείας Μεγαλειότητος.
Ὄχι, λέγει, δὲν θὰ ἀποθάνητε ἐὰν φάγητε ἀπὸ τὸ ἀπηγορευμένον αὐτὸ δένδρον. Ἂν δὲ ὁ Θεὸς σᾶς εἶπε νὰ μὴ φάγητε καὶ σᾶς ἐβεβαίωσεν ὅτι θὰ ἀποθάνητε, ὅταν φάγητε ἀπὸ τοὺς καρποὺς τοῦ δένδρου αὐτοῦ, αὐτὸ δὲν πρέπει νὰ σᾶς φανῇ παράδοξον καὶ νὰ σᾶς κινήσῃ ἀπορίαν.
Ὁ Θεὸς ἤξευρε καλά, ὅτι τὴν ἡμέραν, κατὰ τὴν ὁποίαν θὰ φάγητε ἀπὸ τὸν καρπὸν αὐτόν, θὰ διανοιχθοῦν οἱ ὀφθαλμοί σας καὶ θὰ γίνετε καὶ σεῖς ὅμοιοι πρὸς αὐτόν, «ὡς θεοὶ» καὶ σεῖς «γινώσκοντες καλὸν καὶ πονηρόν».
Ὄχι, δὲν τὸ ἔκαμεν ἀπὸ καλωσύνην του ὁ Θεὸς νὰ σᾶς ἀπαγορεύσῃ νὰ φάγητε ἀπὸ τὸν καρπὸν αὐτόν. Δὲν τὸ ἔκαμε διὰ νὰ σᾶς ἐξασφαλίσῃ ζωὴν εὐδαίμονα καὶ εὐτυχῆ, ὅπως σᾶς ἔκαμε νὰ πιστεύσητε μὲ τοὺς λόγους ποὺ σᾶς εἶπε. Τὸ ἔκαμε, διότι ἤθελε νὰ μείνουν κλειστὰ τὰ μάτια σας. Διότι ὅταν ἀνοίξουν τὰ μάτια σας, τότε θὰ γίνετε καὶ σεῖς ὅμοιοί του.
Αὐτή, ἀναγνῶστα μου, εἶναι ἡ ἔννοια τῶν λόγων, τοὺς ὁποίους ὁ ὄφις εἶπεν εἰς τὴν Εὔαν. Εἶναι λόγοι τρομεροὶ καὶ φρικώδεις οἱ λόγοι αὐτοί, ἀδελφέ μου.
Διατί; Διότι μὲ αὐτοὺς ζητεῖ ὁ ὄφις νὰ παραστήσῃ τὸν ἀγαθὸν Θεὸν ὡς μοχθηρὸν καὶ ἰδιοτελῆ καὶ κακόβουλον ὕπαρξιν. Ζητεῖ νὰ ἀποδώσῃ εἰς τὸν ἄπειρον Θεὸν πονηρίας καὶ κακίας, αἱ ὁποῖαι μόνον εἰς στρεβλὰ καὶ διεφθαρμένα δημιουργήματα εἰμπορεῖ νὰ εὑρεθοῦν.
Σύμφωνα μὲ τοὺς συκοφαντικοὺς αὐτοὺς λόγους, ὁ διάβολος διαβάλλει καὶ συκοφαντεῖ τὸν Θεὸν καὶ παριστᾷ ὅτι ὁ Θεὸς δὲν ἔπλασεν ἐξ ἀγαθότητος τὸν ἄνθρωπον. Οὔτε ἐνδιαφέρεται ὁ Θεὸς διὰ τὸ καλὸν καὶ τὴν εὐτυχίαν τοῦ ἀνθρώπου.
Τοὐναντίον, λέγει ὁ διάβολος, ὅτι ἐπιζητεῖ ὁ Θεὸς νὰ εὑρίσκεται ὁ ἄνθρωπος μὲ κλειστὰ μάτια, βυθισμένος εἰς τὸ σκότος τῆς ἀγνοίας, ἐκ φόβου μήπως γίνῃ καὶ αὐτὸς θεὸς καὶ σηκώσῃ κεφαλὴν κατὰ τοῦ Πλάστου καὶ Δημιουργοῦ του.
Ὑβρίζει λοιπὸν ὁ ὄφις τὸν Θεὸν καὶ βλασφημεῖ πρωτίστως μὲν κατὰ τῆς ἀγαθότητος Αὐτοῦ, ἔπειτα δὲ καὶ κατὰ τῆς ἀπείρου δυνάμεώς Του.
Τὸν παριστάνει ὡς φθονερόν, ὡς ἰδιοτελῆ, ὡς τυραννικόν τινα κυριάρχην, ἀλλὰ συγχρόνως καὶ ὡς ἀδύνατόν τινα ἄρχοντα, ὁ ὁποῖος θεωρεῖ ὡς μείωσιν τοῦ γοήτρου του καὶ τῆς δυνάμεώς του τὸ νὰ ἀναπτυχθοῦν καὶ ἐξυψωθοῦν οἱ ὑπήκοοί του.
Ὁ Θεός, λέγει ὁ διάβολος, δὲν θέλει νὰ γίνωμεν θεοί. Διατί; Ἀφ’ ἑνὸς διότι φθονεῖ τὴν εὐτυχίαν μας, ἀφ’ ἑτέρου διότι θέλει νὰ μᾶς ἔχῃ πάντοτε εἰς ὑποδεεστέραν θέσιν.
Ὡσὰν νὰ πρόκειται ἡμεῖς νὰ τοῦ ἀφαιρέσωμεν κάτι ἀπὸ τὴν Παντοκρατορίαν Του καὶ τὴν ἄπειρον δύναμίν Του. Ὡσὰν νὰ εἴμεθα ἱκανοὶ ἡμεῖς, τὰ πλάσματά Του, νὰ ὑψώσωμεν πραγματικῶς κεφαλὴν καὶ νὰ βλάψωμεν τὴν ἄπειρον Μεγαλειότητά Του! Αὐτὰ συκοφαντῶν λαλεῖ ὁ ὄφις πρὸς τὴν Εὔαν.
Ἀκούει ἡ Εὔα τὸν ὄφιν τέτοια νὰ ἐκστομίζῃ λόγια καὶ δὲν τινάζεται ἀπὸ φρίκην. Τῆς ὑβρίζει τὸ φεῖδι τὸν Θεόν, ὁ Ὁποῖος τὴν ἔπλασε καὶ τόσον πολὺ τὴν εἶχεν εὐεργετήσει, καὶ ἐκείνη ὄχι μόνον μένει ἀπαθής, ἀλλὰ καὶ προσέχει εἰς τὰ συκοφαντικὰ ἐκεῖνα λόγια.
Διὰ πρώτην φορὰν τῆς ὁμιλεῖ τὸ φεῖδι. Δὲν γνωρίζει κανὲν καλὸν καὶ καμμίαν εὐεργεσίαν ἀπὸ τὸ φεῖδι. Τῆς εἶναι ἄγνωστον καὶ καθ’ ὁλοκληρίαν ξένον τὸ φεῖδι. Καὶ ὅμως πιστεύει εἰς τὰ λόγια τοῦ ὄφεως καὶ δυσπιστεῖ εἰς τὸν Θεόν, ὁ Ὁποῖος οὔτε ξένος οὔτε ἄγνωστος τῆς ἦτο, ἀλλὰ τῆς εἶχε δείξει ἐπανειλημμένως τὴν ἀγαθότητά Του καὶ τὴν ἀγάπην Του.
Ἂν ἤρχετο ἕνας ἄγνωστος ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος διὰ πρώτην φορὰν σοῦ ὁμιλεῖ, καὶ σοῦ ὕβριζε τὸν ἀγαπημένον πατέρα σου καὶ σοῦ παρίστανεν, ὅτι ὁ πατέρας σου αὐτός, τοῦ ὁποίου τὴν στοργὴν καὶ τὴν ἀγάπην πολλὲς φορὲς ἐδοκίμασες καὶ ᾐσθάνθης, ὅτι ὁ πατέρας αὐτὸς θέλει καὶ ἐπιζητεῖ τὴν καταστροφὴν καὶ τὴν δυστυχίαν σου, τί θὰ ἔκαμνες;
Τὸ ὀλιγώτερον ποὺ θὰ ἔκαμνες θὰ ἦτο, ὅτι μὲ βαθεῖαν καὶ μεγάλην περιφρόνησιν, ἐὰν μὴ καὶ μὲ ἀσυγκράτητον ὀργὴν καὶ ἀγανάκτησιν, θὰ ἤκουες τὰ λόγια τοῦ ἀνθρώπου αὐτοῦ.
Ἔτσι ἔπρεπε καὶ ἡ Εὔα νὰ ὑποδεχθῇ τοὺς ἀπατηλοὺς καὶ δολίους λόγους τοῦ ὄφεως. Ἀλλὰ ἐκείνη τοὺς ἀκούει, τοὺς προσέχει, τοὺς παραδέχεται.
Καὶ οὕτως ἡ ἁμαρτία ἔχει ἤδη ἀρχίσει τὸ ἔργον της εἰς τὴν καρδίαν τῆς Εὔας. Ὁ ὄφις ρίπτει τὸν σπόρον τοῦ κακοῦ καὶ ἡ καρδία τῆς Εὔας δὲν τὸν ἀπωθεῖ. Καὶ οὕτω ἡ ἀπαισία καὶ ὀλεθρία σπορὰ συνετελέσθη. Τί παράδοξον τώρα, ἐὰν ἀρχίσῃ ἡ καρποφορία;
«Καὶ εἶδεν ἡ γυνή, ὅτι καλὸν τὸ ξύλον εἰς βρῶσιν καὶ ὅτι ἀρεστὸν τοῖς ὀφθαλμοῖς ἰδεῖν καὶ ὡραῖόν ἐστι τοῦ κατανοῆσαι».
Τόσες φορὲς ἐπέρασες, Εὔα, κοντὰ ἀπὸ τὸ δένδρον αὐτὸ τῆς παρακοῆς. Δὲν βλέπεις ἴσως διὰ πρώτην φορὰν τοὺς καρπούς του. Μὰ διὰ πρώτην ὅμως φορὰν τόσον πολὺ οἱ καρποὶ αὐτοὶ σοῦ ἑλκύουν τὴν προσοχήν. Διὰ πρώτην φορὰν μία τέτοια περιέργεια διὰ τοὺς καρποὺς αὐτοὺς ὡσὰν φωτιὰ ἀνυπόφορη ἀνάπτει στὴν καρδίαν σου.
Διὰ πρώτην φορὰν αἰχμαλωτίζεσαι τόσον πολὺ καὶ γοητεύεται ἡ θέλησίς σου ἀπὸ τοὺς καρποὺς αὐτούς, ὥστε νὰ σοῦ φαίνωνται ὡραῖοι πολὺ καὶ νὰ φαντάζεσαι, ὅτι εἶναι γλυκύτεροι καὶ νοστιμώτεροι ἀπὸ κάθε ἄλλον καρπόν.
Διὰ πρώτην φοράν, ναί. Διότι ὅσες ἄλλες φορὲς προτήτερα εἶχες περάσει ἀπὸ τὸ δένδρον αὐτό, ἡ καρδία σου δὲν εἶχεν ἀκόμη μολυνθῆ. Ἦτο καθαρά. Ἐνῶ τώρα, ἐνέδωκες εἰς τοὺς λόγους τοῦ ὄφεως, ἐπρόσεξες εἰς αὐτοὺς καὶ ἐμβαίνει λοιπὸν διὰ τοῦτο μέσα σου τὸ σπέρμα τῆς ἁμαρτίας, τὸ σπέρμα τῆς παραβάσεως.
Ἄχ! ἡμεῖς οἱ ταλαίπωροι τῆς Εὔας ἀπόγονοι. Πόσην προσοχὴν πρέπει νὰ ἔχωμεν εἰς τοὺς διαλογισμούς μας καὶ εἰς τὰς σκέψεις μας!
Ἀπὸ τὴν ἀρχήν, εὐθὺς ὅπου ἀρχίζει τὸ κακὸν καὶ ἐμβαίνει εἰς τὴν ψυχήν σου, εὐθὺς ὅπου ὁ πρῶτος διαλογισμὸς τῆς ἁμαρτίας ἐμβαίνει εἰς τὸν νοῦν σου, πρόσεξε, ἀδελφέ μου, νὰ τὸν ἀποδιώξῃς χωρὶς χρονοτριβήν.
Ἐὰν ἐνδώσῃς, θὰ τὸ πάθῃς ὅπως καὶ ἡ Εὔα. Θὰ βλέπῃς τὸ ξύλον τῆς παραβάσεως καὶ θὰ σὲ τραβᾷ. Θὰ σοῦ παρουσιάζεται ὁ καρπὸς τῆς παρακοῆς καὶ δὲν θὰ ἠμπορῇς νὰ ξεκολλήσῃς ἀπ’ ἐπάνω του. Ἡ ἁμαρτία θὰ σὲ σύρῃ, ὅπως ἔσυρε καὶ τὴν Εὔαν.
Ἡ Εὔα προσβλέπει πρὸς τὸ δένδρον. Παρατηρεῖ τοὺς καρπούς του. Περιεργάζεται αὐτούς. Καὶ τί βλέπει; Τώρα δὲν βλέπει τίποτε διαφορετικὸν εἰς τὸ δένδρον αὐτὸ τῆς παρακοῆς ἀπὸ τὰ ἄλλα δένδρα.
Ὅπως τὰ ἄλλα δένδρα ἐν τῷ Παραδείσῳ ἦσαν «ὡραῖα εἰς ὅρασιν καὶ καλὰ εἰς βρῶσιν», οὕτω καὶ τὸ ξύλον αὐτό, ἀπὸ τὸ ὁποῖον τὸ φεῖδι τὴν παρακινεῖ νὰ φάγῃ, δὲν παρουσιάζει τίποτε τὸ ἐπιβλαβές, τίποτε τὸ θανατηφόρον. Εἶναι καὶ αὐτὸ «καλὸν εἰς βρῶσιν».
Καὶ ἐξακολουθεῖ νὰ τὸ παρατηρῇ. Καὶ ὅσῳ περισσότερον τὸ περιεργάζεται τόσῳ περισσότερον καὶ γοητεύεται ἀπὸ αὐτό. Ὅσῳ περισσότερον τὰ μάτια της προσηλώνονται ἐπάνω εἰς τὸν ἀπηγορευμένον καρπόν, τόσῳ περισσότερον αἰχμαλωτίζεται ἡ καρδία της καὶ ἡ θέλησίς της.
Εἰς τὰς ἀρχὰς τῆς φαίνεται ὁ καρπὸς ἐκεῖνος «καλὸς εἰς βρῶσιν». Ὡς ἕνας δηλαδὴ καρπός, ὅμοιος πρὸς τοὺς ἄλλους ποὺ ἔτρωγον ἀπὸ τὰ μὴ ἀπηγορευμένα δένδρα. Μετ’ ὀλίγον ὁ καρπὸς αὐτὸς τῆς φαίνεται «ἀρεστὸς τοῖς ὀφθαλμοῖς ἰδεῖν». Τῆς προξενεῖ εὐχαρίστησιν νὰ τὸν βλέπῃ καὶ νὰ τὸν παρατηρῇ. Καὶ εὐθὺς ἀμέσως τῆς παρίσταται καὶ «ὡραῖος τοῦ κατανοῆσαι».
Ὅσῳ περισσότερον χρονίζει εἰς τὸ νὰ τὸν κυττᾷ, τόσῳ ἐξαιρετικώτερος τῆς φαίνεται ὁ καρπὸς ἐκεῖνος· τόσῳ περισσότερον τὸν ἐπιθυμεῖ καὶ φαντάζεται ὅτι ἡ γεῦσις του θὰ εἶναι ἐξαιρετικωτέρα ἀπὸ τὴν γεῦσιν ποὺ ἐδοκίμαζε τρώγουσα ἄλλους καρπούς.
Καὶ γίνονται λοιπὸν τὰ μάτια της μικρὰ παράθυρα, ἀπὸ τὰ ὁποῖα τὸ δηλητήριον τῆς ἁμαρτίας εἰσορμᾷ καὶ χύνεται ἄφθονον μέσα εἰς τὴν καρδίαν τῆς Εὔας. Καὶ ὅσῳ περισσότερον ἀνοικτὰ μένουν τὰ παράθυρα αὐτά, τόσῳ ἀφθονώτερον δηλητήριον ἐκχύνεται εἰς τὴν καρδίαν τῆς Εὔας.
Δὲν τοὺς κλείεις καλύτερα τοὺς ὀφθαλμούς σου, Εὔα, εἰς τὸ νὰ μὴ βλέπουν τὴν ματαιότητα καὶ νὰ μὴ περιεργάζωνται τὴν ἁμαρτίαν; Δὲν τοὺς βγάζεις καλύτερα ἀπὸ τὰς κόγχας των διὰ νὰ μείνῃς μᾶλλον τυφλή, παρὰ νὰ τοὺς ἔχῃς διὰ νὰ χρησιμεύουν ὡς ὑπηρέται τῆς παραβάσεως καὶ ὡς ὀχετοὶ καὶ ἀγωγοί, διὰ τῶν ὁποίων ὁ θάνατος θὰ καταβῇ εἰς τὴν ψυχήν σου;
Εἶναι καιρὸς ἀκόμη. Ἐὰν κλείσῃς τὰ μάτια σου, ἐὰν ἀπομακρύνῃς τὰ βήματά σου, ἐὰν ζητήσῃς τὴν βοήθειαν τοῦ Πλάστου σου διὰ προσευχῆς, ἐὰν προσφύγῃς εἰς τὸν σύντροφον τῆς ζωῆς σου τὸν Ἀδὰμ καὶ τοῦ εἴπῃς τί σοῦ συμβαίνει, καὶ τοῦ ζητήσῃς τὴν ὁδηγίαν, εἶναι καιρὸς ἀκόμη νὰ σωθῇς καὶ νὰ γλυτώσῃς.
Ἄχ! ἀλλοίμονον. Ἡ Εὔα παρατηρεῖ, ἐξακολουθεῖ νὰ περιεργάζεται. Ἔτσι καὶ μεῖς ἀδελφέ μου, τὴν παθαίνομεν πολλάκις. Παρατηροῦμεν ἢ ἀφίνομεν νὰ εἰσέλθῃ εἰς τὸν νοῦν μας μία κακὴ σκέψις. Τί κακό, λέγομεν, μπορεῖ νὰ μᾶς συμβῇ, ἐὰν κυττάξωμεν ἁπλῶς, ἂν συλλογισθῶμεν κακόν τι;
Πλανώμενοι οἱ ταλαίπωροι νομίζομεν, ὅτι μία περίεργη ματιὰ ἢ μία ἁπλῆ σκέψις εἰμπορεῖ νὰ μείνῃ χωρὶς καμμίαν συνέπειαν, χωρὶς κανένα ἀποτέλεσμα κακόν.
Καὶ ὅμως. Ἀπὸ τοῦ ματιοῦ τὴν παρατήρησιν καὶ ἀπὸ τὸν συλλογισμὸν τῆς πονηρᾶς σκέψεως ἀνάπτει μέσα εἰς τὴν καρδίαν μας τῆς κακῆς ἐπιθυμίας ἡ ἀκατάσβεστος πολλάκις φωτιά. Κυττᾷς ἢ συλλογίζεσαι, καὶ ὕστερα ἀπὸ ὀλίγον ἐπιθυμεῖς.
Καὶ ὅσῳ περισσότερον ἀφίνεις τὰ μάτια σου νὰ κυττοῦν καὶ νὰ περιεργάζωνται, ἢ τὴν διάνοιάν σου νὰ σκέπτεται τὸ κακόν, τόσῳ περισσότερον καίεται ἡ καρδία σου καὶ δένεται ἡ θέλησίς σου. Καὶ σύρεσαι κατόπιν σὰν ζῶον ἄλογον εἰς τὴν ἁμαρτίαν, ὅπως ἐσύρθη καὶ ἡ Εὔα.
Δὲν βλέπεις πῶς περιγράφει ἡ Γραφὴ τὴν πρώτην παράβασιν; Ἐκύτταξεν ἡ Εὔα. Περιεργάσθη μὲ τὰ μάτια της πρῶτον τὸν καρπόν. Καὶ ἡ καρδία της ἐντὸς ὀλίγου ἐδέθη καὶ ᾐχμαλωτίσθη.
Καὶ ἀφοῦ μὲ τῶν ματιῶν τὸ ἀχόρταστον κύτταγμα ἐδέθη ἡ καρδία της, χωρὶς δισταγμὸν πλέον καὶ χωρὶς τὴν παραμικρὰν δυσκολίαν, ἥπλωσε τὰς χεῖρας της καὶ «λαβοῦσα ἀπὸ τοῦ καρποῦ αὐτοῦ ἔφαγε».
Ἁπλώνει ἡ Εὔα τὸ χέρι της καὶ κόπτει τὸν ἀπηγορευμένον καρπόν. Ὄχι· δὲν τὸν ἔκοψε τὸ φεῖδι διὰ νὰ τῆς τὸν προσφέρῃ. Τὸν ἔκοψε μόνη της, μὲ τὸ ἴδιο της τὸ χέρι.
Δὲν τὸν ἐπλησίασεν εἰς τὸ στόμα της ὁ διάβολος διὰ νὰ τὴν πειθαναγκάσῃ θέλοντας καὶ μὴ νὰ τὸν φάγῃ. Τὸν ἔφερε μοναχή της, μὲ τὸ ἴδιο της τὸ χέρι, χωρὶς κανένας νὰ τὴν βιάσῃ.
Ὄχι· δὲν ἔχει καμμίαν ἐξουσίαν ὁ διάβολος νὰ ἐξαναγκάσῃ τὸ ἐλεύθερον πλάσμα τοῦ Θεοῦ. Ἔδωκε μόνον μίαν δολίαν καὶ ὀλεθρίαν συμβουλήν. Ἔκαμε μίαν κακὴν παρακίνησιν. Τίποτε παραπάνω ἀπὸ αὐτό. Εἰς τὴν ἐξουσίαν τῆς Εὔας ἦτο νὰ ἀκούσῃ ἀλλὰ καὶ νὰ μὴ ἀκούσῃ τὴν συμβουλὴν αὐτήν.
Εἰς τὸ χέρι της ἦτο νὰ κόψῃ ἀλλὰ καὶ νὰ μὴ κόψῃ τὸν ἀπηγορευμένον ἐκεῖνον καρπόν. Ἐὰν τὸν ἔκοπτε λοιπόν, ὅπως καὶ τὸν ἔκοψε, δὲν θὰ ἐδικαιοῦτο νὰ αἰτιᾶται κανένα ἄλλον παρὰ μόνον τὸν ἑαυτόν της. Οὔτε ὁ Θεὸς θὰ τῆς ἔπταιε, ποὺ ἔθεσε τὴν ἀπαγόρευσιν διὰ νὰ δοκιμασθῇ ἡ θέλησίς της πρὸς τὸν σκοπὸν τοῦ νὰ καταρτισθῇ ἠθικῶς καὶ πνευματικῶς ἡ Εὔα.
Ἀλλ’ οὔτε καὶ τὸ φεῖδι, ὁ διάβολος, θὰ τῆς ἔπταιε, τὸ ὁποῖον ναὶ μὲν τὴν παρεκίνησε καὶ τὴν συνεβούλευσε νὰ πράξῃ τὸ κακόν, δὲν τὴν ἐξηνάγκασεν ὅμως εἰς τοῦτο οὔτε διὰ τῆς βίας τῆς ἔσυρε τὸ χέρι διὰ νὰ κόψῃ τὸν καρπὸν τῆς παρακοῆς. Θὰ τῆς ἔπταιε τὸ κεφάλι της, τὸ ὁποῖον ἐπρόσεξε περισσότερον εἰς τὰ λόγια τοῦ πονηροῦ ὄφεως παρὰ εἰς τοὺς λόγους τοῦ ἀγαθοῦ Θεοῦ.
Ἀδελφέ μου Χριστιανέ, ἀκριβῶς τὸ ἴδιον ἐπαναλαμβάνεται καὶ εἰς ἡμᾶς. Εἰς τὸν δρόμον τῆς ζωῆς μας συναντῶμεν πολλὰ δένδρα, ἀπὸ τοὺς καρποὺς τῶν ὁποίων δὲν πρέπει νὰ φάγωμεν.
Δηλαδὴ μᾶς παρουσιάζονται χίλιες δυὸ περιστάσεις, ὅπου ἡ ἐπιθυμία μᾶς σύρει καὶ μᾶς ἕλκει τῆς ἁμαρτίας τὴν ἀπόλαυσιν καὶ νὰ γευθῶμεν τὸν δελεαστικὸν ἀλλὰ καὶ θανατηφόρον καρπόν της.
Καὶ ἐξαπλώνομεν, ὅπως καὶ ἡ Εὔα ἄλλοτε, τὸ χέρι μας καὶ ἡμεῖς καὶ παίρνομεν τὸν καρπὸν τῆς ἁμαρτίας καὶ τὸν φέρομεν εἰς τὰ χείλη μας διὰ νὰ γευθῶμεν τὸ φαρμακερὸν μέλι του.
Τὸ κάμνομεν μόνοι μας αὐτό. Χωρὶς νὰ μᾶς δεσμεύῃ κανένας. Χωρὶς νὰ μᾶς ἐξαναγκάζῃ κανείς. Μόνοι μας καὶ διότι τὸ θέλομεν. Μόνοι μας καὶ διότι τὸ ἀποφασίζομεν, πράττομεν τὴν ἁμαρτίαν.
Ἆ ὄχι· ὁ διάβολος δὲν ἔχει καμμίαν ἐξουσίαν ἐπάνω μας, Χριστιανέ μου. Αὐτὸ πρέπει νὰ τὸ ἐννοήσῃς καλά. Εἰμπορεῖ νὰ μᾶς παρακινῇ εἰς τὴν παράβασιν, ἀλλὰ δὲν μᾶς σύρει εἰς αὐτήν.
Μᾶς πειράζει, ναί· ἀλλὰ ὁ πειρασμός, εἰς τὸν ὁποῖον μᾶς ὑποβάλλει, δὲν εἶναι ἀνώτερος ἀπὸ τὰς δυνάμεις μας. Εἰμποροῦμεν νὰ τὸν ἀποκρούσωμεν καὶ εἰς τὸ χέρι μας εἶναι νὰ τὸν ἀποφύγωμεν. Ἐὰν νικηθῶμεν, θέλομεν νὰ νικηθῶμεν καὶ δι’ αὐτὸ νικώμεθα. Ἐὰν πέσωμεν, θέλομεν νὰ πέσωμεν καὶ δι’ αὐτὸ πίπτομεν.
Ἰδὲ τὴν Εὔαν. Τρώγει, διότι ἀπεφάσισε νὰ φάγῃ. Τρώγει διότι θέλει νὰ φάγῃ. Καὶ ἐξαπλώνει μόνη της, χωρὶς κανεὶς νὰ τῆς τὸ σύρῃ, τὸ ἁμαρτωλόν της χέρι. Καὶ μόνη της φέρνει εἰς τὸ μολυνόμενον στόμα της τῆς παραβάσεως τὸν καρπόν.
Ὅταν ἡ Εὔα ἐστάθη διὰ νὰ ἀκούσῃ τὸ φεῖδι, τὸν Πονηρόν, ἀσφαλῶς δὲν θὰ ἐφαντάζετο ποτέ, ὅτι θὰ παρέβαινε τὴν ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὅταν ὕστερον ἐκάθητο καὶ περιειργάζετο τὸν καρπόν, ἴσως νὰ μὴ τῆς ἔμβαινεν εἰς τὸν νοῦν, πὼς θὰ κατέληγεν εἰς τὸ νὰ τὸν φάγῃ.
Ἀκόμη καὶ ὅταν, ἐξήπλωσε τὸ χέρι της διὰ νὰ τὸν κόψῃ, ἀκόμη καὶ τότε καλά-καλὰ δὲν θὰ εἶχε λάβει τὴν ἀπόφασιν πλήρη διὰ νὰ γευθῇ τὸν καρπὸν ἐκεῖνον τῆς ἁμαρτίας. Σιγά-σιγά, μὲ βήματα μικρὰ ἔφθασεν εἰς τὸ χεῖλος τοῦ κρημνοῦ καὶ ἐγλύστρησεν εἰς αὐτόν.
Εἰς τὴν ἀρχὴν ἐστάθη νὰ ἀκούσῃ τὸν ὄφιν. Ἐφάνη μόνον ἐνδοτική. Ὅταν δὲ τὸν ἤκουσε νὰ συκοφαντῇ καὶ νὰ βλασφημῇ τὴν ἀγαθότητα τοῦ Πλάστου της, ἐδείχθη πολὺ χαλαρά. Καὶ ἐκάθησεν ἔπειτα νὰ περιεργασθῇ τὸ δένδρον καὶ τοὺς καρποὺς αὐτοῦ.
Παρατήρησε, ἀναγνῶστα μου, πόσον ἐλαφρά, ἐλαφρὰ ἡ Εὔα ἤρχισε νὰ γλυστρᾷ καὶ πῶς, χωρὶς διόλου νὰ καταλάβῃ, ἐπειδὴ ἦτο ἀπρόσεκτος, εὑρέθη διὰ μιᾶς ἐν μέσῳ τῶν φλογῶν. Ἔτσι καὶ μεῖς, ἀδελφέ μου, ἀπροσεκτοῦντες καὶ μὴ φοβούμενοι παρασυρόμεθα εἰς πράξεις ἐλεεινοτάτας καὶ ἀτιμωτάτας.
Ἐκ πρώτης ὄψεως, μόλις βλέπομεν τὰς πράξεις ταύτας, μᾶς φαίνεται, ὅτι εἶναι ἀδύνατον ἡμεῖς νὰ ἐμπέσωμεν εἰς αὐτάς. Ἀλλ’ ἡ ἁμαρτία δὲν ἔχει ἐμπιστοσύνην, οὔτε μπορεῖ νὰ συγκρατηθῇ κανείς, ὅταν φθάσῃ καὶ πάρῃ τὸν κατήφορόν της.
Καὶ βέβαια δὲν θὰ φθάσωμεν διὰ μιᾶς καὶ μὲ ἓν ἀπότομον πήδημα εἰς τὸ νὰ ἐπιτελέσωμεν τὴν αἰσχρὰν καὶ ἄτιμον ἐκείνην πρᾶξιν, τὴν ὁποίαν πρὸς τὸ παρὸν σιχαινόμεθα καὶ ἀποστρεφόμεθα.
Ἐὰν ὅμως ἀπροσεκτήσωμεν, θὰ γίνῃ ἀθορύβως μέσα εἰς τὴν ψυχήν μας μία ἀφανής, ἀλλὰ μεγάλη καρποφορία τοῦ κακοῦ, ἡ ὁποία σκοπὸν θὰ ἔχῃ νὰ καταστήσῃ ὥριμον τὴν ψυχήν, ὥστε νὰ εἴπῃ ἐπὶ τέλους τὸ ναὶ καὶ διὰ τὴν ἄτιμον αὐτὴν πρᾶξιν.
Θὰ γίνῃ μία ζύμωσις. Θὰ ἔμβῃ τὸ κακὸν εἰς τὴν ψυχήν σου κατ’ ἀρχὰς ὡς ἕνας λεπτὸς λογισμός. Ἐνέδωκες; Ἐφάνης ἀπρόσεκτος; Ἀρχίζει ἀμέσως ἡ ὀλεθρία καὶ καταστρεπτικὴ ζύμωσις. Καὶ ἡ ψυχή σου ἐμβολιάζεται σιγά-σιγὰ ἀπὸ τὸ κακόν.
Καὶ ὁ λογισμὸς ἐκεῖνος ὡς ἄλλο μικρόβιον ἀρχίζει νὰ χύνῃ δηλητήριον καὶ νὰ γεννᾷ πλῆθος ἄλλο μικροβίων, πλῆθος ἄλλων λογισμῶν καὶ συγκλονισμῶν ἐσωτερικῶν, ἕως ὅτου πλέον θὰ ἔλθῃ ἡ στιγμή, ὅπου ἡ πρᾶξις ἐκείνη ἡ τρομερὰ θὰ ἀλλάξῃ διὰ σὲ ὄψιν.
Σοῦ ἐφαίνετο ἀπαισία. Καὶ τώρα ὅμως σοῦ φαίνεται, ὅτι δὲν εἶναι καὶ τόσον ἄσχημος. Μετ’ ὀλίγον θὰ σοῦ παρουσιασθῇ ἀρκετὰ ἀνεκτή. Καὶ ἔπειτα θὰ σοῦ φανῇ ἀρεστὴ καὶ ὡραία. Θὰ σοῦ συμβῇ δηλαδὴ, ὅ,τι ἀκριβῶς συνέβη καὶ εἰς τὴν Εὔαν.
Καὶ θὰ σοῦ συμβῇ τοῦτο, ἀδελφέ μου, ἐφ’ ὅσον ἐννοεῖται σὺ ἀνέχεσαι νὰ σοῦ συμβῇ. Ἐφ’ ὅσον δηλαδὴ μένεις ἀπρόσεκτος καὶ ἐνδίδεις εἰς τὸ κακὸν καὶ δὲν ἀποκρούεις αὐτό. Δι’ αὐτὸ δίωκέ το, Χριστιανέ μου, ἀπὸ τὴν ψυχήν σου μὲ ὅλην σου τὴν δύναμιν.
Τὸν λογισμὸν ἐκεῖνον τὸν λεπτὸν καὶ ἀφανῆ ποὺ ζητεῖ κατ’ ἀρχὰς νὰ εἰσχωρήσῃ εἰς τὰ βάθη τῆς καρδίας σου διὰ νὰ τὴν μολύνῃ, ἔχε προσοχήν, νὰ τὸν ἀποδιώκῃς ἀμέσως, χωρὶς χρονοτριβὴν καὶ χωρὶς ταλαντεύσεις. Ἀμέσως.
Εἶναι δηλητήριον, καὶ αἱ ἀναθυμιάσεις του θὰ παραλύσουν τὴν θέλησίν σου. Ἐγκρύπτει τὸν θάνατον καὶ ἂν εἰσχωρήσῃ εἰς τὰ βάθη τῆς καρδίας σου, εἶναι ἀδύνατον νὰ μὴ σκορπίσῃ ἐκεῖ τὸν μαρασμὸν καὶ τὴν νέκρωσιν.
Ἀφοῦ ἡ Εὔα παρέβη τὴν ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ καὶ ἔφαγεν ἀπὸ τὸν ἀπηγορευμένον καρπόν, γίνεται ὕστερα ὄργανον διὰ νὰ ἁμαρτήσῃ καὶ ὁ Ἀδάμ. Τὸ στόμα της τώρα γίνεται στόμα ὄφεως διὰ τὸν ἄνδρα αὐτῆς. Καὶ ἐπαναλαμβάνει ἡ γλῶσσα της εἰς τὸν Ἀδὰμ τὰ λόγια, τὰ ὁποῖα πρὸ ὀλίγου εἶχεν ἀκούσει αὐτὴ ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ φειδιοῦ.
Ὅ,τι τῆς εἶχεν εἴπει τὸ φεῖδι, τὸ λέγει τώρα καὶ αὐτὴ εἰς τὸν ἄνδρα της τὸν Ἀδάμ. Καὶ μὲ ὅσην ἐπιμονὴν τὸ φεῖδι πρὸ ὀλίγου προσεπάθει νὰ τὴν πείσῃ ὅτι εἰς τὸν καρπὸν ἐκεῖνον δὲν ἐκρύπτετο ὁ θάνατος ἀλλ’ ἡ ζωή, μὲ τὴν αὐτὴν ἐπιμονὴν καὶ αὐτὴ τώρα ζητεῖ τὴν ἰδίαν βεβαίωσιν καὶ πεποίθησιν νὰ μεταδώσῃ εἰς τὸν ἄνδρα της.
Διὰ πόσους καὶ σήμερον ἄνδρας αἱ γυναῖκες γίνονται Εὖαι ἀληθιναί, ἀπὸ τὸ στόμα τῶν ὁποίων βγαίνουν ὄφεως πανούργου συμβουλαί! Διὰ πόσους ἄνδρας τὸ στόμα τῆς συζύγου εἶναι στόμα ὄφεως καὶ ὀχιᾶς κακούργου!
Ἡ γλῶσσα ἐκείνη, ποὺ φαίνεται ὅτι στάζει μέλι, πόσες φορὲς γλυκά-γλυκὰ χύνει εἰς τὸ αὐτὶ τοῦ ἀνδρὸς τὸ δηλητήριον τῆς διαβολῆς κατὰ τῆς πενθερᾶς, κατὰ τοῦ ἀνδραδέλφου, κατὰ τῆς συννυφάδας, κατὰ τῶν συγγενῶν ἐν γένει τοῦ συζύγου!
Καὶ πόσες φορὲς συμβουλεύει τὸ στόμα αὐτὸ τὴν ματαιότητα καὶ τὴν ἄσωτον σπατάλην καὶ τὴν ἀνόητον ἐπίδειξιν, τὰ ὁποῖα ὁδηγοῦν τοὺς οἴκους εἰς τὴν πτωχείαν καὶ εἰς τὴν διαφθοράν!
Ἡ Εὔα πείθει καὶ τὸν Ἀδάμ. Ἀπὸ ἀγάπην ἆραγε ἢ ἀπὸ ἐλατήριον ἄλλο; Ἰδοὺ τὸ ζήτημα. Ὅτι τὰ λόγια της θὰ εἶχον τὸ χρῶμα τῆς ἀγάπης, δὲν ἀμφιβάλλω περὶ αὐτοῦ.
Ὅτι θὰ ὡμίλησεν ἡ Εὔα πρὸς τὸν Ἀδὰμ μὲ ἐνδιαφέρον καὶ μὲ στοργήν, μοῦ τὸ δεικνύει ἡ εὐκολία, μὲ τὴν ὁποίαν ὁ Ἀδὰμ παίρνει τὸν καρπὸν ἀπὸ τὰ χέρια τῆς συζύγου του καὶ τὸν τρώγει.
Ἀλλ’ ἡ Εὔα κυρίως δοκιμάζει τώρα ἓν αἴσθημα δειλίας καὶ φόβου καὶ ὑπὸ τὴν ὤθησιν αὐτοῦ τρέχει πρὸς τὸν Ἀδὰμ καὶ ζητεῖ νὰ τὸν συμπαρασύρῃ.
Εἶναι τὸ αἴσθημα παντὸς ἐνόχου. Εἶναι ἡ δειλία τὴν ὁποίαν γεννᾷ εἰς τὴν ψυχὴν τοῦ παραβάτου ἡ ἁμαρτία τὴν ὁποίαν διέπραξεν. Εἶναι ὁ φόβος τῆς τιμωρίας διὰ τὴν παράβασιν.
Ναί, εἶναι ἀλήθεια, πὼς ἡ Εὔα δὲν εἶχεν ἀκόμη ἀντιληφθῆ τὰς πικρὰς συνεπείας τῆς παραβάσεώς της. Ἔβλεπεν ὅμως, ὅτι ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον εἶχε πράξει, ἦτο ἀθέτησις τῆς ἐντολῆς τοῦ μεγάλου Θεοῦ. Ἤθελε λοιπὸν εἰς τὴν κατάστασιν, ὅπου εὑρίσκετο τώρα, νὰ μὴ μείνῃ μόνη.
Ἤθελε νὰ ἔχῃ σύντροφον τὸν ἄνδρα της, μαζῆ μὲ τὸν ὁποῖον νὰ ἀπολαύσῃ τοῦ καρποῦ τὴν γλυκύτητα καὶ τὴν γνῶσιν, ἂν πράγματι σωτήριος ἦτο ὁ καρπός, ἀλλὰ καὶ τὴν συμφοράν, ἡ ὁποία μποροῦσε νὰ τοὺς εὕρῃ ἀπὸ τὴν ἀπειθῆ ἐκείνην πρᾶξιν των.
Ἠσθάνετο δηλαδὴ ἡ Εὔα, ὅ,τι αἰσθάνεται καὶ σήμερον πᾶς ἁμαρτωλὸς καὶ παραβάτης. Θέλει καὶ αὐτὸς νὰ ἔχῃ ὅσῳ τὸ δυνατὸν περισσοτέρους συντρόφους εἰς τὰς πράξεις του, καὶ ἀναπαύεται καλύτερον, ὅταν βλέπῃ καὶ ἄλλους πολλοὺς νὰ ἐνεργοῦν καὶ νὰ πράττουν τὰ αὐτά, τὰ ὁποῖα καὶ ἐκεῖνος.
Καὶ ὅπως τότε ἡ Εὔα ἔγινε διδάσκαλος τοῦ κακοῦ εἰς τὸν ἀθῶον Ἀδάμ, ἔτσι σήμερον οἱ παραβάται αἰσθάνονται μεγάλην εὐχαρίστησιν νὰ πονηρεύουν τὸν ἀθῶον καὶ νὰ συγκλείουν εἰς τὴν διαφθορὰν τὰς ἁγνὰς καὶ ἀμολύντους ψυχάς.
Ἔφαγε λοιπὸν ἡ Εὔα πρῶτον καὶ ὁ Ἀδὰμ ὕστερον. Ἔφαγον τὸν καρπὸν τὸν ἀπηγορευμένον. Καὶ δι’ ἕνα καρπόν, θὰ ἐρωτήσετε ἴσως, ἐκρίθησαν ἄξιοι τῆς αἰωνίας τοῦ Θεοῦ ὀργῆς;
Δι’ ἕνα καρπόν, τὸν ὁποῖον ἔφαγον, ἐκρίθη ἄξιον ἓν ὁλόκληρον γένος ἀνθρώπων νὰ ἐξορισθῇ εἰς τὴν κοιλάδα αὐτὴν τῶν στεναγμῶν, διὰ νὰ βρέχῃ μὲ δάκρυα τὸν ἄρτον του καὶ διὰ νὰ ποτίζῃ μὲ ἱδρῶτας αἱματηροὺς τὴν πορείαν αὐτοῦ;
Μάλιστα, ἀναγνῶστα μου. Ἐλάβομεν καὶ ἄλλοτε ἀφορμὴν νὰ δώσωμεν ἀπάντησιν εἰς τὰ ἐρωτήματα ταῦτα. Καὶ εἴπομεν τότε, ὅτι ὅσῳ εὐκολώτερον πρᾶγμα ἐζήτει ὁ Θεὸς ἀπὸ τοὺς πρωτοπλάστους, τόσῳ βαρυτέρα καθίστατο ἡ ἐνοχή των, ἐὰν δὲν ἀνταπεκρίνοντο εἰς τὴν ἀξίωσιν ταύτην τοῦ Θεοῦ.
Ὅσῳ ἁπλουστέρα καὶ εὐκολωτέρα ἦτο τοῦ Θεοῦ ἡ ἐντολή, τόσῳ περισσότερον ἀδικαιολόγητος θὰ ἦτο ὁ παραβάτης της καὶ τόσῳ αὐστηροτέρα ἔπρεπε νὰ εἶναι ἡ ποινή, ποὺ ἔπρεπε νὰ ἐπιβληθῇ εἰς αὐτόν.
Ἀλλὰ πρόσεξε, ἀναγνῶστα μου, νὰ ἴδῃς, ὅτι δὲν ἦτο καὶ τόσον ἁπλῆ, ὅσον σοῦ φαίνεται, ἡ παράβασις αὐτὴ τῶν πρωτοπλάστων.
Ἀνεξαρτήτως τοῦ ὅτι ἡ ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ ἦτο εὔκολος, καὶ συνεπῶς ἦτο κατὰ πάντα λόγον ἐπιβεβλημένον εἰς τὸν Ἀδὰμ νὰ τὴν τηρήσῃ, σκέψου πρὸς στιγμὴν κάπως βαθύτερα καὶ θὰ διακρίνῃς εὐκόλως, ὁποίαν φοβερὰν ὕβριν καὶ ὁποίαν τρομερὰν προσβολὴν κατὰ τοῦ Θεοῦ ἐγκρύπτει ἡ πρᾶξις αὕτη τῶν πρωτοπλάστων.
Ἐπῆραν καὶ ἔφαγαν ἀπὸ τὸν καρπόν. Δηλαδὴ ἔδωκαν μεγαλυτέραν ἐμπιστοσύνην εἰς τοὺς λόγους τοῦ ὄφεως παρὰ εἰς τοὺς λόγους τοῦ Θεοῦ.
Μὲ ἄλλας λέξεις εἶναι ὡσὰν νὰ ἔλεγαν εἰς τὸν Θεόν: Τὰ λόγια, ποὺ μᾶς εἶπες, περὶ τοῦ ὅτι ὁ καρπὸς αὐτὸς θὰ μᾶς φέρῃ τὸν θάνατον, δὲν εἶναι ἀληθινά. Καὶ Σὺ λοιπὸν δὲν εἶσαι Θεὸς ἀψευδής, οὔτε αἱ ἐπαγγελίαι καὶ αἱ ἀπειλαί Σου ἔχουν σημασίαν καὶ βαρύτητα τινά. Καὶ ὑπάρχει λοιπὸν ἄλλη βλασφημία χειροτέρα ἀπὸ αὐτήν;
Ἐπῆραν καὶ ἔφαγαν ἀπὸ τὸν καρπόν. Ἔφαγαν, διότι ἤθελαν νὰ βελτιώσουν τὴν θέσιν τους καὶ τὴν κατάστασίν τους. Δὲν τοὺς ἔφθανεν ἡ τόση εὐτυχία, τὴν ὁποίαν τοὺς ἔδωκε καὶ τὴν ὁποίαν τοὺς ὑπεσχέθη ὁ Θεός.
Δὲν ἔμειναν εὐχαριστημένοι μὲ τὴν τύχην, εἰς τὴν ὁποίαν τοὺς εἶχε βάλει ἡ εὐσπλαγχνία τοῦ Θεοῦ. Ἤθελαν νὰ ἀναβοῦν εἰς καλυτέραν θέσιν.
Ἡ καρδία των συνεπῶς ἐστερεῖτο τῆς βαθείας καὶ θερμῆς εὐγνωμοσύνης, τὴν ὁποίαν ὤφειλε πρὸς τὸν Πανάγαθον Πλάστην καὶ σἂν νὰ ἦτο ἀρεστὸν καὶ ἀσπαστὸν εἰς αὐτοὺς τὸ παράπονον, ὅτι ὁ ἀγαθὸς Δημιουργὸς δὲν εἶχε φροντίσει ἐπαρκῶς διὰ τὴν καλὴν κατάστασιν καὶ ζωὴν τῶν δύο τούτων πλασμάτων Του, ἂν καὶ εἶχε πλάσει αὐτὰ κατ’ εἰκόνα ἰδικήν Του.
Ἔφαγαν ἀπὸ τὸν καρπόν. Ἔφαγαν, διότι ἐζήτησαν νὰ γίνουν καὶ αὐτοὶ θεοί. Δηλαδὴ ἐζήλευσαν καὶ αὐτοὶ τὸ ὕψος καὶ τὴν μεγαλειότητα τοῦ Θεοῦ.
Καὶ εἶπαν: Διατί νὰ εὑρισκώμεθα εἰς τὴν ταπεινὴν αὐτὴν θέσιν τοῦ δούλου; Διατί νὰ μὴ πάρωμεν μὲ τὸ χέρι μας, νὰ μὴ καθήσωμεν καὶ ἡμεῖς εἰς τὸν ὑψηλὸν ἐκεῖνον θρόνον, εἰς τὸν ὁποῖον κάθηται ὁ Θεός;
Ἔφαγαν ἀπὸ τὸν καρπόν. Ἤθελαν νὰ τὸν γευθοῦν. Μία περιέργεια σαρκικὴ καὶ μία ἐπιθυμία ὀρέξεως τοὺς παρέσυρε.
Δὲν ἐστάθησαν ἱκανοὶ νὰ ὑποτάξουν τὴν ὄρεξιν ἐκείνην εἰς τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἐθυσίασαν τὸ καθῆκον διὰ νὰ ἱκανοποιήσουν πρὸς στιγμὴν τοῦ λάρυγγός των τὴν ἀξίωσιν, τὴν ὁποίαν ἔκαμεν ἐπιμονωτέραν ἡ ἄτοπος περιέργειά των.
Ἰδοὺ λοιπόν, ἀναγνῶστα, τί ἐνέκρυπτεν ἡ πρᾶξις ἐκείνη τῶν πρωτοπλάστων. Μία ἦτο. Ἁπλῆ φαίνεται. Καὶ ὅμως, ἐὰν προσέξῃς, θὰ πεισθῇς ἀμέσως, ὅτι εἶναι πολυσύνθετος, ὅτι αἱ ρίζαι της εἶναι πολλαὶ καὶ αἱ μορφαί της ποικίλαι.
Ἐπὶ πλέον μὴ λησμονῇς, ὅτι πρόκειται περὶ παραβάσεως ἐντολῆς, τὴν ὁποίαν ἔδωκεν ὁ Θεὸς καὶ συνεπῶς, ὅσον μικρὰ καὶ ἂν εἶναι ἡ ἐντολὴ ἡ ἀθετηθεῖσα, τὸ βάρος καὶ ἡ ἐνοχὴ τῆς παραβάσεώς της εἶναι τόσον μεγάλη, ὅσον μεγάλος εἶναι ὁ Θεός, ὁ Ὁποῖος ὥρισε τὴν ἐντολήν.
Παρέβη ὁ Ἀδὰμ τὴν ἐντολὴν Ἐκείνου; Τὸν περιεφρόνησε λοιπόν. Καὶ συνεπῶς ὅσῳ ὑψηλότερα ἀπὸ τὸν Ἀδὰμ εὑρίσκεται ὁ Θεός, τόσῳ βαρυτέρα εἶναι καὶ ἡ περιφρόνησις, τὴν ὁποίαν κατετόλμησαν ἐκεῖνοι.
Καὶ ὅπως ἄπειρον εἶναι τὸ Μεγαλεῖον τοῦ Θεοῦ, οὕτω πως ἄπειρος ὑπῆρξε καὶ ἡ ἐνοχὴ τοῦ Ἀδάμ, ἀφοῦ περιεφρόνησε τὸ Μεγαλεῖον αὐτὸ καὶ δὲν ἐλογάριασε τὴν ἀπειλήν Του.
Τέλος 3ου κεφαλαίου