Ὁ Θεὸς λοιπὸν ηὐλόγησε τὸν Ἀδὰμ καὶ τὴν Εὔαν καὶ τοὺς ἔδωκεν ἐξουσίαν καὶ κυριαρχικὰ δικαιώματα ἐφ’ ὁλοκλήρου τῆς γῆς.
Καὶ δὲν ἀρκεῖται εἰς τοῦτο μόνον ὁ Θεός. Λαμβάνει καὶ ἰδιαιτέραν φροντίδα περὶ τῆς διαμονῆς καὶ κατοικίας τοῦ ἀνθρώπου, ὥστε ἡ ζωή του νὰ εἶναι ὅσον τὸ δυνατὸν περισσότερον ἄνετος καὶ εὐχάριστος.
Καὶ πρὸς τὸν σκοπὸν αὐτὸν, ἑτοιμάζει ὁ Θεὸς θαυμασιώτατον κῆπον, τὸν κῆπον τῆς Ἐδέμ, ἀληθινὸν ἐπίγειον παράδεισον «τρυφῆς» καὶ ἀνέσεως, καὶ ἔθεσεν ἐκεῖ τοὺς πρωτοπλάστους, «ἐργάζεσθαι, αὐτὸν καὶ φυλάσσειν».
Δὲν κτίζει λοιπὸν ἀνάκτορον μεγαλοπρεπές, μὲ κολώνας ἐκ μαρμάρου καὶ μὲ χρυσᾶ κοσμήματα καὶ μὲ πύλας σιδηρᾶς καὶ χαλκᾶς
καὶ μὲ σκάλες ποὺ νὰ ἀστράπτουν ἀπὸ λευκότητα καὶ μὲ αἰθούσας ἀπεράντους στολισμένας μὲ ἐπίπλωσιν πλουσίαν,
μὲ πατώματα κάρινα ἢ ἀπὸ ὁποιονδήποτε ἄλλο πολύτιμον ξύλον, καὶ μὲ τοίχους κοσμημένους μὲ ἔργα γλυπτικῆς καὶ μὲ μωσαϊκά.
Ὄχι. Διὰ παλάτιον δίδει εἰς τὸν Ἀδὰμ ὁ Θεὸς τὸν θαυμάσιον ἐκεῖνον κῆπον, εἰς τὸν ὁποῖον στέγη ἦτο ὁ οὐρανὸς καὶ πάτωμα ἡ γῆ.
Ὑπῆρξε ποτὲ ἀνάκτορον ἄλλο, μὲ μεγαλοπρεπεστέραν καὶ ὡραιοτέραν στέγην καὶ μὲ εὐμορφότερον πάτωμα ἀπὸ αὐτά;
Εἰμπόρεσε ποτὲ χέρι ἀνθρώπινον νὰ ἀναπαραστήσῃ καὶ νὰ ζωγραφίσῃ ἐπάνω εἰς τὴν στέγην καὶ τοῦ θαυμασιωτέρου καὶ πλουσιωτέρου ἀνακτόρου τὴν ὡραιότητα καὶ τὴν δόξαν, τὴν ὁποίαν περιβάλλεται ὁ οὐρανὸς μὲ τὴν ἀπειρίαν τῶν ἄστρων του κατὰ τὴν νύκτα καὶ μὲ τὴν λάμψιν καὶ τὸ θάμβος τοῦ ἡλίου κατὰ τὴν ἡμέραν;
Ἢ μήπως κατώρθωσαν ποτὲ οἱ ἄνθρωποι καὶ μὲ τοὺς κρεμαστοὺς ἀκόμη κήπους, διὰ τοὺς ὁποίους ἐξώδευσε κάποτε μιὰ βασίλισσα τόσα καὶ τόσα διὰ νὰ γίνουν, καὶ μὲ τὰς ἐκλεκτὰς ἀκόμη γλάστρας, ποὺ τὰς περιποιοῦνται ἰδιαιτέρως,
μήπως, λέγομεν, κατώρθωσαν ποτὲ νὰ στολίσουν τὰς αἰθούσας των καὶ τὰ σαλόνια των, ὅπως εἶναι στολισμένη ἀκόμη καὶ τώρα μετὰ τὴν παράβασιν καὶ τὴν ἁμαρτίαν τοῦ Ἀδὰμ ἡ γῆ μὲ τὰ δάση της καὶ μὲ τὴν πρασινάδα της;
Ἆ! ὄχι· οὔτε σάλες, οὔτε τραπεζαρίες, οὔτε κρεββατοκάμαρες, οὔτε δωμάτια διὰ νὰ φυλάττῃ τὰ ροῦχα του ἔχει ὁ Ἀδὰμ μὲ τὴν σύζυγόν του, οὔτε νιπτῆρας καὶ διαμερίσματα λουτρῶν.
Ἡ σκιὰ τῶν δένδρων, ἡ χλόη τῆς γῆς, τὰ ποτάμια μὲ τὸ δροσερὸν καὶ καθαρὸν νερό τους ἦσαν ἀρκετὰ καὶ ἱκανὰ ν’ ἀναπληρώσουν ὅλα ὅσα ὕστερα ἡ ἀνθρωπίνη ἀσθένεια καὶ ἀδυναμία καὶ ματαιότης ἐδημιούργησε.
Διότι οἱ πρωτόπλαστοι τότε, ἐκτὸς τοῦ ὅτι εἶχον μίαν ὑγείαν σώματος, ποὺ ἡμεῖς ὄχι μόνον ποτὲ δὲν εἴδομεν εἰς τὴν ζωήν μας, ἀλλ’ οὔτε καὶ τὴν ἐφαντάσθημεν ποτέ, εἶχον ἀκόμη καὶ ἕνα περιβάλλον πολὺ φιλόξενον καὶ πολὺ ἥμερον, διότι ἡ γῆ ἀκόμη μὲ τὰ ἐν αὐτῇ κτίσματα δὲν εἶχεν ἀγριέψει, ὅπως ἀγρίεψε κατόπιν, ὅταν ἔγινεν ἡ παράβασις.
Εἶχαν ἀκόμη καὶ τὴν ἀθωότητα, ἕνεκα τῆς ὁποίας, ἐνῶ ἦσαν γυμνοί, δὲν ἐντρέποντο ὁ εἷς τὸν ἄλλον, καθόσον χάρις Θεοῦ περιεσκέπαζεν αὐτούς.
Καὶ αὐτὸ ἦτο ἡ πιὸ μεγάλη πηγὴ τῆς εὐτυχίας των. Διότι αὐτὴ ἡ ἀθωότης ἦτο ἀποτέλεσμα τῆς καθαρότητός των ἀπὸ κάθε ἁμαρτίαν καὶ τῆς ἐπικοινωνίας, εἰς τὴν ὁποίαν διαρκῶς εὑρίσκοντο πρὸς τὸν Θεόν.
Καὶ ἀκριβῶς, ἀναγνῶστα μου, ἀπὸ τὴν ἐποχὴν ποὺ ἔχασεν ὁ ἄνθρωπος τὴν ἀθωότητά του αὐτὴν καὶ εὑρέθη εἰς τὴν ἀνάγκην νὰ περιβάλλεται μὲ ἐνδύματα, μὲ τὰ ὁποῖα σκεπάζει τὴν γυμνότητά του, ἀπὸ τότε ἤρχισε νὰ κτίζῃ καὶ καλύβας εἰς τὰς ἀρχάς, οἰκοδομὰς μεγάλας ὕστερον διὰ νὰ στεγάζεται ὑποκάτω ἀπὸ αὐτάς.
Ἀπὸ τότε ἀκριβῶς ἐπέταξε καὶ ἡ εὐτυχία ἀπὸ τὴν γῆν καὶ τὴν κυνηγοῦμεν πλέον ἡμεῖς οἱ ἄνθρωποι, χωρὶς νὰ μποροῦμε ποτὲ νὰ τὴν πιάσωμεν.
Καὶ φτειάνουν οἱ ἄνθρωποι μεταξωτὰ καὶ χρυσοΰφαντα ἀκόμη ἐνδύματα. Κτίζουν παλάτια καὶ ἀνάκτορα. Μὰ ἀντὶ νὰ πιάσουν τὴν εὐτυχίαν ἐκεῖ μέσα, ἐκείνη τοὺς φεύγει, τοὺς φεύγει ἀκόμη μακρύτερα.
Καὶ ποῦ πηγαίνει; Ἐκεῖ ποὺ μένει ἡ ἀθωότης καὶ εἶναι ἄγνωστος ἡ πονηρία καὶ ἡ κακία τῆς ζωῆς.
Καὶ ἐπειδὴ συμβαίνει τὴν ἀθωότητα αὐτὴν νὰ τὴν συναντᾷς συχνότερον εἰς τὰς καλύβας τῶν ποιμένων καὶ εἰς τὰ πενιχρὰ σπίτια τῶν ἀγροτῶν καὶ τῶν πτωχῶν ἀνθρώπων, δὲν πρέπει νὰ σοῦ φαίνεται παράδοξον τὸ πῶς εἰς τὰ ἀνάκτορα τὰ καλλιμάρμαρα καὶ χρυσοποίκιλτα σπανιώτερον εὑρίσκεις τὴν εὐτυχίαν, ἐνῶ τὴν εὑρίσκεις σχετικὴν πάντοτε, καὶ καθ’ ὅσον ἡ ἀπὸ τὴν παράβασιν δημιουργηθεῖσα κατάστασις τὸ ἐπιτρέπει, ἐν μέσῳ τῶν πτωχῶν καὶ τῶν φυσικῶς ζώντων ἀνθρώπων.
Σὰν τί νὰ ἦτο ὁ κῆπος αὐτὸς καὶ Παράδεισος τῆς Ἐδέμ; Τί θαυμάσιον πρᾶγμα, τί ὄνειρον, τί καλλονή, τί ὡραιότης!
Νὰ συλλογισθῇς, ἀναγνῶστα μου, ὅτι τὴν ἐποχὴν ἐκείνην, ποὺ οἱ πρωτόπλαστοι δὲν εἶχον ἀκόμη ἁμαρτήσει, ἡ γῆ δὲν εἶχεν ἀγριέψει, ὅπως ἀγρίεψε κατόπιν.
Τὸ ἔδαφός της καὶ τὸ χῶμα της δὲν ἦτο ξηρὸν καὶ ἄγονον. Τὰ δένδρα της καὶ ἡ χλόη της ἦσαν πάντοτε δροσερά, ἄφθονα, γεμᾶτα βλάστησιν καὶ ζωήν.
Ὁ πλέον καλύτερος κῆπος τῆς σήμερον θὰ παρουσιάζετο ἐρημιά, χωρὶς καμμίαν χάριν καὶ χωρὶς καμμίαν εὐμορφιάν, ἂν ἤθελε συγκριθῇ πρὸς τὴν δροσερότητα καὶ τὴν βλάστησιν, τὴν ὁποίαν παρουσίαζεν ὁλόκληρος ἡ γῆ κατὰ τὴν ἐποχὴν ἐκείνην.
Ὅλη ἡ γῆ ἦτο παράδεισος ἐμπρὸς εἰς τὴν κατάστασιν ποὺ κατήντησεν ἔπειτα μετὰ τὴν παράβασιν τοῦ Ἀδάμ.
Καὶ ὡσὰν νὰ μὴ ἦσαν λοιπὸν ἀρκεταὶ οἱ τόσες εὐμορφιὲς καὶ οἱ τόσες ὡραιότητες τοῦ ἀπεράντου αὐτοῦ παραδείσου, ποὺ ἐλέγετο γῆ, πρὸς χάριν τοῦ ἀνθρώπου φυτεύει καὶ ἕνα νέον κῆπον.
Παράδεισον μέσα εἰς ἄλλον παράδεισον, ἀληθινὸν θαῦμα ἀπολαύσεως καὶ τρυφῆς, ποὺ ἐμπρός του ὅλη ἡ θαυμασία καλλονὴ τῆς γῆς ἐφαίνετο σὰν μέρος ἔρημον καὶ πτωχόν.
Τί θαυμάσιον μέρος θὰ ἦτο ὁ Παράδεισος! Ὁ ἥλιος δὲν εἶδε ποτὲ τόσον λαμπρὸν καὶ τόσον ὡραῖον μέρος. Ἦτο ἡ δόξα τῆς γῆς ὁ Παράδεισος τῆς Ἐδέμ.
Ἦτο ἡ γῆ εἰς τὸ πλέον ὑψηλὸν σημεῖον τῆς δόξης της, τῆς εὐμορφιᾶς της, τῆς ἀνθήσεώς της, τῆς δροσερότητός της, τοῦ πλούτου της!
Παράδεισος ἐπίγειος σωστός, εἰκὼν λαμπρὰ τοῦ ἄλλου Παραδείσου, ποὺ εὑρίσκεται εἰς τοὺς Οὐρανούς, καὶ ὁ ὁποῖος καλεῖται Βασιλεία Οὐρανῶν.
Καὶ τί δὲν εὑρίσκετο μέσα εἰς τὸν θαυμάσιον ἐκεῖνον κῆπον; Δένδρα ὑψηλὰ ὑπερύψηλα, ἀλλὰ καὶ μικρὰ κλαράκια καὶ θάμνοι, ποὺ οἱ κλῶνοι τους ἀκουμβοῦσαν εἰς τὴν γῆν.
Δένδρα, εἰς τὰ ὁποῖα ἀντηχοῦσε τὸ γλυκὺ καὶ ποικίλον κελάδημα τῶν πτηνῶν, ἀληθινὴ ἁρμονία, ἡ ὁποία εὐχαριστοῦσε τὰ αὐτιὰ τῶν πρωτοπλάστων περισσότερον ἀπὸ κάθε ἄλλην μουσικὴν καὶ γλυκύτερον ἀπὸ κάθε ἄλλο ὄργανον ἀπὸ ἐκεῖνα, τὰ ὁποῖα ὕστερον ἐπενόησαν οἱ ἄνθρωποι.
Δένδρα πλατύφυλλα μὲ παχὺν ἴσκιον καὶ δένδρα μὲ φύλλα λεπτὰ καὶ μικρά, τὰ ὁποῖα ἔρριπταν μίαν σκιὰν ἐλαφράν.
Ἄνθη καὶ φύλλα μὲ πολλοὺς καὶ διαφόρους χρωματισμοὺς καὶ ποικίλας καὶ θαυμασίας μυρωδιάς, αἱ ὁποῖαι ἔχυναν θελκτικὸν καὶ εὐχάριστον ἄρωμα εἰς τὸν ἀέρα.
Ἐκεῖ μποροῦσες νὰ εὕρῃς κάθε τι ποὺ δύναται νὰ εὐχαριστήσῃ τὸ μάτι, τὴν ὄσφρησιν, πᾶσαν ἐν γένει αἴσθησιν.
Ἀλλὰ καὶ δένδρα ἀκόμη μὲ καρποὺς διαφόρους, διαφόρους εἰς τὸ σχῆμα, διαφόρους εἰς τὸ χρῶμα, διαφόρους εἰς τὴν μυρωδιά, διαφόρους καὶ εἰς τὴν νοστιμάδα καὶ εἰς τὴν γλυκύτητα.
Καὶ διὰ νὰ μεταχειρισθῶμεν τὴν γλῶσσαν τῆς Ἁγίας Γραφῆς, «ἐξανέτειλεν ὁ Θεὸς ἐκ τῆς γῆς πᾶν ξύλον ὡραῖον εἰς ὅρασιν καὶ καλὸν εἰς βρῶσιν».
Ξεχωριστὰ δὲ ἀπὸ τὰ ἄλλα δένδρα, εἰς τόπον ποὺ νὰ φαίνωνται καλύτερον καὶ νὰ διακρίνωνται ὄχι μόνον ἀπὸ τὸ σχῆμα των καὶ ἀπὸ τὸ μέγεθός των, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν θέσιν ποὺ ἦσαν φυτευμένα, εὑρίσκοντο μέσα εἰς τὸν Παράδεισον δύο δένδρα μεγάλης σπουδαιότητος.
Τὸ ἕνα ἐλέγετο «ξύλον τῆς ζωῆς» καὶ τὸ ἄλλο ἐκαλεῖτο «ξύλον τοῦ εἰδέναι γνωστὸν καλοῦ καὶ πονηροῦ».
Διὰ ποῖον σκοπὸν διέταξεν ὁ Θεὸς νὰ φυτρώσουν ἐκεῖ τὰ δένδρα αὐτά, καὶ διὰ ποῖον λόγον ἐδόθησαν εἰς ταῦτα αἱ ὀνομασίαι ἐκεῖναι, θὰ τὸ εἴπωμεν εἰς τὸ ἑπόμενον.
Τώρα, φίλε ἀναγνῶστα, θέλω νὰ ἀσχοληθῶ ὀλίγον μὲ τὸ παράπονον ποὺ γεννοῦν μέσα εἰς τὰς καρδίας μας τὰ ὅσα ἐμάθομεν διὰ τὸν Παράδεισον ἐκεῖνον τῆς τρυφῆς.
Ἄχ! Εὔα, τί μᾶς ἔκαμες; Ἄχ! Ἀδάμ, ποῦ μᾶς ἔρριψες; Ἀπὸ τί τόπον μᾶς ἔδιωξεν ἡ ἁμαρτία σου καὶ εἰς ποίαν ἐξορίαν κατηντήσαμεν οἱ ἄθλιοι! Τί ἐχάσαμεν οἱ ταλαίπωροι καὶ ποία εὐτυχία μᾶς ἐξέφυγε ἀπὸ τὰ χέρια!
Ὁ δισεκατομμυριοῦχος ποὺ χάνει τὸν πλοῦτον καὶ καταντᾷ νὰ ἀποθάνῃ εἰς τὸ ψαθὶ καὶ ὁ βασιλεὺς ποὺ ἐκδιώκεται ἀπὸ τὸν θρόνον του καὶ στέλλεται στὴν ἐξορίαν, δὲν χάνει καὶ δὲν παθαίνει ὅ,τι ἐχάσαμεν καὶ ὅ,τι ἐπάθαμεν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἐξ αἰτίας τῶν πρωτοπλάστων.
Ἐχάσαμεν τὸν Παράδεισον. Σὰν εἰμπορεῖτε, δείξατέ μου ἐδῶ εἰς τὸν κόσμον κάτι ποὺ νὰ τοῦ μοιάζῃ εἰς τὸν πλοῦτον, εἰς τὴν δόξαν, εἰς τὴν εὐμορφιάν, εἰς τὴν ἀπόλαυσιν.
Ἐχάσαμεν τὸν Παράδεισον! μὴ στενάζῃς καὶ μὴ ὀδύρεσαι, ἀδελφέ μου. Ἐχάσαμεν τὸν Παράδεισον τῆς γῆς, ἀλλὰ δόξα εἰς τοὺς οἰκτιρμοὺς τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ Παράδεισος τοῦ οὐρανοῦ μένει ἀνοικτὸς καὶ εἰμποροῦμεν νὰ ἔμβωμεν εἰς αὐτὸν καὶ νὰ κατασκηνώσωμεν ἐκεῖ αἰωνίως.
Ἐμπρὸς εἰς τὸν Παράδεισον αὐτὸν ὁ κῆπος τῆς Ἐδὲμ ἦτο μία σκιά, ἕνας τύπος, μία εἰκών. Ἔχανε τὴν λάμψιν της ἡ Ἐδὲμ καὶ τὴν ὡραιότητά της ἐμπρὸς εἰς τὴν λάμψιν τοῦ οὐρανοῦ.
Αὐτὸν λοιπὸν τὸν Παράδεισον πρόσεξε, ἀναγνῶστα μου, νὰ μὴ χάσωμεν. Ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἀπόλαυσιν πρόσεξε νὰ μὴ ἀποκλεισθῶμεν. Αὐτὴν τὴν χαρὰν καὶ αὐτὴν τὴν εὐδαιμονίαν πρόσεξε νὰ μὴ ἀποστερηθῶμεν.
Ἀλλοίμονον, ἐὰν τὸν χάσωμεν! Ἐὰν τώρα διὰ τὴν ἀπώλειαν τῆς Ἐδὲμ κλαίωμεν καὶ ὀδυρώμεθα, φαντάσου τί θὰ κάμωμεν τότε, ὅταν πλέον κάθε ἐλπίδα μας θὰ σβεσθῇ καὶ θὰ εὑρεθῶμεν γιὰ πάντα πλέον ἐντροπιασμένοι καὶ δυστυχεῖς.
Εἶναι καιρὸς τώρα νὰ μάθωμεν, ἀγαπητέ μου ἀναγνῶστα, τί ἦτο τὸ δένδρον τῆς ζωῆς καὶ τί ἦτο τὸ δένδρον τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ.
Τὸ δένδρον τῆς ζωῆς πρὸς ὁποῖον δένδρον σημερινὸν ὡμοίαζε δὲν εἰξεύρομεν.
Εἰξεύρομεν μόνον, ὅτι εὑρίσκετο εἰς τὸ μέσον τοῦ Παραδείσου, ὅτι ἦτο καὶ αὐτὸ δένδρον φυσικὸν μὲ κορμόν, μὲ κλάδους καὶ μὲ φύλλα, καὶ ὅτι ἐγέννα καρπούς, οἱ ὁποῖοι εἶχαν χάριν καὶ δύναμιν ἔκτακτον, θαυμασίαν, μοναδικήν, τὴν ὁποίαν ἐξαιρετικῶς εἰς τὸ δένδρον αὐτὸ καὶ εἰς τοὺς καρπούς του εἶχε δώσει ὁ Θεός.
Ποία ἦτο ἡ ἔκτακτος αὐτὴ καὶ μοναδικὴ χάρις καὶ δύναμις; Οἱ καρποὶ αὐτοὶ ἔδιδαν ἀθανασίαν εἰς ἐκεῖνον, ποὺ θὰ ἔτρωγεν αὐτούς.
Οἱ πρωτόπλαστοι λοιπὸν εἰς τοὺς καρποὺς αὐτοὺς εὕρισκαν τὸ φάρμακον κατὰ τοῦ σωματικοῦ θανάτου.
Διότι ὁ Θεὸς ναὶ μὲν τοὺς εἶχε πλάσει ἀθανάτους, ἀλλ’ ἔμεναν εἰς τὴν ἐξουσίαν των καὶ ἀπὸ αὐτοὺς ἐξηρτᾶτο νὰ μείνουν ἀθάνατοι καὶ νὰ μὴ ἴδωσι θάνατον ποτέ.
Ἐὰν δηλαδὴ ἔμεναν πιστοὶ εἰς τὴν ὑπακοὴν πρὸς τὸν Θεὸν καὶ ἐὰν δὲν ἡμάρτανον, τότε μὲ τὴν δύναμιν καὶ χάριν, τὴν ὁποίαν θὰ ἐλάμβανον τρώγοντες τοὺς καρποὺς τοῦ δένδρου τῆς ζωῆς, θὰ παρέμενον ἀθάνατοι.
Θὰ μοῦ εἴπητε ἴσως, πῶς μποροῦσε ἕνα δένδρον ξύλινον μὲ καρποὺς ὑλικοὺς νὰ ἔχῃ μίαν τοιαύτην δύναμιν, ὥστε νὰ διατηρῇ τὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώπου εἰς τὴν ἀθανασίαν;
Καὶ ἐγὼ θὰ σᾶς ἀποκριθῶ, ὅτι τὴν δύναμιν αὐτὴν τῆς ἀθανασίας δὲν τὴν εἶχε βέβαια ἀπὸ τὸν ἑαυτόν του τὸ δένδρον ἐκεῖνο. Οὔτε μποροῦσε ποτὲ νὰ ἔχῃ ἀπὸ τὸν ἑαυτόν του μίαν τόσον θαυμασίαν καὶ καταπληκτικὴν ἰδιότητα.
Ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς, ὁ δημιουργὸς αὐτῆς, εἶναι ὁ Θεός. Ὁ Θεὸς λοιπόν, εἰς τοῦ ὁποίου τὸ πρόσταγμα ὅλα ὑποχωροῦν καὶ ὅλα γίνονται, ἐπρόσταξεν οἱ καρποὶ τοῦ δένδρου αὐτοῦ νὰ εἶναι ἡ τροφὴ τῆς ἀθανασίας, μὲ τὴν ὁποίαν τὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώπου θὰ διετηρεῖτο εἰς τὴν κατάστασιν τῆς ἀφθαρσίας καὶ τῆς ἀθανασίας, εἰς τὴν ὁποίαν τοὺς εἶχε πλάσει ὁ Θεός!
Αἴ! τί φρονεῖτε; Ὅταν ὁ Θεὸς τὸ διέταξε, μποροῦσε νὰ μὴ γίνῃ; Καὶ ὅταν ὁ Θεὸς ἔδωκεν εἰς τὸ ξύλον ἐκεῖνο τὴν δύναμιν αὐτήν, μποροῦσε ἐκεῖνο νὰ μὴ τὴν ἔχῃ;
Ἄχ! θὰ ἔλεγεν ἡ χαροκαμένη μάννα, νὰ μὴν ἔχω καὶ ἐγὼ ἀπὸ τὸν καρπὸν ἐκεῖνον, διὰ νὰ τὸν δώσω στὸ παιδί μου καὶ νὰ μὴ μοῦ ἀποθάνῃ!
Ἄχ! θὰ ἐφώναζεν ἡ μαυροφορεμένη σύζυγος, νὰ μὴ μπορῶ μὲ ὅ,τι ἔχω καὶ δὲν ἔχω νὰ ἀγοράσω ἀπὸ τὸν καρπὸν αὐτὸν διὰ νὰ γλυτώσω ἀπὸ τοῦ τάφου τὸ στόμα τὸν νεαρόν μου ἄνδρα, ποὺ πεθαίνει καὶ μὲ ἀφίνει ἔρημη!
Ἄχ! στενάζει ὅλη ἡ ἀνθρωπότης, νὰ μὴ εὑρίσκω πουθενὰ τὸν καρπὸν αὐτὸν τῆς ζωῆς, τὸ δένδρον αὐτὸ τὸ ἀθάνατον, διὰ νὰ κτυπήσω κατακέφαλα τὸν μαῦρον αὐτὸν καὶ ἀπαίσιον τύραννον ποὺ μὲ βασανίζει καὶ μὲ κάμνει νὰ χύνω δάκρυα πικρά, τὸν θάνατον δηλαδή!
Εὐλογητὸς ὁ Θεός, ἀδελφέ μου. Μᾶς πῆρε μετὰ τὴν παράβασιν τοῦ Ἀδὰμ τὸ δένδρον τῆς ζωῆς ἀπὸ εὐσπλαγχνίαν καὶ ἀγαθότητα μεγάλην, μᾶς ἔδωκεν δὲ εἰς ἀντικατάστασιν τὸν ἄρτον τῆς ζωῆς, τὸ σῶμα τὸ ζωοποιοῦν εἰς ζωὴν αἰώνιον καὶ μακαρίαν.
Τώρα, καθὼς κατήντησεν ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου μετὰ τὴν ἁμαρτίαν, εἶπεν ὁ Θεός, εἶναι ζωὴ στερημένη, πικρή, γεμάτη στεναγμούς.
Ἂς λείπῃ λοιπὸν καλύτερα ἡ ζωὴ αὐτή. Ἂς μένῃ ἐδῶ εἰς τὸν κόσμον αὐτὸν ὁ ἄνθρωπος πενῆντα, ἑξῆντα, ἑβδομῆντα, ἑκατὸν ἔστω χρόνια διὰ νὰ καταρτίζεται καὶ ἂς φεύγῃ ἀπὸ τὸν τόπον αὐτὸν τῆς καταδίκης του καὶ τῆς ἐξορίας του.
Θὰ ἦτο τρομερὰ βάσανος δι’ αὐτὸν νὰ ζῇ αἰωνίως μιὰ τέτοια τιμωρημένη καὶ πικραμένη ζωή. Ἂς πεθαίνουν λοιπὸν οἱ ἄνθρωποι. Δὲν πειράζει.
Ἂς τοὺς δώσω ὅμως, εἶπεν ὁ Θεός, ἕνα ἄλλο φάρμακον ἀθανασίας, ἕνα ποτήριον ζωῆς ἀληθινῆς, τὸ ὁποῖον νὰ τοὺς δίδῃ τὴν μακαρίαν καὶ αἰωνίαν ζωὴν τῶν Οὐρανῶν καὶ τὸ ὁποῖον ἐν καιρῷ νὰ ἀνασταίνῃ ἐν δόξῃ καὶ τὰ διαλελυμένα μέσα εἰς τοὺς τάφους σώματά των.
Καὶ τὸ φάρμακον αὐτό, τοῦ ὁποίου εἰκὼν καὶ τύπος καὶ σκιὰ ἦτο τὸ δένδρον ἐκεῖνο τῆς Ἐδέμ, λέγεται σήμερον Ἄρτος Ζωῆς·
καὶ ξεύρεις ποῖος εἶναι, ἀγαπητέ μου ἀναγνῶστα; Ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Τὸ σῶμα τὸ τίμιον καὶ τὸ καθαρώτατον καὶ ἁγιώτατον Αἶμα τοῦ Θεανθρώπου Σωτῆρος μας.
Διψασμένοι καὶ πεινασμένοι τῆς ζωῆς ὁδοιπόροι, ποὺ ζητᾶτε τὴν ἀνάπαυσιν καὶ δὲν τὴν εὑρίσκετε, τὴν ζωὴν τὴν ἀθάνατον καὶ δὲν τὴν συναντᾶτε πουθενά, λάβετε, φάγετε καὶ πίετε ἀπὸ τὸ ποτήριον τῆς ζωῆς, τὸ ὁποῖον κρατεῖ εἰς τὰς ἁγίας Του χεῖρας ὁ Υἱὸς τῆς Παρθένου καὶ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ.
Φάγετε καὶ πίετε, ὄχι ὡς ὁ Ἰούδας, μὲ καρδίαν δηλαδὴ βρωμερὰν καὶ μὲ ψυχὴν μαύρην ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν.
Φάγετε καὶ πίετε μὲ συντριβὴν καὶ μὲ ταπείνωσιν, σὰν ἀσθενεῖς ποὺ αἰσθάνονται τὴν ἀθλίαν κατάστασίν των καὶ πηγαίνουν εἰς τὸν ἰατρὸν μὲ πόθον νὰ εὕρουν τὴν ὑγείαν των καὶ μὲ διάθεσιν νὰ συμμορφωθοῦν πρὸς τὰς ὁδηγίας του.
Φάγετε καὶ πίετε, ἀφοῦ προηγουμένως προετοιμάσητε δι’ ἀληθοῦς μετανοίας, τὴν ψυχήν σας διὰ νὰ δεχθῇ τὸ σωτήριον αὐτὸ φάρμακον.
Ὤ! τότε θὰ ζῇ ὁ Χριστὸς μέσα σας, καὶ ὅταν ὁ Χριστὸς φανερωθῇ κατὰ τὴν δευτέραν παρουσίαν ἔνδοξος καὶ λαμπρός, τότε καὶ σεῖς «σὺν αὐτῷ φανερωθήσεσθε ἐν δόξῃ».
Εἶπαν μερικοί, πὼς τὸ δένδρον τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ ἦτο ἡ συκῆ καὶ ὅτι συνεπῶς ὁ ἀπηγορευμένος καρπὸς ἦτο τὸ σῦκον.
Καὶ στηρίζουν τὴν ἰδέαν τους αὐτὴν εἰς τὸ ὅτι οἱ πρωτόπλαστοι, ὅταν μετὰ τὴν παράβασιν ἐκατάλαβαν ὅτι ἦσαν γυμνοί, διὰ νὰ καλύψουν τὴν γυμνότητά των ἐπῆραν φύλλα συκῆς «καὶ ἐποίησαν ἑαυτοῖς περιζώματα», καθὼς λέγει ἡ Ἁγία Γραφή.
Ἀλλ’ αὐτὸ δὲν ἀποδεικνύει τίποτε. Διότι ἂν ἐπροτίμησαν τὰ φύλλα τῆς συκῆς οἱ πρωτόπλαστοι, αὐτὸ τὸ ἔκαμαν μᾶλλον διότι τὰ φύλλα αὐτὰ εἶναι πλατειὰ καὶ παχέα καὶ συνεπῶς εὐκολώτερα μποροῦσαν νὰ χρησιμοποιηθοῦν διὰ τὸν σκοπόν, ποὺ τὰ ἤθελαν.
Ἡ ἰδέα λοιπὸν αὐτή, ὅτι τὸ δένδρον τῆς γνώσεως ἦτο ἡ συκῆ δὲν στηρίζεται πουθενά, καὶ δὲν ἔχει καμμίαν πραγματικὴν καὶ ἀξίαν λόγου βάσιν.
Ἀλλὰ ποῖον λοιπὸν ἦτο τὸ δένδρον αὐτὸ τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ; Δὲν εἰξεύρομεν. Ὅπως δὲν εἰξεύρομεν ποῖον ἦτο καὶ τὸ δένδρον τῆς ζωῆς.
Εἰξεύρομεν μόνον, ὅτι ἦτο δένδρον καὶ εἶχεν ἐπάνω του καρπούς. Μποροῦμεν ἀκόμη νὰ ἐννοήσωμεν, διατί ὠνομάσθη δένδρον τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ.
Ὠνομάσθη ἔτσι, ὄχι διότι μὲ τοὺς καρπούς του, ὅταν τοὺς ἔτρωγαν οἱ ἄνθρωποι, θὰ ἐλάμβανον κάποιαν ὠφέλιμον καὶ σωτηριώδη γνῶσιν.
Κάθε ἄλλο. Διότι τότε πῶς ὁ Θεὸς θὰ ἀπηγόρευεν εἰς τὸν Ἀδὰμ καὶ τὴν Εὔαν νὰ φάγουν ἀπὸ τοὺς καρποὺς αὐτούς;
Ὠνομάσθη δένδρον τῆς γνώσεως, διότι μὲ τὴν ἀπαγόρευσιν, ποὺ ἔδωκεν ὁ Θεὸς νὰ μὴ τρώγουν ἀπὸ τοὺς καρποὺς τοῦ δένδρου αὐτοῦ, πρῶτα-πρῶτα ἐμάνθαναν ὁ Ἀδὰμ καὶ ἡ Εὔα, ποῖον εἶναι τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Καὶ ὅσῳ περισσότερον θὰ ἐφύλατταν τὴν ἐντολὴν αὐτὴν τοῦ Θεοῦ, τόσῳ περισσότερον θὰ ἐκαταλάβαιναν πόσον ἀγαθόν, πόσον ὠφέλιμον, πόσον σωτηριῶδες εἶναι τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Καὶ τόσῳ περισσότερον θὰ διεφωτίζοντο πόσον καταστρεπτικὸν καὶ ἐπιβλαβὲς εἶναι τὸ νὰ μὴ ὑπακούῃ κανεὶς εἰς τὴν ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ.
Καὶ ἔτσι θὰ ἐγίνετο τὸ δένδρον αὐτὸ ἀφορμὴ νὰ τελειοποιηθοῦν οἱ πρωτόπλαστοι, νὰ στηριχθοῦν εἰς τὸ ἀγαθόν, νὰ πειραματισθοῦν τὴν εὐτυχίαν καὶ χαράν, τὴν ὁποίαν τὸ ἀγαθὸν δίδει εἰς τὸν ἄνθρωπον, νὰ ἐξομοιωθοῦν κατὰ τὸ δυνατὸν πρὸς τὸν Θεόν, νὰ λάβουν δὲ τοιουτοτρόπως περισσοτέραν γνῶσιν ὄχι μόνον τοῦ ἀγαθοῦ ἀλλὰ καὶ τοῦ κακοῦ.
Τὸ κακὸν ὅμως δὲν θὰ τὸ ἐγνώριζον πειραματικῶς. Θὰ τὸ ἐγνώριζον καθ’ ὃν τρόπον τὸ γνωρίζει καὶ ὁ Θεός, ὁ Ὁποῖος ὡς ἀπείρως ἅγιος ποὺ εἶναι δὲν ἔχει καμμίαν σχέσιν πρὸς τὸ κακόν.
Τὸ ξεύρει ἐν τούτοις τὸ κακὸν ὁ Θεός. Τὸ ξεύρει ὄχι πειραματικῶς· ἄπαγε τῆς βλασφημίας· ἀλλὰ τὸ ξεύρει θεωρητικῶς.
Ὅπως καὶ ἕνας ἰατρὸς ξεύρει ὅτι ἡ στριχνίνη καὶ τὸ ἀρσενικὸν εἶναι τρομερὰ δηλητήρια, καίτοι αὐτὸς ποτὲ δὲν τὰ ἐδοκίμασε. Διότι, ἂν τὰ ἐδοκίμαζε, θὰ ἀπέθνησκε.
Τοιούτου εἴδους γνῶσιν θὰ ἐλάμβανον καὶ οἱ πρωτόπλαστοι διὰ τὸ κακόν. Χωρὶς νὰ τὸ δοκιμάσουν καὶ χωρὶς διὰ τῆς πείρας νὰ τὸ γευθοῦν, θὰ ἐμάνθανον τελείως τί τρομερὰ δυστυχία τὸ παρακολουθεῖ καὶ τί καταστροφὴν φέρει εἰς τὸν ἄνθρωπον.
Μὰ ἐὰν ὁ Ἀδὰμ ἐξεγελᾶτο καὶ ἔτρωγεν ἀπὸ τὸ ξύλον ἐκεῖνο τῆς γνώσεως, ὅπως καὶ ἔγινε κατόπιν, τί θὰ συνέβαινε; Δὲν θὰ ἐλάμβανε τότε τὴν γνῶσιν αὐτήν, περὶ τῆς ὁποίας ὁμιλοῦμεν; Δὲν θὰ ἐγνώριζε τὸ καλὸν καὶ τὸ κακόν;
Ἀλλοίμονον! Ποία δυστυχία! Θὰ τὸ ἐγνώριζε βέβαια, ὅπως καὶ τὸ ἐγνώρισεν, ἀλλὰ μὲ ἕνα τρόπον ἀνάποδον τώρα καὶ πολὺ ἐπιζήμιον.
Διατί; Διότι τώρα θὰ ἔχανε τὸ ἀγαθὸν ποὺ εἶχεν εἰς τὰ χέρια του καὶ θὰ ἐδοκίμαζε τὸ κακόν, διὰ τῆς πείρας δὲ πλέον θὰ ἐγνώριζε, τί δυστυχία ὑπάρχει εἰς αὐτὸ καὶ ποίαν καταστροφὴν φέρει εἰς τὸν ἄνθρωπον.
Καὶ ἔτσι ἔγινεν. Ἔφαγον οἱ πρωτόπλαστοι ἀπὸ τὸν καρπὸν ἐκεῖνον. Καὶ ἀμέσως ἡ ἀθωότης, μὲ τὴν ὁποίαν τοὺς εἶχε προικίσει ὁ Θεὸς καὶ ἡ εὐτυχία, τὴν ὁποίαν ἀπελάμβανον, ἐξέφυγον ἀπὸ τὰ χέρια τους.
Καὶ ἔπεσαν εἰς τὴν δυστυχίαν καὶ εἰς τὴν βάσανον, ποὺ δημιουργεῖ τὸ κακὸν καὶ ἡ ἁμαρτία, τὴν ὁποίαν διέπραξαν.
Καὶ ὅπως, ἕνας ὑγιής, ὅταν χάσῃ τὴν ὑγείαν του, καὶ ἀσθένεια μὲ πόνους καὶ μὲ βάσανον μεγάλο τὸν καταλάβῃ, ἐννοεῖ τότε καλύτερον τί ἀγαθὸν ἦτο ἡ ὑγεία ποὺ ἔχασε καὶ αἰσθάνεται μὲ τοὺς πόνους, ποὺ ὑποφέρει, τί κακὸν πρᾶγμα ποὺ εἶναι ἡ ἀρρώστεια, τὴν ὁποίαν τραβᾷ, ἔτσι καὶ οἱ πρωτόπλαστοι.
Ἔχασαν τὴν εὐτυχίαν τους. Ἔπεσαν μέσα εἰς τὸ πέλαγος τῆς δυστυχίας. Καὶ θρηνοῦν μακρὰν ἀπὸ τὸν Παράδεισον καὶ τὴν χώραν τῆς τρυφῆς.
Πόσον ἀκριβὰ ἐπλήρωσαν τὴν γνῶσιν, ποὺ ἤθελαν νὰ λάβουν μὲ τρόπον διαφορετικὸν ἀπὸ ἐκεῖνον, ποὺ τοὺς ἔδειξεν ὁ Θεός!
Καὶ πόσον ἄσχημα τὸ δένδρον τῆς γνώσεως τοὺς ἐδίδαξε τὴν γνῶσιν τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ, τὴν ὁποίαν ὡρισμένως θὰ ἀποκτοῦσαν, χωρὶς θυσίας καὶ χωρὶς θρήνους!
Τοιοῦτος ἦτο ὁ Παράδεισος, ἀγαπητέ μοι ἀναγνῶστα. Ἀνώτερος ἀπὸ κάθε περιγραφήν, τελειότερος ἀπὸ κάθε τι ποὺ μπορεῖ νὰ φαντασθῇ κανείς, κῆπος τὸν ὁποῖον δὲν εἶχαν φυτεύσει χεῖρες ἀνθρώπων, ἀλλ’ αἱ χεῖρες τοῦ Θεοῦ.
«Καὶ ἔλαβε Κύριος ὁ Θεός, προσθέτει ἡ Ἁγία Γραφή, τὸν ἄνθρωπον, ὃν ἔπλασε καὶ ἔθετο αὐτὸν ἐν τῷ παραδείσῳ τῆς τρυφῆς ἐργάζεσθαι αὐτὸν καὶ φυλάσσειν».
Πρόσεξε εἰς τοὺς λόγους αὐτούς, ἀδελφέ μου. Ὅσον ἁπλοῖ εἶναι, τόσον ἡ σημασία των εἶναι μεγάλη καὶ ὑψηλή.
Πρῶτα-πρῶτα μᾶς πληροφοροῦν, ὅτι ὁ ἄνθρωπος δὲν ἐπλάσθη μέσα εἰς τὸν Παράδεισον. Εἰς τὸν Παράδεισον ἐμβῆκεν ἔπειτα. Τὸν ἔβαλεν ἐκεῖ ὁ Θεὸς κατόπιν. Καὶ διὰ νὰ τὸ κάμῃ ἔτσι ὁ Θεός, σημαίνει πὼς ἔχει κάποιον λόγον σπουδαῖον καὶ πολὺ διδακτικόν.
Ποῖος ἆρα γε νὰ ἦτο ὁ λόγος αὐτός; Ἁπλούστατα, ὁ Θεὸς ἤθελε νὰ δώσῃ εἰς τὸν Ἀδὰμ νὰ καταλάβῃ, πόσον ἀγαθὸς ἐδεικνύετο πρὸς αὐτὸν ὁ Δημιουργός του καὶ πόσον πατρικῶς ἐφρόντιζε διὰ τὴν εὐτυχίαν αὐτοῦ.
Ὅταν θὰ ἔμβαινεν ἐκεῖ μέσα ὁ Ἀδάμ, θὰ ἐννοοῦσε καλά, ὅτι ὁ Παράδεισος αὐτὸς δὲν ἀνῆκε δικαιωματικῶς εἰς αὐτόν, ἀφοῦ μάλιστα δὲν ἐγεννήθη οὐδὲ ἐπλάσθη μέσα εἰς αὐτόν. Κάποιος ἄλλος τὸν εἶχε φυτεύσει καὶ κάποιος ἄλλος τὸν ὥριζεν. Ὁ Θεὸς δηλαδή.
Καὶ ὁ Ἀδὰμ λοιπὸν θὰ ἤκουεν ἀμέσως σὰν μιὰ φωνή, ἡ ὁποία θὰ τοῦ ἔλεγεν: «Ἀδάμ, βλέπεις, πόσον σὲ ἀγαπᾷ Ἐκεῖνος, ποὺ σὲ ἔπλασε; Βλέπεις τί σοῦ ἑτοίμασε καὶ τί σοῦ δίδει;
Ὅλον αὐτὸ τὸ ὡραῖον μέρος, ποὺ βλέπεις μπροστά σου, τὸ ἐφύτευσεν Αὐτὸς καὶ εἶναι ἰδικόν Του. Τὸ ἐφύτευσε γιὰ σένα. Σοῦ τὸ δίδει, διὰ νὰ σὲ κάμῃ εὐτυχῆ. Καὶ ἐξαρτᾶται ἀπὸ σένα καὶ μόνον νὰ μείνῃς ἐδῶ μέσα παντοτεινὰ καὶ νὰ ἔχῃς τὴν εὐτυχίαν σύντροφόν σου ἀχώριστον.
Πρόσεξε, Ἀδάμ νὰ μείνῃς πιστὸς καὶ εὐγνώμων εἰς Ἐκεῖνον, ποὺ τόσον πολὺ σὲ ἀγαπᾷ καὶ τόσον πολὺ ἐνδιαφέρεται καὶ φροντίζει διὰ σέ.
Πρόσεξε, Ἀδάμ, νὰ μὴ σοῦ φύγῃ ἀπὸ τὰ χέρια ἡ εὐτυχία αὐτή, ποὺ σοῦ δίδει ὁ Θεός σου. Πρόσεξε νὰ μὴ χάσῃς τὸν Παράδεισον καὶ νὰ μὴ ἐκδιωχθῇς ἀπὸ τὸν θαυμάσιον αὐτὸν κῆπον τῆς τρυφῆς».
Ἦτο λοιπὸν μία σοφὴ παιδαγωγία τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν Ἀδάμ τὸ ὅτι τὸν ἐδημιούργησεν ἔξω ἀπὸ τὸν Παράδεισον καὶ τὸν εἰσήγαγεν εἰς τὸν λαμπρὸν ἐκεῖνον κῆπον κατόπιν.
Τὸν εἰσήγαγε δὲ ἐν τῷ Παραδείσῳ τῆς τρυφῆς «ἐργάζεσθαι αὐτὸν καὶ φυλάσσειν». Δὲν τὸν ἔμβασεν ἐκεῖ διὰ νὰ κάθεται ἀργὸς καὶ ὀκνηρός, χωρὶς νὰ κάμνῃ τίποτε, μόνον δὲ καὶ μόνον νὰ διασκεδάζῃ ἢ νὰ γίνεται ἕνας μεγάλος και πρωτοφανὴς τεμπέλης.
Κάθε ἄλλο. Ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ ἐργάζεται. Καὶ ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἐργάζεται, εἶπε κατόπιν ὁ θεῖος Παῦλος, δὲν ἔχει δικαίωμα οὔτε νὰ φάγῃ.
Καὶ ὁ Ἀδὰμ λοιπὸν ἔπρεπε νὰ ἐργάζεται. Μὲ μόνην τὴν διαφορὰν ὅτι ἡ ἐργασία θὰ τοῦ ἦτο εὐχάριστος.
Δὲν θὰ ἦτο ἐργασία κοπιαστικὴ ποὺ νὰ τοῦ ἐξαντλῇ τὰς δυνάμεις καὶ νὰ τοῦ παραλύῃ τὸν ὀργανισμόν. Θὰ ἦτο ἕνα εἶδος εὐχαρίστου γυμναστικῆς ποὺ θὰ τοῦ ἀνεκούφιζε μᾶλλον τὸ σῶμα καὶ θὰ τοῦ προσέθετε μεγαλυτέραν εὐχαρίστησιν.
Δὲν θὰ ἦτο κόπος χαμένος καὶ ἄδικος ὡσὰν ἐκεῖνον, ποὺ κάμνει σήμερον ὁ καϋμένος ὁ γεωργὸς ἢ ὁ περιβολάρης, ὅταν, ἀφοῦ ποτίσῃ τὸ χωράφι του ἢ τὸν κῆπον του μὲ ἱδρῶτας πολλοὺς καὶ κοπιάσῃ διὰ νὰ τὰ καλλιεργήσῃ, ἔρχεται κατὰ τὴν ὥραν τοῦ ἄνθους ἢ τοῦ θερισμοῦ μία θεομηνία καὶ τὰ καταστρέφῃ ὅλα.
Ὄχι· ὁ Ἀδὰμ θὰ εἰργάζετο ἀναπαυτικά, εὐχάριστα, ἥσυχα, καὶ ἡ γῆ ὑποκάτω θὰ τοῦ ἔδιδε τὴν εὐλογίαν τοῦ Θεοῦ ἄφθονον, πλεονάζουσαν, πλουσίαν.
Καὶ ἔτσι κατόπιν ἀπὸ ἕνα ἐλαφρὸν καὶ πολὺ εὐχάριστον κόπον θὰ ἔτρωγεν ὁ Ἀδὰμ τὴν τροφήν του γλυκύτερα καὶ θὰ ἐκάθητο εἰς τὸ τραπέζι του μὲ μεγαλυτέραν ὄρεξιν καὶ μὲ μεγαλυτέραν εὐχαρίστησιν θὰ ἐξηπλώνετο διὰ νὰ κοιμηθῇ.
Θὰ ἔχαιρε περισσότερον καὶ θὰ εὐχαριστεῖτο ὑπερβολικά, ὅταν θὰ ἔβλεπεν, ὅτι οἱ καρποὶ ποὺ ἔτρωγεν, ἐπληθύνοντο καὶ μὲ τὸν ἰδικόν του κόπον, καὶ τὰ δένδρα, ποὺ μὲ τὴν σκιάν των τὸν ἀνέπαυαν, ἐμεγάλωναν καὶ ηὔξανον καὶ μὲ τὴν ἰδικήν του καλλιέργειαν καὶ περιποίησιν.
Καὶ σὲ διδάσκει τώρα, ἀδελφέ μου, τὸ παράδειγμα αὐτὸ τοῦ Ἀδάμ, ὅτι ἡ σωματικὴ ἐργασία συμβιβάζεται μὲ τὴν ἐργασίαν ποὺ πρέπει νὰ κάμνῃ τις διὰ τὴν μόρφωσιν τῆς ψυχῆς του.
Διότι ὁ Ἀδὰμ ἐμβῆκεν εἰς τὸν Παράδεισον κυρίως διὰ νὰ τελειοποιηθῇ πνευματικῶς. Καὶ ὅμως βλέπεις καθαρά, ὅτι ὁ Δημιουργὸς τοῦ ἀναθέτει καὶ σωματικὴν ἐργασίαν. Τὸ ὁποῖον σημαίνει, ὅτι καὶ ἡ σωματικὴ ἐργασία συνέτρεχεν εἰς τὸν ὑψηλὸν σκοπὸν τῆς τελειοποιήσεως τοῦ Ἀδάμ.
Λοιπόν, Χριστιανέ μου, ἐργάζου διὰ τὸν καταρτισμὸν τῆς ψυχῆς σου. Ἀλλὰ ἐργάζου καὶ τὸ βιοποριστικόν σου ἔργον, τὸ ἐπάγγελμά σου, τὴν τέχνην σου, μὲ τὴν ὁποίαν ζητεῖς νὰ κερδίσῃς τὸν ἄρτον σου.
Ἐργάζου τὸ ἔργον τοῦτο μὲ τιμιότητα, μὲ δικαιοσύνην, μὲ φόβον Θεοῦ, μὲ ἀλήθειαν, μὲ ἐπιμέλειαν, μὲ ἀγάπην. Καὶ ἔσο βέβαιος, ὅτι ἐκτελεῖς ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ.
Μὴ ἔχῃς ἀμφιβολίαν, ὅτι ἐπιτελεῖς ἔργον θεάρεστον, ἔργον ἀρετῆς, ἔργον πνευματικοῦ καταρτισμοῦ, ἀρκεῖ μόνον ἡ δικαιοσύνη καὶ ἡ ἀγάπη νὰ εἶναι σύντροφοί σου παντοτεινοί.
Μὴ λησμονῇς ποτέ, ὅτι ἡ ὀκνηρία καὶ ἡ ἀργία, καθὼς ἔλεγον οἱ ἀρχαῖοι, εἶναι μήτηρ πάσης κακίας.
Ὁ Θεός, εἴπομεν, εἰσήγαγε τὸν Ἀδὰμ εἰς τὸν Παράδεισον τῆς τρυφῆς «ἐργάζεσθαι αὐτὸν καὶ φυλάσσειν». Τί ἔννοιαν ἔχει τὸ «ἐργάζεσθαι», εἴπομεν εἰς τὸ προηγούμενον. Τώρα εἶναι καιρὸς νὰ μάθωμεν καὶ τί ἔννοιαν ἔχει τὸ «φυλάσσειν τὸν Παράδεισον».
Νὰ φυλάττῃ ὁ Ἀδὰμ τὸν Παράδεισον. Περίεργον, θὰ εἴπητε. Ἦταν λοιπὸν καὶ τότε κλέπται καὶ ἅρπαγες, οἱ ὁποῖοι παρεμόνευον νὰ κλέψουν τοῦ θαυμασίου ἐκείνου κήπου τοὺς ἀφθόνους καρπούς, καὶ νὰ καταστρέψουν τὴν γοητευτικὴν ὡραιότητά του;
Οἱ μόνοι ἄνθρωποι ποὺ κατοικοῦσαν τὴν γῆν τότε ἦσαν ὁ Ἀδὰμ μὲ τὴν γυναῖκα του. Ἀπὸ ποῖον νὰ φυλάττῃ ὁ Ἀδὰμ τὸν Παράδεισον;
Ἔπρεπε νὰ τὸν φυλάττῃ ἀπὸ τὰ πτηνά, ἀπὸ τὰ θηρία, ἀπὸ τὰ ζῶα, τὰ ὁποῖα ὅσον καὶ ἂν ἦσαν ἥμερα καὶ ἥσυχα, δὲν εἶχον ὅμως λογικὸν διὰ νὰ διακρίνουν ποῦ ἔπρεπε νὰ κατασκηνώσουν καὶ τί ἔπρεπε νὰ φάγουν καὶ ἀπὸ ποῦ ἔπρεπε νὰ τρέφωνται καὶ νὰ περνοῦν καὶ νὰ τρέχουν, διὰ νὰ μὴ βλάπτουν καὶ διὰ νὰ μὴ καταστρέφουν τὸν Παράδεισον ἐκεῖνον τῆς τρυφῆς.
Σοφὴ παιδαγωγία τοῦ Θεοῦ καὶ αὐτή, ἀναγνῶστα μου. Βέβαια ὁ Θεός, ὁ Ὁποῖος μὲ τόσα θαυμάσια ἔνστικτα ἐπροίκισε τὰ ζῶα· ὁ Θεός, ὁ Ὁποῖος ἐδίδαξε τὸ μικρὸ ψαράκι εὐθὺς ὡς λάβῃ ζωήν, νὰ ξεύρῃ φυσικὰ νὰ κολυμβᾷ καὶ νὰ διασχίζῃ τὰς θαλάσσας·
ὁ Ὁποῖος ὡδήγησε τὸ νήπιον, ὅταν ἐξέλθῃ εἰς τὸν κόσμον, νὰ γνωρίζῃ ἀμέσως φυσικὰ καὶ τὸν τρόπον τοῦ νὰ θηλάζῃ τὸ γάλα τῆς μητρός του· ὁ Ὁποῖος τόσας καὶ τόσας ἱκανότητας ἀξιοθαυμάστους ἔδωκεν εἰς τὰ ἄλογα κτήνη.
Αὐτὸς ἠμποροῦσε καὶ εἰς τὰ ζῶα, ποὺ θὰ ἔμεναν ἢ θὰ ἔμβαιναν εἰς τὸν Παράδεισον, νὰ τοὺς δώσῃ φυσικὰ τὴν διάκρισιν τοῦ τί νὰ τρώγουν, καὶ τί νὰ μὴ τρώγουν, ποῦ νὰ πηγαὶνουν καὶ ποῦ νὰ μὴ πηγαίνουν ἐκεῖ μέσα, ὥστε ὁ Παράδεισος νὰ μένῃ φυλαγμένος μόνος του.
Καὶ ὅπως τώρα βλέπεις τὰ ζῶα, μὲ ὅλον ὅπου δὲν ἔχουν λογικόν, νὰ διακρίνουν ἐν τούτοις φυσικά, ποῖον χόρτον εἶναι φαρμακερὸν καὶ ποῖον μπορεῖ νὰ τοὺς χρησιμεύσῃ ὡς φάρμακον εἰς μίαν ἀσθένειάν τους, οὕτω καὶ τότε ἄριστα ἠδύνατο ὁ Θεὸς νὰ τοὺς δώσῃ φυσικὴν τὴν διάκρισιν, ὥστε νὰ μὴ βλάπτουν εἰς τίποτε τὸν ὡραῖον καὶ θαυμάσιον κῆπον τοῦ Παραδείσου.
Δὲν τὸ ἔκαμεν ὅμως. Προετίμησε νὰ ἐμπιστευθῇ εἰς τὴν φροντίδα τοῦ Ἀδὰμ τὸ ἔργον αὐτό, ἁπλούστατα διότι ἤθελε νὰ τὸν παιδαγωγήσῃ.
Καὶ θὰ μὲ ἐρωτήσῃς ἴσως, πῶς καὶ κατὰ τίνα τρόπον μὲ τὴν φύλαξιν αὐτὴν τοῦ Παραδείσου ὁ Ἀδὰμ θὰ ἐπαιδαγωγεῖτο; Εἰς τὴν ἀπορίαν σου δὲ αὐτὴν ἔρχομαι τώρα νὰ ἀπαντήσω.
Πρωτίστως, ἀναγνῶστα μου, μὲ τὸ ἔργον αὐτὸ ὁ Ἀδὰμ θὰ ἐλάμβανε ζωηρότερον ἐνδιαφέρον διὰ τὸν Παράδεισον καὶ θὰ προσεκολλᾶτο περισσότερον εἰς αὐτόν.
Θὰ ἠγάπα περισσότερον τὸν Παράδεισον, ὅπως καὶ σὺ σήμερον λαχταρᾷς διὰ τὸ ἀμπέλι ἢ τὸ χωράφι, εἰς τὸ ὁποῖον ἐκοπίασες διὰ νὰ καλλιεργηθῇ καὶ τὸ ὁποῖον, ὅταν γεμίσῃ ἀπὸ καρπὸν πολύν, κάθεσαι νύκτα καὶ ἡμέραν καὶ τὸ φυλάττεις, διὰ νὰ μὴ σοῦ τὸ καταστρέψουν οἱ διαβάται ἢ τὰ πτηνὰ καὶ τὰ ζῶα τὰ ἄγρια.
Θὰ ἠγαπα τὸν Παράδεισον, καὶ ἐὰν πολὺ εὐχαρίστως θὰ τὸν ἐφύλαττε, διὰ νὰ μὴ τοῦ τὸν βλάψουν τὰ ζῶα εἰς τίποτε, πολὺ περισσότερον θὰ ἐλάμβανε ὁ Ἀδὰμ τὰ μέτρα του διὰ νὰ μὴ τὸν χάσῃ ἐξ ὁλοκλήρου, ὅπως τὸν ἔχασεν ἔπειτα.
Καὶ ἐὰν θὰ τοῦ ἔκαμνε κακὸ νὰ βλέπῃ ἕνα μέρος τοῦ ὡραίου κήπου του νὰ καταστρέφεται ἀπὸ τὰ θηρία ἢ τὰ πτηνά, πόσον χειροτέραν καὶ τρομακτικὴν ἐντύπωσιν θὰ τοῦ προεκάλει ἡ ἰδέα, ὅτι μποροῦσε νὰ χάσῃ τὸν Παράδεισον;
Καὶ θὰ ἐγίνετο λοιπὸν προσεκτικός. Προσεκτικὸς ὄχι μόνον ἀπέναντι τῶν ζώων διὰ νὰ μὴ βλάπτουν τὸν Παράδεισον, ἀλλὰ προσεκτικὸς καὶ ἀπέναντι τοῦ ἑαυτοῦ του, διὰ νὰ μὴ ἐξαπλώσῃ ποτὲ τὸ χέρι του εἰς τὸ ἀπηγορευμένον δένδρον καὶ παραβῇ τὴν ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ καὶ χάσῃ τὸν Παράδεισον.
Ἔπειτα θὰ ἐδιδάσκετο καὶ κάτι ἄλλο ὁ Ἀδάμ. Θὰ ἔβλεπεν ὅτι μέσα εἰς τὴν δημιουργίαν τοῦ Θεοῦ δὲν ὑπάρχουν μόνον δυνάμεις καὶ ὑπάρξεις ὠφέλιμοι, ἀλλ’ ὑπάρχουν καὶ δυνάμεις, αἱ ὁποῖαι μποροῦν νὰ προξενήσουν κακὸν καὶ βλάβην.
Καὶ θὰ ἐδιδάσκετο διαρκῶς ἐπάνω εἰς τὰ πράγματα, ὅτι ὅπως ὑπάρχουν μεταξὺ τῶν πλασμάτων θηρία καὶ πετεινὰ ἁρπακτικά, τὰ ὁποῖα βλάπτουν καὶ καταστρέφουν τὸν Παράδεισον, οὕτω ὑπάρχουν καὶ ἄλλα ἄγρια καὶ ἀτίθασα καὶ θηριώδη πλάσματα, πνευματικὰ καὶ λογικὰ αὐτά, ποὺ ἔγιναν μὲ τὴν ἰδίαν τους προαίρεσιν κακοῦργα καὶ ἐπίβουλα, τὰ ὁποῖα εἰμπορεῖ νὰ κάμουν τὸν Ἀδὰμ νὰ χάσῃ ὁλοτελῶς τὸν Παράδεισον.
Ἀναμφιβόλως ὁ Θεὸς θὰ ἔδωκεν ὁδηγίας περὶ αὐτοῦ εἰς τὸν Ἀδὰμ καὶ θὰ τὸν διεφώτισε περὶ τῶν ἐπιβούλων τῆς εὐδαιμονίας του.
Καὶ θὰ ἐδιδάσκετο λοιπὸν ὅτι, ὅπως ἦτο ἀνάγκη νὰ φυλάττῃ τὸν Παράδεισον ἀπὸ τὰ θηρία καὶ τὰ πετεινὰ τὰ ἁρπακτικά, οὕτω ἦτο ἀνάγκη νὰ φυλάττῃ καὶ τὴν ψυχήν του καὶ τὸν Παράδεισον αὐτὸν ἀπὸ τὴν ἐπιβουλὴν τοῦ διαβόλου.
Φύλαττε, Ἀδάμ, τὸν Παράδεισον. Ἐνθυμοῦ δὲ συγχρόνως, ὅτι ὅπως μποροῦν νὰ βλάψουν τὸν Παράδεισον τὰ αἰσθητὰ θηρία, οὕτω μπορεῖ νὰ βλάψουν καὶ τὴν ψυχήν σου τὰ νοητὰ θηρία, οἱ ἀόρατοι ἐχθροί σου.
Φύλαττε τὸν Παράδεισον. Καὶ πρόσεξε μήπως ὄχι ἁπλῶς σοῦ τὸν καταστρέψουν τὰ θηρία τὰ ἄγρια, ἀλλὰ καὶ σοῦ τὸν ἁρπάσουν καμμιὰ φορά.
Ὁ Θεός, ὁ Ὁποῖος μίαν τόσον μεγάλην ἀγάπην ἔδειξεν εἰς τοὺς πρωτοπλάστους, ἐδικαιοῦτο νὰ ἔχῃ τὴν ἀξίωσιν, ὅπως καὶ ὁ Ἀδὰμ μετὰ τῆς Εὔας δεικνύουν ἀγάπην καὶ ἀφοσίωσιν πρὸς Αὐτόν.
Ποῖος μπορεῖ νὰ τὸ ἀρνηθῇ; Τόσα καλὰ τοὺς ἔδωκε. Μὲ τόσην ἐξουσίαν τοὺς περιέβαλε. Τόσον πλοῦτον καὶ τόσην εὐτυχίαν ἔθεσεν εἰς τὴν διάθεσίν τους.
Δὲν ἦτο λοιπὸν δίκαιον νὰ τοὺς ζητήσῃ καὶ Αὐτὸς κάτι, εἰς τρόπον ὥστε καὶ αὐτοὶ νὰ λάβουν τὴν εὐκαιρίαν νὰ δείξουν τὴν ἀγάπην τους καὶ τὴν ὑπακοήν τους καὶ τὸν σεβασμόν τους πρὸς τὸν Δημιουργὸν καὶ Εὐεργέτην τους;
Αἴ! λοιπὸν δι’ αὐτὸ καὶ ὁ Θεός, ἀφοῦ ἐγκατέστησε τὸν Ἀδὰμ μέσα εἰς τὸν Παράδεισον, τοῦ δίδει συγχρόνως καὶ ἕνα νόμον, μίαν ἐντολήν, καὶ ζητεῖ ἀπὸ τὸν Ἀδὰμ νὰ τὴν φυλάττῃ καὶ νὰ τὴν τηρῇ ἐπακριβῶς.
Καὶ τὸ κάμνει αὐτὸ ὁ Θεὸς ὄχι διότι εἶχε ἀνάγκην νὰ τηρήσῃ ὁ Ἀδὰμ τὴν ἐντολήν Του. Οὔτε θὰ ἐπρόσθετε τίποτε εἰς τὸν Θεὸν ὁ Ἀδάμ, ἐὰν ἐτήρει τὴν ἐντολὴν αὐτήν, οὔτε θὰ Τοῦ ἀφαιροῦσε τίποτε ἐὰν τὴν ἠθέτει καὶ τὴν παρέβαινεν.
Κάμνει αὐτὸ ὁ Θεός, δίδει δηλαδὴ τὴν ἐντολὴν καὶ ζητεῖ ἀπὸ τὸν Ἀδὰμ νὰ τὴν τηρήσῃ, πρὸς τὸ συμφέρον αὐτοῦ τοῦ ἰδίου τοῦ Ἀδάμ.
Ὁ Ἀδὰμ καὶ ἡ Εὔα ἦσαν, ὅπως εἴπομεν, ἐλεύθεροι. Ἦσαν εἰκόνες τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς λοιπὸν ζητεῖ τώρα νὰ τοὺς τελειοποιήσῃ.
Ὁ σκοπὸς τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ ἐλευθέρα θέλησις τοῦ Ἀδὰμ καὶ τῆς Εὔας νὰ στερεωθῇ καὶ νὰ δυναμώσῃ, ὥστε νὰ μένῃ πάντοτε ἀμετακίνητος καὶ ἀκλόνητος εἰς τὸ ἀγαθὸν καὶ τὴν ἀρετήν.
Διότι ὡς ἐλεύθεροι ποὺ ἦσαν οἱ πρωτόπλαστοι μποροῦσαν καὶ εἰς τὴν ἐξουσίαν τους ἦτο νὰ κάμουν καὶ τὸ κακόν, ὅπως καὶ τὸ ἔπραξαν καὶ ἐξέπεσαν ἀπὸ τὸ ὕψος των καὶ ἀπὸ τὸν προορισμόν των.
Ὁ σκοπὸς λοιπὸν τοῦ Θεοῦ ἦτο νὰ τελειοποιηθοῦν οἱ πρωτόπλαστοι, νὰ ἀποκτήσουν χαρακτῆρα σταθερόν, δυνατόν, τέλειον. Καὶ τότε πλέον θὰ ἐγίνοντο εὐτυχέστεροι καὶ μακαριώτεροι.
Διατί; Διότι ἀπὸ εἰκόνες τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἦσαν, θὰ ἐγίνοντο ὁμοιώματα τοῦ Θεοῦ. Θὰ ὡμοίαζαν ἀκόμη περισσότερον πρὸς τὸν Θεόν, θὰ ἡνοῦντο μὲ Αὐτόν, καὶ οὕτω θὰ ἐγίνοντο πλειότερον μέτοχοι τῆς μακαριότητος καὶ δόξης τοῦ Θεοῦ.
Ἀλλὰ πῶς θὰ κατωρθώνετο αὐτό; Πῶς οἱ χαρακτῆρες τῶν πρωτοπλάστων θὰ ἐτελειοποιοῦντο καὶ θὰ ἐγίνοντο σταθεροὶ εἰς τὸ ἀγαθόν; Πῶς; Διὰ τῆς δοκιμασίας. Ἡ ἐλευθέρα των θέλησις ἔπρεπε νὰ δοκιμασθῇ.
Ἔπρεπε νὰ τεθῇ ἕνας περιορισμός, ἕνας φραγμὸς εἰς τὴν ἐλευθερίαν τῶν πρωταπλάστων διὰ νὰ ἐξασκηθῇ ἡ θέλησίς των νὰ εἶναι πάντοτε πειθαρχικὴ εἰς τὸν Θεὸν καὶ νὰ μὴν ἀθετῇ ποτὲ τὸ θέλημά Του.
Καὶ δι’ αὐτὸ λοιπὸν ὁ Θεὸς δίδει τὴν ἐντολήν Του. Διὰ νὰ δοκιμασθῇ ἡ θέλησις τῶν πρωτοπλάστων.
Καὶ ὅσῳ περισσότερον ἐκεῖνοι θὰ ὑπήκουον εἰς τὸν Θεόν, τόσῳ καὶ περισσότερον θὰ ἐτελειοποιοῦντο· τόσῳ περισσότερον θὰ Τὸν ἐπλησίαζον, τόσῳ περισσότερον θὰ ἠνοῦντο μὲ Αὐτόν.
Καὶ παρατήρησε, ἀναγνῶστα μου· ὅπως ἐφάνη ἀγαθός, ἀγαθώτατος εἰς ὅλα του ὁ Θεὸς ἀπέναντι τοῦ Ἀδάμ, ἔτσι φαίνεται καὶ τώρα, ποὺ τοῦ δίδει τὴν ἐντολήν Του.
Φέρεται ἀπέναντί του σὰν πατέρας φιλόστοργος, ὁ ὁποῖος δὲν θέλει νὰ βασανίσῃ, ἀλλὰ νὰ παιδαγωγήσῃ τὸ παιδί Του. Σὰν πατέρας, ποὺ θέλει νὰ μορφώσῃ καὶ νὰ ἀνυψώσῃ, οὐδέποτε ὅμως νὰ τυραννήσῃ καὶ νὰ τιμωρήσῃ τὸ τέκνον Του.
Διότι τί ζητεῖ καὶ τί ἀξιοῖ ὁ Θεὸς ἀπὸ τοὺς πρωτοπλάστους; Δὲν τοὺς ζητεῖ νὰ βλέπουν τοὺς ὡραίους καρποὺς τῶν δένδρων καὶ νὰ μὴ τοὺς τρώγουν.
Δὲν τοὺς λέγει νὰ περνοῦν ὑποκάτω ἀπὸ τὰ δένδρα πεινασμένοι καὶ νὰ πιέζουν τὴν κοιλίαν τους καὶ νὰ σφίγγουν τὰς σιαγόνας των, διὰ νὰ μὴ ξεγελασθοῦν ποτὲ νὰ κόψουν κανένα καρπὸν πρὸς χορτασμὸν τῆς πείνης των καὶ πρὸς εὐχαρίστησιν τοῦ λάρυγγός των.
Ὄχι. Τοὐναντίον τοὺς δίδει τὸ δικαίωμα νὰ τρώγουν ὅ,τι τοὺς ἀρέσει ἀπὸ ὁποιονδήποτε δένδρον θὰ ἤθελαν. Τοὺς ἀναγνωρίζει, ὅτι ὅλα ἐκεῖνα ποὺ τοὺς ἔδωκεν, ἦσαν εἰς τὴν ἐξουσίαν των καὶ εἶχαν τὸ δικαίωμα νὰ φάγουν καὶ νὰ εὐχαριστηθοῦν ἀπὸ αὐτά.
«Ἀπὸ παντὸς ξύλου τοῦ ἐν τῷ παραδείσῳ βρώσει φαγεῖ», λέγει ὁ Θεὸς εἰς τὸν Ἀδάμ.
Ἀπὸ κάθε δένδρον ἔχεις τὸ δικαίωμα νὰ φάγῃς. Καὶ μόνον ἕνα δένδρον σοῦ ἀπαγορεύω νὰ θίξῃς. Μόνον «ἀπὸ δὲ τοῦ ξύλου τοῦ γινώσκειν καλὸν καὶ πονηρόν, οὐ φάγεσθε ἀπ’ αὐτοῦ».
Εἶναι τόσον πολλὰ τὰ ἄλλα δένδρα καὶ τόσον ἄφθονοι οἱ καρποί των καὶ τόσον ποικίλαι αἱ γεύσεις των καὶ οἱ νοστιμάδες των, ὥστε δὲν ἔχεις νὰ πάθῃς τίποτε οὔτε νὰ στερηθῇς τίποτε, Ἀδάμ, ἐὰν δὲν δοκιμάσῃς τοὺς καρποὺς ἑνὸς δένδρου. Ὁ Θεός, ποὺ τὰ ἔφτειασεν ὅλα, Αὐτὸς σοῦ λέγει μὴ τρώγῃς ἀπὸ τὸ δένδρον αὐτό.
Πές, Ἀδάμ, ὅτι ὁ Θεὸς δὲν ἔφτειανε τὸ δένδρον αὐτὸ καὶ ὅτι τὸ δένδρον αὐτὸ λείπει καὶ δὲν ὑπάρχει. Δὲν ἔχεις νὰ ζημιωθῇς τίποτε, ἐὰν δὲν φάγῃς ἀπὸ τὸν καρπὸν του. Δὲν θὰ στερηθῇς τίποτε, ἀφοῦ ἔχεις τόσα ἄλλα δένδρα εἰς τὴν διάθεσίν σου.
Τοὐναντίον μάλιστα σὲ μιὰν τόσον ἀσήμαντον καὶ τιποτένιαν θυσίαν ποὺ ζητεῖ ἀπὸ σὲ ὁ Θεός, σοῦ δίδεται ἡ εὐκαιρία νὰ τοῦ δείξῃς τὴν ἀγάπην σου, τὴν ὑπακοήν σου, τὴν ἀφοσίωσίν σου.
Δὲν σοῦ ζητεῖ μεγάλα πράγματα ὁ Θεός, ἐνῶ Αὐτὸς σοῦ ἔδωκε μεγάλα καὶ τρανά. Δὲν εἶναι λοιπὸν πρέπον καὶ δίκαιον εἰς ὅ,τι σοῦ ζητεῖ, νὰ ἀνταποκριθῇς;
Δὲν ἐζήτησε λοιπὸν κανένα μεγάλο πρᾶγμα ὁ Θεὸς ἀπὸ τὸν Ἀδάμ. Τοῦ ἐζήτησε νὰ περιορίσῃ ὀλίγον τὴν ὄρεξίν του καὶ τὴν ἐπιθυμίαν του. Ὀλίγον, πάρα πολὺ ὀλίγον.
Διότι, καθὼς βλέπεις, ἀναγνῶστα μου, ἀπὸ ὅλα τὰ ἄλλα δένδρα, τὰ ὁποῖα ἦσαν ἀναρίθμητα, τοῦ δίδει τὸ δικαίωμα νὰ τρώγῃ. Μόνον ἀπὸ τὸ δένδρον ἐκεῖνο δὲν τοῦ ἐπιτρέπει διόλου νὰ τὸ δοκιμάσῃ.
Τοῦ ἐζήτησε νὰ θέσῃ χαλινὸν εἰς τὴν περιέργειάν του καὶ νὰ δείξῃ κάποιαν ὑπομονὴν εἰς τὴν ἱκανοποίησιν τῆς δίψῃς ποὺ φυσικὰ εἶχεν ὁ νοῦς του διὰ νὰ μανθάνῃ.
Βέβαια μποροῦσε νὰ ἔλθῃ εἰς τὸν Ἀδὰμ ἡ ἰδέα: «σὰν τί δένδρον νὰ εἶναι αὐτό; Καὶ διατί μοῦ ἀπηγόρευσεν ὁ Θεὸς νὰ τὸ πλησιάζω; Καὶ τί γεῦσιν νὰ ἔχουν οἱ καρποί του».
Τοιαῦται καὶ παρόμοιαι ἰδέαι περιεργείας εἰμποροῦσαν βέβαια νὰ ἔλθουν εἰς τὸν Ἀδάμ. Καὶ αἱ ἰδέαι αὐταὶ θὰ ἦσαν τόσῳ μᾶλλον ἐπικίνδυνοι, ὅσῳ ἡ ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ ἐφαίνετο ἐκ πρώτης ὄψεως εὔκολος καὶ μικρά.
Διότι μποροῦσε νὰ ἔλθῃ κατόπιν εἰς τὸν Ἀδὰμ καὶ ἡ ἄλλη ἰδέα: «Καὶ τί θὰ πάθω, ἂν φάγω τὸν καρπὸν αὐτόν; Διὰ τόσον ἀσήμαντον πρᾶγμα θὰ μὲ τιμωρήσῃ ὁ Θεός;».
Ἐχρειάζετο λοιπὸν ἐδῶ νὰ ἔχῃ ὁ Ἀδὰμ ἀπεριόριστον ἐμπιστοσύνην εἰς τὸν Θεόν. Ἐχρειάζετο νὰ ἔχῃ τελείαν ὑπακοὴν εἰς τοὺς λόγους Του, ὥστε νὰ μὴ ἐπιτρέπῃ εἰς τὸν ἑαυτόν του οὔτε κἂν νὰ συζητῇ μὲ τὰς ἰδέας αὐτὰς ποὺ θὰ τοῦ ἤρχοντο ἢ ποὺ θὰ τοῦ ἔβαζε κάποιος ἄλλος εἰς τὸ μυαλό του.
Ἐχρειάζετο νὰ μὴ λησμονῇ ποτὲ τὴν ἀγάπην ποὺ τοῦ ἔδειξεν ὁ Θεὸς καὶ σὲ κάθε μίαν ἐρώτησιν περιεργείας καὶ ἀπορίας, ποὺ θὰ τοῦ ἤρχετο, νὰ ἀπαντᾷ:
«Ὁ ἀγαθὸς Θεός, ποὺ μ’ ἔπλασε, ξεύρει τί μὲ συμφέρει καὶ τί μὲ ὠφελεῖ. Ἂς τὸν ἀκούσω λοιπόν. Ὅ,τι μοῦ παραγγέλλει καὶ ὅ,τι μὲ διατάσσει Ἐκεῖνος, εἶναι ὠφέλιμον καὶ συμφέρον δι’ ἐμέ».
Ἔτσι ἔπρεπε νὰ σκέπτεται καὶ ἔτσι ἔπρεπε νὰ ἀπαντᾷ εἰς τὸν πειρασμὸν τῆς περιεργείας. Καὶ δὲν θὰ ἔχῃς εἰς αὐτὸ καμμίαν ἀντίρρησιν, φίλε ἀναγνῶστα.
Τοὐναντίον μάλιστα, μὲ ὅλον σου τὸ δίκαιον θὰ ἐλεεινολογῇς τὸν Ἀδάμ, διότι, ἐνῶ εἶχε ἐμπρός του τόσα παραδείγματα τῆς ἐξαιρετικῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ πρὸς αὐτόν, σὲ μιὰ στιγμὴ τὰ λησμονεῖ ὅλα καὶ τολμᾷ νὰ παραβῇ μίαν ἐντολὴν τοῦ Πλάστου του τόσον εὔκολον, τόσον δικαίαν, τόσον λογικήν.
Καὶ θὰ νομίζῃς ἀκόμη, ὅτι ἐὰν εὑρίσκεσο σὺ εἰς τὴν θέσιν του, δὲν θὰ ἐδοκίμαζες καμμίαν δυσκολίαν εἰς τὸ νὰ τηρήσῃς τὴν ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ καὶ κατ’ οὐδένα λόγον θὰ ὑπήκουες εἰς τὴν ἐντολὴν τοῦ ὄφεως, ἀλλὰ θὰ ἔμενες πειθαρχικὸς εἰς τὸν Πλάστην σου.
Τὸ ἔχω ἀκούσει ἀπὸ πολλοὺς νὰ τὸ λέγουν. Δὲν μποροῦσε, σοῦ λέγουν, νὰ εἴμεθα ἡμεῖς εἰς τὴν θέσιν τοῦ Ἀδάμ; Ἀσφαλῶς ἡ ἀνθρωπότης δὲν θὰ τραβοῦσε τὰ βάσανα, ποὺ ὑποφέρει τώρα. Διότι ἡμεῖς θὰ ἐφυλάττομεν πιστῶς ὅ,τι ὁ Θεὸς μᾶς παρήγγειλε.
Καὶ τί πταίω, σοῦ λέγουν ἄλλοι, νὰ ὑποφέρω ἐγὼ διὰ τὴν παράβασιν τοῦ Ἀδάμ; Ἐὰν ἤμην ἐγὼ εἰς τὴν θέσιν του, δὲν θὰ ἤμην παραβάτης.
Ἡ ἀλήθεια εἶναι, ἀναγνῶστα μου, ὅτι μόλις γίνῃ ἕνα πρᾶγμα, ὅλοι ἔπειτα εὔκολα θέλουν νὰ μᾶς εἴπουν τὴν κρίσιν τους. Καὶ καθὼς λέγει ἡ κοινὴ παροιμία, ὅταν κανεὶς σκοντάψῃ, ὅλοι κατηγοροῦν τὴν στραβομάρα του. Καὶ δὲν λαμβάνουν ὑπ’ ὄψει, ὅτι καὶ αὐτοὶ ἦτο ἑπόμενον νὰ σκοντάψουν καὶ νὰ τσακισθοῦν μάλιστα.
Τὸ αὐτὸ συμβαίνει προκειμένου καὶ περὶ τῆς παραβάσεως τοῦ Ἀδάμ.
Ἐσκόνταψεν ὁ πρωτόπλαστος. Μὴ φωνάζῃς καὶ μὴ τεντώνεσαι, Χριστιανέ μου. Καὶ σὺ ἐὰν ἦσο εἰς τὴν θέσιν του, τὸ ἴδιον θὰ ἐπάθαινες.
Δὲν μοῦ μένει ἀμφιβολία περὶ αὐτοῦ. Καὶ πρόσεξε ἐπ’ ὀλίγον, μὲ τὴν βοήθειαν δὲ καὶ μὲ τὸν φωτισμὸν τοῦ Κυρίου ἐλπίζω, ὅτι θὰ πεισθῇς.
Δὲν ἔτυχε καμμιὰ φορὰ εἰς τὴν ζωήν σου οἱ γονεῖς σου ἢ οἱ διδάσκαλοί σου νὰ σοῦ ἀπαγορεύσουν νὰ πράξῃς ἢ νὰ ἀκούσῃς κάτι τι; Βέβαια θὰ σοῦ ἔτυχε.
Σὲ ἐρωτῶ: τί ἐδοκίμασες καὶ τί ᾐσθάνθης εἰς τὴν περίπτωσιν ἐκείνην; Δὲν σοῦ ἐφάνη ἡ ἀπαγόρευσις δύσκολος καὶ δὲν θὰ ἤθελες μιὰ ὥρα προτήτερα νὰ σηκωθῇ ἡ ἀπαγόρευσις αὐτὴ καὶ νὰ ἐλευθερωθῇς ἀπ’ αὐτῆς;
Καὶ ὅμως ὁ διδάσκαλός σου ἢ ὁ πατέρας σου ἢ ἡ μητέρα σου δὲν σοῦ ἀπηγόρευσε κανὲν μεγάλο πρᾶγμα.
Σοῦ εἶπεν ἴσως, νὰ μὴ πίνῃς πολὺ νερό, νὰ μὴν ἀνοίξῃς ἕνα κουτί, τὸ ὁποῖον σοῦ ἔβαλεν ἐπάνω στὸ τραπέζι· νὰ μὴ φάγῃς ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ φαγητὸν τὸ ὁποῖον εἶναι ἐπιβλαβὲς εἰς τὴν ὑγείαν σου κλπ. Καὶ θεωρεῖς δύσκολον καὶ βαρεῖαν τὴν ἐντολὴν καὶ τὴν παραγγελίαν αὐτὴν.
Θέσε λοιπὸν τώρα τὸν ἑαυτόν σου εἰς τὴν θέσιν τοῦ Ἀδὰμ καὶ σκέψου καὶ μέτρησε καὶ ζύγισε καὶ συλλογίσου, ἐὰν καὶ σὺ τότε δὲν θὰ ἐπεθύμεις καλύτερα νὰ μὴν ὑπῆρχεν ἡ μικρὰ αὐτὴ ἀπαγόρευσις ποὺ θὰ σοῦ ἔδιδεν ὁ Θεός, καὶ δὲν θὰ προετίμας περισσότερον νὰ εἶσαι ἐλεύθερος ἀπ’ αὐτήν.
Καὶ προχωρῶ, ἀναγνῶστα μου, καὶ σοῦ ἀπευθύνω ἓν ἄλλο ἐρώτημα, τὸ ἐρώτημα, διατί σήμερον τολμᾷς νὰ ἀθετῇς τὰς ἐντολὰς τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ ξεύρεις καλά, ὅτι αἰώνιος θάνατος καὶ ἀδυσώπητος τιμωρία ἐπιφυλάσσεται εἰς τοὺς ἁμαρτωλούς;
Θὰ μοὶ εἴπῃς ἴσως, ὅτι ἡ διαφθορά, τὴν ὁποίαν ἐκληρονομήσαμεν ἀπὸ τὸ προπατορικὸν ἁμάρτημα, μᾶς σύρει πρὸς τὴν ἁμαρτίαν αἰχμαλώτους, χωρὶς νὰ τὸ θέλωμεν πολλὲς φορές.
Συμφωνῶ εἰς αὐτό. Ἀλλὰ θὰ συμφωνήσῃς καὶ σὺ σὲ κἄποιο ἄλλο. Εἰς τὸ ὅτι δηλαδὴ ὁ Χριστὸς εἶναι πρόθυμος καὶ δυνατὸς νὰ μᾶς ἐλευθερώσῃ καὶ μᾶς ἐνδυναμώσῃ, ὥστε νὰ ἀναδειχθῶμεν πιστοὶ τηρηταὶ τῶν θείων ἐντολῶν, ἀρκεῖ ἡμεῖς νὰ προσφεύγωμεν εἰς Αὐτόν.
Σὲ ἐρωτῶ λοιπόν, Χριστιανέ μου, διατί δὲν προσφεύγεις εἰς τὸν Χριστόν; Διατί σὲ ἕλκει περισσότερον ἡ ἁμαρτίᾳ παρὰ ὁ Λυτρωτὴς καὶ Σωτὴρ τοῦ κόσμου;
Ἀδελφὲ Χριστιανέ, ἐξέτασε καλὰ τὸν ἑαυτόν σου. Δόσε εἰς τὰ ἐρωτήματα αὐτὰ ἀπόκρισιν ἀληθινὴν καὶ τότε ἄρχισε νὰ συζητήσῃς τὸ πῶς θὰ συμπεριεφέρεσο ἐὰν ἦσο εἰς τὴν θέσιν τοῦ Ἀδάμ.
Ὁ Θεὸς δὲν περιωρίσθη ἁπλῶς εἰς τὸ νὰ δώσῃ τὴν ἐντολήν του πρὸς τοὺς πρωτοπλάστους. Συγχρόνως καὶ τοὺς προανήγγειλε καὶ τὴν τιμωρίαν, ἡ ὁποία τοὺς ἐπερίμενεν, ἐὰν παρέβαινον τὴν ἐντολὴν αὐτήν.
«Ἧ δ’ ἂν ἡμέρᾳ φάγητε ἀπ’ αὐτοῦ, θανάτῳ ἀποθανεῖσθε». Δηλαδὴ τοὺς λέγει, ὅτι τὴν ἡμέραν ἐκείνην ποὺ θὰ τολμήσετε νὰ φάγετε ἀπὸ τὸν ἀπηγορευμένον αὐτὸν καρπόν, θὰ ἀποθάνετε.
Μὰ διὰ τόσον μικρὸν πρᾶγμα, ἤτοι δι’ ἕνα καρπὸν ποὺ θὰ ἔκοπτον καὶ θὰ ἔτρωγον, ἐπεφυλάσσετο λοιπὸν θάνατος; Βεβαιότατα. Ἡ παράβασις κρίνεται ἐδῶ ἀπὸ τὸ μεγαλεῖον ἐκείνου Ὅστις ἔδωκε τὴν ἐντολήν.
Ποιὸς σοῦ μιλεῖ καὶ ποιὸς σὲ προστάξει, ἄνθρωπε; Δὲν εἶναι βέβαια ὅμοιός σου. Εἶναι αὐτὸς ὁ Θεός. Δὲν λογαριάζεις λοιπὸν τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ; Δὲν σὲ φοβίζει ἡ ἀπειλή Του; Τολμᾷς νὰ περιφρονήσῃς τὴν ἐπιθυμίαν καὶ τὴν προσταγήν Του; Λοιπὸν σοῦ ἀξίζει ὄχι ἕνας, ἀλλὰ χίλιοι καὶ μύριοι θάνατοι.
Μὰ δι’ ἕνα τόσον μικρὸν πράγμα; Μάλιστα, δι’ ἕνα καρπὸν ποὺ ἔφαγες. Ἀκριβῶς διότι σοῦ ἐζήτησεν ὁ Θεὸς νὰ φυλάξῃς ἕνα τόσον μικρὸν πρᾶγμα, μίαν τόσον εὔκολον ἐντολήν, καὶ δὲν τὴν ἐφύλαξες, ἀκριβῶς δι’ αὐτὸ εἶσαι ἀκόμη περισσότερον ἀξιοκατάκριτος.
Ἀφοῦ τὸ μικρὸν καὶ εὔκολον δὲν ἐφύλαξες, φαντάσου τί θὰ ἔκαμνες, ἐὰν σοῦ ἐζήτει καὶ κἄτι μεγαλύτερον καὶ δυσκολώτερον.
«Θανάτῳ ἀποθανεῖσθε»! Δίκαιος λοιπὸν ὁ Θεὸς καὶ εὐθεῖαι αἱ κρίσεις Του. Ἀπειλεῖ θάνατον, διότι μὲ θάνατον ἦτο δίκαιον νὰ τιμωρηθῇ ἡ παράβασις καὶ ἡ ἁμαρτία ἐκείνη. Τὸ προλέγει δὲ καὶ τὸ προαναγγέλλει, διὰ νὰ μὴ παραπονῆται ἔπειτα ὁ Ἀδάμ, ὅταν ἡ αὐστηρὰ τιμωρία θὰ ἔπιπτεν ἐπάνω του.
Τοῦ τὸ προλέγει, διὰ νὰ λάβῃ τὰ μέτρα του ὁ Ἀδὰμ καὶ διὰ νὰ γίνῃ προσεκτικώτερος. Οὕτω δὲ μαζῆ μὲ τὴν ἀγάπην καὶ τὴν εὐγνωμοσύνην πρὸς τὸν Θεὸν νὰ ἔχῃ καὶ τὸν φόβον πρὸς τὴν ἀπειλὴν τοῦ Θεοῦ ὡς δύο ἐλατήρια εἰς τὴν ψυχήν του, τὰ ὁποῖα νὰ τὸν συγκρατοῦν ἀπὸ τὴν παράβασιν.
Εἶναι δηλαδὴ ὡσὰν νὰ ἔλεγεν ὁ Θεὸς πρὸς τὸν Ἀδάμ. «Ἀδάμ, ἂν δὲν φθάνῃ ἡ ἀγάπη καὶ ἡ εὐγνωμοσύνη ποὺ μοῦ ὀφείλεις διὰ τὰ τόσα καλά, τὰ ὁποῖα σοῦ ἔκαμα, νὰ σὲ συγκρατήσῃ ἀπὸ τὸ νὰ ἀθετήσῃς τὴν ἐντολήν μου, τοὐλάχιστον συγκρατήσου ἀπὸ τὸν φόβον μου.
Σοῦ προλέγω, ὅτι ἂν τολμήσῃς νὰ φάγῃς ἀπὸ τὸν καρπὸν αὐτόν, θὰ ἀποθάνῃς. Φοβήθητι λοιπὸν τὴν τιμωρίαν αὐτήν».
«Θανάτῳ ἀποθανεῖσθε». Τί τρομερὰν ἔννοιαν καὶ τί φοβερὰν σημασίαν ἔχει ἡ ἀπειλὴ αὐτή! «Θανάτῳ ἀποθανεῖσθε».
Δὲν εἶναι ἁπλῶς σωματικὸς ὁ θάνατος αὐτός, μὲ τὸν ὁποῖον φοβερίζει ὁ Θεὸς τοὺς πρωτοπλάστους. Εἶναι κἄτι πολὺ τρομακτικώτερον. Εἶναι θάνατος τῆς ψυχῆς, καὶ ὡς ἀποτέλεσμα τοῦ θανάτου αὐτοῦ τοῦ ψυχικοῦ ἐπηκολούθησεν ὕστερον καὶ ὁ σωματικὸς θάνατος.
Καὶ θὰ θέλῃς βέβαια, ἀναγνῶστα μου, νὰ σοῦ διασαφηνισθῇ τί σημαίνει θάνατος ψυχικὸς καὶ τί εἴδους κακὸν εἶναι οὗτος.
Ἀλλὰ διὰ νὰ μάθῃς καὶ ἐννοήσῃς αὐτό, ἀδελφέ μου, πρέπει νὰ θέσῃς πρὸ ὀφθαλμῶν σου τὴν κατάστασιν, εἰς τὴν ὁποίαν καταντᾷ τὸ σῶμα, ὅταν τὸ κτυπήσῃ ὁ θάνατος.
Καὶ ὕστερον, ἔχων πρὸ ὀφθαλμῶν τὴν κατάστασιν αὐτὴν ὡς εἰκόνα, νὰ ἐννοήσῃς, καθ’ ὅσον εἶναι δυνατόν, τί θὰ εἴπῃ καὶ ἡ κατάστασις ἐκείνη τῆς ψυχῆς, τὴν ὁποίαν ὀνομάζομεν θάνατον ψυχικόν.
Ὁ σωματικὸς λοιπὸν θάνατος τί εἶναι; Εἶναι χωρισμὸς τοῦ σώματος ἀπὸ τῆς ψυχῆς, ἡ ὁποία τὸ ζωοποιεῖ.
Καὶ ὅταν ἐπέλθῃ ὁ χωρισμὸς αὐτός, τότε τὰ μάτια δὲν εἰμποροῦν πλέον νὰ ἴδουν καὶ νὰ εὐχαριστηθοῦν εἰς τὰς ὡραίας εἰκόνας ποὺ μᾶς παρουσιάζει ἡ δημιουργία τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ τέχνη τοῦ ἀνθρώπου·
τὰ αὐτιὰ δὲν εἰμποροῦν πλέον νὰ ἀκούσουν τὰς εὐχαρίστους φωνὰς τῶν προσφιλῶν προσώπων καὶ νὰ ἑλκυσθοῦν ἀπὸ τὰ γλυκέα ἄσματα τῶν πτηνῶν καὶ ἀπὸ τὰς λαμπρὰς ἁρμονίας τῆς μουσικῆς.
Ἡ γλῶσσα ἀκίνητος, μὲ τὸ στόμα κλειστὸν καὶ μὲ τὰς σιαγόνας κοκκαλωμένας, δὲν εἰμπορεῖ πλέον νὰ γευθῇ τὰ γλυκέα καὶ νόστιμα φαγητὰ ἢ ποτά.
Ἡ ὡραία ὄψις, τὸ εὔμορφον πρόσωπον, ποὺ ἐθάμβωνε μὲ τὴν ὡραιότητά του, τί γίνεται τώρα; Ἀηδιάζεις νὰ τὸ πλησιάσῃς. Φουσκώνει μαζῆ μὲ τὸν ὅλον ὀργανισμόν, ἐκβάλλει δυσωδίαν ἀνυπόφορον, σαπίζει σιγά-σιγὰ καὶ διαλύεται ἐντὸς ὀλίγου.
Τί εὐχαρίστησιν ποὺ ἐδοκίμαζε προτήτερα, ὅταν ἦτο εἰς τὴν ζωὴν τὸ σῶμα αὐτό! Τί δόξαν καὶ τί μεγαλοπρέπειαν εἶχε! Τί δύναμιν καὶ τί ὡραιότητα!
Καὶ τώρα; Ἀκίνητον, ἀναίσθητον, βρωμερὸν προκαλεῖ τὴν ἀηδίαν καὶ καταντᾷ εἰς τὴν ἀποσύνθεσιν καὶ εἰς τὴν σαπίλαν.
Τοὐλάχιστον αὐτό, τὸ νεκρὸν δηλαδὴ σῶμα, δὲν αἰσθάνεται τίποτε πλέον. Ἂν βρωμᾷ, βρωμᾷ διὰ τοὺς ἄλλους. Ἂν διαλύεται, αὐτὸ δὲν ἐννοεῖ τίποτε.
Ἔλα τώρα εἰς τὴν ψυχήν, Χριστιανέ μου. Τί εἶναι ὁ ψυχικὸς θάνατος; Χωρισμὸς τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸν Θεόν, ὁ Ὁποῖος εἶναι ἡ ζωὴ καὶ ἡ εὐτυχία καὶ ἡ δύναμις τῆς ψυχῆς.
Τί παθαίνει ἡ ψυχή, ὅταν χωρισθῇ ἀπὸ τὸν Θεόν; Καταντᾷ σὰν τὸ πτῶμα, μὲ τὴν διαφορὰν ὅμως ὅτι αὐτὴ αἰσθάνεται τὴν δυστυχίαν καὶ τὴν σαπίλαν καὶ τὴν βρῶμαν, εἰς τὴν ὁποίαν διὰ τοῦ θανάτου της κατήντησε.
Δὲν γεύεται τώρα, δὲν δοκιμάζει ἡ ψυχὴ τὴν εὐφροσύνην, ποὺ δίδει ὁ Θεὸς εἰς ἐκείνους, οἵτινες δὲν χωρίζονται ἀπὸ κοντά Του. Δὲν αἰσθάνεται πλέον τὴν γαλήνην καὶ τὴν εἰρήνην, τὴν ὁποίαν μεταδίδει τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ εἰς ἐκείνους, εἰς τοὺς ὁποίους κατοικεῖ.
Δὲν αἰσθάνεται τὴν ἀνακούφισιν, τὴν ὁποίαν δίδει ὁ Θεός. Ἀλλὰ τί λοιπὸν αἰσθάνεται; Μήπως δὲν αἰσθάνεται τίποτε; Ἆ! ὄχι· φεῦ! αἰσθάνεται.
Αἰσθάνεται μίαν ἀγωνίαν, μίαν ἀνησυχίαν, μίαν βάσανον, μίαν ὀδύνην καὶ καταντᾷ εἰς μίαν κατάστασιν ἀθλίαν, ἀντίθετον ἐντελῶς πρὸς ἐκείνην, εἰς τὴν ὁποίαν εὑρίσκεται ἡ μετὰ τοῦ Θεοῦ ἡνωμένη ψυχή.
Ὦ Κύριε, Κύριε· λυπήσου τὸ πλάσμα τῶν χειρῶν Σου. Σπλαγχνίσου τὰ ἀπειθῆ καὶ ἄσωτοι παιδιά Σου, ποὺ ἔφυγαν ἀπὸ τὴν ἀγκάλην Σου.
Καὶ ἕλκυσε πάλιν, Σὲ παρακαλοῦμεν, τὰς ψυχάς μας πρὸς Σὲ, διὰ νὰ εὕρουν ἐν τῇ ἑνώσει των μετὰ Σοῦ τὴν εἰρήνην των καὶ τὴν μακαρίαν ζωήν. Γένοιτο.
Τέλος 2ου κεφαλαίου